Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου🤶


Μετά το αυριανό κεφάλαιο, υπάρχει περίπτωση να αργήσω να ανεβάσω κάποιες μέρες.

Σόρυ γκάιζ, αλλά οι εργασίες για την σχολή μου δεν αστιεύονται :(


~~~


Το ξυπνητήρι βαράει ίσως και με τον πιο βασανιστικό τρόπο και χώνω το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι σαν στρουθοκάμηλος. Στα τυφλά ψάχνω να βρω το κινητό μου πάνω στο κομοδίνο και ακούω κάτι να πέφτει και ίσως να σπάει.

«Σκατά...» μουρμουρίζω και βγάζω έξω το κεφάλι μου. «Πες μου ότι δεν είναι το ποτήρι μου, πες μου ότι δεν είναι το ποτήρι...» κοιτάζω με φόβο το πάτωμα και ξεφυσάω. «Γαμώτο πρωινιάτικα»

Έχω καταλήξει στο ότι το να ξυπνάς πρωί είναι εντάξει. Προσπαθώ εδώ και χρόνια να συμφιλιωθώ με αυτό το πράγμα και μέχρι ένα σημείο το έχω καταφέρει.

Αλλά ακόμη αποδέχομαι βελτίωσης.

Βγαίνω στο σαλόνι και στα τυφλά αρπάζω την σκούπα από το αποθηκάκι και μαζεύω τα χοντρά κομμάτια του γυαλιού, τα οποία έχουν εξαπλωθεί σαν ιός. Ευτυχώς που το κρεβάτι μου δεν έχει κενό με το πάτωμα, διότι αν τα κομμάτια του ποτηριού έφταναν εκεί κάτω, σίγουρα δεν θα μαζευόντουσαν ποτέ.

Παίρνω το κινητό στα χέρια μου και κλείνω το ξυπνητήρι, πιέζοντάς το τόσο δυνατά που ίσως κάποιος κακοπροαίρετος θα έλεγε ότι βούλιαξα την οθόνη.

Ναι συγνώμη κιόλας που η συμφιλίωσή μου με το πρωινό ξύπνημα περιορίζεται σε λογικές ώρες και όχι από τις 7 το πρωί! Διότι δεν είναι καν ότι εγώ το επέλεξα αυτό. Στην πραγματικότητα...

Α! Να τος. Τώρα αυτός θα τα ακούσει.

«Βon matin chérie» ακούω από την άλλη πλευρά την αυτόματη φωνή μετάφρασης του google. «J'espère que tu es prêt!» λέει ξανά και ρολάρω τα μάτια μου.

«Άσε τα Γαλλικά πρωί πρωί και λέγε για ποιον λόγο με έβαλες να ξυπνήσω στις 7» πετάω τα χοντρά γυαλιά στα σκουπίδια και έπειτα παίρνω την σφουγγαρίστρα.

«Γλυκιά μου Έιβεγι σε παγακαλώ μην έχεις νεύγα» λέει γελώντας και κρατιέμαι επίσης να μην γελάσω που τον ακούω να τα λέει όλα αυτά με „γ" αντί για „ρ".

«Ντομ έλεος με αυτή την προφορά. Σου έχω πει ότι κανείς δεν μιλάει έτσι!»

Πως γίνεται ρε φίλε πάντα, όταν κάτι σπάει, τα γυαλιά να φτάνουν μέχρι και 100 μέτρα μακριά;

«Στα παιδικά έτσι μιλάνε» διαμαρτύρεται και από πίσω του ακούω κόρνες. «Επίσης, δεν ξέρω αν στο έχω πει, αλλά οι Γάλλοι οδηγοί είναι μαλάκες»

«Που είσαι;» στηρίζω το κινητό στον ώμο μου και σκύβω για να πιάσω κάτι μικρά γυαλάκια.

«Έρχομαι στο σπίτι σου»

Πετάγομαι αμέσως όρθια και σφίγγω την χούφτα μου ξεχνώντας ότι είχα μέσα μικρά κομματάκια γυαλιού, με αποτέλεσμα να κοπώ. Άσχημα.

«Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο!» φωνάζω και τρέχω στο μπάνιο για να βάλω το χέρι μου κάτω από το νερό.

«Ήλπιζα σε περισσότερο ενθουσιασμό» τον ακούω να λέει από την άλλη πλευρά όσο δαγκώνω τα χείλη μου για να μην κλάψω.

«Σε παίρνω σε λίγο» του το κλείνω στα μούτρα και αφήνω το κινητό πάνω στο πλυντήριο.

Το αίμα που βγάζει είναι ελάχιστο, αλλά ικανό να με κάνει να ασπρίσω και στην συνέχεια να λιποθυμήσω. Και αυτός ήταν, είναι και θα είναι πάντα ο λόγος που προσέχω σε ό,τι και να κάνω. Το να βλέπω αίμα, πόσο μάλλον δικό μου, είναι το χειρότερό μου.

Παίρνω βαθιές ανάσες και κλείνω την βρύση. Η πληγή έχει κλείσει αλλά και πάλι νιώθω τα γόνατά μου να με εγκαταλείπουν.

Το φταίξιμο το ρίχνω αποκλειστικά στην μαμά μου, που με έκανε τόσο ευαίσθητη.

Που στο καλό έχω τώρα τις γάζες;


[...]

«Τι έπαθε το χέρι σου;» είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει με το που με βλέπει να βγαίνω από την εξώπορτα της πολυκατοικίας.

«Κόπηκα» πιάνω την γάζα και την στηρίζω καλύτερα «Τι είναι αυτό;» δείχνω με το δάχτυλό μου ένα μεγάλο μαύρο τζιπ πάνω στο οποίο στηρίζεται.

«Τζιπ! Τέλειο;» βγάζει τα γυαλιά ηλίου του και το κοιτάζει με το χέρι στην καρδιά. «Νιώθω πως θα βάλω τα κλάματα από την χαρά μου»

«Ντομ! Συγκεντρώσου!» χτυπάω παλαμάκια και με κοιτάζει. «Αυτό το τζιπ είναι δικό σου;»

Γνέφει ενθουσιασμένος. «Δεν είναι τέλειο;»

Καταρχάς από πότε ο Ντομ οδηγάει; Ήξερα ότι είχε πάρει το δίπλωμα στο πρώτο έτος του πανεπιστημίου, αλλά ποτέ δεν μου είχε αναφέρει ότι έχει αυτοκίνητο. Τόσα χρόνια που τον ξέρω μια φορά είχε οδηγήσει ένα που νοικιάσαμε μαζί για να πάμε μια εκδρομούλα. Και αυτό με τα χίλια ζόρια.

Επίσης, πως στο καλό κουβάλησε αυτή την αμαξάρα στην Γαλλία;

«Με δουλεύεις τώρα;» αφήνω την τσάντα μου κάτω. «Δεν έχω όρεξη πρωινιάτικα ε. Ξύπνησα από τις 7, κόπηκα με ένα ποτήρι που έσπασε και τα νεύρα μου είναι ανεξέλεγκτα» κοιτάζω την ώρα στο κινητό μου «Και είναι μόλις 7 και 52»

«Σταμάτα την γκρίνια» έρχεται προς το μέρος μου και με φιλάει. Στο μάγουλο. Μάλλον οι Γαλλικές συνήθειες έχουν αρχίσει να εντρυφούν στο είναι του. «Δεν είναι δικό μου, προφανώς»

Γουρλώνω τα μάτια μου. «Το έκλεψες;»

«Είσαι σοβαρή;» χαλαρώνω αισθητά.

«Είναι από την αϋπνία. Συνέχισε»

«Της αδελφής μου είναι αυτό το διαμαντάκι» το κοιτάζει σαν υπερήφανος γονιός. «Και με άφησε να το δανειστώ για δύο μέρες»

Σηκώνω το φρύδι μου. «Δύο μέρες; Τι θα το κάνεις δύο ολόκληρες μέρες;»

«Τι θα το κάνουμε, εννοείς» με κοιτάζει πονηρά και τραβιέμαι πίσω.

«Επίσης γιατί μου είπες να βάλω στην τσάντα μου δύο αλλαξιές ρούχα; Που θα πάμε; Γιατί δεν μου λες και με εκνευρίζεις ακόμη παραπάνω;»

Απομακρύνεται από κοντά μου και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού του τζιπ κάνοντάς μου νόημα να πλησιάσω. «Μου είχες πει ότι έψαξες να βρεις διάφορα Γαλλικά έθιμα, σωστά;» ρωτάει και περπατάω διστακτικά προς το μέρος του.

«Ναι» μπαίνω μέσα στο αυτοκίνητο και βουλιάζω αμέσως στην θέση. Αν δεν μου έλεγε ότι το δανείστηκε από την αδελφή του, θα ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι το έκλεψε από κάποια αντιπροσωπία αυτοκινήτων. Διότι μυρίζει καινουργίλα.

Μου κλείνει την πόρτα χωρίς πολλή δύναμη, κλασικό αγόρι με τα αυτοκίνητά του, και τρέχει προς την πλευρά του οδηγού. «Έψαξα λοιπόν και εγώ κάποια πράγματα»

Μου ξεφεύγει ένα γελάκι. «Εσύ; Έψαξες πράγματα για τα Χριστούγεννα εσύ;» ρωτάω όσο τον παρακολουθώ σχεδόν έκπληκτη να βγάζει το αυτοκίνητο από εκεί που το πάρκαρε και να βγαίνει στον δρόμο άνετος.

«Χαίρομαι που εκπλήσσεσαι» με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του. «Υποθέτω είναι διασκεδαστικό να βρίσκεις πληροφορίες για τα Χριστούγεννα στο Internet»

Έχει ανεβάσει πυρετό; Ή μήπως ο τύπος δίπλα μου είναι ένας δίδυμος εξαφανισμένος του αδελφός από το Μπαγκλαντές;

«Αυτό δεν περίμενα ποτέ να το ακούσω από εσένα» παραδέχομαι και γελάει «Όπως επίσης και το να οδηγείς τόσο καλά. Τι φάση;»

Ανασηκώνει τους ώμους του δήθεν αθώα «Μάλλον τον καιρό που περάσαμε χώρια τον αξιοποίησα δημιουργικά» θέλω να ρωτήσω κι άλλα αυτή την στιγμή, τόσα πολλά, που με τρώει το χέρι μου και μάλιστα το χτυπημένο, αλλά δεν το κάνω. Την συζήτηση για τα 2 χρόνια που περάσαμε χώρια, την κάναμε εχθές, βέβαια δεν έμαθα όσα θα ήθελα, αλλά προς τα παρόν νομίζω αρκούν.

«Και για πες» βολεύομαι καλύτερα στην θέση και διορθώνω την ζώνη μου. «Τι ακριβώς έμαθες και σε ενθουσίασε;»

Σταματάει σε ένα φανάρι και βγάζει το κινητό του. «Μου είπες ότι κάθε χρόνο γίνεται το Fête des Lumières στην Λυών»

Τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Όχι απλά θυμήθηκε αυτά που του έλεγα προχθές, αλλά πρόφερε σωστά και τις γαλλικές λέξεις. Νιώθω λες και ζω σε κάποιο παράλληλο σύμπαν.

Επίσης, άσχετο, αλλά είναι κούκλος έτσι όπως οδηγάει. Πραγματικό οφθαλμόλουτρο. Απλά ήθελα να το πω.

«Μη μου πεις ότι θα πάμε στο Φεστιβάλ των Φώτων;» τσιρίζω και γνέφει.

«Βασικά δεν είναι ακριβώς Φεστιβάλ-» δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την φράση του, πέφτω πάνω του και τον φιλάω όπου βρω. «Βασικά αν δεν θες να τρακάρουμε, απομακρύνσου» λέει χαριτολογώντας και τραβιέμαι.

«Δεν... εγώ... εσύ βασικά πως; Η Λυών είναι πάρα πολύ μακριά από το Παρίσι» προσπαθώ να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, αλλά είμαι τόσο ενθουσιασμένη που δεν μπορώ καν να σκεφτώ κάτι άλλο.

Θα πάω στην Λυών. Με τον Ντομ. Για να θαυμάσουμε το πανέμορφο Φεστιβάλ των Φώτων που γίνεται κάθε χρόνο και χαζεύω συνέχεια τις φωτογραφίες του στο Internet.

Μάλλον όντως βρίσκομαι σε παράλληλο σύμπαν...

«Για την ακρίβεια είναι απλά 4μιση ωρίτσες, σύμφωνα με τον χάρτη» ρυθμίζει το κινητό του σε μια βάση στο ταμπλό «Αλλά με αυτό το θηρίο σίγουρα θα φτάσουμε αρκετά πιο νωρίς» βάζει το χέρι του μπροστά στα πόδια μου και ανοίγει το ντουλαπάκι. «Αγόρασα μερικά κρουασάν και μάκαρονς επειδή ξέρω ότι τρελαίνεσαι»

Νομίζω πως τα μάτια μου πετάνε καρδούλες. Αλήθεια.

Τα παίρνω διστακτικά στα χέρια μου και τον κοιτάζω όσο προσπαθεί να συγχρονίσει το gps του κινητού με το αυτοκίνητο.

«Γιατί τα έκανες όλα αυτά;» ρωτάω κόβοντας ένα μικρό κομμάτι του κρουασάν.

Κοιτάζει ευθεία μπροστά. «Προσπαθώ να σου αποδείξω ότι τα Χριστούγεννα είναι η καλύτερη γιορτή του χρόνου»

Γέρνω στο πλάι. «Α ναι ε;»

«Να το διατυπώσω καλύτερα;»

Τρώω την μπουκιά μου. «Για προσπάθησε»

«Προσπαθώ να σου αποδείξω ότι τα Χριστούγεννα είναι η καλύτερη γιορτή του χρόνου. Με εμένα. Στο Παρίσι» συμπληρώνει και χαμογελάω μέχρι τα αφτιά.

«Άρα μου λες ότι αλλάζουμε ρόλους;» ρωτάω και γελάει. Τον λατρεύω όταν είναι ευδιάθετος. Εντάξει, πάντα τον λατρεύω.

«Πες το κι έτσι» απαντάει δειλά και ξαναφοράει τα γυαλιά ηλίου του. «Τι; Όχι;»

«Ανυπομονώ βασικά»



[...]

Αφήσαμε βιαστικά τα πράγματα στο ξενοδοχείο και σχεδόν τρέξαμε για να πάμε στην La Place Bellecour, την πιο κεντρική πλατεία της Λυών, που ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτη με κόσμο.

Βέβαια θα μπορούσαμε να είχαμε φτάσει αρκετές ώρες νωρίτερα και να μην χρειαζόταν αυτή την στιγμή να σπρώχνουμε άκυρους για να περάσουμε, αλλά κάποιος ήθελε να κάνουμε ανά μισή ώρα στάσεις σε διάφορες μικρές πόλεις που περνούσαμε στον δρόμο, για να πάρει μαγνητάκια και αναμνηστικά σουβέρ για την οικογένεια του.

Συνολικά πήρε 7 μαγνητάκια και 4 μπρελόκ. Και σίγουρα σκόπευε να πάρει περισσότερα αν δεν του έβαζα τις φωνές.

Οπότε αντί να φτάσουμε πριν το μεσημέρι, φτάσαμε αργά το απόγευμα πάνω στην ώρα που ανοίγουν τα τεράστια φώτα στο κέντρο της πόλης.

«Είδες μωρέ; Που γκρίνιαζες. Φτάσαμε» φωνάζει για να ακουστεί και γρυλίζω.

Είχα ξεχάσει γενικά ότι ο Ντομ στα ταξίδια που κάνει, ε δεν είναι και ο πιο οργανωμένος άνθρωπος. Το ξενοδοχείο που υποτίθεται ότι έκλεισε, αρνούνταν πεισματικά να μας αφήσει να μπούμε, διότι σύμφωνα με αυτούς δεν είχαμε κλείσει τα δωμάτια. Και να έχω τώρα εγώ από την μια τον ρεσεψιονίστ να μιλάει άπταιστα και γρήγορα Γαλλικά και από την άλλη τον Ντομ να του λέει συνεχώς να επαναλάβει αυτά που λέει για να τον ηχογραφήσει στο google translate.

Απορώ πως καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Χάρη στα εξαίσια γαλλικά μου.

«Ναι σίγουρα!» φωνάζω και εγώ με την σειρά μου, αλλά απορώ αν όντως με άκουσε. Τον βλέπω να γυρνάει πίσω για να με ψάξει και ύστερα νιώθω ένα χέρι να με τραβάει, κάνοντας από μέσα μου την προσευχή μου ώστε αυτό το χέρι να είναι δικό του και όχι κανενός τρελού Γάλλου.

Τέτοιον κόσμο έχω να δω εδώ και σχεδόν 3 χρόνια. Από την τελευταία φορά που είχα πάει σε ένα εμπορικό μαζί με την Κέισι και την Μελίσσα εν όψει εκπτώσεων και ήταν η πρώτη φορά που είχα φοβηθεί για την ζωή μου. Ακόμη και η Μελίσσα που αν μη τι άλλο δεν χαρακτηρίζεται και ως ένα νορμάλ και ήσυχο άτομο όταν έχει εκπτώσεις, εκείνη την μέρα προχωρούσε στα μαγαζιά χέρι χέρι με εμένα και την Κέισι.

Πατάω αρκετό κόσμο είναι η αλήθεια και σχεδόν σε όλους ζητάω συγνώμη, βέβαια μετά από κάποια φάση απλά το βουλώνω γιατί είτε ζητήσεις συγνώμη, είτε όχι, οι Γάλλοι σε κοιτάζουν μόνιμα με ένα βλέμμα όχι και τόσο ευδιάθετο.

Σε κάποια φάση ο Ντομ σταματάει απότομα όταν καταφέρνουμε να βγούμε από την κοσμοπλημμύρα κοντά σε ένα μικρό περίπτερο, και επιτέλους καταφέρνω να πάρω μια σωστή ανάσα.

Κοιτάζω ψηλά και η αλήθεια είναι ότι το θέαμα είναι εντυπωσιακό. Άπειρα σχέδια, φώτα, χρώματα, εικόνες όλα πάνω στα τεράστια κτήρια, που αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι στον κινηματογράφο. Τα βιντεάκια που έβλεπα, δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.

Ο Ντομ δίπλα μου βγάζει συνέχεια βίντεο και εγώ κρατιέμαι από πάνω του γιατί ο κόσμος δεν αστειεύεται και αυτή την στιγμή από την κούραση μου ένας να με σπρώξει, και σίγουρα θα πέσω κάτω.

Με τραβάει να πάμε κοντά σε ένα τοιχάκι για να βλέπουμε καλύτερα και τον ακολουθώ με μισή καρδιά και πονεμένα πόδια. Νοητά υπόσχομαι στον εαυτό μου περισσότερη γυμναστική όταν επιστρέψω σπίτι, αλλά αμέσως καταλαβαίνω ότι γελάνε μέχρι και οι πέτρες.

«Δεν είναι υπέροχα;» φωνάζει ύστερα από αρκετή ώρα και κατεβαίνει από το τοιχάκι. Κοιτάζει ψηλά τα τεράστια κτήρια που περιβάλλουν την πλατεία ενώ εγώ στηρίζομαι στα γόνατά μου και προσπαθώ να πάρω κανονικές ανάσες.

Δεν είναι ότι έχω αγοραφοβία, αλλά όταν βρίσκομαι σε μέρη με τόσο πολύ κόσμο, νιώθω λες και πνίγομαι.

Τον πιάνω απότομα από το χέρι και τον τραβάω ώστε να βγούμε εκεί που ήμασταν πριν. Ψάχνω με το βλέμμα μου το περίπτερο και καταφέρνω μια νύχια και με δόντια να μας βγάλω από την ορδή του κόσμου.

«Δεν... εγώ...» προσπαθώ να πω όσο παίρνω βαθιές ανάσες. Κοιτάζω τα μποτάκια μου τα οποία έχουν γίνει χάλια από τις πατημασιές και τις λακκούβες νερών που έπεσαν μέσα. «Θέλω να φύγω. Όχι τώρα, εχθές!» παραπονιέμαι και βγάζω από την τσέπη μου υγρά μαντηλάκια.

Όχι ρε φίλε. Τα αγαπημένα μου μποτάκια ρε γαμώτο! Τις προάλλες έπεσαν σε λάσπες και τώρα έγιναν επίσης χάλια. Έλεος μωρέ.

«Πλάκα μου κάνεις; Δεν βλέπεις πόσο τέλεια είναι;» στέκεται στις μύτες λες και θα καταφέρει να δει κάτι παραπάνω. «Εκείνο εκεί το άγαλμα» δείχνει στο κέντρο της πλατείας «Είναι ο Λουδοβίκος ο 14ος. Έφιππος»

«Τι είναι το έφιππος; Επίθετο;» ρωτάω όσο προσπαθώ να βγάλω τις βρωμιές πάνω από τα μποτάκια μου. Τέλος, από εδώ και στο εξής θα τα τυλίγω με σακούλες και θα τα φοράω τα καημενούλια μου.

Ο Ντομ με κοιτάζει με σηκωμένο το φρύδι. «Έλα αστέρι μου, έφιππος σημαίνει αυτός που βρίσκεται πάνω σε άλογο, ο καβαλάρης» εξηγεί και ταυτόχρονα ανοίγει το παλτό του δείχνοντάς μου για άλλη μια φορά το πανέμορφο μαύρο του πουκάμισο.

Βασικά δεν το μου το δείχνει, απλά άνοιξε το παλτό γιατί ζεστάθηκε. Αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Είναι κούκλος. Ακόμη και αν φορέσει σακούλα σκουπιδιών.

«Ώχου, παράτα με» μουρμουρίζω και σιγοβρίζω όταν καταλαβαίνω ότι τα καημένα μποτάκια μου χρειάζονται πολλά περισσότερα από δύο απλά υγρά μαντηλάκια.

«Τι σε έπιασε τώρα μωρέ;» κάθεται σε ένα πεζούλι πίσω μας δίπλα σε κάτι Λυωνέζους που μαλώνουν. «Δεν βλέπεις πόσο τέλεια είναι όλα στολισμένα; Και τα φώτα στα κτήρια; Άνθρωποι έρχονται από την άκρη του κόσμου για να τα δουν και εσύ γκρινιάζεις»

Σηκώνω το βλέμμα μου απειλητικά και τον κοιτάζω. Ωραία, τώρα αυτός ξύνεται και θέλει να μαλώσουμε. Μόνο που δεν έχω καμία απολύτως διάθεση.

«Συγνώμη κιόλας αν σε πρήζω. Να σηκωθώ να φύγω αν είναι» όντως σηκώνομαι όρθια και τον πλησιάζω.

«Δεν είπα κάτι τέτοιο ρε Έιβ...»

«Ναι αλλά αυτό εννοούσες» πετάω τα μαντηλάκια σε έναν κάδο παραδίπλα. «Ξέρεις κάτι; Είμαι πάρα πολύ κουρασμένη και θέλω να γυρίσω στο ξενοδοχείο ή εν πάση περιπτώσει να πάω κάπου που κατά προτίμηση δεν θα με ποδοπατούν»

Δεν ξέρω καν γιατί έχω τόσα νεύρα. Είναι η κούραση; Είναι όλες οι στάσεις που έκανε με το αυτοκίνητο; Είναι ο άπειρος κόσμος και η φασαρία που μου προκαλεί ημικρανία; Σίγουρα μια μίξη από όλα αυτά.

Σηκώνεται όρθιος και με τραβάει στην αγκαλιά του. «Συγνώμη, έχεις δίκιο έκανα σαν βλαμμένο» παραδέχεται και κρατιέμαι να μην γελάσω. Είναι γλύκας όταν ζητάει συγνώμη, αυτό του το δίνω. «Θες να πάμε σε ένα ωραίο μέρος που βρήκα στο trip advisor; Έχει πάρα πολλά ωραία στενά σοκάκια που μπορούμε να πάμε και σίγουρα δεν θα έχει τόσο κόσμο» η ιδέα του να περπατήσω κι άλλο δεν είναι τόσο δελεαστική «Θα είναι όλα σίγουρα στολισμένα» συμπληρώνει και παίρνει μια βαθιά ανάσα.

Ξέρει ποια είναι η αχίλλειος πτέρνα μου και δεν διστάζει να την χρησιμοποιήσει.

«Εντάξει» μουρμουρίζω «Αλλά μόνο αν μου υποσχεθείς ότι θα κάτσουμε στο μαγαζί που είναι περισσότερο στολισμένο από τα υπόλοιπα» σηκώνω τον δείκτη μου προς το μέρος του.

Τον πιάνει στο χέρι του και τον φιλάει. «D'accord ma dame»

«Η προφορά σου είναι tragique» τον πειράζω και με σπρώχνει.

«Σκάσε»



~~~

Ελπίζω να είστε όλοι και όλες καλά♥

Όπως είπα και πιο πάνω, μάλλον δεν θα τηρήσω τα καθημερινά κεφάλαια, δυστυχώς, λόγω υποχρεώσεων.

Πέρυσι είχαμε λοκ ντάουν, ήμουν στο σπίτι μου (όχι στην Αθήνα) όλη μέρα και είχα χρόνο για να γράφω ατελείωτες ώρες κεφάλαια. Φέτος η φάση είναι λίγο διαφορετική (δεν κάνω παράπονα, ευτυχώς που δεν είμαστε πάλι κλεισμένοι μέσα) και όντας στο τρίτο έτος της γερμανικής με ένα εράσμους να καραδοκεί τον Απρίλιο και την χαρτούρα που συνεπάγεται με αυτό, βρίσκομαι σε φάση που δεν μπορώ να ανταπεξέλθω σε όλα.

ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ πως η ιστορία θα συνεχιστεί (μη λέμε μαλακίες τώρα), απλά λογικά τα κεφάλαια (δεν ξέρω ακόμη, ίσως) να ανεβαίνουν με διαφορετική συχνότητα.

Σας ευχαριστώ που αγαπάτε και το The best Christmas και το My Christmas Choice♥

Τα λέμε αύριο♥

Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια♥

Ρίρι



•17 DAYS LEFT🎄🎁🎇•




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top