Κουράστηκα να παίζω {04}


ΒΑΛΤΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

«Τι κάνει ο τύπος εκεί στην κοπελιά;» ρώτησε ο Γιάννης και μας έδειξε.

Ο Άρης ανοιγόκλεισε σοκαρισμένος τα μάτια του προσπαθώντας να μας διακρίνει καλύτερα.

«Μαλάκα τ-τι λες; Αυτή είναι η αδελφή μου!» φώναξε εκνευρισμένος και άρχισε να μας πλησιάζει.

Θεέ μου, πόσο εύχομαι να εξαφανιζόμουν. Θα προτιμούσα να με σκοτώσει επιτόπου ο Άλεξ.

«Τι στο διάολο νομίζεις ότι κάνεις;» ρώτησε οργισμένος ο Άρης και τον έσπρωξε με δύναμη προς τα πίσω. Ενώ ο Γιάννης με τράβηξε προς το μέρος τους.

«Βλέπω ήρθε και η βοήθεια» γέλασε αλαζονικά. Ας είμαστε ρεαλιστές, ο Άλεξ είναι πιο συνηθισμένος και έμπειρος σε αυτά.

«Τι θα κάνεις;» γέλασε ξανά ο Άλεξ.

«Είσαι τυχερός που βιάζομαι» συνέχισε χαλαρά και άφησε στο τραπέζι το ποτήρι με το ποτό του.

Η έντονη και φοβισμένη ματιά μου προς αυτόν τον έκανε να εστιάσει στο βλέμμα του πάνω μου.

«Με εσένα θα τα πούμε μετά » χαμογέλασε ειρωνικά και με προσπέρασε

«Δεν θα πείτε τίποτα!» φώναξε οργισμένος ο αδελφός μου καθώς τον παρακολουθούσε όταν τον αγνοούσε και συνέχιζε να περπατά χαλαρός.

«Εύα!» αναφώνησε ο Άρης και γύρισε να με κοιτάξει δολοφονικά.

«Ποιος ήταν αυτός;» συνοφρυώθηκε με ένα τόνο αυστηρότητας και εκνευρισμού στη φωνή του.

«Δ-Δεν τον ξέρω» τραύλισα και έσκυψα το κεφάλι μου προτιμώντας να εστιάσω τα μάτια μου στο πάτωμα.

«Τελείωνε γαμώτο!» ύψωσε το τόνο της φωνής του ακόμα πιο εκνευρισμένος.

Το μυαλό μου συλλογιζόντανε χιλιάδες δικαιολογίες που θα μπορούσα να πω. Τίποτα όμως δεν μου αρκούσε, τίποτα δεν φαινόταν αρκετά λογικό και έξυπνο ώστε να τους πείσει. Όλη η αναστάτωση έχει μπερδέψει τελείως το μυαλό μου κάνοντας το να είναι αδύναμο να σκεφτεί κάτι καλό.

«Ένας..ένας μεθυσμένος!» φώναξα δυναμικά και ικανοποιημένη από τη δικαιολογία μου.

«Δεν μου φαινόταν μεθυσμένος» ανταπάντησε υποψιαζομενος.

Αργοέχασα τη αυτοπεποίθηση μου και προσπάθησα ξανά να σκέφτω πως μπορώ να διορθώσω τα πράγματα. Αλλά εκνευρισμένη πλέον τα παράτησα.

«Απλός έπεσα πάνω του και τα πήρε ρε Άρη!» ύψωσα επιβλητικά το τόνο της φωνής μου προς αυτόν.

Κατάφερα να δικαιολογηθώ αλλά η υποψίες αρχίσαν. Γεγονός που ως λογικά με άγχωνε. Και το ύφος του Αρη μου έλεγε πως δεν έχει πειστεί ακόμα...

[.....]

152 ΜΕΡΕΣ ΑΚΟΜΑ

Την επόμενη ημέρα, ήμουν εντελώς μόνη μου. Και όταν λέω μόνη, εννοώ πως ο αδελφός μου είχε πάει στη 'γκόμενα' όπως θα έλεγε ο Γιάννης. Και οι γονείς μου στην εταιρία η αλλιώς.. την εκνευριστική και δημιουργό προβλημάτων και παραμέλιας εφήβων, όπως το λέω εγώ.

Η τηλεόραση έπαιζε μια βαρετή σειρά που ούτε που παρακολουθούσα. Τα λόγια των πρωταγωνιστών περνούσαν ασυνείδητα με τη φωνή τους θαμπή στο κεφάλι μου, αφού οι σκέψεις μου υπερίσχυαν.

Κατάφερε όμως και με ταρακούνησε ο λεπτός ήχος του κουδουνιού. Αρπάζω το τηλεχειριστήριο δίπλα μου και κλείνω τη τηλεόραση. Ύστερα σηκώνομε και πηγαίνω προς τη πόρτα.

«Α-αλεξ?» τραυλίζω κοφτά. Η φωνή μου κόπηκε απότομα μόλις αντίκρισα την μορφή του απέναντι μου.

«Θέλω να μιλήσουμε» λέει αρκετά ψύχραιμος. Πράγμα που μου φάνηκε παράξενο. Το βλέμμα του παρέμενε σοβαρό και άγριο.

Δεν ήξερα τι ακριβώς πρέπει να κάνω. Ήξερα απλός πως δεν είχα επιλογή από το να τον αφήσω να περάσει.

«Πάμε..στο δωμάτιο σου.» λέει σοβαρός.

Γουρλώνω το μάτια μου και πίσω πατάω τρομοκρατημένη ώσπου να συγκρουστώ σε ένα ξύλινο έπιπλο του σπιτιου.

«Και εδώ μπορούμε να μιλήσουμε» κατάφερα να προφέρω και στραβοκατάπια φοβισμένη.

«Προχώρα» διέταξε και με έσπρωξε προς τα μπροστά.

Άρχισα να ανεβαίνω δισταχτικά τα σκαλιά προς το δωμάτιο μου. Οι ανάσες μου είχαν επιταχυνθεί τρομαχτικά ενώ το στήθος μου ανεβοκατέβαινε συνεχώς.

Έφτασα στο δωμάτιο και άνοιξα τη πόρτα. Εκείνος μπήκε μέσα και ύστερα έκλεισε και κλείδωσε το μόνο κενό που μπορούσα να φύγω σε περίπτωση ανάγκης. Τη μονή πύλη διαφυγής, που δεν ήταν καμία άλλη παρά τη πόρτα.

«Γιατί κλείδωσες;» ρώτησα παραξενευμένη ενώ αισθάνθηκα τους παλμούς μου να ανεβαίνουν σταδιακά.

«Για να μην μας ενοχλήσει κάνεις» απάντησε με ένα στραβό χαμόγελο.

«Τι;» ρώτησα σοκαρισμένη μέσα από τη βαθιά ανάσα που είχα πάρει.

«Σκόπευα να γίνει χθες , ξέρεις.. όσο ήσουν μεθυσμένη, αλλά τώρα υποθέτω αλλαγή σχεδίου» ξεφύσησε και έβγαλε τη μπλούζα του. Όσο ωραίο σώμα και να έχει με καλοστημένους και γυμνασμένους κοιλιακούς, ο Αλεξ παραμένει Αλεξ.

«Αλεξ ξαναφόρα τη μπλούζα σου, δεν πρόκειται να γίνει κάτι» ύψωσα αυστηρά και επιβλητικά το τόνο της φωνής μου.

«Γιατί; Πες μου τώρα ότι δεν θες..» γέλασε σαρκαστικά και με τράβηξε προς το μέρος του.

«Όχι δεν θέλω» απάντησα απότομα και τον έσπρωξα προς τα πίσω. Εκείνος γέλασε ελαφρά διασκεδάζοντας το.

«Δεν γουστάρω να μου κάνεις τη δύσκολη» πλησίασε ξανά ενώ πρόσεχε οι κινήσεις του να είναι απαλές και αργές.

«Κρίμα» φώναξα δυναμικά. Στο τέλος της φράσης μου αναρωτήθηκα που βρήκα το θάρρος και του μίλησα έτσι..

«Μίλα καλύτερα Εύα, δεν θες να αγριέψω» μου απευθύνθηκε με ένα απειλητικό βλέμμα καθώς άρπαξε το χέρι μου σφίγγοντας το με δύναμη. Ο τρόπος ο οποίος μου ασκούσε αυτή τη δύναμη με έκανε να νοιώθω πως ο καρπός μου έλιωνε σαν χριστουγεννιάτικο κερί.

«Ασε με» κλαψούρισα και τραβήχτηκα

Με μια κίνηση με έσπρωξε προς τα πίσω με αποτέλεσμα να ενωθώ με το τοίχο. Βρέθηκα εγκλωβισμένη ανάμεσα στα χέρια του. Το πρόσωπο του απείχε μόνο λίγα εκατοστά μακριά από το δικό μου. Πλέον οι σφυγμοί μου ήταν έτοιμη να σπάσουν.

«Δεν θες να είμαι ο πρώτο σου;» ψιθύρισε αισθησιακά καθώς άρχισε να χαϊδεύει μέρη του σώματος του.

«Γιατί...;» ρώτησε αισθησιακά και έσκυψε το κεφάλι του στο λαιμό μου, έτσι στο τα χείλια του σχεδόν να ακουμπούν το γυμνό δέρμα μου.

Το αίμα στις φλέβες μου είχε παγώσει , το στήθος μου ανεβοκατέβαινε και τα πνευμόνια μου προσπαθούσαν με μανία να λάβουν περισσότερο οξυγόνο.

«Δεν με εμπιστεύεσαι;» ρώτησε και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε πάνω του. Άρχισε να κατεβάζει σταδιακά τα χέρια του.

«Παλιά με εμπιστευόσουν..» είπε δήθεν πληγωμένος και συνέχιζε να κατεβάζει τα χέρια του ώσπου να φτάσει κάτω από τη κοιλιά μου.

«Παλιά δεν ήσουν τόσο κόπανος! Φώναξα και τον έσπρωξα.

Φάνηκε οργισμένος, είχε χάσει την επίμονη του. Τρομαγμένη από την όψη του, πήγα προς τη πόρτα και άρχισα να προσπαθώ βιαστικά να την ανοίξω με το κλειδί. Αλλά το άγχος μου δημιουργούσε άγαρμπες κινήσεις που δεν βοηθούσαν στη κατάσταση.

«Εύα, κουράστηκα να παίζω» φώναξε εκνευρισμένος και με τράβηξε προς τα εκείνον ξανά. Και έσπρωξε στο κρεβάτι του δωμάτιο μου. Ήρθε από πάνω μου και κράτησε με δύναμη τα χέρια μου ώστε να μην μπορώ να τα κουνήσω.

«Άφησε με είσαι τρελός;» ούρλιαξα με όλη τη δύναμη της φωνής μου. Δεν σταμάτησα μέχρι να νοιώσω το λαρύγγι μου να ματώνει.

«Εύα, βγάλε το σκασμό» είπε καθώς έσφιξε και άλλο τα χέρια μου

«Φύγε!» απαίτησα ενώ τα δάκρυα να στάζουν από τα μάγουλα μου.

«Ξέχασα το κινητό μου, έρχομαι» άκουσα μια φωνή από το κάτω όροφο, παρόλα αυτά δεν μπορούσα να αναγνωρίσω σε ποιον ανήκει.

«Βοηθ-» αναφώνησα αλλά το χερι του Αλεξ κάλυψε απότομα το στόμα μου.

«Εύα; Είσαι μέσα;» ακούστηκε η φωνή του Γιάννη απέξω από το δωμάτιο μου.

Μούγκρισα όσο πιο δυνατά μπορούσα καθώς το χέρι του αλεξ δεν με άφηνε να βγάλω φωνή.

«Ποιος είναι;» επανάλαβε επίμονος.

«Άνοιξε τη γαμημένη πόρτα» φώναξε

Άρχισε να ταρακουνάει με μανία τη πόρτα. Οι προσπάθειες του φαινόντουσαν μάταιες μέχρι που η κλειδαριά στο τέλος έσπασε και η πόρτα άνοιξε.

«Πάλι εσυ;» ρώτησε αντικρίζοντας τον Αλεξ.

«Μην ανακατεύεσαι» του είπε ο Αλεξ και σηκώθηκε από πάνω μου.

«Άστη ήσυχη! Βγες έξω!» πρόσταξε ο Γιάννης καθώς τον κάρφωνε απειλητικά με τα μάτια του.

Ο Αλεξ μου έριξε μια υποτιμητική ματιά και κοίταξε ξανά τον Γιάννη. Το γεγονός πως τον ξέρω ένα χρόνο μου δίνει το αξίωμα να ξέρω πως σε άλλη περίπτωση θα άρχιζε καβγά, αλλά είναι αρκετά έξυπνος για να καταλάβει πως δεν τον βολεύει η κατάσταση. Ας μην ξεχνάμε πως είμαστε στο σπίτι μου.

Κοπάνησε με δύναμη το τοίχο και βγήκε έξω από το δωμάτιο μου. Προσπαθούσα ακόμα να βρω τις ανάσες μου. Οι παλμοί μου δεν είχαν ακόμα ηρεμίσει και ένοιωσα σαν να έχουν σκοπό να με μελανιάσουν.

«Τι ήταν αυτό;» ρώτησε μπερδεμένος ο Γιάννης.

Δεν του απάντησα, προτίμησα να μείνω σιωπηλή καθώς προσπαθούσα να βρω τις ανάσες μου.

«Για αυτό έγραφες για τη κακοποίηση?» με ρώτησε ανήσυχος και έκατσε δίπλα μου.

Έγνεψα , ανίκανή να προφέρω κάποια φράση, λέξη η πρόταση. Έβαλε το χέρι του συμπονετικά στον ώμο μου. Ο φόβος δεν εγκατέλειπε, είχε ένα καλό όπλο, και αυτό ήταν πως όσο θυμόμουν τι πήγε να γίνει πριν λίγα λεπτά , τρέμω ξανά αδύναμη. Δεν πίστευα ποτέ πως θα έφτανε σε τέτοιο σημείο ο Αλεξ. Μερικές φορές πεθυμώ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στο κόσμο το παλιό του εαυτό..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top