Κεφάλαιο 7
Τζόσουα
Δεν είχα κλείσει μάτι εκείνο το βράδυ.
Ακόμα και το μαξιλάρι, μου προκαλούσε πόνο. Είχα αρχίσει να φοβάμαι πως με χτύπησε τόσο πολύ που το πρωί θα έπρεπε να βάλω γύψο για δεύτερη φορά στο χέρι μου. Πάλι εξαιτίας του.Ευτυχώς όμως σιγά σιγά ο πόνος υποχωρούσε.
Αλλά μέσα μου έβραζα. Πάντα ήθελα εκδίκηση. Ήθελα να εκδικηθώ τον άνθρωπο που με έκανε να φοβάμαι ακόμα και την σκιά μου. Με είχε φτιάξει για να υποφέρω. Να υποφέρω που δεν μπορούσα από μικρό παιδί να κρύβω τις μελανιές. Που έπρεπε να βρίσκω δικαιολογίες για να μην με κοροϊδεύουν. Που ζούσα την ζωή μέσα στην μιζέρια και στον φόβο.
Και ο μόνος τρόπος για να τον εκδικηθώ ήταν το βράδυ. Όταν πραγματικά έκλεινε τα μάτια και έστω και για λίγο δεν ήθελε να ξεσπάσει πάνω μου.
Μέχρι τις 6 το πρωί ήμουν ξύπνιος. Και κάπως έτσι μπόρεσα να βρω την τέλεια λύση. Είχα καταφέρει να σχεδιάσω το τέλειο σχέδιο.
Δεν είχα τίποτα να χάσω.
Ακόμα και λάθος να είχε γίνει με την ημερομηνία μου, ακόμα και τα χάπια να μην λειτουργούσαν σωστά, ήξερα πως σε λιγότερο καιρό από έναν μήνα θα πέθαινα. Δεν είχα παρουσιάσει όμως κανένα σύμπτωμα σαν την Σαμ. Δεν είχα κάποιο νόσημα, όσο ήξερα, γι'αυτό και δεν μπορούσα να διασταυρώσω τις πληροφορίες της ημερομηνίας με την σωματική μου υγεία. Όμως ήξερα πως είναι σχεδόν απίθανο τα χάπια να μην λειτουργούν σωστά.
Γι'αυτό και είχα πάρει την απόφαση ότι αυτό το καλοκαίρι ήταν το τελευταίο μου.
Και δεν θα άφηνα κανέναν να μου το χαλάσει. Πόσο μάλλον τον πατέρα μου.
Το ξυπνητήρι ξέρω ότι χτυπάει πάντα στις 6:30. Είχα μπροστά μου μισή ώρα. Κατέβηκα λοιπόν στην κουζίνα στις μύτες των ποδιών μου. Κάθε βήμα και ένα μαρτύριο. Χρειαζόμουν υπομονή. Δυστυχώς όμως είχε εξαντληθεί.
Μόλις φτάνω, ανοίγω το συρτάρι που έχουμε τα μαχαίρια. Το ένιωθα τόσο σωστό. Υπέφερα τόσα χρόνια και αυτή ήταν η λύτρωσή μου. Το αίμα που έτρεχε μέσα στις φλέβες μου ήταν καυτό καθώς κατευθυνόταν στο κεφάλι μου. Βρίσκω το πιο μυτερό. Το βάζω για λίγο στα χέρια μου, ώστε να σιγουρευτώ πως αυτό που θα κάνω είναι το σωστό.
Δεν δίστασα ούτε στιγμή.
Δεν μιλούσε η λογική τότε. Μιλούσε όμως ένα πληγωμένο παιδί που δεν είχε φυσιολογική παιδική ζωή. Δικαιούμαι την ευτυχία.
Επιτέλους παίρνω την απόφαση να το κάνω, όταν ένα χέρι καλύπτει το στόμα μου ένα λεπτό πριν φωνάξω. Είναι παγωμένο. Η καρδιά μου χτυπάει υπερβολικά δυνατά.
Και τότε βλέπω το χέρι το οποίο με πιέζει να αφήσω το μαχαίρι κάτω. Ξέρω ποια είχε ρόζ νύχια.
Σοκαρισμένος αφήνω το μαχαίρι στον πάγκο και επιτέλους με αφήνει από το σφιχτό της πιάσιμο.
"Τι στο-" Υπερβολικά μπερδεμένος γυρίζω για να την δω όταν ξαναβάζει το χέρι της στο στόμα μου. Τι στο καλό κάνει η Ολίβια εδώ;
"Σε παρακαλώ ακολούθησέ με." Φαίνεται και η ίδια να τρέμει. Είναι το ίδιο φοβισμένη σαν εμένα. Ίσως και το ίδιο μπερδεμένη θα μπορούσα να προσθέσω.
Βγαίνουμε από το σπίτι έχοντας υπερβολικά πολλές ερωτήσεις.
Δεν μιλάει κανένας. Την ακολουθώ μέχρι που απομακρυνόμαστε και φτάνουμε στις αρχές του δάσους.
"Θα μου πεις τι έκανες με το μαχαίρι;" Επιτέλους με ρωτάει επιθετικά όταν σταματάμε για να με κοιτάξει. Κάθεται αρκετά πιο μακριά από εμένα.
"Καλά θα ήταν να ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι μπήκες μέσα στο σπίτι μου 6:00 ώρα το πρωί; Πώς στο καλό σου ήρθε αυτό;"
"Τζόσουα! Εγώ κάνω τις ερωτήσεις. Θα μου απαντήσεις;" Τα κόκκινα μάτια της από το κλάμα εμφανίζονται όταν με κοιτάει. Γρήγορα αλλάζει το βλέμμα της.
Ξεσπάει σε κλάματα με την πρώτη ευκαιρία. Δεν μπορεί να καθίσει σε ένα σημείο γι'αυτό πηγαινοέρχεται.
Εγώ έχω ξεμείνει από ιδέες και απλώς την παρατηρώ να κλαίει σε λυγμούς.
Την πλησιάζω για να σκουπίσω τα μουσκεμένα μάγουλά της από τα δάκρυα όμως σηκώνει γρήγορα το χέρι της.
"Τζόσουα." Λέει με τρεμάμενη φωνή. "Μην με πλησιάζεις σε παρακαλώ. Όμως πες μου τι συμβαίνει;" Έχει αρχίσει να τρέμει από τον φόβο της. Θεε μου τι έκανα;
"Εντάξει εντάξει." Ξεφυσσάω. Δεν έχω πει σε κανέναν για τον πατέρα μου. Ούτε καν στην ίδια την μητέρα μου. Βασικά δεν χρειάστηκε. Αυτή ενώ με βλέπει ποτέ δεν κάνει τίποτα για να με προστατεύσει. Άδικος κόπος να της μιλούσα.
Μόλις μαζεύω την απαραίτητη δύναμη για να αρχίσω με διακόπτει.
"Θα έκανες ποτέ κακό σε εμένα;" Είναι υπερβολικά σοβαρή για να το πάρω σαν αστείο. Εγώ μέχρι πριν μια ώρα δεν θα πείραζα ούτε ένα μικρό μυγαράκι και το κορίτσι που θα έδινα και την ζωή μου ακόμα για να την προστατεύσω με ρωτάει αν θα της έκανα ποτέ κακό;
"Φυσικά και όχι! Τι είναι αυτά που λες;"
"Δεν ξέρω τι λέω;" Με κοιτάει με βλέμμα που θα σκότωνε άνθρωπο. Βαθιά μέσα της έχει θυμό. "Αυτό θέλεις να μου πεις Τζόσουα; Πως είμαι τρελή; Τότε τι θα έκανες με το γαμημένο το μαχαίρι πριν καν βγει ο ήλιο γαμώτο;!" Ουρλιάζει από τον θυμό της. Το πρόσωπό της κοκκινίζει και δεν έχω ιδέα τι πρέπει να κάνω για να την ηρεμήσω.
"Ο πατέρας μου με βιάζει γαμώτο!" Σταματάω για ένα λεπτό όταν την βλέπω να ανοίγει το στόμα της διάπλατα μέχρι κάτω. Μπορώ να καταλάβω ότι δεν το είχε υποψιαστεί καν πριν με θεωρήσει για κανέναν τρελό.
"18 χρόνια της ζωής μου τα πέρασα μέσα σε αυτή την φυλακή. Μέσα στον φόβο οτι ίσως η μέρα να μην περνούσε χωρίς έστω και μια φορά να με χτυπήσει. Αυτό δεν ήθελες να μάθεις; Να με κάνεις να εξευτελιστώ για μια ακόμη φορά. Όσο και να θέλεις να δείχνεις καλύτερη από την Σαμ, πιο γλυκιά, ένα έχω να σου πω... Έχεις την ίδια ηλίθια διάθεση να εξευτελίζεις τους άλλους Ολίβια." Με μία αηδιασμένη έκφραση ξεκινάω να περπατάω μακριά της.
Ο ήλιος πλέον έχει εμφανιστεί. Περπατάω για λίγο όταν ξανά ακούω την φωνή της.
"Γι'αυτό..." Πιάνει με το χέρι της την μεγάλη μελάνια στο χέρι μου.
"Ναι."
"Και ήθελες..." Δεν τολμάει να τελειώσει την πρότασή της.
"Να τον σκοτώσω; Γαμώτο ναι το ήθελα. Δεν μπορείς να καταλάβεις τι είναι να μην κοιμάσαι επειδή πονάς σε όλο το σώμα σου. Δεν ξέρεις τι είναι να φοβάσαι όλη σου την ζωή μήπως καταλήξεις σαν αυτόν. Μήπως κάποια μέρα δεν αντέξεις από το βαρύ χέρι του και πεθάνεις εκεί, στο κρύο πάτωμα επειδή δεν είχες ποτέ το θάρρος να τον σταματήσεις. Άρα νομίζω ναι, ήθελα να τον σκοτώσω. Και εσύ με σταμάτησες."
"Λυπάμαι. Αλήθεια λυπάμαι για όλα που σου συνέβησαν. Αλλά δεν λυπάμαι καθόλου που σε σταμάτησα." Τώρα κοιτάει το χώμα χωρίς να έχει να πει κάτι άλλο. Και εγώ το ίδιο.
"Μην αφήνεις τον θυμό να σε κυριεύει. Ο πατέρας μου ήταν ένας μεθύστακας. Είχα πολύ θυμό όταν ερχόταν σπίτι και η μαμά προσπαθούσε με τα χίλια ζόρια να μαζέψει τον χαμό που προκαλούσε. Η μητέρα μου όμως τον χώρισε. Και κάπως έτσι όλες οι άσχημες ιδέες που μου είχαν μπει στο μυαλό πέρασαν. Ο πατέρας μου μπήκε σε μια κλινική και πλέον τα πηγαίνουμε όσο καλά μπορούμε. Ακόμα τον μισώ για όσα περάσαμε εγώ και η μητέρα μου. Όμως σίγουρα ξέρω πώς ο Θεός με φύλαξε και δεν του έκανα κακό. Θα πήγαινες φυλακή Τζος..." Ήξερα για τον πατέρα της. Όλοι ξέραμε αλλά κανένας δεν τολμούσε να το αναφέρει ποτέ. Σίγουρα με έκανε να αισθανθώ καλύτερα που μου ανοίχτηκε. Μπορώ να δω πλέον το νόημα που θα είχε αν το έκανα αυτό.
Όμως της ξεφεύγει μια λεπτομέρεια.
Εγώ σε λίγο καιρό θα πεθάνω.
Αλλά αυτή την λεπτομέρεια την κρατάω για τον εαυτό μου. Αποφασίζω μόνο να κουνήσω καταφατικά το κεφάλι μου.
Πριν καν το καταλάβω έχουμε φτάσει στην λίμνη. Το νερό ακούγεται γαλήνιο και χωρίς δεύτερη σκέψη καθόμαστε δίπλα δίπλα. Ο καθένας χαμένος στις δικές του σκέψεις.
"Τελικά γιατί ήρθες στο σπίτι μου τόσο νωρίς; Μετά τα χθεσινά ήμουν σίγουρος πως δεν θα ήθελες καν να με ξαναδείς..." Αναφέρω όταν η σιωπή πια γίνεται αποπνικτική.
"Δεν ήταν κάτι σημαντικό τελικά." Λέει όμως δεν την πιστεύω. Η φωνή της ακούγεται πολύ τσιριχτή πράγμα που δείχνει την αμφιβολία της. "Όμως χαίρομαι που τελικά ήρθα." Χαμογελάει πνιχτά σχεδόν. Βλέπω για λίγο τα πρησμένα κόκκινα μάτια. Ξεκάθαρα μπορώ να καταλάβω ότι δεν ήμουν ο μόνος που δεν κοιμήθηκε χθες το βράδυ.
Σηκώνεται απότομα όταν αρχίζει να βγάζει τα ρούχα της. Σηκώνω πολύ ψηλά τα φρύδια μου από το σοκ. Μένει με τα εσώρουχα όταν μου κάνει ένα νόημα.
"Δεν θα έρθεις;" Με τα μάτια της μου δείχνει την λίμνη.
"Δεν υπάρχει περίπτωση. Με το ζόρι περπάτησα μέχρι εδώ." Της λέω με λίγη ντροπή.
"Έλα, θα σε κρατήσω εγώ." Μου δίνει το χέρι της. Και οι δύο μένουμε με τα εσώρουχα.
Στην αρχή αμφιβάλλω αν θέλω να βγάλω την μπλούζα. Με τίποτα δεν θέλω να δει την ημερομηνία ούτε τις άσχημες μελανιές. Όμως χωρίς να το περιμένω ακουμπάει με τα μικρά της δάχτυλα την μπλούζα μου. Τρομάζει ελάχιστα όταν βλέπει τους μώλωπες σε όλο μου το σώμα.
Μέσα σε δευτερόλεπτα το έχει ήδη ξεχάσει και έχει βάλει ένα υπέροχο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Κάπως έτσι μπαίνουμε χέρι χέρι στην λίμνη.
Και για λίγο ξεχνάω τα πάντα.
Εκτός από το γλυκό άγγιγμά της.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top