Κεφάλαιο 13
Τζόσουα
Ήλπιζα σε ένα θαύμα. Έτσι και αλλιώς, δεν είχα σε κάτι άλλο να ελπίζω.
Ξεροκαταπίνω.
Ήμουν σίγουρος πως δεν μπορούσα να κρυφτώ από την Ολίβια. Είναι υπερβολικά έξυπνη.
Όμως και πάλι εγώ το έκανα.
Κρύφτηκα σαν ένας μεγάλος ψεύτης. Χωρίς να αλλάξω γνώμη, συνεχίζω το ψέμα μου, παρόλο που γνωρίζω ότι είναι η χειρότερη επιλογή.
"Είναι όλα καλά. Μην ανησυχείς για τίποτα. Μην ξεχνάς πως σήμερα μου πρότεινες να ηρεμήσουμε." Την διαβεβαιώνω πως όλα είναι υπέροχα με ένα γλυκό χαμόγελο. Η αμφισβήτηση στα μάτια της δεν φεύγει. Αντιθέτως δεν πιστεύει τίποτα από όσα λέω.
"Τζόσουα πως να ηρεμήσω όταν νιώθω πως κάτι μου κρύβεις;" Και πάλι πανικοβάλομαι. "Είναι μια ηλίθια ημερομηνία. Αν δεν συμβαίνει κάτι δεν χρειάζεται να συμπεριφέρεσαι έτσι."
Πιάνει την βρεγμένη μπλούζα μου. Στην προσπάθεια της να μου την σηκώσει, την σταματάω. Στην αρχή αντιστέκεται αλλά απομακρύνω γρήγορα το χέρι της από κοντά μου. Είμαι πλέον σίγουρος πως έχει θυμώσει μαζί μου. Δεν λέει τίποτα. Μόνο με κοιτάζει, με τα μάτια της έτοιμα να πετάξουν σπίθες φωτιάς, αναμένοντας κάποια εξήγηση.
"Ολίβια. Άσε αυτό να το χειριστώ μόνος μου." Κοιτάζω οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ολίβια. Νιώθω πως αν την κοιτάξω θα λυγίσω και τότε η πύλη με τα μυστικά θα είναι και πάλι η αιτία για να μαλώσουμε.
"Τι υποτίθεται πρέπει να σημαίνει αυτό;"
"Σημαίνει πως δεν θέλω να μπλεχτείς. Σου αξίζουν πολλά περισσότερα από αυτό." Αφήνω να εννοηθεί η περίεργη κατάσταση που θα δημιουργηθεί άμα μάθει την αλήθεια.
Σηκώνεται απότομα γελώντας ειρωνικά. Με έντονες κινήσεις δείχνει τον εαυτό της όταν βρίσκει μια απάντηση.
"Πότε μπλέχτηκα εγώ στην ζωή σου;" Κάνει μια παύση μόλις ακούγεται ένας δυνατός κεραυνός. "Αν δεν ήταν αυτή η ηλίθια δοκιμασία..." Σταματάει πριν πει κατι που θα μετανιώσει. "Δεν ξέρεις τι μου αξίζει Τζόσουα."
Αυτά τα λόγια της χτυπάνε βαθιά μέσα μου. Κυρίως γιατί ξέρω ότι έχει δίκιο άλλα δεν μπορώ να ξεχάσω τις φορές που μπλέχτηκε στην προσωπική μου ζωή, σχετικά με τον πατέρα μου.
Είμαι γεμάτος ένταση. Νιώθω πλέον αδύναμος να καταπνίξω τα συναισθήματα μου. Όπως άνοιξαν οι ουρανοί για να υποδεχτούνε τις ασταμάτητες αστραπές, έτσι και εγώ ξεσπάω μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.
"Και τι θέλεις να σου πω; Ότι πεθαίνω; Ότι μου έχουν μείνει μόνο τρεις μέρες ζωής και αυτές τις σπαταλάω μαλώνοντας με το κορίτσι που αγαπώ;" Μου ξεφεύγουν λίγα δάκρυα που απειλούσαν να βγούν εδώ και πολύ ώρα.
Σοκαρισμένη κάνει λίγα βήματα πίσω.
"Μην μου λες ψέματα. Θα αισθανόσουν άθλια αν ίσχυε αυτό..." Σκοντάφτει σε μία πέτρα όταν πέφτει ακριβώς πάνω στον λάκο με τα λασπόνερα.
Της δίνω το χέρι μου διστακτικά για να την βοηθήσω να σηκωθεί.
"Μην με ακουμπάς!" Ουρλιάζει. Το χρώμα των ματιών της, από ανοιχτό πράσινο, αλλάζει. Μετατρέπεται σε σκούρο. Το είχα παρατηρήσει ότι συχνά αλλάζει σε διάφορες αποχρώσεις του πράσινου ανάλογα με τα συναισθήματα της.
Το σκούρο πράσινο, ίδιο με τα φύλλα των δέντρων, ποτέ δεν είναι καλό. Αναδεικνύουν την ταραχή της. Τα δικά μου μάτια ξανάθολωνουν όταν χωρίς να το καταλάβω έχω αρχίσει να κλαίω ασταμάτητα.
"Δεν έχω κάποια αρρώστια για να μην αισθάνομαι καλά." Εξηγώ παλεύοντας σκληρά με τον εαυτό μου για να βγάλω τις λέξεις που τελικά καταλήγουν σε ψίθυρο.
Βλέπω να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μου ο χειρότερός μου φόβος. Πλήγωσα την Ολίβια.
"Αυτό ήταν λάθος. Δικό μου λάθος! Και τώρα πρέπει να πληρώσω το τίμημα." Δεν μπορώ να καταλάβω αν αναφέρεται σε εμάς τους δύο σαν λάθος. Όμως μου είναι ξεκάθαρο πως δεν θέλει να βρίσκεται άλλο εδώ. Σηκώνεται γεμάτη με λάσπες στα ρούχα της. Τα βρεγμένα μαλλιά της έχουν κολλήσει πάνω της αλλά δεν κάνει καμία προσπάθεια να τα απομακρύνει.
Και όπως το περίμενα φεύγει. Αργά και βασανιστικά την παρατηρώ να φεύγει.
"Ολίβια." Φωνάζω και ευτυχώς γυρνάει στο άκουσμα του ονόματός της. "Σε παρακαλώ. Δεν- Δεν ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα. Δεν ήταν αυτό που ήθελα για εμάς! Όμως ξέρω ότι αν και αργά, μπορώ να φτιάξω τα πράγματα καλύτερα. Πρέπει να με αφήσεις να σου δείξω κάτι άλλο εκτός από την προβληματική πλευρά μου." Και κάπως έτσι ξεμένω από ανάσες. Δεν περιμένω απάντηση ειδικά μετά από την διστακτική έκφρασή της.
"Είσαι μαζί μου σε αυτό;" Την ρωτάω ειλικρινά, έχοντας πλήρη γνώση της ευθύνης μου αυτή την φορά. Η βροχή δυναμώνει. Οι στάλες πέφτουν σαν σφαίρες πάνω μου.
Και πάλι δεν απαντάει. Έχει σταυρωμένα τα χέρια της και κοιτάει μακριά, πέρα από την λίμνη.
Το παίρνω απόφαση πλέον ότι δεν θα μου απαντήσει. Αρπάζω το μπουφάν μου, το οποίο είναι γεμάτο λάσπες και νερό, και ακολουθώ τον αντίθετο δρόμο από την ίδια.
"Μην με αφήσεις! Μην τολμήσεις να με αφήσεις τώρα." Ο πόνος είναι διακριτός μέσα από την φωνή της. Θέλω να την αγκαλιάσω. Να την καθυσυχάσω πως όλα στο τέλος θα γίνουν καλά παρόλο που δεν το πιστεύω. "Αν ψέματα ξαναβγούν από αυτά τα χείλη, εγώ θα εξαφανιστώ!"
"Όχι άλλα ψέματα, το ορκίζομαι." Την καθυσυχάζω όταν με πλησιάζει.
"Ξέρεις και εσύ πως αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Όμως συνέβει. Και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Οπότε, λέω ναι."
Τι;
Χρειάζομαι λίγα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποίησω τι σημαίνει αυτό που μου είπε.
"Δηλαδή. Είσαι μέσα; Συμφωνείς μαζί μου;" Σηκώνω πολύ ψηλά τα φρύδια μου έχοντας ακόμα μεγάλη δυσπιστία.
Γνέφει καταφατικά. "Μπορώ... Μπορώ να σε αγκαλιάσω;" Και ξανά μου δίνει την έγκριση της και εγώ τρέχω να την αγκαλιάσω σφιχτά.
"Θα ήμουν μεγάλη σκύλα αν εγώ, το άτομο που σου είπε πριν λίγο πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εσένα, δεν σε συγχωρούσα. Απλώς... όχι άλλα ψέματα."
"Όχι." Και ξαφνικά γίνομαι ξανά το μικρό ντροπαλό παιδάκι δίπλα στην πανέμορφη πριγκίπισσα μου. "Μπορείς να με εμπιστευτείς."
Τα μεγάλα μάτια της με κοιτάνε ξανα και τώρα, το πράσινο του δάσους, αντικαταστάθηκε από το ανοιχτό πράσινο της ελιάς. Και τότε συγουρεύομαι πως έκανα τα πράγματα σωστά.
Όταν κλειδωνουν τα χέρια μας μεταξύ τους. Όταν οι ανάσες μας συγχρονίζονται σαν να χορεύουν και οι δύο στον τρελό χορό της αγάπης. Όταν τα χείλη μου καλύπτουν τα δικά της.
Τότε καταλαβαίνω την σημασία της αγάπης.
Πάντα σε εκείνες τις μικρές στιγμές νιώθω ευγνώμων που την έχω στην ζωή μου. Δεν μπορώ πλέον να σκεφτώ τον κόσμο χωρίς εκείνη.
Γιατί αυτή είναι ο κόσμος μου.
Ακουμπάει ξανά τον ώμο μου, αυτή την φορά χωρίς να την σταματήσω. Το βλέπει με τα ίδια της τα μάτια. Με μία βαθιά ανάσα κλείνει τα μάτια της σφιχτά και μου λέει:
"Ακόμα και αυτό... Θα το ξεπεράσουμε." Και ήταν τα πιο εμψυχωτικά λόγια που έχω ακούσει ποτέ.
Αργά ή γρήγορα, δεν θυμάμαι την ώρα γιατί ήμουν υπερβολικά απασχολημένος να προσέχω την Ολίβια, η βροχή σταμάτησε και ο ήλιος ξεπρόβαλε.
Γυρίσαμε στο σπίτι της. Στεγνώσαμε και οι δύο τα μαλλιά μας με πετσέτες ενώ βάλαμε άνετες φόρμε ξεκουραστούμε. Και ποιός είναι καλύτερος τρόπος από το να δούμε μια ταινία;
Θα ήμουν ένας ψεύτης άμα δεν έλεγα πως με προβλημάτιζαν αρκετά πράγματα.
Παρόλο που δεν ήθελα να ξαναδώ μπροστά μου τον πατέρα μου ήλπιζα βαθειά μέσα μου πως ζει. Μέχρι αυτή την στιγμή δεν είχα αμφιβολία πως τα χτυπήματά μου τον σκότωσαν όμως δεν τον είδα από εχθές το βράδυ. Διστακτικά, μόλις η Ολίβια πηγαίνει στην κουζίνα για να φτιάξει ποπ κορν, πλησιάζω το παράθυρο του σαλονιού που κοιτάζει στο σπίτι μου. Ανοίγω ελάχιστα την κουρτίνα. Μου παίρνει μερικά λεπτά μέχρι να τον δω.
Την στιγμή που βεβαιώνομαι πως ζει, ξεφυσσάω. Δεν πίστευα ποτέ πως κάτι τέτοιο με ανησυχούσε όμως τελικά ήταν αλήθεια.
Δεν άντεχα να είμαι μόνος και να την περιμένω να γυρίσει γι'αυτό πάω στην κουζίνα μαζί της. Παρατηρώ τον τρόπο που κάνει τα πάντα. Όλα με μια χάρη. Σαν να μην έχει γυρίσει ο κόσμος μας ανάποδα.
"Αν αυτή ήταν η δοκιμασία του Τζόι, τότε ποια είναι η τελευταία δοκιμασία της Σαμ;" Δεν γυρίζει να με δει. Συνεχίζει να προετοιμάζει τα ποπ κορν αφήνοντάς με σε μία εύλογη απορία.
"Ίσως να μην υπάρχει άλλη." Είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό. Ούτε ο ίδιος όμως δεν το πιστεύω.
"Μόνο ο χρόνος θα δείξει." Λέει και εγώ συμφωνώ μαζί της.
Δεν συνεχίζω αυτή την συζήτηση γιατί δεν θέλω να κάνω το κλίμα ακόμα πιο δύσκολο.
Τα ποπ κορν είναι έτοιμα και τα αδειάζει σε ένα μεγάλο μπολ. Δεν παραξενεύομαι μέχρι την στιγμή που παίρνει στα χέρια της το μπουκαλι με το σιρόπι.
"Για περίμενε ένα λεπτό. Γιατί να βάλεις σιρόπι;"
"Πες μου ότι τρως τα ποπ κορν μόνο με αλάτι!" Σηκώνω ψηλά το ένα μου φρύδι ως ένδειξη απορίας.
"Εμ ναι... Όπως όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι δεν νομίζεις;" Γελάει λες και είπα κάτι πολύ αστείο.
"Εσύ είσαι ξενερωτος! Έμπλεξα με ξενέρωτο. Πρέπει να δοκιμάσεις πριν μιλήσεις." Με προειδοποιεί. Βάζει αρκετό σιρόπι σφένδαμου και ανακατέβει."Και τώρα μπορείς να δοκιμάσεις." Με κοιτάει με ένα υπερήφανο βλέμμα. Όπως δηλαδή κοιτάνε τα παιδάκια την μαμα τους σε κάθε ζωγραφιά τους.
Αφού με πιέζει τελικά ενδίδω στην επιθυμία της. Και είχε δίκιο. Η γλυκιά με την αλμυρή γεύση είναι εξισσοροπημένες. Περιμένει την αντίδραση μου. Φυσικά με ένα χαμόγελο της δίνω να καταλάβει τον ενθουσιασμό μου.
"Και τώρα τι;" Την ρωτάω όταν καθόμαστε στον καναπέ.
"Σσσςς! Ξεκινάει..." Και έτσι μπουκώνει το στόμα μου, για να μην χαλάσω στιγμή από την ταινία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top