Όλα τελείωσαν {71}
Eua's POV
Δεν θυμάμαι να μου συστήθηκε ως χάος όταν τον πρωτογνώρισα. Κάθε δευτερόλεπτο που περνάει και τα λόγια που πότε δεν ειπωθήκαν σαπίζουν πάνω στις γλώσσες τους με κάνει να θέλω να τσιρίξω. Τα μάτια του Άλεξ, τον κοιτάνε υποσχόμενα, με ένα ανεξίτηλο μίσος μα η ανησυχία είναι με τόσο μικρά γράμματα χαραγμένη πάνω τους, και μοιάζω μόνο εγώ να παλεύω για να τη διαβάσω. Είναι απέναντι μας. Μα το θεό, φοβάμαι την ιδεα να διαβάζω τις σκέψεις των ανθρώπων, μα μερικές φορές φοβάμαι περισσότερο τη σιωπή τους.
Οι ανάσες του, αργές βαθιές και το χέρι του έχει σχηματίσει μια γροθιά που δεν ξέρω πόσο οργή και συναισθήματα έχει παγιδεύσει μέσα της. Ρίχνω μια ματιά στον Λίαμ που βρίσκεται δίπλα μου και τρέχω κοντά στον Άλεξ. Όταν έφτασα στο στέκι, το μόνο που βρήκα ήταν αυτόν, κανέναν άλλον. Αφού πάτησα το πόδι μου, στάλθηκε το δεύτερο μήνυμα της Έμμα. 'Εύα, τελικά μην έρθεις! Είναι σημαντικό, μην πατήσεις εκεί το πόδι σου!'. Χαίρω Πολύ. Μα τώρα απλός θέλω να πάρω τον Άλεξ και να φύγουμε.
«Πάμε να φύγουμε» του μουρμουρίζω και τραβάω το μπράτσο του, μα εκείνος δεν κουνιέται.
«Όχι»
«Δεν θέλω να μείνουμε!» κραυγάζω.
«Θέλω εγώ» απαντάει παγερά.
«Άλεξ!» τσιρίζω και σηκώνω το χέρι μου για να τον ακουμπήσω, η να τον τραβήξω. Μα τη τελευταία στιγμή γυρίζει προς το μέρος μου και αρπάζει απότομα το χέρι μου. Το τύλιγμα του το σφίγγει με θυμό.
«Φύγε εσυ Εύα, πήγαινε σπίτι» μου λέει. Είναι θυμωμένος, σίγουρα είναι θυμωμένος, και αυτή τη φορά δεν το γράφουν τα μάτια του με μικρά γράμματα, αλλά είναι η επικεφαλίδα τους. Είναι τόσο αγριεμένος, χριστέ μου, και το στήθος του ανεβοκατεβαίνει σταθερά και έντονα. Τα χείλια του κλειστά, παίρνει αναπνοές από τη μύτη.
Αρπάζω το χέρι μου από τη λαβή του δυναμικά, και παίρνω μια εισπνοή από τη μύτη με πείσμα.
«Όχι, θα έρθεις και εσυ» του απαντώ αποφασιστικά.
Με κοιτάζει, τον κοιτάζω. Καταστρέφομαι, καταστρέφεται. Οι δαίμονες χορεύουν στα μάτια του και το πείσμα του δαχτυλογραφεί την συνθήκη της ισχυρογνωμοσύνης του. Το στήθος του ανεβαίνει - εισπνέει- χωρίς να πάψει να με κοιτάζει στα μάτια με θυμό. Το στήθος του κατεβαίνει - εκπνέει - και κοιτάζει αλλού. Γλύφει γρήγορα τα χείλια του.
«Ξέρεις, έχω χάσει κάτι! Ήλπιζα να ήξερες που είναι!» μιλάει δυνατά, και καθαρά ο Λίαμ όσο περπατάει με αυτοπεποίθηση προς το μέρος μας. Τα βήματα του ακούγονται σε όλο το μέρος. Φτάνει απέναντι μου και ψιθυρίζει καθαρά. «Το ημερολόγιο της White, δεν είναι στη τσάντα μου.» Νοιώθω τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Τη καρδιά μου να σφίγγεται, και η σπονδυλική μου στήλη να τσούζει αφόρητα.
Απομακρύνεται και φωνάζει σαν επαναστάτης που προσπαθεί να ξεσηκώσει τον λαό. «Διάβασε όλα όσα ήθελε η αγαπημένη μου αδελφή;!»
Μένω να τον κοιτάζω έντρομη. Στη πραγματικότητα, δεν έχω τι να πω, αλλά και να είχα, η φωνή μου έχει παιδευτεί μέσα στο λαιμό μου. Τα τρεμάμενα δάχτυλα μου αγγίζουν το ένα το άλλο και παίζουν αργά, σαν αλάδωτες μηχανές μεταξύ τους.
«Ξέρεις» καγχάζει. «Έχω ένα ελάττωμα. Δεν μ αρέσει να μοιράζομαι τα πράγματα μου.» ψιθυρίζει ανατριχιαστικά. Το τσούξιμο στα κοκάλα μου επαναφέρεται.
«Οπότε τι λες.. να μου το δώσεις;» τα κατάξανθα μαλλιά του πέφτουν μπροστά στο πρόσωπο του όσο σκύβει στο αυτί μου, και τα κατάμαυρα μάτια του στενεύουν απειλητικά. Το οξυγόνο μου χάνεται, μα τινάζομαι προς τα πίσω όταν εκείνη τη στιγμή ο Άλεξ τον αρπάζει.
«Μην την αγγίζεις καριόλη!» ουρλιάζει. Τα χέρι του τραβούν τη μπλούζα του επιθετικά. Το πρόσωπο του απέχει εκατοστά μακριά από του Λίαμ. Τα χέρια του τρέμουν. Εκπέμπει τόσο οργή, το κάνει μερικές φορές, όταν δεν αντέχει άλλο. Τον ταρακουνάει, ουρλιάζει στο πρόσωπο του.
«Άλεξ-» Όταν πήγα να τον αγγίξω και να μερέψω τους δαίμονες του, εκείνος απλά με έδιωξε. «Παράτα με Εύα!» φώναξε.
«Θα πληρώσεις!» ωρύεται. «Για όλα πούστη!» πετάει το σώμα του κάτω. Πέφτει πλάγια πάνω σε ένα παλιό γραφείο, που συνήθιζα να κάθομαι πάνω του που και που, αγνοώντας του παράξενους θορύβους που έκανε. Ήταν μισό καταστραμμένο, μα τώρα τα ξύλινα κομμάτια του έχουν σκορπιστεί σε όλο το χώρο. «Θα πεθάνεις!!» ουρλιάζει. Δεν ξέρω τι του συμβαίνει, αλλά είναι εκτός ελέγχου. Ο Λίαμ μένει για λίγο ακίνητος, ώσπου προσπαθεί να σηκωθεί χρησιμοποιώντας το χέρι του. Βογκάει από το πόνο. «Άλεξ σταμάτα!!» φωνάζω. Βάζω το χέρι μου πάνω στο μπράτσο του και παλεύω για να τον σταματήσω, η να τον κάνω να γυρίσει να με κοιτάξει τέλος πάντων. Με αγνοεί.
Η αλήθεια είναι, έχω ένα απερίγραπτο μίσος για τον Λίαμ. Με ανάγκασε να κάνω πράγματα που πριν λίγους μήνες ούτε που θα μου περνούσαν από το μυαλό. Με εξαπάτησε. Μου είπε ψέματα. Αλλά το να τσακωθούν θα ήταν καταστροφικό. Ο Άλεξ θα μπορούσε να χτυπήσει, και ο Λίαμ έχει τους τρόπους του..πάντα να κερδίζει.
Δεν είχα άλλη επιλογή. «Αν δεν σταματήσεις, εμείς οι δυο τελειώσαμε.» του είπα.
Κοιτάζει τον Λίαμ και το στήθος του ανεβοκατεβαίνει αδιάκοπα, οι αναπνοές του πάρα είναι γρήγορες.
«Τι;-» σαστιστεί ξαφνιασμένος, και ταυτόχρονα οργισμένος. Μα πριν καν προλάβει να προφέρει καλά το γράμμα 'ι', ο Λίαμ έπεσε πάνω του ρίχνοντας τον κάτω. Τσιρίζω.
«Δεν σ αρέσει να είσαι τώρα εσυ από κάτω ε Άλεξ;» τα χέρια του τυλίγονται γύρω από το λαιμό του Άλεξ και τον σφίγγουν δυνατά.
Ενώνει και σφίγγει τα δόντια του. Παίρνει εισπνοή μέσα από αυτά, σαν να διψάει για να κεράσει τον πόνο.
«Θα σ 'άρεσε να ήταν το τσουλί σου στη θέση σου; Να ήταν από κάτω μου; Ε;» κουνάει πέρα δώθε τον λαιμό του, χωρίς οίκτο, μοιάζει έτοιμος να τον πνίξει. «Γιατί ήταν, πολλές φορές. Λάτρευε να ουρλιάζει, λάτρευε να τη ξεσκίζω μέχρι θανάτου» ψιθυρίζει και διάολε τον βασανίζει. Εκείνος σήκωσε προς τα πάνω το κεφάλι του και έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να αναπνεύσει έστω λίγο.
Τα πόδια μου είναι σταθερά στη γη. Νοιώθω κοκαλωμένη. Τα δάκρυα μου στάζανε σαν καταρράκτη, το πρόσωπο μου είχε αναψοκοκκινίσει. Σκέφτηκα, πως αν τύχει και πνιγεί αυτός, τότε θα πνιγώ και εγώ από τα δάκρυα. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Ψέματα πάλι.
«ΨΕΜΑΤΑ!» ούρλιαξα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πως να τον διώξω από πάνω του; Τι να κάνω; Είχα πανικοβληθεί.
Πίστευα πως ήταν ο ηττημένος. Αλλά ξέχασα..ότι αυτός ήταν ο Άλεξ, και δεν θα το άφηνε με τίποτα έτσι. Εξάλλου, είναι κάλος..και εκεί στήριζα τις ελπίδες μου. Τον έσπρωξε με δύναμη και βρέθηκε αμέσως ξανά αυτός από πάνω του. Τον χτύπησε στο πρόσωπο, ξανά και ξανά. Το πρόσωπο του πήγαινε αριστερά και δεξιά, ενώ η μύτη του και τα χείλια του είχαν ματώσει. Ύστερα σταματάει. Γέρνει, και βήχει ενώ προσπαθεί να αναπνεύσει με δυσκολία. Χριστέ μου βαριασαινει υπερβολικά πολύ. Μετά μέσα από τις ανάσες του, γελάει. Γελάει, και σκύβει ψιθυρίζοντας του «Ο μονός λόγος που θα μπορούσε να ουρλιάξει γυναικά μαζί σου, είναι από τη φρίκη»
Σηκώνεται από πάνω του αφήνοντας τον πληγωμένο και εξαντλημένο στο έδαφος. Το αίμα του στάζει και οι αναπνοές του μοιάζουν ασταμάτητες όσο βρίσκεται ανάσκελα, ένα με το πάτωμα. Ο Άλεξ ακόμα βαριασαινει, και προσπαθεί να συνέλθει από τα χέρια του Λίαμ. Σηκώνεται και περπατάει αργά προς το μέρος μου.
Πριν με φτάσει, απλός πέφτω στην αγκαλιά του. Πάρα πατάει προς τα πίσω αλλά βάζει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. Τον σφίγγω και μυρίζω το άρωμα που συνηθίζει να έχει η αγκαλιά το με κλειστά μάτια. Νοιώθω το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει πάνω μου.
«Συγνώμη! Δεν ήξερα τι να κάνω δεν ήξερα πως να σε βοηθήσω!» παραληρώ και τσιρίζω όσο τον απομακρύνω. Κοιτάζω πάνω η κάτω, αλλά αποφύγω να συγκρούσω τα υγρά μάτια μου με τα δικά του.
Αυτός συνεχίζει να παλεύει να βρει την αναπνοή του και ο ήχος που κάνουν οι ανάσες του μπερδεύονται με την απελπιστική φωνή μου. «Αυτός ήταν πάνω σου, και έλεγε γαμημένα ψέματα, και εσυ δεν μπορούσες να αναπνεύσεις και δεν ήξερα. Δεν-» με διακόπτει το φιλί του. Πιάνει το πρόσωπο μου και βιαστικά με φιλάει. Με αφήνει γρηγορά και συνεχίζει τις παραπληγικές του ανάσες.
Τον κοιτάζω αφηνιασμένη μέσα στα μάτια και εκείνος κοιτάζει τα δικά μου στοργικά. Στραβοκαταπίνει. Τα κούτελα μας σχεδόν ακουμπούν, και μέσα από τις βαθιές αναπνοές του που τραυματίζουν αυτή τη σιωπή, χαμογελάει και μου λέει «Καλύτερα που δεν ανακατεύτηκες»
Του χαμογελάω, και ύστερα γέρνω το κεφάλι μου προς το Λίαμ. Τα πόδια του παραμένουν ξαπλωμένα αλλά η μέση του έχει σηκωθεί και έχει γύρει προς το μέρος μας κοιτώντας μας με αηδία. Σκουπίζει συνεχώς το αίμα που τρέχει από τη μύτη του και ανασαίνει κοφτά.
«Γιατί όλα αυτά; Δεν σου έκανα τίποτα!» του φωνάζω. Έχει σκυμμένο το κεφάλι του, και παλεύει να πάρει καθαρές ανάσες. Σκουπίζει ξανά το σκούρο και πηχτό αίμα και σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου.
«Γιατί ο καργιόλης που έχεις για πάτερα να προτιμήσει εσένα και όχι εμένα; Γιατί να μην αναγνωρίσει εμένα; Να μην με ψάξει ποτέ;» ωρύεται με μίσος. Μας κοιτάει με όλο το μίσος του κόσμου, με όλη την αηδία και την φρίκη που θα μπορούσα να δω σε άνθρωπο. Τα ξανθά -σχεδόν άσπρα- μαλλιά του είναι ανάκατα και τα μαύρα φρύδια του έχουν παγώσει ως σμιγμένα.
«Πάμε να φύγουμε.» λέω απλά στον Άλεξ. Ακόμα και αν γνωρίζω, πως είναι ένας ακόμα αδικημένος άνθρωπος. Όπως ο Άλεξ, όπως εγώ, όπως οι Κράιμς. Είμαστε όλοι ίδιοι, μπλεγμένοι στα ίδια σκατά. Δεν έχουμε πολλές διάφορες αλλά φροντίζουμε αυτές που έχουμε..όχι απλά να τις μεγαλώνουμε, αλλά να τις ξεχειλώνουμε.
Την ώρα που βαδιζουμε έξω από το στέκι των Κράιμς, όλα μοιάζουν εντάξει. Μάλλον όλα τελείωσαν. Ναι. Όλα τέλειωσαν.
Όμως εκείνη τη στιγμή, τον νοιώθω να με τραβάει με οργή προς τα πίσω. Ουρλιάζω και ο Άλεξ γυρίζει αμέσως προς το μέρος μου. Ο Λίαμ με έχει κολλήσει πάνω στο σώμα του. Η πλάτη μου είναι πάνω στο στήθος του. Με κρατάει σφιχτά. Βάζει το χέρι του στο στόμα μου και το πιέζει κόβοντας την αναπνοή μου. Βγάζει μαχαίρι από τη τσέπη του και το πιέζει στο λαιμό μου.
«Ωραία περάσαμε, ας σοβαρευτούμε τώρα, τι λες;» τοποθετεί καλά το μαχαίρι σε σημείο να νοιώθω την λεπίδα του να τσούζει το λαιμό μου.
Στέκεται και μας κοιτάει. Έχει χάσει τα λόγια του. Μοιάζει να έχει και εκείνος ένα μαχαίρι να απειλεί τη ζωή του. Έχει χλομιάσει, τα μάτια του δεν σταματούν να μας αναλύουν. Λίγες φορές τον έχω δει χαμένο. Και σήμερα, είναι μια από αυτές.
«Λίαμ..μην τολμήσεις να-»
«Ω Άλεξ πίστεψε με, αυτός που δίνει διαταγές τώρα..είμαι εγώ!» καγχάζει και πιέζει παραπάνω το μαχαίρι αναγκάζοντας με να τεντώσω τέρμα το λαιμό μου. Το στήθος μου ανεβοκατεβαίνει ξανά, με το ζόρι αναπνέω, τα μάτια μου τον κοιτάζουν τρομαγμένα.
«Θα κάνεις ότι σου λέω, αλλιώς θα πεις αντίο στο παλιό στο τσουλί σου!» κραυγάζει.
«Δεν τολμάς..»
«Δεν τολμάω ε; Πιστεύεις δεν έχω τα αρχίδια να της κομματιάσω κάθε αρτηρία του λαιμού της; Ε;» ουρλιάζει, αγριεμένος, και ωρύεται με απερίγραπτη οργή.
Τα χέρια του τρέμουν, το μαχαίρι τρεμουλιάζει πάνω στο λαιμό μου. Το πιέζει πάνω στο λαιμό μου παραπάνω. Νοιώθω να πνίγομαι. Σκίζει το δέρμα μου, και νοιώθω το αίμα να κυλάει καίγοντας με το υγρό του το δέρμα μου. Ο πόνος, ανυπόφορος. Μου ερχόταν να ουρλιάξω μέχρι να ματώσει το λαρύγγι μου. Έκλεισα τα μάτια μου πνίγοντας. την επιθυμία μου για ξέσπασμα και άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια μου και να μπερδευτούν με το αίμα. «Μην νομίζεις ότι δεν θέλω να δω τη παλιο προδότρια μέσα στο αίμα. Η Νταϊάνα μου τα είπε όλα.» η μαλακισμένη, υποσχέθηκε να μην μιλήσει..
«Σταμάτα!!» ουρλιάζει εκείνος. «Τι θες;» προσθέτει.
«Τι άλλο να θέλω;» ειρωνεύεται.
«Δεν θέλω να μπλέκεσαι στα πόδια μου, δεν θέλω, να βλέπω σε κάθε γαμημένο τοίχο, την υπογραφή των Κράιμς, ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΤΕ! Θέλω τη πλήρη και οριστική διάλυση των Κράιμς.» ουρλιάζει και ταρακουνάει το σώμα μου.
Τα λόγια του πέφτουν σαν βροντές, ή σαν μαχαιριές πάνω του. Ξέρω ότι πονάει, τον νοιώθω από μακριά. Αν κλείσω προσεχτικά τα μάτια μου, ίσως ακούσω τη ψυχή του να οδύρεται σιωπηλά.
«Οπότε διάλεξε Άλεξ. Η το τσουλί που τυχαίνει να έχω στα χέρια μου, η τους Κράιμς.» συνεχίζει.
Εκείνος με κοιτάζει, αν και φαντάζει σίγουρος για την απάντηση. Και, κοιτάζει τόσο..απροσδιόριστα. Μοιάζει τόσο ηττημένος, έχει τόσο οργή, τόσο θλίψη, τόση ανακούφιση, τόσο..μπέρδεμα σε δυο ζευγάρι μάτια δεν το περίμενα.
«Άσε την Εύα. Οι Κράιμς τέλειωσαν.» απαντάει παγερά.
Ο Λίαμ βγάζει επιτέλους το μαχαίρι από το λαιμό μου, και με πετάει προς το μέρος του Άλεξ. Μπορώ να αναπνεύσω κανονικά, μετά από τόσα λεπτά. «Αν ξανά ακούσω για τους Κράιμς, την επόμενη μέρα η δικιά σου θα είναι νεκρή.» λέει απλά και περπατάει προς την έξοδο. Ώσπου, εξαφανίζεται.
Προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου, αλλά καταλήγω σε λυγμούς και δάκρυα που παλεύουν να μην βγουν. Ο λαιμός μου πονάει, το σκίσιμο τσούζει, ένοιωθα πραγματικά σαν να πνιγόμουν.
«Ησύχασε» σπρώχνει τη πλάτη μου κοντά του για ρίξω το κεφάλι μου πάνω στο στήθος του. Αυτό και κάνω. Στεγάζω και ξεκουράζω το κεφάλι μου πάνω του, ακούω τη καρδιά του να μοιρολογεί τον θάνατο των Κράιμς. Δακρύζω, απλός επειδή το χρειάζομαι. Όσο κοιτώ το κενό, όσο το κεφάλι μου ακουμπά πάνω στο στήθος του.
Όσο προσπαθώ να ηρεμίσω. Απομάκρυνε τα μαλλιά μου από το πρόσωπο μου, και ύστερα το σηκώνει. Γέρνει το κεφάλι του και ενώνει τα χείλια μας. Με φιλάει καθώς ανοιγοκλείνει δυο φορές τα χείλια του πάνω στα δικά μου. «Είσαι μαζί μου τώρα» ψελλίζει όσο απομακρύνεται.
Βρισκω την ευκαιρία και τον ρωτώ γεμάτη ελπίδα. «Οι Κράιμς, δεν τέλειωσαν έτσι; Δεν το εννοούσες ε; Του είπες ψέματα.» Είμαι σχεδόν σίγουρη για την απάντηση. Ο Άλεξ δεν θα άφηνε τους Κράιμς, για κανέναν λόγο.
Με κοιτάζει σοβαρός, και τον κοιτάζω και εγώ, περιμένω την απάντηση του ακόμα και αν σχεδόν την γνωρίζω.
«Όχι Εύα. Οι Κράιμς, τέλειωσαν.» λέει παγερά, κάνοντας με να ανατριχιάσω. Ώστε, πράγματι..όλα τελείωσαν.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top