Μην σκεφτείς, μόνο πράξε {61}
Κράτησα τόσο σφιχτά το χέρι του, με θυμό σαν να τσαλάκωνα μια αποτυχημένη ζωγραφιά, με τρόμο σαν να πιανόμουν για να μην πεσώ στο κενό, με οίκτο σαν να τον ικετεύω για προστασία. Θεέ μου..κάνε κάτι. Ανοιγόκλεινα το στόμα μου σαν κάτι μέσα μου να ήθελε να ουρλιάξω τόσο πολύ που να μου κοπεί η μιλιά. Όμως ποτέ δεν βγήκε φωνή, και ο λαιμός μου έκανε συσπάσεις στη προσπάθεια.
«Εύα, ακούμε» ψιθύρισε και προσπάθησε με γυρίσει προς το μέρος του. Παρέμενα παγωμένη να κοιτώ τη πόρτα, σαν κάποιος να μου είχε κάνει μάγια.
«Εδώ, εδώ Εύα» μουρμούρισε άλλη μια φορά και κατάφερε να με γυρίσει προς το μέρος του.
Και τότε τα μάτια του με κοίταξαν τόσο βαθιά, σαν να νανουρίζουν κάθε δαίμονα που ουρλιάζει μέσα μου, σαν να χάιδευαν τα δικά μου και να τους ψελλίζουν προσευχές. Έβαλε και τα δυο χέρια του σταθερά στο κεφάλι μου για να εστιάσω πάνω του.
«Εμπιστεύσου με» ανάσανε
Πίεσα τα χείλια μου μεταξύ τους, έσφιξα πάνω μου το ημερολόγιο και έγνεψα.
Εκείνος κοίταξε τριγύρω του. Μια σκιά αναφαινόταν από την πόρτα και ήξερα πως δεν ήταν άλλη, παρά του Λίαμ. Έπιασε το καρπό του χεριού μου και σηκωθήκαμε, έκανε τόσο βιαστικές αλλά προσεχτικές κινήσεις, σαν να μην ήταν άνθρωπος, μια απλή σκιά.
Πήγε μπροστά από το μοναδικό παράθυρο και το άνοιξε. Ο αέρας μπήκε απότομα και φύσηξε τα μαλλιά μου. Μισό έκλεισα τα μάτια μου και αγκάλιασα το σώμα μου πιο σφιχτά.
Εκείνος μου έκανε νόημα να προχωρήσω και τον κοίταξα ξαφνιασμένη. «Πας καλά;» του λέω.
«Προχώρα!» με διέταξε.
«Όχι! Είσαι τρελός; Φοβάμαι! Θα πέσω!» του λέω ψιθυριστά και έντονα, μπας και καταλάβει το πόσο παλαβό ακούγεται αυτό που μου ζητάει. Τα κλειδιά ακούγονται από τη πόρτα και μπαίνουν στην κλειδαριά. Θεέ μου!! Τα πόδια μου έχουν κοπεί, το στομάχι μου έχει γυρίσει.
«Προχώρα τώρα!!» υπαγορεύει και πειθαναγκάζω τον εαυτό μου να τον υπακούσει.
Βγαίνω, και τα πόδια μου βρίσκονται χιλιοστά μακριά από το κενό. Διάολε! Είναι τόσο ψηλά!
Το βράδυ οι πολυκατοικίες έχουν αναμμένα φωτά και τα φωτοβολταϊκά των δρόμων στολίζουν το πυκνό σκοτάδι. Έμοιαζαν με τη διαφυγή, ήθελα να πέσω, στο φως, στο κενό..δεν με ένοιαζε, αρκεί να έπεφτα.
Κάνει ψύχρα..τόσο ψύχρα που με το ζόρι μπορώ να λυγίζω τις αρθρώσεις μου. Το δέρμα μου είναι παγωμένο και η καρδιά μου χτυπάει τόσο βίαια το σώμα μου, που πονάει αφού σπάει το πάγο.
Και καθώς βλέπω όλη τη πόλη στα πόδια μου, ο αέρας φυσάει το πρόσωπο μου, το κρύο ανατριχιάζει το δέρμα μου, νοιώθω εκείνον να ψιθυρίζει από πίσω μου «Μην σκεφτείς, μόνο πράξε». Γνέφω και το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει σαν να δοκιμάζει τις αντοχές μου.
Έκλεισε το παράθυρο πίσω του και σκέφτηκα..αυτό είναι.. η τώρα η ποτέ. Το παράθυρο δεν είχε βεράντα η κάτι τέτοιο, ήταν απλός ένα κομμάτι τσιμέντου τριγύρω από όλο το κτήριο σαν κορδέλα. Το πάχος του ήταν ισα- ίσα όσο δυο παπούτσια. Η φτέρνα μου χωρούσε άνετα σε αυτό.
Κατάλαβα ότι έπρεπε να κολλήσουμε πάνω στο τοίχο και να συρθούμε ως την άλλη άκρη.
«Θα έχει ενδιαφέρον..» χαμογελάει στραβά όσο κοιτάζει το ύψος, ενώ εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω από το άγχος.
Γυρίζω και τον κοιτάζω σοκαρισμένη.
«Είσαι τρελός!» του λέω και εκείνος γελάει σιγανά.
Κολλάει το σώμα του στο τοίχο και αρχίζει να σέρνει τα πόδια του και να διασχίζει σιγά σιγά το ‘δρομάκι’.
Στραβοκαταπίνω και κουνάω το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά.
«Όχι όχι όχι» μουρμουρίζω. Το κρύο, η πίεση, ο χρόνος λιγοστεύει. Αισθάνομαι σαν μια πυξίδα να βρίσκεται στο μυαλό μου και αρχίζουν να πέφτουν μέχρι και οι τελευταίοι κόκκοι της.
Τότε ακούω τη πόρτα να ανοίγει.
Γυρίζω αμέσως και κοιτάω μέσα στο σπίτι. Βλέπω τον Λίαμ να μπαίνει μέσα στο χώρο. Βγάζω μια μικρή κραυγή που ευχήθηκα να μην ακούστηκε. Κολλάω αμέσως στο τοίχο. Ακολουθώ τον Άλεξ.
Κοιτάζω με άγχος τα πόδια μου που ισορροπούν μετά βίας. Ένα χιλιοστό, μια απότομη ή λάθος κίνηση και θα βρεθώ χαλκομανία στο δρόμο.
«Θα πέσω!» λέω με τόσο τρεμάμενη φωνή. Κοιτάζω μια στιγμή κάτω και ζαλίζομαι από το ύψος. Ξανά ανεβάζω το κεφάλι μου και παίρνω μια βαθιά εισπνοή. Μοιάζω σαν ανήμπορη να αναπνεύσω.
«Δεν θα πέσεις» απαντά δίπλα μου ο Άλεξ. Κοιτάζει κάτω και τα μαλλιά του ανακατεύονται από την ορμή του αέρα.
«Πως είσαι-ανάσα- τόσο -ανάσα- σίγουρος;!» του λέω. Το σώμα μου έχει γίνει ένα με τον τοίχο και το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει με μανία. Είναι δίπλα μου σχεδόν, τα σώματα μας μοιάζουν σαν να πράγματι καλά κολλημένα στο κτήριο, ή - άμα κάποιος μας έβλεπε από μια άλλη οπτική γωνιά- σαν να είμαστε ξαπλωμένοι πάνω του.
Μοιάζω σαν να με μαχαιρώνουν κάθε τρεις και λίγο στη κοιλιά, και αδυνατώ να πάρω τα μάτια μου από τη πόλη που φαντάζει σαν να πατάω. Τότε τον ακούω να σέρνει τα πόδια του προς το μέρος μου. Τι στο διάολο, γυρίζει πίσω;
Γυρίζει το πρόσωπο μου με τον αντίχειρα του και μου λέει:
«Κοίτα, θα κρατάω το χέρι σου εντάξει; Οπότε άμα πέσεις..θα πεσώ και εγώ» χαμογελάει στραβά. Αυτό τώρα μου το λέει για με παρηγορίσει;
Τον επεξεργάζομαι καλά με τα μάτια μου και επαναλαμβάνω τα λόγια του στο μυαλό μου. Άμα πέσεις, θα πεσώ και εγώ. Τότε μια προσωρινή ζεστασιά κατακλύζει το σώμα μου, και όσο ψυχρός και ας είναι ο αέρας, τα λόγια του μου δημιουργούν ανοσία. Σαν να είναι κάποιο μάθημα που πρέπει να μάθω απέξω. Μα δεν θέλω να πέσει κανένας μας. Κουνάω θετικά το κεφάλι μου και συνεχίζουμε να προχωράμε.
Δεν είναι απλός ανατριχιαστικός ο τρόπος που βρίσκομαι ένα χιλιοστό μακριά από το κενό, ένα βήμα μακριά από το θάνατο, και είναι τρομαχτικό να βαδίζεις έξω από τη κόλαση. Μη σκεφτείς, μόνο πράξε.
Ξαφνικά το παράθυρο ανοίγει και η αναπνοή μου κόβεται. Το αίμα στις φλέβες μου παγώνει. Κρατώ την αναπνοή μου για να μην ουρλιάξω.
Ο Λίαμ κοιτάζει ευθεία, και ύστερα μπαίνει στο σπίτι και κλείνει ξανά το παράθυρο. Αναστενάζω. Αφού εμείς είμαστε ενωμένοι στα πλάγια, δεν μπόρεσε να μας δει.
Φτάνουμε μέχρι το άλλο δωμάτιο και ο Άλεξ σκύβει να ελέγχει μήπως βρίσκεται κάποιος μέσα.
Ανοίγει το παράθυρο με προσεχτικές κινήσεις και μπαίνει μέσα. Ακούω το γδούπο που έκανε κατεβαίνοντας στο ξύλινο πάτωμα και η ανησυχία με χτυπάει στο στήθος.
Αντιγράφω τις κινήσεις του και βρίσκομαι και εγώ ξανά μέσα στο κτήριο. Κλείνει το παράθυρο και αμέσως η ζεστασιά απλώνετε και χαλαρώνει όλο το σώμα μου.
Το δωμάτιο είναι σκοτεινό και..ζεστό. Ταυτόχρονα..κενό. Μου θυμίζει τη ψυχή του. Γιατί κάποιος να έχει ένα κενό δωμάτιο; Και γιατί δεν έχω ξανά δει αυτό το χώρο;
«Έχεις το ημερολόγιο;» με ρώτησε ο Άλεξ και εγώ έγνεψα.
Κοίταξα για λίγο τη θέα, και σκέφτηκα...’τι παράξενος ο κόσμος.. ‘
Κοροϊδεύουν αυτούς που ζητιανεύουν για λίγο φαγητό, και είναι εντάξει όταν εκείνοι ζητιανεύουν για αγάπη. Πολεμούν και αγκομαχούν σε μια ηττημένη μάχη με μόνη αφορμή το πείσμα τους, και η δήθεν αγάπη δεν είναι μόνο η ασπίδα τους αλλά και το όπλο τους. Μου θυμίζει μια χάρτινη πόλη, γιατί είναι ψεύτικη.
Και τότε ακούγεται ένας δυνατός ήχος. Ταρακουνάει όλο το μέρος και αρχίζω να μυρίζω το καπνό. Ήξερα καλά αυτή την αίσθηση. Ήταν εκρηκτικό.
Ταρακουνιόμαστε και οι δυο στο δωμάτιο. Το ημερολόγιο πέφτει από τα χέρια μου και το ξανά πιάνω βιαστικά. Σχεδόν ούρλιαξα.
«Τι ήταν αυτό;» φωνάζω. Εκείνος τρέχει προς το παράθυρο και κοιτάζει απέξω. Χλόμιασε. «Είναι- Είναι ηλίθιοι! Είναι τρελοί!» φωνάζει και απομακρύνετε αμέσως. «Όχι ρε πούστη μου..» μουρμουρίζει συνέχεια.
«Τι έγινε;» τον ρωτάω και εκείνος με αγνοεί. Πιάνει το μπράτσο μου και ανοίγει τη πόρτα του δωματίου. Βγαίνουμε έξω και τρέχουμε προς το διάδρομο.
«Άλεξ πας καλά; Οι TBA θα μας δουν!» ψιθυρίζω και συνεχίζω να τρέχω χωρίς να ξέρω το γιατί. Εκείνος με τραβάει από το μπράτσο.
«Συνέχισε να τρέχεις» μου λέει και προς έκπληξη μου δεν έχω πέσει πάνω σε κανένα μέλος των TBA, πράγμα που με παραξενεύει.
«Όχι! Πες μου τι διάολο έγινε!» φωνάζω και προσπαθώ να απελευθερωθώ από το χέρι του.
Συνεχίζουμε να τρέχουμε και εκείνος εκπνέει βαθιά.
«Οι Κράιμς είναι εδώ.» μου λέει.
«Τι;» απαντώ κοφτά.
«Δεν πρέπει να σε δουν μαζί μου» λέει μετά.
Γουρλώνω τα μάτια μου και σταματάω, όταν μια ξαφνική σκέψη ήρθε στο μυαλό μου.
«Παλιό καργιόλη! Ήξερες ότι θα επιτεθούν και έκανες όλο αυτό το σκηνικό για να μου αποσπάσεις τη προσοχή!» φωνάζω και αρπάζω το μπράτσο μου από το χέρι του.
Με πλησιάζει και ξανά αρπάζει το μπράτσο μου.
«Άμα δεν προχωρήσεις τώρα θα δεις τι πάει να πει ‘σκηνικό’..» με τραβάει προς το μέρος του και τον σπρώχνω.
«Όχι δεν πάω πουθενά μαζί σου!»
«Δεν ήξερα ότι θα επιτεθούν! Τώρα, βούλωστω και προχώρα» φωνάζει. Δεν είναι συχνά επιθετικός μαζί μου, αλλά όταν είναι σκιάζομαι ολόκληρη. Τον πιστεύω, και προσπερνώ τη σκέψη μου, αφού τα συναισθήματα του φαίνονται τόσο αληθινά που και ο καλύτερος ηθοποιός δεν θα μπορούσε να τα μιμηθεί.
Τρέχουμε στο διάδρομο και η καρδιά μου είναι έτοιμη να εκραγεί μαζί με τα εκρηκτικά. Ο καπνός αρχίζει να μας πλησιάζει.
Η μύτη μου καίγεται. Τα εκρηκτικά συνεχίζουν να πέφτουν, αλλά όχι κοντά μας. Φωνές και άνθρωποι ακούγονται στα άλλα δωμάτια. Όλα αυτά στοιχειώνουν το κεφάλι μου, και ξαφνικά δεν τρέχω μόνο γιατί μου το επιβάλλουν. Τρέχω γιατί έχω την τάση φυγής.
Βγαίνουμε έξω και συνεχίζουμε να τρέχουμε μέχρι να απομακρυνθούμε. Αφήσαμε πίσω μας το κτήριο και όλο το χαμό. Αν και δεν υπάρχει διαφυγή για τον πραγματικό χαμό, αφού είναι μέσα μας.
Σταματήσαμε και λαχανιασμένοι πλέον, λυγίσαμε τα γόνατα μας, και προσπαθήσαμε να διεκδικήσουμε λίγο οξυγόνο.
Έκανε τόσο κρύο, που τα δόντια μου τρίζανε. Ήθελα να κλείσω τα μάτια μου και όλα να είχαν λάβει ένα τέλος. Ήθελα κάποιος να μου υπενθυμίσει πως είναι η αγάπη. Έτσι για διαφορά. Ήθελα να ουρλιάξω και να με ακούσει κάποιος, ήθελα…ήθελα όλα αυτά που δεν μπορούσα να έχω και μάλλον που δεν θα αποκτήσω.
«Πρέπει να πάω πίσω, με χρειάζονται!» αναφώνησε εκείνος και έκανε μια απόπειρα να φύγει, μα τον σταμάτησα.
«Όχι-ανάσα- Άλεξ!»
«Και μένα χρειάζονται, κανένας από τους δυο μας δεν πρέπει όμως να ανακατευτεί!»
Εκείνος χαλάρωσε τους δαίμονες του. Ηρέμισε τις αναπνοές του. Το στήθος του έπεσε απαλά σαν κύμα. Εξημέρωσε το πείσμα του και διάολε, με άκουσε.
Η νύχτα μου θύμιζε εκείνον. Μου θυμίζει το σκοτάδι του, το μισοφέγγαρο μου θυμίζει το χαμόγελο του, και τα αστέρια μοιάζουν σε αυτά τα αναθεματισμένα τα μάτια του.
Ακούω προσεχτικά τις ανάσες του, είναι τόσο βαθιές και γρήγορες. Κάνει τόσο αισθητή τη παρουσία του. Εκείνος ζει. Αναπνέει. Εγώ; Μόνο αναπνέω. Αλλά δεν πειράζει, θα τον άφηνα να ζήσει και τη δικιά μου ζωή, διάολε θα τον άφηνα να ζει για εμένα.
«Πάμε σπίτι» λέει μέσα από τις αναπνοές του και γνέφω.
Αρχίζουμε να περπατάμε μέσα στο σκοτάδι. Τα πόδια μου είναι τόσο κουρασμένα και τα κόκαλα μου πονούν τόσο που νοιώθω πως έχουν θρυμματιστεί. Ανυπομονώ να ξαπλώσω στο καναπέ και να διαβάσω αυτό το ημερολόγιο που βρίσκεται στα χέρια μου. Είμαι περίεργη να μάθω περισσότερα για αυτήν την Mary Young.
Γαμώτο. Γιατί να κάνει τόσο γαμημένο κρύο το καλοκαίρι και γιατί εγώ φοράω κοντομάνικη μπλούζα; Τουρτουρίζω σαν ηλίθια. Υπέροχα.
«Τι;» με ρωτάει εκείνος.
«Τίποτα» ψιθυρίζω.
«Κρυώνεις;» γελάει.
«Λι-λίγο.» τραυλίζω από το κρύο.
«Δεν πειράζει έτσι και αλλιώς φτάνουμε σπίτι.» προσθέτω.
Όμως εκείνος έχει είδη αρχίσει να βγάζει τη ζακέτα του. Μένει με την άσπρη φανέλα του και ανασηκώνω έκπληκτη τα φρύδια μου. Περνάει τη ζακέτα γύρω μου και μου τη φοράει. Ο ‘πάγος’ στα χέρια μου λιώνει στη ζεστασιά της ζακέτας, και δεν ξέρω άμα ήταν η ζεστασιά του υφάσματος η του αρώματος του. Ζεστάθηκε το σώμα μου αλλά πάγωσε η καρδιά μου να βλέπω γυμνασμένα χέρια του, γυμνά στο τσουχτερό κρύο.
«Τι κάνεις; Εσυ δεν κρυώνεις;» τον κοιτάζω.
«Δεν πειράζει, έτσι και αλλιώς φτάνουμε σπίτι»
[…...]
Αφού έφτασα στο σπίτι, ξάπλωσα και ξεκούρασα το σώμα μου στο καναπέ. Πάρα ήταν κουραστική μέρα. Άνοιξα το ημερολόγιο και άρχισα να διαβάζω.
-Αγαπητό ημερολόγιο..
Ίσως δεν υπάρχει περισσότερος πόνος από αυτόν που νοιώθω τώρα. Το επόμενο στάδιο είναι ο θάνατος. Εκεί που δεν νοιώθεις τίποτα. Όλα στο μηδέν τελειώνουν. Η καρδιά μου έχει σαπίσει, η ψυχή μου έχει κουραστεί. Ο David τελικά..της έκανε πρόταση γάμου. Μόλις του ανακοίνωσα πως είμαι έγκυος, εκείνος με έφτυσε και της έκανε αμέσως πρόταση γάμου! Ο πάλιο μπάσταρδος! Σκέφτομαι να πω την αλήθεια στην ..μέλλουσα γυναίκα του, όμως..θα του κάνω κακό και δεν θέλω. Είναι απελπιστικά γελοία η κατάσταση μου. Όταν πηδιόμασταν κάθε σαββατοκύριακο, όταν μου έλεγε πως με αγαπάει, όταν μου ψιθύριζε ‘Καληνύχτα μωρό μου’ λίγο πριν μας πάρει ο ύπνος..δεν τον πείραζε! Όταν με φλόμωνε στο γάμω ψέμα! Ο Liam θα μεγαλώσει χωρίς πατέρα εξαετίας του.
«Θεέ μου τώρα άρχισα να καταλαβαίνω!» φωνάζω και ο Άλεξ γυρίζει να με κοιτάξει.
«Τι λέει;» με ρωτάει και αρχίζει να διαβάζει μαζί μου. Τραβάει το ημερολόγιο λίγο προς το μέρος του.
Ο Jack πάντα έλεγε πως το να ρίξεις ένα παιδί είναι αμαρτία. Δεν μπορούσα να το κάνω. Όμως δεν μπορούσα να ζήσω για το παιδί μου, ντρέπομαι που το γραφώ, αλλά αδυνατώ. Στις 9 Ιουλίου..εκείνος θα βρίσκεται στο ορφανοτροφείο, όσο εγώ θα σαπίζω στο χώμα. Δεν ξέρω πόσες συγνώμες πρέπει να του πω και πόσα σε αγαπώ λίγο πριν τον αφήσω μόνο του, για να διαρκέσουν σε όλη του τη ζωή. Πήγα να μιλήσω στο David και η απάντηση του ήταν ‘ Κάνε ότι σκατά θες’. Γιατί να αγαπήσω αυτό το τέρας; Δεν πειράζει David Johnson..δεν φταις εσυ..
«Τι;» σάστισα και ξανά διάβασα το όνομα ‘David Johnson ’. Το διάβασα τόσες φορές που το μυαλό μου άρχισε να κουράζεται.
Ο Άλεξ με κοίταξε ερωτηματικά. Σήκωσε το ένα του φρύδι και μου έκανε νόημα με το χέρι του σαν να μου έλεγε ‘ τι τρέχει;’
Τα χέρια μου αρχίσαν να τρέμουν. Το σώμα μου τρεμούλιαζε σαν να πάγωνε από το κρύο. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα που δεν την ένοιωθα.
«Άλεξ, David Johnson λένε το πατέρα μου» είπα..με τόσο σπασμένη φωνή.
Εκείνος με κοίταξε ψύχραιμος.
«Προχώρα. Πρέπει να είναι σύμπτωση» είπε και εγώ έγνεψα.
Γέλασα για να παρηγοριθώ. Συνέχισα να διαβάζω χωρίς να σταματήσει το αβάσταχτο τρέμουλο.
Γιατί; Γιατί όλα είναι τόσο άδικα; Ξερίζωσα τη καρδιά μου, όλο μου το είναι σε αυτό τον άνθρωπο..όμως επιμένει πως είναι ερωτευμένος με την Sophia. Τι παραπάνω έχει εμένα αυτή η Sophia White ; Άμα την αγαπούσε δεν θα πήγαινε μαζί μου! Σωστά;
«Άλεξ» ξανά ειπα και αυτή τη φορά έκλεισα το ημερολόγιο, αποφασισμένη να μην διαβάζω περισσότερο.
«Μην μου πεις ότι λένε Σοφία την…» έκανε μια παύση «Μητέρα σου» συνέχισε.
Έγνεψα. Τα μάτια μου ήταν στεγνά, δεν έκλαιγα… όχι από τα μάτια. Παρακαλούσα να κλάψω, τόση λύπη που είχε συσσωρευτεί μέσα μου..και ένοιωθα ότι θα κάποια στιγμή θα εκραγώ. Ήθελα κάπου..να κυλίσει αργά.. να τρέξει από πάνω μου. Όμως δεν μπορούσα. Δεν βούρκωνα καν!
Λυπόμαστε τους ανθρώπους που κλαίνε..ενώ έπρεπε να λυπόμαστε αυτούς που θέλουν και δεν μπορούν.
Το κάτω μέρος των χειλιών άρχισε να τρέμει, το ημερολόγιο έπεσε από τα χέρια μου.
«Διάολε αυτό σημαίνει…» μουρμούρισε ο Αλεξ.
«Πως ο Λίαμ και εγώ είμαστε ετεροθαλή αδέλφια» του απάντησα και ένοιωσα το σφίξιμο στη καρδιά μου. Κλάψε. Σε ικετεύω κλάψε..
«Αυτό δεν εξηγεί όμως το γεγονός ότι είχε φωτογραφίες μου» στραβοκαταπίνω .
«Είναι αυτονόητο Εύα. Μόλις το ημερολόγιο της Young έπεσε στα χέρια του Λίαμ, εκείνος έψαξε για τον πατέρα σου. Πρέπει να σε παρακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια.»
«Δεν.. μπορώ να το πιστέψω» ψέλλισα. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο γρήγορα. Εκλιπαρούσα το θάνατο να με λυπηθεί και να κεράσει λίγο από το σκοτάδι του.
«Κάποτε..μου είχε πει πως αυτός ευθύνεται για την γνωριμία μας» ειπα στον Άλεξ.
Εκείνος πίεσε τα χείλια του, και έσμιξε τα φρύδια του.
«Μαλακίες..» μουρμούρισε καθώς
άνοιγε ξανά το ημερολόγιο.
Άρχισε να το ξεφυλλίζει και χωρίς να ξέρω την αίτια, πήγε στην τελευταία σελίδα. Πράγματι οι τελευταίες σελίδες είναι πάντα οι πιο δελεαστικές.
«Και σύμφωνα με τον George Santayana, οποίος δεν θυμάται το παρελθόν του..είναι καταδικασμένος να το ξανά ζήσει.» διάβασε και φάνηκε προβληματισμένος.
«Και…τι θέλει να πει ο ποιητής;» γελάει.
Μένω ανέκφραστη, ψυχρή. Κοιτάζω το κενό. Ούτε ένας λυγμός, ούτε ένα δάκρυ.
«Δεν ξέρω» του απαντάω.
Ούτε στις ιστορίες του Wattpad δεν συμβαίνουν αυτά..
》~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~《
Ρε σεις..ηταν μεγαλο το κεφαλαιο:'(
Μου βγηκε το αχτι να πουμε:'(
Α και γεια:')
Αντε το επομενο δεν θα εχει ουτε μυστηριο ουτε τιποτα, μονο ρομαντισμο αντε γιατι τον εχουμε παραλυψει😌
Αν και τα επομενα κεφαλαια θα εχουν μπολικο χιχιχι
Λοιποοοοον καλα νομιζω ολες καταλαβατε εξαρχης πως ο Λιαμ ειναι αδελφος της Ευας. Ελατε σας εδωσα τοσα στοιχεια😈💕
2700 λεξεις ΠΑΡΑΚΑΛΩ. ΙΚΙΚ ΑΛΛΕΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΠΟΛΥ ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΑ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΕΜΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑ
ΑΦΗΣΤΕΜΕΝΑΤΟΧΑΡΩ😂
Μπλα μπλα σας αγαπω, κλνχτ❤
-Ο χρήστης -YourEscape αποσύρετε😌💘-
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top