Κεφάλαιο 6

Τζόσουα

Ήξερα πως έπρεπε να φύγουμε όμως δεν ήθελα να την ξυπνήσω ακόμα. Είχε το πρόσωπο αγγέλου όταν κοιμόταν. Η ώρα είχε περάσει. Περίπου λίγο πριν τα μεσάνυχτα ήταν η τελευταία φορά που κοίταξα το ρολόι. Το ξέρω πώς άμα γυρίσω αργά στο σπίτι οι γονείς μου θα θυμώσουν υπερβολικά πολύ, και ξέρω ότι δεν πρέπει να τα βάζω με τον πατέρα μου. Πείθω τον εαυτό μου για λίγα λεπτά ότι δεν τον φοβάμαι πλέον. Άλλωστε αυτό που φοβόμουν πιο πολύ από όλα έχει βγει στον αέρα και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό.

Προσπαθώ να κουνηθώ ελάχιστα χωρίς να την ξυπνήσω. Θέλω να πάρω το καινούργιο γράμμα και να το διαβάσω πριν την Ολίβια. Δεν θέλω να την ταράξει τίποτα παραπάνω σήμερα.

Μόλις τα καταφέρνω ανοίγω την πόρτα του οδηγού όπου το είχαμε αφήσει. Το πιάνω στα χέρια μου όταν σκέφτομαι πολύ σοβαρά να το πετάξω. Γιατί να πρέπει να την ακούσω; Πώς υποτίθεται θα με βοηθήσει η Σαμ να κερδίσω την Ολίβια όταν το μόνο που κάνει είναι να σπέρνει διχόνοια;

"Τζος;" Ακούω την φωνή της και κατευθείαν ταράζομαι. Συγκεντρώνομαι στην ίδια.

Τα μάτια της είναι ακόμα κλειστά. Δεν μου κάνει εντύπωση άμα βλέπει κάποιον εφιάλτη. Το περίεργο είναι ότι φώναξε το όνομά μου.

"Βοήθεια! Πνίγομαι!" Συνεχίζει να φωνάζει και τότε βγαίνω απευθείας από το αμάξι για να την σηκώσω.

"Ολίβια;" Την ακουμπάω ελαφρά. Στην συνέχεια όταν βλέπω πως δεν ανταποκρίνεται την κουνάω εντονότερα.

"Τι... τι έγινε;" Κοιτάει γύρω της σαν να θέλει να καταλάβει που βρίσκεται.

"Νομίζω πως έβλεπες εφιάλτη. Ξέρεις κάτι; Θα οδηγήσω εγώ άμα μου επιτρέπεις..." Ο μόνος λόγος που το προτείνω είναι για να την αφήσω να κοιμηθεί λίγο ακόμα στο αυτοκίνητο.

"Είναι καλή ιδέα." Σηκώνεται σιγά σιγά ενώ το βλέμμα της δεν φεύγει από πάνω μου. Το περίμενα αυτό το απογοητευμένο βλέμμα. Και ποιά δεν θα ήταν απογοητευμένη άμα ο Τζόσουα Σμίθ ήταν ερωτευμένος μαζί της; Ένας αποτυχημένος ερωτευμένος με μία εκπληκτική κοπέλα.

Με το ζόρι φτάνει την πόρτα του συνοδηγού. Την κρατάω όταν σκοντάφτει σε μία πέτρα. Αμέσως την κρατάω γερά και την βάζω να καθίσει. Ανοίγω και εγώ με την σειρά μου την πόρτα του οδηγού και βάζω τα κλειδιά μέσα στην μίζα.

"Τζος; Γιατί πιστεύεις μας έβαλε μαζί σε αυτή την παγίδα; Γιατί θέλει να μας εκδικηθεί;" Βλέπω τα δάκρυά της όταν κάνω αναστροφή για να κατέβουμε το βουνό. Τραβάω απότομα το χειρόφρενο για να σκουπίσω τα δάκρυά της από τα μάγουλά της.

"Πιστεύω ότι όλα έχουν κάποιον λόγο που γίνονται. Δεν μπορώ όμως να μπω στο μυαλό της. Γι'αυτό μην προσπαθήσεις ούτε εσύ. Εντάξει;"

Δεν απαντάει.

"Θέλω να μου το διαβάσεις." Είναι το μόνο που λέει και κατευθείαν καταλαβαίνω τι εννοεί.

"Κοίτα..." Ανοίγω το στόμα μου για να της εξηγήσω ότι δεν είναι και τόσο καλή ιδέα όμως επιμένει.

Ψάχνω το κινητό μου για να ανοίξω τον φακό και να δω καλύτερα. Μόλις το βρίσκω αγνοώ τις αναπάντητες της μητέρας μου και πατάω το κουμπί του φακού για να μπορέσω να διαβάσω.

Κοιτάω μια δεύτερη φορά το πρόσωπό της για να πάρω την βεβαίωση να αρχίσω, όμως αυτή δεν με κοιτάει. Ξεκινάω ούτος ή άλλος.

Now the day bleeds, into nightfall.

Οι στίχοι με τους οποίους κάθε φορά ανοίγει ένα γράμμα της, μου θυμίζουν κάτι. Και αυτή την φορά έχω την εντύπωση πως ξέρω ακριβώς τι είναι.

Nightfall...σούρουπο.

Τι καλύτερο από την δύση του ηλίου; Εκείνη την μαγική στιγμή που όλοι ονομάζουν σούρουπο, που ο ήλιος χάνετε και παίρνει την θέση του το φεγγάρι.

Αυτή η δοκιμασία όπως καταλάβατε έχει κεντρικό θέμα το σούρουπο. Όμως αυτό που δεν καταλάβατε είναι το πώς πρέπει να το εκμεταλλευτείτε.

Τρεις μέρες μόνο. Άρα τρείς φορές θα δύσει ο ήλιος. Τρεις ευκαιρίες.

Πρέπει να αποκαλύψετε ένα μεγάλο μυστικό που κανένας δεν ξέρει εκτός από τον ίδιο τον εαυτό σας. Οφείλετε να δείξετε τον άσχημο εαυτό σας. Αυτόν που ελπίζετε μέχρι σήμερα ότι θα κρατούσατε μυστικό. Το ξέρω πώς και οι δύο κρύβετε. Το δύσκολο όμως είναι να το πείτε μπροστά σε όλους. Στο σημείο που ήδη ξέρετε πως οι περισσότεροι θα βρίσκονται.

Αν σκεφτήκατε την λίμνη, είστε στον καλό δρόμο.

Μην ξεχνάτε. Μπορεί να μην είμαι εκεί αλλά ξέρω πότε λέτε ψέματα. Ξέρω τα πάντα. Εξάλλου η μία δοκιμασία πέρασε... Ίσως για την Ολίβια να ήταν απλή, αλλά μην ορκίζεσαι για τις επόμενες.

Το κάρμα είναι μεγάλη σκύλα τελικά.

Ή μήπως καλύτερα θα σκέφτεστε, η Σαμ είναι μεγάλη σκύλα.

Τα λέμε την επόμενη φορά. Ξέρετε τι πρέπει να κάνατε.

Και κάπως έτσι το ενοχλητικό γράμμα της τελειώνει. Το ίδιο και η υπομονή μου. Αυτή η παγίδα έχει εξαντλήσει την υπομονή μου. Το χαμένο πρόσωπο της Ολίβιας με έχει εξαντλήσει. Η περίεργη συμπεριφορά της με έχει εξαντλήσει.

Όμως δεν παραπονιέμαι λεπτό.

Γιατί το ξέρω πώς αυτό το παιχνίδι είναι η δική μου ευκαιρία να ξεπεράσω πράγματα που θεωρούσα αδύνατα.

Είναι η δική μου γλυκή παγίδα.

Γιατί κάθε παγίδα έχει το δικό της τίμημα. Όσο και να θέλω να ευχαριστηθώ τις στιγμές που μου μένουν μαζί της, αυτή φαίνεται πως θέλει να κάνει ακριβώς το αντίθετο.

"Τέλεια." Ειρωνεύεται όταν ξεκινάω την μηχανή.

Και από τότε ησυχία.

Κανείς μας δεν ξαναμιλάει.

Δύο φορές γύρισα να την κοιτάξω. Να σιγουρευτώ πως δεν κοιμάται. Ή μήπως χρειάζεται κάτι. Όμως αντιθέτως, παρόλο που ήταν ξύπνια δεν με κοίταξε ούτε στιγμή.

Μόλις φτάσουμε παρκάρω μπροστά από το σπίτι της, ακριβώς εκεί που συνηθίζει να αφήνει το αυτοκίνητό της.

Δεν μου μιλάει. Δεν μου λέει ούτε καληνύχτα. Της δίνω τα κλειδιά στο χέρι όταν αυτή τα αρπάζει και εξαφανίζεται όσο εύκολα εμφανίστηκε στην ζωή μου.

Ήξερα πως ήταν το τέλος. Ήξερα πως αυτή την συμπεριφορά προετοιμαζόμουν να αντέξω χρόνια τώρα. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, έτσι δεν λένε;

Κατεβάζω με την σειρά μου το κεφάλι κοιτάζοντας το χώμα και προχωράω προς την πόρτα. Προσπαθώ να μαζέψω όση δύναμη μου έμεινε για να αντιμετωπίσω αυτό που έρχεται. Προσεύχομαι να μην κατάλαβε τίποτα ο μπαμπάς. Διότι αλλιώς πρέπει να ετοιμαστώ για μεγαλύτερη ταπείνωση.

Ξαφνικά ακούω ρόδες αυτοκινήτου. Δεν θα έπρεπε να το θεωρώ περίεργο όμως ξέρω ότι έχει περάσει αρκετά η ώρα και σε αυτόν τον δρόμο δεν περνάει σχεδόν κάνεις. Ειδικά τα βράδυα.

Επικεντρώνομαι στον οδηγό. Δυστυχώς δεν μπορώ να αναγνωρίσω ποιος είναι όμως ξέρω ακριβώς ποιανού είναι το αυτοκίνητο.

Για ποιον λόγο να έρθει ο Τζόι σε αυτή την γειτονιά; Η ίδια η Ολίβια μου αρνήθηκε την σχέση μαζί του και θέλω να την πιστέψω. Περιμένω λίγα δευτερόλεπτα ακόμα για να σιγουρευτώ ότι δεν θα σταματήσει και ευτυχώς δεν το κάνει. Αντ'αυτού μόλις ανταλλάσσουμε μια ματιά πατάει το γκάζι και εξαφανίζεται σε δευτερόλεπτα.

Αγνοώ ότι συνέβει, ακριβώς επειδή δεν θα έπρεπε να με νοιάζει. Αυτή την στιγμή θα έπρεπε να με νοιάζει το πώς θα μπορέσω να μπω μέσα χωρίς να με καταλάβει ο πατέρας μου. Ή το πώς θα σταματήσω το συνεχόμενο ανεξήγητο κάψημο στον ώμο που είναι χαραγμένη η ημερομηνία.

Τελικά δεν χρειάστηκε ούτε σχέδιο για να μπω. Την πόρτα άνοιξε η μαμά διάπλατα βάζοντάς με μέσα κάνοντας όση μεγαλύτερη ησυχία μπορεί.

Δεν μπορώ να αγνοήσω το βλέμμα της. Είναι άγριο. Δεν συνηθίζω να γυρνάω μετά τα μεσάνυχτα. Και εδώ που τα λέμε δεν συνηθίζω καν να βγαίνω τα βράδια όχι μόνο επειδή δεν έχω κάποιον να βγω αλλά γνωρίζω επίσης τις συνέπειες.

"Γιατί; Γιατί με την Ολίβια;" Ρωτάει όσο πιο ψιθυριστά μπορεί. Προφανώς και μας είδε. Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει.

"Σε παρακαλώ μην το πεις στο μπαμπά."

"Το ξέρεις πως άμα το καταλάβει δεν θα σε αφήσει ζωντανό; Τζόσουα... Προσπάθησες τόσο καιρό να πας με τα νερά του. Γιατί δεν κάνεις λίγο ακόμα υπομονή; Γιατί θέλεις να τα χαλάσεις όλα ξαφνικά; Άμα το μάθει ίσως να μην σε αφήσει ούτε στο κολέγιο να πας." Συνεχίζει να μονολογεί όταν την σταματάω.

"Ελπίζω να μην το μάθει. Και θα φροντίσεις μία φορά να μην του το πεις. Είναι κάτι που δεν μπορώ να αποφύγω μαμά. Γι'αυτό σε εκλιπαρώ..." Μου κλείνει το στόμα πριν προλάβω να τελειώσω. Γιατί άκουσε βήματα.

Και εγώ τα άκουσα.

Ήθελα να είναι στην φαντασία μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top