Σου άρεσε {19}

«Ήταν αυτό απαραίτητο;» τον ρωτάω καθώς προχωράμε ξανά προς τους υπόλοιπους.

Μου ρίχνει μια κλεφτική ματιά, και μπορώ να δω τις άκρες των χειλιών του να σηκώνονται αμυδρά. «Αν είναι να κάνεις κάτι, κάτω σωστά» αποκρίνεται. Σωστά; Τίποτα δεν ήταν σωστό πάνω σε αυτό που κάναμε.

Κ όμως. Η καρδιά μου δεν μπορούσε να σταματήσει να χτυπάει δυνατά. Το άγχος, η αδρεναλίνη, οι κλεφτές ματιές πίσω μας, το αίσθημα πως κάποιος διαβάζει τις σκέψεις μας, ή πως ξέρει τις προθέσεις μας, δημιουργεί κάτι πρωτόγνωρο. Ένοιωθα τόσο μεγάλη ανακούφιση όταν τα καταφέραμε, που σχεδόν το απόλαυσα.

«Δεν το πιστεύω ότι σε άκουσα» κουνάω το κεφάλι μου απογοητευμένη με τον εαυτό μου.

Βρισκόμαστε πλέον ξανά στο στέκι. Οι Κράιμς ήταν στη ταράτσα, ενώ εμείς όχι. Είμασταν ένα με το έδαφος του δρόμου απέναντι. Δίπλα από τις παλιές ξεβαμμένες κολώνες, και τους ξεθωριασμένους τοίχους.

«Ω έλα τώρα Εύα, μπορώ να δω πως καταβάθος καίγεσαι για κάτι τέτοιο» το σώμα του με στριμώχνει πίσω στο τοίχο. Τα χεριά του με εγκλωβίζουν για άλλη μια φορά.

«Παραδέξου το επιτέλους. Σου άρεσε! Και μισείς τον εαυτό σου για αυτό, αλλά σου άρεσε» το αυτάρεσκο χαμόγελο του στολίζει το πρόσωπο του. Είχε δίκιο, αλλά αρνιόμουν να το παραδεχτώ, τόσο όσο στον ίδιο τον εαυτό όσο και σε εκείνον.

«Αποδέξου το επιτέλους, δεν είμαι σαν εσένα.» του απαντάω με τη σειρά μου. «Δεν έχουμε τα ίδια χόμπι» προσθέτω επικριτικά. Του έδωσα ένα βλέμμα που του έδειχνα πόσο υποτιμώ τα δικά του.

Εκείνος με κοίταξε με προσμονή και βεβαιότητα, λες και ήξερε ακριβώς από την αρχή τι θα του απαντούσα και απλός ζητούσε μια επαλήθευση.

Το βλέμμα του ήταν σαν να πέταγε σπίθες πάνω μου. Δεν τον καταλάβαινα ποτέ, και ούτε πρόκειται να το κάνω. Από τη μια με απειλούσε να κάνω αυτό που θέλει, από την άλλη φερόταν σαν να ήταν όλα καλά μεταξύ μας.

Ήρθε κοντά στο πρόσωπο μου. Μπορούσα να εισπνεύσω το τσιγάρο πάνω του, σε συνδυασμό με το άρωμα που φορούσε. «Η ζωή σου. Θα ήταν βαρετή. Χωρίς εμένα» συλλάβισε.

«Εννοείς φυσιολογική» διόρθωσα.

«Εντάξει φίλε σε παραδέχομαι» ακούγεται ξαφνικά η φωνή του Γιώργου. Σηκώνει τα χέρια του ορθάνοιχτα καλώς ορίζοντας πίσω τον Άλεξ.

Εκείνος απομακρύνεται από κοντά μου, χάνω την επαφή με το άρωμα του και τη ζεστή αναπνοή του.

Οι Κράιμς μας υποδέχονται σχεδόν θριαμβευτικά, καθώς τα μάτια τους κοιτούν με περηφάνια τον αρχηγό τους όσο προχωράνε. Δεν νομίζω να πρόσεξαν ότι ο Άλεξ με φίλησε, διότι μας έκρυβε το υπόστεγο του μαγαζιού. Όπως και να έχει προσπάθησα να μην δώσω σημασία σε αυτό, γιατί ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε ο Άλεξ, και δεν σκόπευα να του δώσω αυτή τη ευχαρίστηση.

Εκείνος όμως έμοιαζε να ήταν περισσότερο περήφανος για εμένα. Με κοιτούσε με υπεροπτικό χαμόγελο του, που για μία, μόνο μία στιγμή αδυναμίας, με έκανε να αισθανθώ μέχρι και εγώ περήφανη για τον εαυτό μου.

Ανεβαίνουμε για άλλη μια φορά τις ξύλινες, παλιές σκάλες του κτηρίου και βρισκόμαστε ξανά πάνω στη ταράτσα του κτηρίου.
Ανοίγει αθόρυβα το πακέτο με τα τσιγάρα που έκλεψε, μάλλον κλέψαμε, και αφήνει αμέσως ένα να κρεμαστεί από τα χείλια του.

Τινάζει αδιάφορα το χέρι του και πετάει το πακέτο πάνω στα χέρια μου λέγοντας «Όλα δικά σου». Εγώ καταφέρνω και τα πιάνω. Μα δεν τα ήθελα. Ένοιωθα πως δεν μου ανήκαν.

Μια έκφραση δυσφορίας στο πρόσωπο μου με κάρφωσε, και αυτός αμέσως γελάει. «Τι;» ρώτησε.

«Τίποτα» απαντώ αμέσως.

«Η μικρή νοιώθει άσχημα που έκλεψε ένα απλό πακέτο τσιγάρα;» λέει περιγελαστικά η Έμμα.
Σταυρώνει τα χέρια της και με κοιτάζει υποτιμητικά.

Το ύφος του Άλεξ σκοτείνιασε. «Δεν είναι συνηθισμένη» παίρνει το μέρος μου. Ο Άλεξ, να πάρει το μέρος μου;  Σίγουρα κάτι είχε πάθει σήμερα και είχε πλήρως μεταλλαχτεί.

«Λοιπόν, ούτε εγώ είμαι συνηθισμένη με τη δήθεν ενοχλητική αθωότητα της, αλλά αφού ήρθε έτσι η φάση, απαλός την αποδέχομαι!» του απαντάει με τόση άνεση, λες και είναι κάτι που λέει με το καλημέρα στον οποιοδήποτε.

«Με την ποια;» σαστιστώ. Ξαφνικά μου έρχεται να την πνίξω. Είχα ανεχτεί πολλές σπόντες από την Έμμα, αλλά σήμερα με είχε φέρει στα όρια μου. Νόμιζε πως εκείνη ήταν καλύτερη. Ανώτερη.

«Με την δήθεν αθωότητα μου; Συγνώμη που δεν μεγάλωσα για να γινώ μια κομπλεξικιά κοκκινομάλλα που το μόνο που σκέφτεται είναι πότε θα τη πηδήξει ο πρώην της» τα λογια ξεπετάγονται από τα χείλια μου δίχως καν να τα σκεφτώ. Μήπως το παρά έκανα..; Βλέπω τον Άλεξ να σφίγγει το σαγόνι του,  τα φρύδια του ζαρώνουν με δυσαρέσκεια, το βλέμμα του συννεφιάζει. Μένει σιωπηλός.
Ύστερα παρατηρώ τη δικιά της αντίδραση. Μόλις είδα το απροσδιόριστο βλέμμα της, να μοιάζει πιο προσβεβλημένο από ποτέ άρχισα να αισθάνομαι μια αμφιταλάντευση στην απόφαση μου να της πάω κόντρα αναφέροντας τον Άλεξ. Μήπως υποτίθεται πως δεν το ξερά; Μήπως δεν έπρεπε να το αναφέρω; Μήπως ήμουν πολύ σκληρή;

«Αρχίιιισαμε» σχολιάζει η Στεφανία.

«Ω, αν δεν ήσουν μέλος των Κράιμς, ορκίζομαι ότι θα σε είχα πετάξει κάτω από το κτήριο!» στριγκλίζει. Έκανε μια απότομη κίνηση να έρθει προς το μέρος μου, αλλά η λαβή του Μάριου τη κράτησε πίσω. Ω γάμησε το, ήθελα καιρό να της απαντήσω έτσι.

«Χάρη θα μου έκανες» ψέλλισα.
Ίσως να έλεγε περισσότερα μιας που η Έμμα δεν είναι ο τύπος κοριτσιού που δεν θα ησυχάσει αν δεν πει τη τελευταία κουβέντα.

Ένα παράξενο τραγούδι ακούγεται ξαφνικά. Στρέφω ενστικτωδώς το βλέμμα μου και αντικρίζω τον Άλεξ να σηκώνει το κινητό του.
«Ποιος;» ρωτάει.

Η Έμμα είναι έτοιμη να ξανά ανοίξει το στόμα της. Το ξέρα. Ξαφνικά η συγχυσμένη φωνή του Άλεξ κάνει όλους μας να σωπάσουμε.

«Που να πάρει- πότε;! Πως;» ρωτάει. Η έκφραση του ήτανε  τρομαγμένη. Βάζει τα χέρια του πάνω στα μαλλιά του και τα τραβάει προς τα πίσω. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα ανήσυχο για κάτι. Η πρώτη ήταν όταν με είχε χτυπήσει στο κεφάλι δυνατά εκείνο το βράδυ.

«Εντάξει, ναι» λέει. Όταν τον ξανά κοίταξα δεν μου φάνηκε ποια τόσο αναστατωμένος. Για την ακρίβεια, καθόλου αναστατωμένος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν ηρεμίσει, αλλά συνεπώς σοβαρέψει.

Ήμουν περίεργη τι τον έκανε να φερθεί τόσο κυκλοθυμικά. «Έγινε κάτι;» ρωτάω αφού κλίσει το τηλέφωνο.. Όλοι οι Κράιμς τον κοιτάζουμε με περιέργεια.

«Τίποτα δεν έγινε» απαντάει.
Και οι 5 αρχίζουμε να αλληλοκοιταζόμαστε μεταξύ μας δύσπιστοι. Μα φυσικά. Ο Άλεξ ήταν πολύ μυστικοπαθής για να μοιραστεί μέχρι και μια απλή κλήση στο τηλέφωνο.

«Ουάου.» λύνει την ησυχία ο Μάριος.

«Μόλις συνειδητοποίησα ότι είσαι και επισήμως ο χειρότερος ψεύτης που ξέρω» προσθέτει.

«Απλός δεν είναι τίποτα σημαντικό» μαρτυράει.

Η Έμμα αρπάζει απροειδοποίητα το κινητό του όσο αφαιρείτε, αυτός ενοχλείτε. «Κλήση από το εξωτερικό;» διαβάζει δυνατά. Τι μπορεί να θέλει κάποιος από το εξωτερικό τον Άλεξ;

Το βλέμμα του ψυχραίνει απότομα. Τα χέρια του σχηματίζονται σε γροθιές. Τον παρατηρούσα και προσπαθούσα να μαντέψω τις προθέσεις του. Αρπάζει αστραπιαία το κινητό από την Έμμα.

«Θυμάσαι την..αδελφή μου;» την ρωτάει. Μισό. Μισό. Ο Άλεξ είχε αδελφή; Ειλικρινά, ξαφνικά αισθανόμουν ότι δεν ήξερα τίποτα για εκείνον. Θα ήθελα μια μέρα να κάτσω, να τον αφήσω να μου ανοιχτεί όλο το βράδυ, να μου εκμυστηρευτεί τα πάντα που συμβαίνουν στη ζωή του, και ύστερα ας πίναμε, και ας τα ξέχναγα όλα.

«Εκείνη που ήταν εξωτερικό τα τελευταία 5 χρόνια;» απορεί.

«Αυτήν»

Ένοιωσα ένα μικρό τσίμπημα ζήλιας. Γιατί ο Άλεξ να το είχε πει στην Έμμα αλλά όχι σε εμένα; Πολύ απλά, ίσως είχε κάτι πιο έντονο με την Έμμα, ίσως κάτι πιο αληθινό. Άρχισα να νοιώθω απαίσια. Μα φυσικά. Ταιριάζει περισσότερο με ένα κορίτσι σαν εκείνη. Μην αισθάνεσαι άσχημα Εύα, οι ηλίθιοι ταιριάζουν μεταξύ τους.

«Συνέβη κάτι και τέλος πάντων, δεν ζει ποιά» εξηγεί.

«Τι;» πετάγομαι. Το κάτω χείλος μου πέφτει, το στόμα μου ανοίγει σοκαρισμένο. Μόλις είπε ότι η αδελφή του πέθανε, λες και έλεγε απλός ότι δεν είχε ζάχαρη στο καφέ του πρωί.

«Άλεξ αυτό είναι-» κάνω να πω, αλλά μπερδεύω τις λέξεις μεταξύ τους και χάνω τα λογια μου.

«Δεν είναι τίποτα» προσπαθεί εκείνος να με ολοκληρώσει. Τίποτα;

«Μα..η αδελφή σου μόλις πέθανε» αναφωνεί η Στέφ. Προσπαθούσε να τον ψυχολογήσει τόσο όσο εγώ. Κοιτούσα τριγύρω καθώς συλλογιζόμουν τα δεδομένα. Μόλις πήραν τον Άλεξ και τον ενημέρωσαν πως η αδελφή του που δεν ήξερα καν ότι υπάρχει είναι νεκρή. Αυτός απλά στέκεται μπροστά μας αναίσθητος και επιμένει πως δεν είναι τίποτα που αξίζει να δώσουμε σημασία.

«Και λοιπόν; Έχει πεθάνει για μένα εδώ και χρόνια» ανασηκώνει αδιάφορα τους ώμους του. Αμέσως σκέφτηκα ότι μπορεί απλά η σχέση μεταξύ τους να μην ήταν καλή, αυτός όμως δεν τον δικαιολογούσε καθόλου.

«Γίνεσαι πολύ σκληρός» του λέω. Ξαφνικά όλα τα βλέμματα γύρισαν προς τα πάνω μου. Λες και είχα πει κάτι παράλογο.

«Τι ακριβώς περιμένεις να κάνω; Να τρέξω πάνω από το τάφο της κλαίγοντάς;» μου επιτίθεται αμέσως με τον κλασσικό σαρκαστικό τρόπο του.

«Είσαι αχάριστος! Παντελώς αχάριστος!» σηκώνομαι από το πεζούλι που είχα καθίσει. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να εξαντλήσει όλη μου την υπομονή μέσα σε μόλις λίγα δευτερόλεπτα. Ένοιωθα το αίμα μου να βράζει. Ήταν τόσο αναίσθητος πάνω στον ανθρώπινο πόνο.

«Και έτσι είμαι στις καλές μου» χαμογελάει. Έχεις και από αυτές;

«Άλεξ, αυτό είναι κάτι φρικτό, δεν γίνεται να μην σου καίγεται καρφί!» αντιμίλησα. Είχα υψώσει πραγματικά τη φωνή μου πάνω του.

Οι Κράιμς δεν μιλούσαν. Είμασταν εγώ και αυτός τώρα. Είχε αρχίσει να βραδιάζει. Τα φώτα της πόλης είχαν αρχίσει να ανάβουν. Ο αέρας πάνω στη σκεπή όπου βρισκόμασταν ήταν πιο έντονος, και έπνιγε τη φωνή μου. Ήταν πράγματι τόσο αδιάφορος και όταν με απειλούσε, όταν με χτυπούσε;

Εκείνος γελάει πνιχτά. Τα μάτια του αστράφτουν όταν καρφώνονται πάνω μου. «Είναι σχεδόν κολακευτικός ο τρόπος που δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο αδιάφορο μου περνάει»

«Δεν με πείθει το άνετο στυλάκι σου» καγχάζω.

«Ας λήξουμε αυτή τη συζήτηση, βαριέμαι τις βραδινές σαπουνόπερες» μεσολαβεί ο Μάριος στη μέση της συζήτησης μας.

Τα χείλη του Άλεξ ίσα που κουνιούνται. «Για μένα δεν ξεκίνησε καν» λέει ξερά. Δεν μπαίνει καν στο κόπο να με κοιτάξει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top