Υπόσχομαι {43}

33 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ
Μπορούσα να ακούσω μόνο την ανάσα μου καθώς και μερικά απόμακρα βαδίσματα. Τόσο απλοί και λίγοι ήχοι αλλά ήταν ικανοί να με τρελάνουν. Σαν να εκκένωσαν το μέρος από κάθε είδος ενοχλητικής φασαρίας, και τώρα ήρθαμε εμείς να επαναφέρουμε τη βαβούρα. Τα πόδια μου χτυπούσαν με μανία στο πάτωμα προκαλώντας ηχώ. Συνέχισα να τρέχω χωρίς σταματημό. Η σόλα του παπουτσιού είχε αρχίσει να λιώνει με αποτέλεσμα να νοιώθω ένα τσούξιμο στις φτέρνες μου. Μερικές φορές το μυαλό μου συγκεντρωνόταν τόσο στο τρέξιμο που ξεχνούσα το λόγο που το έκανα. Που είμαι; Τι κάνω;

Συνέχισα να τρέχω πιο γρήγορα, νοιώθοντας πως έτσι θα βρω διαφυγή από το ηλίθιο χάος που επικρατούσε στο μυαλό μου.

«Άδικα τρέχεις Εύα» ακούστηκε μια απόμακρη φωνή και επιτάχυνα νοιώθοντας τη καρδιά μου να με ξεπερνά στη ταχύτητα. Η φωνή, διάολε η φωνή, τόσο γνωστή και ταυτόχρονα τόσο άγνωστη.

«Μην τη χάσετε» ξανά ακούστηκε η ίδια ενοχλητική φωνή. Το μυαλό μου έλεγε να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου, αλλά δεν είχα αποθέματα κουράγιου ώστε να το υπακούσω. Απλά γύρνα να δεις ποιος σε κυνηγάει ηλίθια. Γύρισα ελάχιστα το κεφάλι μου προσπαθώντας να δω καλά μέσα από το ταρακούνημα του τρεξίματος μου. Κανένας. Τι στο διάολο; Ακούω φωνές;

Γέλια ακούστηκαν στο βάθος. Κάποιος παίζει μαζί μου. Και δεν θα έκπλησσέ άμα ήταν η φαντασία μου. Ένας πόνος εμφανίστηκε αριστερά στο στομάχι μου. Έπρεπε να σταματήσω, ο πόνος δεν με άφηνε να συνεχίσω. Η γαμημένη φαντασία σου πρέπει να σταματήσει. Μαλώνω τον εαυτό μου. Κρύφτηκα πίσω από έναν τοίχο. Έριξα τη πλάτη μου απάνω του. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε με μανία, γαμώτο ήμουν τόσο λαχανιασμένη. Μέσα στην πλήρη ησυχία ακούστηκαν μερικά βήματα από σκληρές σόλες. Πλησίαζαν κοντά μου. Έπνιξα τις ανάσες μου προσπαθώντας να μείνω κρυφή και αθόρυβη. Άρχισε ξανά να γελάει.

«Δεν μπορείς να κρύβεσαι για πάντα»

Το βλέμμα του διεύρυναν όλο το χώρο ψάχνοντας με. Ένοιωθα ένα κενό στο στήθος μου, σαν η καρδιά μου να έπεσε όσο έτρεχα. Ήταν ο Λίαμ. Ναι, αυτός ήταν. Τι στο διάολο θέλει από μένα;

Έμεινε σιωπηλός, απογοητευμένος που δεν με βρήκε. Τα πόδια του σταμάτησαν να βαδίζουν αριστερά και δεξιά. Παραιτήθηκε. Αναστέναξα σιγανά, νοιώθοντας το αίμα να κυλά ξανά φυσιολογικά στις φλέβες μου. Ανακούφιση. Περπάτησε ξανά προς τα πίσω, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής. Επιστροφή; Γιατί που είμαστε τώρα;

Ξαφνικά, ένοιωσα κάποιον από πίσω μου να με γυρνά βίαια προς το μέρος του. Ένοιωσα τη καρδιά μου να σταματά, σημάδι πως δεν ήμουν τελικά κενή. «Εδώ είσαι» γέλασε και ένα ουρλιαχτό φόβου ξέφυγε από τα χείλια μου. Πετάχτηκα ολόκληρη κλείνοντας τα μάτια μου.

Πετάχτηκα, και όταν τα άνοιξα είδα έκπληκτη πως ήμουν στο σπίτι του Αλεξ. Ένας εφιάλτης , ένας εφιάλτης ήταν. Ψιθυρίζω καθησυχαστικά στον εαυτό μου. Κοίταξα τριγύρω μου, με είχε πάρει ύπνος στο καναπέ.

«Ξύπνησες βλέπω» ακούστηκε η φωνή του Αλεξ. Ταυτόχρονα στήριξε τα χέρια του στη πλάτη του καναπέ και πήδηξε χαλαρός πανω στο κάθισμα. Πλέον βρισκόταν δίπλα μου. Έγνεψα ανήμπορή να προφέρω κάποια λέξη εφόσον ο τρόμος του ονείρου με είχε επηρεάσει.

Με κοίταξε παραξενευμένος

«Τρέχει τίποτα;» με ρώτησε
Πήρα βαθιά εισπνοή καθώς κάρφωνα για έναν άγνωστο λόγο, με το βλέμμα μου το κάθισμα.

«Τον..Λίαμ, από που τον ξέρεις; Θέλω να πω, πως ξεκίνησε όλη αυτή η κόντρα;» πήρα το θάρρος και τον ρώτησα, ύστερα τον κοίταξα. Καθάρισε το λαιμό του και βολεύτηκε καλύτερα στη θέση του.

«Μην το ψάχνεις Εύα, είναι μεγάλη ιστορία» σοβαρεύτηκε.

«Υπέροχα, έχω όλο το χρόνο» του απάντησα ανασηκώνοντας τα χέρια μου.

«Θυμάσαι τότε που σου ειπα πως το έσκασα από το ορφανοτροφείο;» αναστέναξε και εγώ με τη σειρά μου έγνεψα.
Κατέβασε το κεφάλι του προτιμώντας να κοιτάξει το άψυχο πάτωμα, ίσως ήθελε να φανταστεί πως μιλούσε σε αυτό παρά σε εμένα.

«Δεν..έγινε ακριβώς έτσι» συνέχισε δισταχτικά κάνοντας με να τον κοιτάξω παραξενευμένη.

«Έφυγα...αλλά από το αναμορφωτήριο. Και αυτός! Γαμώτο, αυτός φταίει για όλα!» συνέχισε εκνευρισμένος και έσφιξε τα χέρια του από το θυμό έτσι ώστε οι φλέβες να αναφαίνονται στα χέρια του. Οι αναμνήσεις τον τσίτωναν, τον σκοτείνιαζαν. Άρχισα να νοιώθω τύψεις που ρώτησα. Το μόνο που κέρδισα ήταν παραπάνω ερωτήματα. Φαινόταν σαν είχε ξεχάσει τη ίδια του τη σκιά, και εγώ ήμουν ο ηλίθιος ήλιος που του την θύμησε. Τι συνέβη; Τι έκανε ο Αλεξ και ο Λίαμ;

«Τι εννοείς εκείνος φταίει; Άμα έκανες κάτι σοβαρό έπρεπε..να το πληρώσεις» οι λέξεις μου ξέφυγαν εντελώς απροειδοποίητα και ύστερα κατέβασα το κεφάλι μου μετανοιωμένη. Όμως η ζωή είναι ένα βιβλίο που εμείς οι ίδιοι γράφουμε. Συνηθίζουμε να καταδικάζουμε τους τριγύρω μας άμα το αποτέλεσμα δεν είναι καλό.
Αυτό που πρέπει πραγματικά να κάνουμε, είναι να ξεφυλλίσουμε το βιβλίο, ξανά και ξανά μέχρι να βρούμε το λάθος. Γιατί πολύ απλά, εμείς είμαστε οι συγγραφείς.

Συνοφρυώθηκε καθώς κοιτούσε ακόμα το πάτωμα, χαμένος στις σκέψεις που μου απαγόρευε να ακούσω. Ύστερα γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν η πηγή των συναισθημάτων του. Ήταν ανοιχτό βιβλίο, μπορούσα πιο εύκολα να τον καταλάβω όταν με κοιτούσε. Θυμός, αδικία, αφηνιασμός, απογοήτευση, ξεχείλιζαν από το χρώμα των ματιών του.

«Δεν καταλαβαίνεις. Το μόνο που έκανα ήταν το σωστό» μου είπε

«Ήταν η μεγαλύτερη σωστή μαλακία που έκανα στη ζωή μου και με τιμώρησαν σαν να ήταν το μεγαλύτερο λάθος!» συνέχισε υψώνοντας το τόνο της φωνής του, εμφανίζοντας ένα ειρωνικό γελάκι στο τέλος.

Άνοιξα σοκαρισμένη το στόμα μου και εκείνος με μιμήθηκε πειραχτικά.

Το κοιτούσα συμπονετικά, φαινόμουν αρκετά αδύναμη μπροστά την οργή του. Δεν μπορούσα να τον ηρεμίσω εφόσον δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Άμα τον ρωτούσα, σίγουρα θα τα έκανα χειρότερα.

«Το καλό,σου αντιστρέφετε..δεν καταλαβαίνω..» ειπα αργά και δισταχτικά.

Εκείνος απλός γέλασε βρίσκοντας γελοία την απάντηση μου. Συνοφρυώθηκα εκνευρισμένη από τη λανθασμένη συμπεριφορά του. Όμως ξέρω ότι δεν ήταν οι γονείς του δίπλα του για να του δείξουν την αλήθεια, παρά μόνο η ζωή που του την έδειξε με το πιο λάθος τρόπο. Υστέρα αναστέναξα προσπαθώντας να χαλαρώσω.

« Ξέρεις, η μητέρα μου έλεγε ότι το πιο όμορφο ξημέρωμα έρχεται μετά από την πιο δύσκολη νύχτα. Κάτι θα κέρδισες από όλο αυτό.» του ειπα προσπαθώντας να τον παρηγορήσω. Εκείνος έμεινε σκεπτικός, φαινόταν ξανά χαμένος μέσα στις ίδιες του τις σκέψεις, μόνο που τώρα φάνταζε σαν έβρισκε το δρόμο.

«Γνώρισα εσένα» είπε χαμηλόφωνα ανασηκώνοντας το κεφάλι του για να με κοιτάξει και χαμογέλασε αμυδρά. Του ανταπέδωσα στο χαμόγελο. Ξαφνικά αυτός όμως σοβάρεψε ξανά καθαρίζοντας το λαιμό του. Χριστέ μου, δεν τον καταλαβαίνω.

«Εύα, μην πιστεύεις σε τέτοιες μαλακίες. Είναι όλα ψέματα. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος από εγωισμό και αδικία, μην το ψάχνεις, έτσι είναι.» μου είπε.

Είμαι σίγουρη, άμα κάποια μέρα ξυπνούσα με τα μάτια του, θα έβλεπα το κόσμο γεμάτο εχθρούς και σκιές. Προσπαθεί..να μου πει πως δεν ξέρουμε ποια άμα ζούμε στη γη η στη κόλαση. Μερικές φορές, δεν υπάρχει διαφορά.

«Πάω για μπάνιο» μου ανακοίνωσε και σηκώθηκε από το καναπέ αφήνοντας με να τον παρατηρώ αδιάφορα.

Η πόρτα του μπάνιου έκλεισε, αφήνοντας με μόνη με τις σκέψεις μου. Το όνειρο επανέρχεται στο κεφάλι μου. Άμα σημαίνει κάτι; Γαμώτο. Δεν θέλω με τίποτα να χάσω τον Αλεξ η τους Κράιμς. Μόνο και μόνο στη σκέψη έχω ήδη αρχίσει να βουρκώνω. Νοιώθω τόσο χαμένη και αβοήθητη όπως στο όνειρο.
Είμαστε όλοι πλάσματα που βαδίζουν το δικό τους μονοπάτι. Το θέμα είναι ποιος θα επιβιώσει μόλις οι σκιές μας εξαφανιστούν παρέα με τον ήλιο .Τα θηρία της νύχτας θα ορμίζουν πανω μας. Ποιος θα βοηθήσει ποιον, ποιος θα κατασπαραχτεί, ποιος θα θυσιαστεί, ποιος θα επιβιώσει για να δει το ξημέρωμα. Και πάντα το επόμενο πρωί, θα υπάρχουν δυο απόντες. Ένας που κατασπαράχτηκε, και ένας άλλος που δεν άντεξε την απουσία του.

Είναι και μερικοί άνθρωποι, που ζουν ασυνείδητα για δυο. Και εγώ δεν ζω καθόλου χωρίς εκείνον.

Τα δάκρυα αρχίσαν να κυλούν από τα μάτια μου αλλά προσπαθούσα να κόψω την ροή τους. Η ώρα είχε περάσει, πριν το καταλάβω ο αλεξ βγαίνει από το μπάνιο. Ο κορμός του σώματος του ήταν ακάλυπτος, με τη άσπρη πετσέτα δεμένη γύρω από τη μέση του. Σκουπίζω αμέσως τα δάκρυα μου χρησιμοποιώντας τα ακροδάχτυλα μου. Εκείνος φάνηκε να μην με πρόσεξε, κατευθύνετε προς το ράφι του σαλονιού ψάχνοντας κάτι. Ένας ασυγκράτητος λυγμός ξεφεύγει από το στόμα μου. Όχι..όχι τώρα. Εκείνος γυρνά και με κοιτάει. Τον κοιτάω και εγώ και στραβοκαταπίνω. Φέρνω τα ακροδάχτυλα μου για τελευταία φορά κοντά στα μάτια μου σκουπίζοντάς και τελευταίο δάκρυ. Του χαμογελάω ψεύτικα προσπαθώντας να τον πείσω σε αυτή τη γελοία εικόνα μου. Συνεχίζει να με κοιτάει ανήσυχος, ώσπου με πλησιάζει.

«Έκλαιγες;» με ρώτησε και έβαλε αργά τα χέρια του γύρω από τη μέση μου.

«Όχι;» απάντησα το δήθεν αυτονόητο και γέλασα. Με κοίταξε δύσπιστος και τα χέρια του αρχίσαν να γαργαλάνε το δέρμα μου. Πετάχτηκα ξαφνιασμένη αρχίζοντας να γελάω. «Γελάς;» με ρώτησε και γέλασε και εκείνος ελαφρά. Συνέχιζα να γελάω εγκάρδια και σιγά σιγά βρέθηκε από πανω μου. Τα χέρια του έμειναν ακινητα ώσπου τα ξέθαψε από τη μέση μου σέρνοντας τα προς τα έξω. Με φίλησε πνίγοντας το γέλιο μου. Ήταν όμορφο συναίσθημα. Αυτό, που γεύεσαι το παράδεισο μέσα από την αμαρτία.

«Γιατί έκλαιγες;» σοβάρεψε.

«Είναι που, φοβάμαι λιγάκι. Λίγο. Ένταξή πολύ.» παραδέχομαι και αναστενάζω.

«Τι φοβάσαι;» με ρώτησε
Εγώ αναστέναξα ξανά.

«Ο Λίαμ είπε ότι κάποια στιγμή θα έρθω μαζί τους. Ο τύπος είναι ικανός για όλα. Και..Φοβάμαι» του ειπα και εκείνος γέλασε.

«Εύα ηρέμισε. Δεν πρόκειται να πας μαζί τους. Πόσο μάλλον με τη θέληση σου» ξανά γέλασε

«Άμα μου κάνει κάτι;» τον ρώτησα ανήσυχη

«Δεν θα τον αφήσω να σου κάνει»

«Θα σε προστατέψω μωρό μου» συνέχισε και ξανά πλησίασε το πρόσωπο του για να με φιλήσει στο κεφάλι.

«Μου το υπόσχεσαι;» τον ρώτησα και άγγιξα απαλά το πρόσωπο του.

«Σου το υπόσχομαι» μου απάντησε φιλώντας τα ακροδάχτυλα μου. Τα χείλια του ξανά επιτέθηκαν στα δικά μου. Τα χέρια μου μπλέχτηκαν ανάμεσα στα απαλά μαλλιά του τραβώντας τα ελαφρά. Αναστέναξε χαμηλόφωνα και απομακρύνθηκε ελάχιστα. Τα μάτια του αρχίσαν να σκανάρουν το πρόσωπο μου ενώ προσπαθούσε να βρει αθόρυβα την αναπνοή του. Ένοιωθα παράξενα όσο το γυμνό και γυμνασμένο στερνός του ήταν τόσο κοντά μου. Η μυρωδιά του ήταν τόσο μεθυστικά.

«Εύα πότε θα...»

«Ας το πάμε αργά αλεξ» τον διέκοψα.

Ξαφνικά το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Ο σπαστικός ήχος του άρχισε να τρυπάει στα αυτιά μας. Τον άκουσα να βρίζει σιγανά κάνοντας με να γελάσω. Σήκωσε απότομα το ακουστικό. « Τι;» ρώτησε ενοχλημένος.

«Ω Αλεξ δεν περίμενα να απαντήσεις» ακούστηκε η ανοιχτή ακρόαση από το άλλο ακουστικό. Ήταν γνωστή η φωνή. Μόνο ένας θα μπορούσε να έχει την ηλίθια αυτή φωνή, δεν ήταν κανένας άλλος παρά τον Λίαμ.

«Με κούρασε γαμωτο, εσυ και τα γαμημένα τηλεφωνήματα σου. Λέγε τι θες» του είπε πιεστικά.

«Το ξανά σκέφτηκα. Έχεις δίκιο, δεν θα μπορούσα να πάρω την Εύα από την ομάδα σου. Ελάτε με τους Κράιμς ξανά στο μέρος, ώστε να συζητήσουμε πάλι το έπαθλο.» είπε και εγώ ανασήκωσα ξαφνιασμένη τα φρύδια μου. Ο αλεξ με κοίταξε και με μιμήθηκε ξανά κάνοντας με να γελάσω πνιχτά.

«Και..γιατί δεν μου το λες από εδώ;» τον ρώτησε υποψιαζομενος.

«Θέλω να είναι μπροστά όλοι.. όταν θα ανακοινώσουμε τα θέλω μας...» ήταν η τελευταία του πρόταση.

》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Λαλαλα ναι ξερω λιγο βλακια, λιγο βαρετο, ουτε μενα μαρεσε και τοσο. Αλλαααααα επρεπε να το ανεβασω😢

Τι πιστευετε θα ζητησει ο Λιαμ στη θεση της Ευας?:(

Σας περνα κατι απο το μυαλο, για το παρελθον του Αλεξ και του Λίαμ?:(

Α και κατι αλλο:')

Μηπως γραφω πολυ κουραστικά?😂

Ουαου πολλες ερωτησεις. Δεν ξερω τι με επιασε:(

Spoiler: Κρισημο..πολυ κρισημο κεφαλαιο._.

Επισης, σκεφτηκα και το τελος της ιστοριας. Και εχω να σας πω οτι τελικα δεν θα κανω δευτερο βιβλιο αλλα.. το τελος δεν θα νε κακο.😏
Ουτε εντελως καλο😭

Θα νε καλουτσικο✔. Δεν ξερω αλλα πραγματικα δεν μου..πηγαινει καθολου στο να το βαλω τελειως καλο. Αλλα στεναχωριεμαι να το βαλω κακο, επισης θελετε και εσεις παρα πολυ ενα καλο τελος.

Αρα, καλουτσικο.😌

-Αννα που δεν θελει να αρχισουν ξανα τα σχολεια δηςιςγθσς😭🔫

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top