The dragoness of Athens.
Στην Αθήνα δεσπόζει η κουκουβάγια από τα αρχαία χρόνια, το σύμβολο της σοφίας και της προστάτιδας της πόλης. Όμως η κόρη της Αθήνας, Σαρανταπήχαινα Ειρήνη ένιωθε κάθε σπιθαμή του σώματος της και σταγόνα του αίματος της δράκαινα...αυτή η αστείρευτη φωτιά που έκαιγε βαθιά μέσα της και η άγρια φύση της την έκαναν να νιώθει έτσι. Η μητέρα της Ειρήνης, Θεοδώρα πέθανε το 754 λίγο μετά τη γέννηση της αφήνοντας εκείνη και τον αδελφό της Κωνσταντίνο ορφανά από μητέρα και ο πατέρας τους, Θεοφύλακτος Σαραντάπηχος τα ανέθεσε στην φροντίδα της γιαγιάς τους, Άννας. Ο Θεοφύλακτος ήταν άνδρας με χρήμα και δύναμη, με σιδηρά πειθαρχία σκληραγώγησε τα παιδιά του από μικρά έτσι ώστε να μπορέσουν αργότερα να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Γιατί αν ο Θεοφύλακτος απεχθανόταν κάτι αφάνταστα πολύ, αυτό ήταν σίγουρα η αδυναμία και η ανυπακοή.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Κωνσταντίνος εξελίχθηκε σε έναν ικανότατο ηγεμόνα και στρατηγό, οξυδερκής και με την διαύγεια του πατέρα του. Από την άλλη, η Ειρήνη εξυμνούνταν για την ομορφιά της και αναφέρονταν σε αυτήν ως το "Ρόδο της Αθήνας", έξυπνη και δρούσε πάντα με σύνεση. Εκτός όμως από όμορφη ήταν και επικίνδυνη, η γιαγιά της την μύησε στην κατασκευή δηλητηρίων και την βοτανολογία. Έπαιρνε στα σοβαρά τα μαθήματα του πατέρα της περί χρυσού και έμαθε καλά την αξία του. Το 767 ο αδελφός της, Κωνσταντίνος έγινε διοικητής της Αθήνας και αναδείχθηκε σε πατρίκιος. Είχε κάνει από μικρός την δική του οικογένεια και απέκτησε από την γυναίκα του, την Ελένη τρία παιδιά: τον Θεοφύλακτο και τις δίδυμες Θεοδώρα και Άννα. Μαζί με την διευρυμένη οικογένεια έμενε και η Ευδοκία, ξαδέλφη της Ειρήνης και του Κωνσταντίνου που έμεινε ορφανή σε πολύ μικρή ηλικία καθώς οι γονείς της απεβίωσαν πάνω στην λαίλαπα της εικονομαχίας που χρόνια ταλάνιζε και δίχαζε την Αυτοκρατορία.
Τον Μάϊο του 768 απεβίωσε η γιαγιά Άννα στον ύπνο της από βαθιά γεράματα, βυθίζοντας τα ξαδέλφια και τον πρεσβύτερο Θεοφύλακτο σε βαρύ πένθος. Η Ειρήνη κληρονόμησε όλα τα χαρακτηριστικά της γιαγιάς, ήταν σκληρή, υπομονετική και διεκδικούσε τα πάντα. Όπως αργότερα ανέφερε η γιαγιά Άννα αναδείχθηκε σε γυναίκα άξια του ονόματός της...έτσι είχε γαλουχηθεί από μικρή.
Κωνσταντίνος: «Ακόμα προσεύχεσαι; Είσαι πολύ ώρα έτσι καθισμένη, σήκω θα πονέσουν τα γόνατα σου.»
Κάνει κίνηση να την σηκώσει όμως η αδελφή του πιάνει μονομιάς τα χέρια του.
Ειρήνη: «Είναι αγένεια και ασέβεια να διακόπτεις κάποιον την ώρα της προσευχής.»
Του τονίζει επιθετικά και μετά αφήνει τα χέρια του ενώ συνεχίζει ακάθεκτη την προσευχή της.
Κωνσταντίνος: «Αν ανησυχείς για την ψυχή της να μην αμφιβάλλεις καθόλου, σίγουρα θα πάει στον παράδεισο.»
Κοιτά ελαφρώς δακρυσμένος το φέρετρο της γιαγιάς τους.
Ειρήνη: Όταν τελειώσει σηκώνεται και τον πλησιάζει «Δεν έχω αμφιβολία καμία καλέ μου, θα της είμαι αιώνια ευγνώμων για όλα τα μαθήματα που μου έδωσε. Είναι η μοναδική μητέρα που γνώρισα και αυτό είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για εκείνη.»
Κωνσταντίνος: «Ο πατέρας ανησυχεί αδελφή μου είναι ώρα να γυρίσουμε πίσω, θα νυχτώσει σε λίγο.»
Η Ειρήνη γνέφει καταφατικά και παίρνουν το δρόμο για το σπίτι τους, στον δρόμο για το σπίτι κοιτάζοντας τα δέντρα θυμήθηκε το όνειρο που είδε πριν τρεις μήνες. Ο δικέφαλος αετός και το στέμμα πάνω στον θρόνο... η γιαγιά της το μετέφρασε σαν ιερό σημάδι από την Παναγία, η οποία σύμφωνα με εκείνη της έδειχνε τον δρόμο που θα ακολουθούσε. Και πράγματι ο πατέρας της την προόριζε για πολύ ψηλά, ήταν σε ηλικία γάμου πλέον και ήθελε η κόρη του να κάνει έναν επικερδή γάμο, να συνάψει νέες συμμαχίες οι οποίες θα τον ανέβαζαν ακόμα πιο πολύ, τόσο κοινωνικά όσο πολιτικά. Την μεγάλη απώλεια στο αρχοντικό των Σαραντάπηχων ήρθε να αντισταθμίσει η εγκυμοσύνη της Ελένης που ανακοινώθηκε στο οικογενειακό τραπέζι.
Θεοφύλακτος: «Μας έδωσες μεγάλη χαρά μέσα στην δυστυχία μας κόρη μου, μακάρι να γεννηθεί υγιές και δυνατό.»
Της φορά ένα χρυσό βραχιόλι.
Ελένη: «Πατέρα σας ευχαριστούμε, μακάρι ο Θεός να ακούσει τις προσευχές μας και να έρθει στον κόσμο χωρίς ταλαιπωρίες.»
Χαμογελά και τον αγκαλιάζει.
Ειρήνη: «Αμήν, η γιαγιά σου είχε πει πως περιμένεις λίγο πριν πεθάνει, έτσι δεν είναι;»
Ελένη: «Ναι, την περασμένη εβδομάδα. Στην αρχή είχα όλα τα συμπτώματα αλλά εχθές όταν φύγατε για τον ναό κάλεσα την μαία και το επιβεβαίωσε. Εύχομαι να έχει την ίδια μακροχρόνια ζωή με εκείνη, εκτός από δική σας ήταν και δικιά μου μητέρα.»
Χαμογελά στην θύμηση της μητρικής φιγούρας της οικογένειας.
Κωνσταντίνος: «Αρκετά με τους θανάτους και τις γεννήσεις, ας συζητήσουμε για ένα θέμα που επείγει...όπως τον γάμο της Ειρήνης για παράδειγμα.»
Γελά ελαφρώς και κοιτά τον πατέρα του.
Θεοφύλακτος: «Ας ξεμπερδέψουμε πρώτα με το πένθος μας και θα κάνουμε τα σχέδια μας ανάλογα Κωνσταντίνε, τώρα δεν είναι ούτε η ώρα, ούτε το μέρος να συζητήσουμε γι'αυτά. Ο υπομονετικός άνθρωπος ανταμείβεται γιε μου, η βιασύνη φέρνει μόνο χάος και κατρακύλα.»
Του κλείνει το μάτι συνωμοτικά και έπειτα φιλά απαλά το μέτωπο της κόρης του. «Προορίζω την Ειρήνη μου για μεγάλα πράγματα, θα έχει τον καλύτερο γάμο και τον τέλειο γαμπρό, έτσι όπως της αξίζει.»
Ειρήνη: «Τόσο πολύ θέλεις να με ξεφορτωθείς αδελφέ μου; Είναι δικά σου λόγια αυτά που ξεστόμισες ή άλλος στα φύτεψε στο νου σου;»
Κοιτά την Ελένη με ένα άκρως απαξιωτικό μειδίαμα και έπειτα πίνει από το δισκοπότηρο της.
Κωνσταντίνος: «Με παρεξήγησες αδελφή μου, εγώ δεν έχω κανέναν τέτοιο σκοπό και ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως ότι κάνω είναι για το συμφέρον του οίκου μας και κανενός άλλου.
Δρω πάντα με το δικό μου νου και δε χρησιμοποιώ, ούτε με χρησιμοποιεί κάποιος. Αυτές οι κουβέντες είναι βαριές και δε θέλω να τις μετανιώσουμε αργότερα.»
Το βραδινό γεύμα συνεχίζει σε απόλυτη σιωπή ενώ η Ειρήνη κάρφωνε με τα μάτια της την κουνιάδα της, Ελένη την οποία και θεωρούσε υπεύθυνη για την επαναφορά του ζητήματος του γάμου της. Πράγματι πολλοί νεαροί ζήτησαν το χέρι της Ειρήνης αλλά εκείνη απέρριψε όλες τις προσφορές επειδή δεν ήθελε κανέναν, και όσο τους απέρριπτε τόσο επέμεναν, όμως μάταια γιατί εκείνη είχε θέσει από την αρχή αρκετά ψηλά τον πήχη. Έτσι, όταν το φαγητό τελείωσε βγήκε έξω στον κήπο για να διευθετήσει τους λογαριασμούς της με την Ελένη μια και καλή.
Ελένη: Γυρνά την πλάτη της και αντικρύζει την Ειρήνη που την πλησιάζει όπως ο κυνηγός το θήραμα του «Ειλικρινά απορώ πως σου πέρασε από το μυαλό ότι εγώ θα έβαζα κάτι τέτοιο στο μυαλό του Κωνσταντίνου μικρή, πράγματι έχεις μεγάλη φαντασία.» Γελά με όλη της την ψυχή.
Ειρήνη: Επεξεργάζεται το νέο περιδέραιο της Ελένης. «Μην ανακατευτείς ξανά στα προσωπικά μας ζητήματα Ελένη, η θέση σου σε αυτό το σπίτι είναι να μας δίνεις απογόνους. Όχι να κυβερνάς τον οίκο μας. Κάποιες φορές ξεχνάς την θέση σου και ξεφεύγεις πολύ.» Την σφίγγει από το περιδέραιο της. «Αν ακούσω ξανά για γάμο θα σε στραγγαλίσω στον ύπνο σου, με κατάλαβες; Θα σε σκοτώσω! Αυτή είναι η τελευταία μου προειδοποίηση, μην με κάνεις να επαναληφθώ.» Της τραβά το περιδέραιο με τόση δύναμη που το χέρι της ματώνει και τα μαργαριτάρια ξεχύνονται στο χορτάρι.
Ελένη: Βήχει και προσπαθεί να πάρει ανάσα ενώ πέφτει κάτω «Ει...είσ..αι θεότρελη!» συνεχίζει να βήχει ενώ την κοιτάζει φανερά τρομαγμένη.
Ειρήνη: «Είμαι η Ειρήνη Σαρανταπήχαινα, η ισχυρότερη γυναίκα της Αθήνας και γόνος της σπουδαιότερης οικογένειας που γέννησε αυτός ο τόπος. Εάν βρεθείς ξανά απέναντι μου θα σε συνθλίψω χωρίς δισταγμό.» Της τονίζει απειλητικά κουνώντας το δάχτυλο και μπαίνει στο αρχοντικό με ένα νικηφόρο βλέμμα, η Ευδοκία που περνούσε από εκεί βλέπει την Ελένη πεσμένη η Ειρήνη την πιάνει από το μπράτσο. «Ούτε να το διανοηθείς Ευδοκία, πήγαινε γρήγορα στο δωμάτιο σου.»
Η Ευδοκία βλέποντας το σοβαρό και συνάμα απειλητικό βλέμμα μεγάλης ξαδέλφης της αμέσως υποχωρεί για τα δωμάτια της και μετά από λίγο αφού η Ελένη ανακτήσει την ψυχραιμία της φεύγει για το δωμάτιο του Κωνσταντίνου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top