Κεφάλαιο 10

Τζόσουα

Δεν αισθανόμουν τίποτα.

Ένιωθα μουδιασμένος. Σαν να ήμουν έτοιμος να καταρρεύσω. Κάποιοι λένε ότι το ποτό σε προκαλεί υπερκινητικότητα. Μάλλον είμαι η εξαίρεση.

Κοιτάω την Ολίβια. Βλέπω τα μικρά χεράκια της να ακουμπάνε το μικρόφωνο μην έχοντας την παραμικρή ιδέα πως να μιλήσει. Τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω μας. Και εγώ δεν μπορώ να την βοηθήσω.

Με το ζόρι καταφέρνω να σταθώ όρθιος χωρίς να την κανω ρεζίλι.

"Λοιπόν... Είμαι η Ολίβια, και όπως πολλοί με γνωρίζεται η κολλητή της Σαμ." Αφήνει μία παύση. "Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το πω... Λοιπόν έχω μυστικά. Μυστικά που κάνεις δεν ξέρει για εμένα." Ακουμπάω τον ώμο της. Είμαι σίγουρος πως δεν μου έχει κρατήσει θυμό. Το βλέπω στα μάτια της.

Κάποιος της φωνάζει για να τελειώσει πιο γρήγορα και αναγνωρίζω πως την άγχωσε. Όμως δεν τα παρατάει τόσο εύκολα.

"Εμ... Η Σαμ δεν ήταν αυτή που νομίζατε. Ήταν πολλά περισσότερα μάλλον. Ήταν η προσωποποίηση της κακίας για κάποιους που γνώρισαν τον εσωτερικό της κόσμο τόσο καλά όσο εγώ. Χάρη σε εκείνη όμως βρήκα το μοναδικό άτομο που με κάνει ευτυχισμένη. Δηλώνω σιχαμένη από την ανήθικη συμπεριφορά της κολλητής μου όμως ταυτόχρονα ερωτευμένη." Εννοεί την κάθε της λέξη. Το καταλαβαίνω γιατί καταφέρνω να ακούσω τον σταθερό χτύπο της καρδιάς της να χάνει έναν παλμό κάθε φορά που αναφέρει την λέξη ευτυχισμένη ή ερωτευμένη.

Γυρίζει να με κοιτάξει. Ίσως εκείνο το φιλί να σήμαινε κάτι. Φέρθηκα πολύ  επιπόλαια όταν σκέφτηκα κάτι τελείως λάθος για εκείνη. Με αγαπάει και δεν με φίλησε τυχαία. Το μεγάλο χαμόγελό της το επιβεβαιώνει. Μου δίνει το μικρόφωνο και ξαφνικά δεν νιώθω τα πόδια μου.

"Θα σε περιμένω κάτω." Ψυθιρίζει όταν ένα συνεχόμενο βουητό απλώνεται στην αίθουσα. Δεν μπορώ να παραλείψω τον φάκελο στα χέρια της.

Είναι ο τελευταίος φάκελος και αυτό μου δίνει μια μικρή ελπίδα για να το πω.

"Λοιπόν. Δεν χρειάζεται να πω το όνομά μου. Το μόνο που πρέπει να ξέρετε για εμένα είναι ότι χρόνια ζω κακοποίηση. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέριες. Μου είναι πολύ δύσκολο ακόμα και το γεγονός ότι στέκομαι μπροστά σας..." Διώχνω τα δάκρυα που με κατακλύζουν.
"Κάθε μέρα... Κάθε στιγμή της ζωής μου... Ζω με φόβο. Ότι ο παρέας μου θα ξεσπάσει πάνω μου. Ότι οι συνομήλικοί μου θα με κοροϊδέψουν επειδή δεν είναι σαν αυτούς. Όμως τέρμα." Αυτή την φορά αντί για δάκρυα ένα κύμα εμετού βγαίνει από μέσα μου.

Ήξερα πως δεν έπρεπε να πιω. Αλλά ήταν ο μόνος εύκολος τρόπος.

Πετάω το μικρόφωνο όταν κατεβαίνω από την πίστα. Όλοι γελάνε. Φυσικά και γελάνε με τον πόνο μου. Γιατί οι άνθρωποι είναι άκαρδοι. Κάνεις τους δεν νοιάζεται. Κανείς τους δεν ξέρει την λέξη αγάπη για τον συνάνθρωπο. Εκτός από μία...

"Έχεις ασπρίσει! Είσαι καλά;" Πιάνει το πρόσωπό μου με τα δύο της χέρια.

"Το είπα." Εξηγώ.

"Και τι θα κάνεις τώρα;" Ή φωνή της τρέμει. Όμως δεν παίρνει ούτε λεπτό τα δάχτυλά της από πάνω μου.

"Θα προχωρήσουμε μαζί." Παίρνω από την τσάντα της τον φάκελο που προεξέχει. Όταν το καταλαβαίνει με σταματάει.

"Καλύτερα να απομακρυνθούμε λίγο. Δεν θέλω να μας δούνε όλοι."

"Τι εννοείς πάλι; Ντρέπεσαι να σε δουν μαζί μου Ολίβια; Γιατί αν είναι αυτό φεύγω αυτή την στιγμή από εδώ μόνος μου!" Νευριάζω ξαφνικά και το αίμα μου κυκλοφορεί με μεγάλη ταχύτητα στο κεφάλι μου. Δεν το πιστεύω πως ακόμα και τώρα, δεν θέλει να μας δουν μαζί.

"Τζόσουα! Σταμάτα να είσαι τόσο εγωιστής για μια φορά στην ζωή σου και δες ότι οι κανονισμοί δεν μας αφήνουν να το ανοίξουμε κοντά σε κόσμο! Δεν πρέπει κάνεις να μάθει ότι υπάρχει αυτή η παγίδα." Αντιθέτως με εμένα, η Ολίβια κρατάει την ψυχραιμία της. Και αυτό είναι που με εξοργίζει περισσότερο.

"Και από ποτέ σε νοιάζουν οι κανονισμοί; Πάντα ήθελες με την τρελή σου παρέα να τους σπας. Να πηγαίνεις στα όρια, μέχρι που θα τα ξεπερνούσες." Πλέον φωνάζω. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει αλλά γνωρίζω ότι δεν μπορώ να το ελέγξω.

"Τζόσουα! Είναι δυνατόν να μου λες εσυ τέτοια πράγματα; Εσύ που γνώρισες τον αληθινό μου εαυτό πριν καν τον μάθει η μητέρα μου; Είσαι ένας εγωκεντρικός μεθυσμένος. Δεν θα καθίσω να συζητήσω τίποτα ξανά μαζί σου μέχρι να σοβαρευτείς και να καταλάβεις το λάθος σου." Αρπάζει μέσα από τα χέρια μου το γράμμα. Περνάει από δίπλα μου αφήνοντας την κολόνια της ως την μόνη ένδειξη ότι ήταν δίπλα μου και την έδιωξα.

Το πιθανότερο είναι να συμπεριφέρθηκα για μία ακόμη φορά εκτός ορίων. Να υπέρβαλα σε σχέση με την εμπιστοσύνη που μου έχει δείξει τις τελευταίες μέρες.

Ηττημένος, μεθυσμένος, στεναχωρημένος.

Αυτό νιώθω τώρα. Ένα συνονθύλευμα αρνητικών συναισθημάτων που πρέπει να αντιμετωπίσω μόνος μου.

Πλήγωσα τον άνθρωπο που αγαπώ περισσότερο από την ζωή μου.

Νιώθω το κάψιμο στον ώμο μου να γίνεται έντονο. Το ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι είναι βράδυ. Και εγώ το χάπι μου το παίρνω 08:00 η ώρα το πρωί.

Γυρίζω το κεφάλι μου όσο πιο πολύ μπορώ για να αντικρίσω την ημερομηνία. Μειώθηκε. Και πλέον έχω μόνο 4 μέρες.

4 μέρες ζωής.

Και ήδη την μια την σπατάλησα μαλώνοντας με την Ολίβια.

Ο πόνος γίνεται δριμύτερος. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι για να πάρω κάποιο παυσίπονο. Κοιτάω την ώρα από το κινητό μου. Λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. Ελπίζω ο άθλιος πατέρας μου να κοιμάται γιατί το μόνο πράγμα που δεν θέλω να κάνω αυτές τις τέσσερις μέρες είναι να αναμετρηθώ μαζί του.

Σε όλη την διαδρομή ακουμπάω με το χέρι μου τον ώμο μου στην άσκοπη προσπάθεια να απαλύνω τον πόνο. Αλλά ξέρω γιατί πονάω περισσότερο.

Επειδή δεν είναι εδώ η Ολίβια. Το κορίτσι που αγάπησα με είπε εγωιστή. Με κοίταξε αποδοκιμάστηκα σαν να ήμουν η αιτία για όλα όσα μας συμβαίνουν. Ίσως να έχει δίκιο όμως.

Ξαφνικά θέλω πίσω την χρονοκάψουλα. Ή μάλλον μια χρονομηχανή. Να μην έπαιρνα ποτέ εκείνο το ποτό στο μπαρ. Να μην έβγαινα εκτός εαυτού. Και κυρίως να μην έδιωχνα την μοναδική μου ελπίδα για ευτυχία.

Μόλις φτάνω έξω από το σπίτι παρακολουθώ μέσα το παράθυρο της Ολίβιας. Είναι σκοτεινό. Μόνο μια μικρή λάμπα είναι αναμμένη γι'αυτό αμφιβάλω αν γύρισε σπίτι.

Με το που ανοίγω την πόρτα αντικρίζω τον πατέρα μου. Στο χέρι του κρατάει γυναικεία εσώρουχα. Οι φλέβες του έχουν πεταχτεί από τα νεύρα του.

"Θα μου εξηγήσεις τι στο καλό είναι αυτό;" Αναγνωρίζω τα εσώρουχα. Είναι της Ολίβιας.

Η μητέρα μου έντρομη κλαίει στο βάθος του διαδρόμου. Δεν τολμάει να τον σταματήσει όμως από το να μου ρίξει μία μπουνιά στο πρόσωπό μου.

Συνεχίζω να μην του απαντάω στην ερώτησή του αφού με το ζόρι αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει.

"Τόλμησες να φέρεις κορίτσι στο σπίτι μου; Την προηγούμενη φορά γύρισες αργά στο σπίτι όπως και αυτή την φορά. Αν δεν συμμορφωθείς ξέρεις ότι..." Τον διακόπτω από τις ασυναρτησίες του.

"Τι θα μου κάνεις; Θα με δείρεις πάλι μέχρι να ξεράσω αίμα; Μέχρι εδώ!" Σφίγγω τα χέρια μου σε μία μεγάλη γροθιά. Πριν καν το καταλάβω τον έχω ρίξει στο πάτωμα. Η μία μπουνιά μετά την άλλη πέφτουν σαν βροχή από το χέρι μου πάνω στο σώμα του.

Και αυτός δεν επιτίθεται. Το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να αμύνεται. Εκλιπαρεί να σταματήσω. Η μαμά με έχει πλησιάσει φωνάζοντας ότι δεν αξίζει αυτό που κάνω.

Όμως δεν ακούω κανέναν τους. Έχω θυμό και αυτή είναι η μοναδική μου ευκαιρία να πάρει ότι του αξίζει.

Μόλις συνειδητοποιήσω πως δεν έχει πλέον τις αισθήσεις του τον αφήνω στο παγωμένο πάτωμα γύρω από την λίμνη αίματός του.

Χωρίς να έχω την αίσθηση του τι ακριβώς κάνω ανεβαίνω τα σκαλιά κατευθυνόμενος στο μπάνιο. Πλένω τα χέρια μου για να τα καθαρίσω από το αίμα, και μπαίνω για μια στιγμή στον ρόλο του πατέρα μου. Κάθε βράδυ σχεδόν έκανε και αυτός το ίδιο πράγμα.

Ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου όταν μαζεύω τα απαραίτητα. Παίρνω ελάχιστα ρούχα και πράγματα που ίσως μου χρειαστούν αυτές τις λίγες μέρες που μου μένουν. Στο τέλος προσθέτω τα γράμματα, και οτιδήποτε σχετικό είχα μαζέψει για αυτή την παγίδα.

"Το ξέρω ότι το άξιζε αγόρι μου, όμως υποσχέσου μου ότι θα τον συγχωρέσεις. Έκανα λάθη. Και αυτός έκανε λάθη. Όμως στο τέλος δεν παύει να τον τρέλανε η αγάπη. Πρόσεχε." Έρχεται με τα χέρια της λερωμένα καθώς με αγκαλιάζει. Από ότι καταλαβαίνω δεν θέλει να με αφήσει.

"Το υπόσχομαι." Υποχωρώ στο τέλος. Με αυτόν τον τρόπο βγαίνω αφήνοντας την μητέρα μου με μία απογοητευμένη έκφρασή στο πρόσωπό της.

Δεν έχω ιδέα που πρέπει να πάω τώρα. Ή μάλλον ξέρω που θα ήθελα να ήμουν τώρα αλλά είναι αδύνατον να γίνει.

Εκτός αν της ζητήσω συγχώρεση.

Χωρίς δεύτερη σκέψη το κάνω. Με μεγάλη ελπίδα να με συγχωρέσει περπατάω μόλις λίγα βήματα μακριά και φτάνω στην πόρτα της.

Ακούγονται φωνές. Μάλλον πολύ δυνατές τσιρίδες από την Ολίβια

Μάλιστα αναγνωρίζω ποιός είναι ο άντρας που μαλώνει μαζί της παρόλο που θα ήθελα για μια φορά τα αυτιά μου να με ξεγελάνε.

"Παραδέξου το πως εμένα θέλεις! Μην γίνεσαι γελοία." Ο Τζόι ουρλιάζει, αφού ο ήχος της φωνής του περνάει μέσα από το ξύλο της πόρτας καθαρός.

Αρπάζω τα κλειδιά έκτακτης ανάγκης κάτω από το πατάκι και μπαίνω μέσα νιώθοντας πιο δυνατός από ποτέ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top