Κεφάλαιο 3

Τζόσουα

Είχα πολύ άσχημη διάθεση. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου σαν να μην είχα να κάνω τίποτα άλλο όλη μέρα. Σαν να μπορούσα να ξεχάσω το γράμμα. Ήμουν σίγουρος πως δεν έπρεπε να το δεχτώ. Μακάρι να το ήξερα.

Μακάρι να ήξερα σε τι μπελάδες θα με έβαζε.

Η ώρα είναι λίγο πριν τα μεσάνυχτα και το δωμάτιο έχει αποπνικτική ζέστη. Νομίζω ότι οι γονείς μου κοιμούνται οπότε αρπάζω το γράμμα στα χέρια μου και χωρίς ακόμα να ξέρω που θα πάω βάζω παπούτσια, παίρνω μαζί μου το σακίδιο μαζί με έναν φακό και εξαφανίζομαι αθόρυβα. Χρειάζομαι καθαρό αέρα, γι'αυτό σκέφτομαι να κατευθυνθω προς την λίμνη.

Επαναλαμβάνω τα λόγια της Σάμ. Η πρώτη συνάντηση πρέπει να είναι στο μέρος που ήδη ξέρω. Εκεί που η δυστυχία μου ξεκίνησε και η δική της ευτυχία μόλις άρχισε. Στο μυαλό μου μόνο ένα μέρος έρχεται...

Στις χρονοκάψουλες. Εκεί που είχαμε θάψει μικροί τις χρονοκάψουλες με την ελπίδα ότι δεν θα χωρίζαμε ποτέ. Προφανώς η Σαμ όμως είχε άλλα σχέδια.

Κατευθύνομαι λοιπόν μέσα από το δασάκι στην απέναντι όχθη της λίμνης. Απέναντι από το γνωστό μπαρ. Εκεί που την είχαμε θάψει. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, αλλά εύχομαι η Ολίβια να είναι εκεί. Να έχει καταλάβει το μέρος που εννοεί η Σαμ.

Κρατάω μία μικρή απόσταση πριν πλησιάσω στο σημείο. Τα φώτα από απέναντι στο μαγαζί φαίνονται άχνα αλλά ευτυχώς είναι αρκετά ώστε να μπορώ να δω. Απογοητεύομαι όταν βλέπω πως τελικά είμαι μόνος. Δίνω μία υπόσχεση στον εαυτό μου. Άμα δεν έρθει η Ολίβια μέχρι τα ξημερώματα αποφασίζω να μην παίξω στο χαζό παιχνίδι της Σάμ. Δεν υπάρχει νόημα εξάλλου να ταλαιπωρώ το μυαλό μου μόνο επειδή η Σαμ πιθανότατα να θέλει μια ακόμη φορά να παίξει μαζί μας.

Βάζω το σακίδιό μου κάτω από το κεφάλι μου για να μπορέσω να ξαπλώσω και να περιμένω. Το νερό είναι γαλήνιο και δεν χρειάζομαι πολύ ώρα μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να μην κοιμηθώ, όμως η κούραση και η αϋπνία λειτουργούν σαν καταλύτες ώστε να αποκοιμηθώ στο χώμα.

(...)

"Τζόσουα;" Μια γυναικεία φωνή ακούγεται σαν το ξυπνητήρι που έπρεπε να έχω βάλει. Ο ήλιος βγαίνει ανάμεσα από τα δέντρα και δεν χρειάζεται πολύ μέχρι να καταλάβω ότι η ώρα είναι γύρω στις έξι το πρωί.

Ξαφνικά εμφανίζεται πίσω από τα δέντρα ο μόνος άνθρωπος που περίμενα. Τα μαλλιά της είναι τελείως ανακατεμένα και τα μάτια της άγρυπνα. Με πλησιάζει με τα χέρια της σταυρωμένα κάτω από το στήθος της. Αυτό σημαίνει πως η Σαμ κερδίζει. Θα πρέπει να παίξω.

"Ολίβια..." Μπόρεσα μόνο να πω αφού μετά οι λέξεις δεν έβγαιναν. Θέλω να την εξηγήσω πως την περίμενα. Να την ρωτήσω άμα ήξερε για όλη αυτή την παρανοϊκή παγίδα όμως το βλέμμα της πάνω μου πέφτει σαν φωτιά.

"Λοιπόν; Το βρήκες;" Ρωτάει ανυπόμονη. Ξεφυσσαει όταν έρχεται δίπλα μου και βγάζει από την τσάντα της ένα μικρό φτυάρι.

"Αν εννοείς την χρονοκάψουλα, όχι. Δεν έψαξα ακόμα. Περίμενα εσένα." Της εξηγώ καθώς ψάχνει το χώμα.

Διακρίνω ένα υγρό βουναλάκι που διαφέρει από το υπόλοιπο χώμα. Υποθέτω πως κάποιος έσκαψε πρόσφατα εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη φωνάζω την ολίβια να σκάψουμε σε αυτό το σημείο.

Δεν ήταν τελικά πολύ βαθιά μέσα. Μόλις σε πέντε λεπτά μία ξεθωριασμένη κάψουλα ξεπροβάλει. Αφήνω την ολίβια να την ανοίξει πρώτη όταν παρατηρώ κάτι καινούργιο.

Ένα καινούργιο γράμμα.

Αυτήν την φορά γράφει και τα δύο ονόματα πάνω.

"Τι είναι αυτό;" Ρωτάει η Ολίβια όταν παρατάει την κάψουλα και έρχεται κοντά μου.

"Δεν ξέρω. Ήταν κάτω από την κάψουλα." Με κοιτάει γεμάτη περιέργεια. Το βλέμμα της μου θυμίζει ένα φοβισμένο κουταβάκι. Παίρνω την πρωτοβουλία να το ανοίξω αφού φαίνεται πως η ίδια μάλλον δεν θα το άντεχε...

I'm going under and this time I fear there's no one to save me.

Fear...Φόβος

Ο φόβος είναι τρομερό αίσθημα. Ο φόβος μας απομακρύνει από το να κάνουμε πράγματα που ίσως τελικά να μην είναι και τόσο άσχημα. Ίσως να είναι όμως και πολύ χειρότερα από όσο τα φανταζόμασταν.

Αγαπημένοι μου. Το ήξερα πως δεν θα με απογοητεύσετε. Είστε δυστυχώς ή ευτυχώς αναμενόμενοι. Μπράβο Τζος που διαβάζεις εσύ το γράμμα γιατί η Ολίβια φαίνεται πως είναι σοκαρισμένη. Εσύ άλλωστε είσαι συνηθισμένος να μην αποκαλύπτεις τα συναισθήματά σου...

Σταματάω να διαβάζω για λίγο αφού έχω ήδη αρχίσει να κομπιαζω. Νιώθω αρκετά ντροπιασμένος που δεν σταμάτησα όταν έπρεπε.

"Τζος, σε παρακαλώ συνέχισε. Η Σαμ είναι νεκρή." Ακουμπάει το χέρι της στον ώμο μου σαν να θέλει να με παρηγορήσει ενώ στην πραγματικότητα εγώ έπρεπε να το κάνω αυτό.

Είναι νεκρή.

Κι όμως την νιώθω ζωντανή. Όσο ήταν ζωντανή τόσες κουβέντες δεν είχαμε ανταλλάξει μεταξύ μας και τώρα φαίνεται λες και ξέρει τα πάντα. Λες και από πάντα είχε ένα σχέδιο.

Αποφασίζω να συνεχίσω την ανάγνωση.

Έχετε πέντε μέρες για να οργανωθείτε. Αυτή είναι η πρώτη σας δοκιμασία. Αντιμετωπίστε τους χειρότερους φόβους σας. Δεν γίνεται να τα παρατήσετε γιατί μην ξεχνάτε μπορεί να είμαι νεκρή αλλά αυτή είναι η δική μου παγίδα και εσείς μόνο παίζετε.

Φιλικά, Σαμ.

"Δεν έπρεπε να συμφωνήσω. Δεν έπρεπε καν να έρθω εδώ." Ξεφυσσάω. Τελικά είχα δίκιο πως δεν θα είναι εύκολο παιχνίδι.

"Τζος. Πρέπει να το κάνουμε. Δεν είναι και τόσο τρομερό... ποιος είναι ο φόβος σου; Οι αράχνες; Μήπως τα φίδια;"

Ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου. Ήξερε πολύ καλά η Σαμ πως ο μόνος φόβος μου είναι να εκφράσω τα συναισθήματά μου στην Ολίβια. Το ήξερε γι'αυτό και με δοκιμάζει.

"Συγγνώμη." Λέω και αρχίζω να τρέχω. Τρέχω μακριά από αυτή την παγίδα. Δεν θέλω τελικά τίποτα από αυτά που μου προσφέρει η Σαμ. Αν κερδίσω την προσοχή της Ολίβια θέλω να την κερδίσω με την προσωπικότητά μου και όχι με τις χαζές συμβουλές της Σάμ.

Κάποια στιγμή δεν έχω πλέον ανάσα. Σταματάω σε ένα δέντρο για να προσπαθήσω να ανασάνω. Συνειδητοποιώ πως η ώρα φτάνει 8:00 και πρέπει να πάρω το χάπι.

Είμαι τυχερός που πάντα κουβαλάω στην τσάντα μου τα χάπια. Όχι ότι θα τα χρειαστώ για πολύ ακόμα...

Ψάχνω με μανία την τσάντα μου όμως δεν βρίσκω τίποτα. Πρέπει να μου είχαν πέσει όταν άνοιξα την τσάντα μου για να βγάλω τον φακό. Κι όμως η ώρα πλησιάζει και το σπίτι είναι αρκετά μακριά από εδώ. Το κάψιμο στον ώμο μου γίνεται όλο και πιο έντονο καθώς η ώρα πλησιάζει.

Φοβάμαι τις παρενέργειες που θα έχω άμα δεν πάρω το χάπι. Όμως όχι όσο φοβάμαι να πω τα αισθήματά μου στην Ολίβια. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να συνεχίσω έστω και περπατώντας μέχρι το σπίτι.

Αργά ή γρήγορα όμως ξεκινάει η ζαλάδα. Σχεδόν όλα γύρω μου γυρίζουν, και το περπάτημα καθίσταται αδύνατον.

"Τζόσουα! Γαμώτο το ήξερα πως έπρεπε να ψάξω εδώ. Από την άλλη πλευρά είναι το σπίτι μας!" Φωνάζει από απόσταση η Ολίβια. Δεν καταφέρνω όμως να ακούσω περισσότερα γιατί είναι αρκετά μακριά

"Γιατί είσαι κάτω;" Ρωτάει όταν με βλέπει ξαπλωμένο στα χώματα. Είμαι έτοιμος για λύπηση.

"Τι έπαθες; Ζαλίστηκες;" Το πρόσωπό της είναι συνοφρυωμένο. Εγώ γνέφω καταφατικά. Και τότε μπόρεσε να καταλάβει ότι χρειάζομαι το χάπι.

Κλείνω τα μάτια μου για να αποφύγω την ζαλάδα. Ακόμα και τότε όμως ο πόνος δεν σταματάει.

Με τα μικρά της δάχτυλά καταφέρνει να ανοίξει το στόμα μου και μου δίνει ένα από τα δικά της. Το καταπίνω και προσπαθώ να μην το βγάλω από μέσα μου από τον πόνο.

"Θεέ μου! Ήταν τόσο αναγκαίο να φύγεις χωρίς τα χάπια σου;" Θα ήθελα να της απαντήσω πόσο ηλίθια ήταν η πράξη μου όμως προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να μην φωνάξω από τον πόνο. Ευτυχώς μέσα σε λίγα λεπτά επιστρέφω στο φυσιολογικό και σηκώνομαι για να πάω σπίτι. Η Ολίβια φυσικά με ακολουθεί αφού μένουμε απέναντι.

Δεν μιλάει κανένας από τους δύο μας για αρκετή ώρα.

"Ευχαριστώ για πριν. Πραγματικά δεν ξέρω που τα έχασα τα χάπια μου πάντως δεν ήμουν ο εαυτός μου." Ομολογώ καθώς βλέπω το μικρό χαμόγελο στο πρόσωπό της.

"Εντάξει, έτυχε. Σε καταλαβαίνω. Όμως δεν καταλαβαίνω γιατί δεν θέλεις να παίξεις. Πες ότι είναι ένα τελευταίο παιχνίδι πριν φύγουμε όλοι για το κολέγιο. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο."

"Ολίβια. Η Σαμ κάτι κρύβει. Δεν το έκανε τυχαία όλο αυτό." Προσπαθώ όσο πιο πολύ μπορώ να την εξηγήσω ότι δεν πρέπει να το συνεχίσουμε. Δεν έχω ιδέα τι ακριβώς έταξε στην Ολίβια όμως για να θέλει να παίξει τόσο πολύ μάλλον είναι κάτι πολύ σημαντικό.

"Αυτή ήταν η Σαμ. Πάντα νόμιζε ότι μπορούσε να μας ελέγχει. Γι'αυτό εμείς πρέπει να την διαψεύσουμε. Δεν είμαστε εμείς τα πιόνια της. Αυτή είναι δικό μας."

Ίσως έχει δίκιο... Ίσως να μην είναι τραγικό.

"Χρειάζομαι λίγο ακόμα να το σκεφτώ άμα δεν σε πειράζει." Της λέω αποφασιστικά.

Ξεφυσσάει όμως συμφωνεί. Ισχυρίζεται πως άμα αυτός είναι ο τρόπος για να πω ναι τότε θα με αφήσει μια μέρα να σκεφτώ.

Τότε όλα γυρίζουν ξανά όπως πριν. Το πρόσωπο της Ολίβια σοβάρεψε και έφτιαξε έναν μεγάλο τοίχο ανάμεσά μας. Μπαίνει στο σπίτι της χωρίς να με κοιτάξει σε αντίθεση με εμένα που δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της.

Έχω κρατήσει και τα δύο γράμματα. Μπορεί άμα αναλύσω τους γρίφους να βρω τι πραγματικά κρύβει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top