Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 🎆


Συγνώμη, μόνο σε εμένα μοιάζει λες και οι μέρες περνάνε ΕΝΤΕΛΩΣ γρήγορα; Παιδιά, δεν κατάλαβα πότε ξεκίνησα το βιβλίο και έχουν περάσει ήδη πόσα κεφάλαια.

Τι φάση;


~~~

«Tous ensemble, Ils coûtent cinquant sept euro» μου λέει η κοπελίτσα πίσω από την ταμειακή μηχανή και με ένα τεράστιο χαμόγελο ανοίγω την εφαρμογή στο κινητό για να πληρώσω ανέπαφα με την κάρτα μου.

Και χαίρομαι πραγματικά πολύ για το γεγονός ότι κατάλαβα τι μου είπε. Μάλλον σιγά σιγά το ξεσκόνισμα των γαλλικών μου γνώσεων αρχίζει να αποδίδει.

Βέβαια ακόμη δεν το έχω ξεκινήσει, αλλά και πάλι.

«Μας έβρισε τώρα αυτή;» ρωτάει η Αν από δίπλα και κατεβάζει τα γυαλιά ηλίου της για να την κοιτάξει. «Αν μας έβρισε και έχει αυτό το ηλίθιο χαμογελάκι επειδή νομίζει ότι δεν την καταλαβαίνουμε είναι πολύ γελασμένη πες της»

«Σοβαρέψου! Μου είπε ότι κοστίζουν 57 ευρώ αυτά που ψώνισα» κλείνω το κινητό μου και το βάζω στην τσέπη μου. «Είναι που εσύ ξέρεις καλύτερα Γαλλικά από εμένα. Και καλά» την κοροϊδεύω και διορθώνει τα γυαλιά στην μύτη της.

«Σόρυ κιόλας που η προφορά της ήταν χειρότερη και από την δική σου» απαντάει και κρατιέμαι για να μην την βρίσω μπροστά σε τόσο κόσμο. Όχι ότι θα μας καταλάβαινε κανείς, αλλά τέλος πάντων. «Επίσης, σε άφησα 10 λεπτά για να πάρω δύο κούπες ρε άνθρωπε. Πότε πρόλαβες και ξόδεψες τόσα λεφτά;»

«Πίστεψέ με, είναι λίγα τα 57 ευρώ» λέω όσο κοιτάζω την απόδειξη να βγαίνει από το μηχάνημα.

Είμαι ακόμη στην φάση που προσπαθώ να προσαρμοστώ στην αλλαγή των χρημάτων και ακόμη δεν έχω συνηθίσει το ευρώ, οπότε κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία, το λέω ώστε να μην το ξεχάσω.

«Τι πήρες;» με ρωτάει και εγώ απλώνω τα χέρια μου για να πάρω την σακουλάρα από την κοπέλα. Την χαιρετάω με ένα νεύμα και κάνω νόημα στην Αν να με ακολουθήσει προς την έξοδο.

Λέγαμε εδώ και αρκετό καιρό ότι θέλαμε να πάμε σε ένα εμπορικό κέντρο. Παρόλα αυτά συνέχεια το αμελούσαμε είτε λόγω μαθημάτων είτε επειδή βαριόμασταν να κουνηθούμε. Και τελικά σήμερα ενώ ήμασταν στην στάση και περιμέναμε λεωφορείο για να πάμε στο σπίτι της Αν, είδαμε ότι από την ίδια στάση περνάει ένα ακόμη λεωφορείο που σε αφήνει ακριβώς έξω από ένα εμπορικό κέντρο και μπήκαμε.

Στην ζωή μου έχω πάει σε άπειρα εμπορικά κέντρα. Αλλά σαν αυτό, όχι. Όσο ήμασταν στο λεωφορείο μπήκα στο Internet για να βρω φωτογραφίες από το Westfield Forum des Halles, αλλά πραγματικά από κοντά είναι ακόμη καλύτερο. Είναι πολύ πιο μεγάλο από όσο περίμενα και γεμάτο με αρκετά γνωστές μάρκες ρούχων όπως επίσης και με καφετέριες και εστιατόρια. Σε κάποια φάση με την Αν χαθήκαμε και ρωτούσαμε από που είναι η έξοδος και όλοι μας κοιτούσαν λες και είμαστε οι φτωχοί συγγενείς που ήρθαν για βόλτα.

Αλλά και πάλι. Είναι πανέμορφο.

«Δεν πήρα κάτι το ιδιαίτερο» βρίσκω ένα καναπεδάκι ακριβώς έξω από τα Mango και σωριάζομαι. «Εγώ σου είπα ότι δεν έπρεπε να μπούμε στα Tiger. Αγόρασα πραγματικά ό,τι βλακεία είδα»

Και είναι αλήθεια. Έχω έναν κανόνα κάθε Χριστούγεννα. Κάθε δεύτερη εβδομάδα του Δεκεμβρίου είναι που βγαίνω για τις καθιερωμένες μου χριστουγεννιάτικες αγορές και σήμερα στην προσπάθειά μου να αποφύγω ό,τι χριστουγεννιάτικο έβλεπα, έμπαινα σε άκυρα μαγαζιά και αγόραζα οτιδήποτε άχρηστο.

Η Αν βάζει το χέρι της μέσα στην σακούλα και σηκώνει στον αέρα το πρώτο πράγμα που πιάνει. «Έχεις δίκιο. Τι είναι αυτό;» μου δείχνει ένα στυλό με τον Ρούντολφ το ελαφάκι πάνω και γελάω.

«Αυτό είναι το πιο νορμάλ πράγμα που βρήκα» το παίρνω στα χέρια μου και χαϊδεύω το μικρό μπιχλιμπιδάκι στην κορυφή του στυλό. «Ήταν εκεί μαζί με όλα τα υπόλοιπα και δεν μπορούσα να αντισταθώ» παραδέχομαι και ξεφυσάει ηττημένη.

Δεν μπορούσα να αντισταθώ κυρίως για το γεγονός ότι ο Ρούντολφ πάντα θα μου θυμίζει τον Ντομ και την κατακόκκινη μύτη του.

Αποφεύγω να της το πω γιατί ξέρω πως θα με κράξει.

Και τώρα που το σκέφτομαι, νιώθω ότι ξέχασα και κάτι ακόμη να της πω. Αλλά δεν θυμάμαι τι.

«Ρε γλυκούλα μας πήρες και ασορτί κάλτσες;» βγάζει από την σακούλα δύο ζευγάρια κάλτσες με αρκουδάκια και τσιρίζει. «Ρε γλυκούλααααα»

Χαμογελάω αμήχανα και δέχομαι την αγκαλιά της. Επίσης αποφεύγω να της πω ότι αυτές τις κάλτσες τις πήρα για εμένα και τον Ντομ.

Είμαι τρισάθλια φίλη, έτσι;

«Βέβαια δεν φοράω 43 νούμερο...» λέει παραξενεμένη αλλά ανασηκώνει τους ώμους της «Δεν πειράζει θα τις τραβάω»

«Καλά τώρα βάλ'τες μέσα γιατί...» προσπαθώ να σκεφτώ μια έξυπνη δικαιολογία «εεε... ναι, γιατί θα στις τυλίξω για δώρο. Ναι»

Κρυφογελάει και τις πετάει πάλι μέσα στην σακούλα. «Άρα πρέπει και εγώ να αρχίσω να σου παίρνω τα δώρα σου για τα Χριστούγεννα;»

Σουφρώνω τα φρύδια μου και απλώνομαι στον καθόλου άνετο καναπέ. «Δώρα; Σκέφτεσαι να μου πάρεις πολλά πράγματα;»

Βγάζει το κινητό της και σημειώνει κάτι. «Δεν μπορώ να σου πω. Είναι μυστικό» ανακάθεται και γράφει αφοσιωμένη κάτι. «Τελικά δεν μου είπες. Θα βγεις με τον σερβιτόρο;»

Μου κάθεται η τσίχλα στον λαιμό και βήχω δυνατά. «Θες να με πνίξεις;»

«Εγώ στο είπα, το παιδί είναι πολύ ωραίο. Αξίζει την προσπάθεια» συνεχίζει να πληκτρολογεί χωρίς καν να με κοιτάξει. «Σήμερα θα πάμε στο πάρτι έτσι;»

Πίνω λίγο από το νερό μου για να βοηθήσω την τσίχλα να κατέβει. «Ποιο πάρτι;»

Σηκώνει το φρύδι της. «Εγώ τα λέω εγώ τα ακούω;»

«Α ναι, θυμήθηκα. Εντάξει είπαμε. Θα πάμε. Τι ώρα πρέπει να είμαστε εκεί;»

Ανασηκώνει τους ώμους της. «Νομίζω κατά τις 12-12:30. Δεν είμαι σίγουρη»

Νιώθω το κινητό μου να δονείται στην τσέπη μου και αμέσως τσιτώνομαι. «Πλάκα μου κάνεις μωρέ; Είναι που θα γινόταν ένα απλό παρτάκι»

«Απλό θα είναι. Για ένα ποτό θα πάμε, ηρέμησε...»

Σηκώνομαι όρθια αγνοώντας την επιδεικτικά και βγάζω το κινητό μου για να απαντήσω στην κλήση.

«Ναι;»

«Που στο καλό είσαι; Έχω γυρίσει όλο το εμπορικό κέντρο ρε Έιβερι» ο Ντομ ακούγεται λαχανιασμένος και κοιτάζω προς τα πίσω μου.

«Είμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην είσοδο. Πως γίνεται να μην μας είδες;»

«Είσαστε; Ποιες είσαστε; Με συνοδεία ήρθες;»

Ωχ.

Και έλεγα τι ξέχασα, τι ξέχασα...

Ξέχασα να πω στην Αν ότι θα έρθει ο Ντομ. Και επίσης ξέχασα να πω στον Ντομ ότι θα είμαι μαζί με την Αν.

Α εξαίσια! Μπράβο μου.

Γυρίζω πίσω μου και κοιτάζω την φίλη μου η οποία γελάει μόνη της όσο βλέπει κάτι βιντεάκια στο κινητό. «Ε με μια φίλη μου είμαι» λέω και από την άλλη πλευρά δεν ακούω καμία απάντηση. «Που είσαι;»

«Σήκωσε το κεφάλι σου»

Πετώντας θα έρθει;

Κοιτάζω ψηλά και, ευτυχώς, τον εντοπίζω στον δεύτερο όροφο να με χαιρετάει χωρίς να είναι κρεμασμένος από κάποιο σκοινί ή οτιδήποτε άλλο.

Του κάνω νόημα να έρθει και κλείνω το κινητό.

Πρέπει να το πω στην Αν ε; Σκατά.

Την πλησιάζω και στέκομαι ακριβώς από πάνω της.

«Πάνω μου σε έχω σατανά!» σχολιάζει και αφήνει το κινητό της δίπλα. «Τι; Γιατί είσαι αναψοκοκκινισμένη;»

«Θέλω μια μεγάλη χάρη. Τεράστια μη σου πω» κοιτάζω διαρκώς πίσω μου σε περίπτωση που εμφανιστεί από το πουθενά ο Ντομ.

«Εξαρτάται» απαντάει και βγάζει τα γυαλιά της.

«Από τι;»

«Από το πόσα μου δίνεις!»

«Είσαι ηλίθια» κάθομαι δίπλα της «Εχθές αφού έφυγες από το σπίτι τηλεφώνησα στον Ντομ»

Πετάγεται πάνω. «ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ;» τσιρίζει και της κλείνω το στόμα με την παλάμη μου.

«Άκου και μη μιλάς. Του τηλεφώνησα και βγήκαμε και μιλήσαμε λιγάκι για την σχέση μας και όλα αυτά και μου εξομολογήθηκε ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου και του είπα ότι είμαι και εγώ ερωτευμένη μαζί του, εννοείται, και μετά κάτσαμε και αποφασίσαμε ότι το καλύτερο για τώρα είναι να μείνουμε φίλοι και να αφήσουμε τον χρόνο να δείξει πως θα πάει η σχέση μας και μπλα μπλα μπλα, έλεγα πολλές βλακείες χθες...» παίρνω μια βαθιά ανάσα και συνεχίζω «και τέλος πάντων, μετά με έφερε μέχρι το σπίτι και αισθάνθηκα λίγο περίεργα ε και του πρότεινα να βγούμε σήμερα για κανέναν καφέ, γιατί δεν ήξερα ότι θα βγαίναμε μαζί σήμερα, οπότε όταν αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ σκέφτηκα εγώ με το έξυπνο μυαλό μου: Γιατί να μην πω και στον Ντομ να έρθει εδώ μαζί μας; Ε και το έκανα» γυρνάω μπροστά και ξεκολλάω το χέρι μου από το στόμα της. «Σκατά. Έρχεται. Μπορείς με το που συστηθείς, διότι αυτό δεν το γλιτώνουμε, να την κάνεις σιγά σιγά; Σε παρακαλώ;» ψιθυρίζω και ταυτόχρονα σηκώνομαι όρθια όταν τον βλέπω να έρχεται προς το μέρος μας.

«Έχω μια ερώτηση» λέει η φίλη μου και σκουπίζει το στόμα της με την ανάστροφη της παλάμης της. «Ποιος είναι ο Ντομ;»

Κλείνω τα μάτια μου απηυδισμένη, αλλά δεν της λέω τίποτα.

«Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί όλα τα εμπορικά στο Παρίσι είναι ίσα με 10 στάδια ποδοσφαίρου;» φωνάζει το πρώην αγόρι μου και χώνει το κινητό του στην τσέπη του μπουφάν του.

«Γεια και σε εσένα Ντομ» απαντάω και πέφτω στην αγκαλιά του λίγο περισσότερο απότομα από όσο θα ήθελα. «Ε από δω η φίλη μου, η Αν. Αν από δω ο Ντομ. Ο ε...» τρίβω το σβέρκο μου. Τώρα πως σκατά να της εξηγήσω ότι είναι ο Ντομ για τον οποίο της μιλούσα εχθές και κατά πάσα πιθανότητα εκείνη με έγραφε.

«Ο πρώην της, βασικά» λέει αντί για μένα και τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια.

Μπορεί να ανοίξει η γη και να με καταπιεί; Όχι τώρα, χθες.

«Α εμ χάρηκα» απλώνει η φίλη μου το χέρι της εντελώς χαμένη κοιτάζοντας εμένα με γουρλωμένα μάτια.

Η χειραψία κρατάει λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε, μάλλον επειδή η κολλητή μου παίρνει το βλέμμα της από πάνω μου και κοιτάζει τον Ντομ λες και είναι ζαχαρωτό.

«Ναι, ωραία» τραβάω το χέρι της και την πιάνω αγκαζέ. «Ε βασικά Ντομ, σόρυ που σε έφερα μέχρι εδώ, απλά εντελώς τυχαία αποφασίσαμε να έρθουμε και ξέρεις... δεν μπορούσα να στο ακυρώσω» χαμογελάω με όλα μου τα δοντάκια.

«Κανένα πρόβλημα Έιβ. Χαίρομαι να γνωρίζω φίλους σου» κοιτάζει την Αν χαμογελαστός.

Και το δικό μου το χαμόγελο εξαφανίζεται.

Σπρώχνω αρκετά δυνατά την φίλη μου για να την κάνω να ξεκολλήσει.

Εντάξει μωρέ. Είναι κούκλος. Και... και ο αέρας του Παρισιού τον κάνει ακόμη πιο κούκλο. Και τα μάτια του και τα χείλη του είναι... αγκχ.

ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΕΤΣΙ;

«Έφευγες εσύ» της υπενθυμίζω και εκείνη γνέφει χωρίς καν να με κοιτάξει.

«Ναι, ναι» απλώνει το χέρι της να πάρει τις τσάντες της. «Ντομ χάρηκα πάρα πολύ για την γνωριμία. Ελπίζω να τα ξαναπ- άουτς μωρέ, τι τσιμπάς;»

«Φεύγεις. Τώρα» γρυλίζω και βάζει τα γυαλιά της. Δεν την αφήνω καν να χαιρετήσει και παραλίγο να της δώσω κλοτσιά όταν επιτέλους ξεκουμπίζεται και μένουμε οι δύο μας.

«Έχει πολύ πλάκα η φίλη σου» λέει ο καζανόβας και εγώ του γυρνάω την πλάτη για να κάτσω στον καναπέ.

Έχει πολύ πλάκα η φίλη σου. Μωρέ δεν μας χέζεις λέω εγώ;

«Ναι μωρέ. Ναι» απαντάω λίγο κοφτά και μαζεύω την τεράστια σακούλα μου.

«Να πάμε για καφέ καμία μέρα»

Α το συνεχίζει. Τα νεύρα μου.

«Εννοείται. Δεν θα παραλείψουμε» σχολιάζω ειρωνικά αλλά και πάλι δεν παίρνει χαμπάρι.

«Και είναι και όμορφη ε» λέει ξανά και κρατάω με νύχια και με δόντια το χέρι μου ώστε να μην προσγειωθεί στο πανέμορφο πρόσωπό του.

«Μωρέ μήπως να βγείτε οι δύο σας να μην με πρήζεις και εμένα;» πετάω και τον κοιτάζω εξοργισμένη.

Γαμώτο. Χαμογελάει. Και θέλω να τον πνίξω.

«Μη μου πεις ότι ζηλεύεις;» έρχεται πιο κοντά μου και πραγματικά θέλω να πατήσω μπουνιά στο μάτι του.

«Ξέρεις κάτι;» ανακάθομαι σκόπιμα για να απομακρυνθώ από κοντά του. «Δεν αισθάνομαι καλά. Καλύτερα να φεύγω» κάνω κίνηση να σηκωθώ αλλά με τραβάει από τον αγκώνα.

«Ούτε μια πλάκα δεν μπορώ να κάνω ρε Έιβ;» λέει γελώντας και τρίζω τα δόντια μου.

«Δεν με νοιάζει. Θέλω να φύγω. Άσε με» κάνω κι άλλη προσπάθεια να σηκωθώ, η οποία πέφτει επίσης στο κενό.

Κανονικά θα έκανα σκηνή, αλλά περνάει συνέχεια κόσμος και δεν θέλω να γίνω ρεζίλι.

«Κάτσε κάτω βρε ζηλιαρόγατα!» κάθεται άνετος δίπλα μου και τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό.

«Ζηλιαρόγατα; Τι λες ρε; Εγώ ζηλιαρόγατα; Εγώ;»

Άκου κει τι λέει το άτομο ρε. Ρε θα τον πλακώσω μιλάμε.

«Εντάξει, δεν σε είπα και καμπούρα»

Σηκώνω το χέρι μου και του πατάω μια μικρή σφαλιαρίτσα στο μάγουλο. «Για να μάθεις να μην με λες έτσι»

Χαμογελάει διάπλατα κάνοντάς με και μένα, παρά τα νεύρα μου, να κάνω το ίδιο πράγμα. «Τελείωσες με τις ζήλιες σου; Πείνασα»

Τον τσιμπάω δυνατά στο μπράτσο. «Καμία ζήλια. Έλεος»

Σηκώνεται όρθιος και μου απλώνει το χέρι του. «Σήκω ζηλιαρόγατα. Βρήκα ένα τέλειο μαγαζί στον τρίτο όροφο που κάνει τα πιο χριστουγεννιάτικα μιλκσέικ που έχεις δει στην ζωή σου. Θα το λατρέψεις»

Παραλείπω το ζηλιαρόγατα και του δίνω το χέρι μου. «Βρήκες χριστουγεννιάτικο μαγαζί; Εσύ; Μήπως έχεις πυρετό;»

Με τραβάει και σκοντάφτω πάνω στην τεράστια σακούλα με τα πράγματα που αγόρασα πριν. «Κουνήσου!»


[...]

«6/10» ρουφάω και την τελευταία γουλιά από το μιλκσέικ μου.

«Τι 6/10 μωρέ; Πλάκα μου κάνεις; Έχεις πιεί και πιο νόστιμα;»

Στηρίζω την πλάτη μου στην καρέκλα και κοιτάζω τον χώρο. «Ναι, πολύ πιο νόστιμα. Αλλά εντάξει. Καλό ήταν»

Βασικά δεν ήταν καθόλου καλό. Επέλεξα μιλκσέικ βανίλια και αυτό το πράγμα που ήπια σίγουρα δεν ήταν βανίλια. Το μόνο που άξιζε από αυτό ήταν οι πράσινες και κόκκινες τρούφες και τα σοκολατάκια με τον Άγιο Βασίλη που επέπλεαν μέσα. Κανονικά θα του έβαζα ένα 2/10, αλλά δεν θα του το πω.

Μια σερβιτόρα ντυμένη ξωτικό των Χριστουγέννων έρχεται και μας αφήνει την απόδειξη σε ένα ποτηράκι και χωρίς να πει τίποτα, ξαναφεύγει.

«Τουλάχιστον το μαγαζί σου άρεσε; Ή παίρνει κάτω από την βάση;» ρωτάει ειρωνικά και τρώει ένα από τα κουλουράκια που μας έφεραν μαζί με τα μιλκσέικ.

Σουφρώνω τα χείλη μου. Το μαγαζί είναι πανέμορφο και εντελώς μέσα στο πνεύμα των Χριστουγέννων. Έχει ένα τεράστιο δέντρο στολισμένο στην άκρη δίπλα από το αναμμένο τζάκι που σίγουρα το έχουν για εφέ. Και το καλύτερο είναι ότι από την άλλη πλευρά του δέντρου κάθεται ένας κυριούλης με ένα μικρόφωνο και μια κιθάρα και τραγουδάει χριστουγεννιάτικα τραγούδια.

«Είναι υπέροχο βασικά. Σίγουρο 10αράκι» στηρίζω το κεφάλι μου στα χέρια μου και του χαμογελάω.

Τον παρακολουθώ να αποτελειώνει το μιλκσέικ του και αναμνήσεις από εμάς τους δύο σε άλλες καφετέριες να γελάμε μέχρι δακρύων, να συζητάμε έντονα και να φιλιόμαστε ανενόχλητοι κάτω από τα αδιάκριτα βλέμματα των φίλων μου, εμφανίζονται στο μυαλό μου και δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω.

Ναι, μου λείπει. Και ο Ντομ και οι στιγμές μας και τα πάντα. Και είναι πολύ πιο δύσκολο από όσο νόμιζα το να περάσω αυτόν τον μήνα, ή έστω όσο κάτσει αυτός στο Παρίσι, μαζί του. Είναι ανυπόφορα δύσκολα να τον έχω εδώ, αλλά στην πραγματικότητα να μην τον έχω.

Και ο λόγος; Δεν ξέρω. Ίσως με φοβίζει η πιθανότητα να μου ξαναραγίσει την καρδιά και να φύγει ξανά μακριά μου. Ίσως είμαι υπερβολικά ερωτευμένη μαζί του, που εν τέλει αυτό μπορεί να μου κάνει μόνο κακό.

Και στην τελική... είναι Χριστούγεννα. Η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να γίνει κάτι μεταξύ μας το οποίο τελικά να μην δουλέψει και εγώ να βρίσκομαι κλαμένη μπροστά σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό έγινε πολύ παλιά και δεν θέλω να ξαναγίνει ποτέ.

«Τι σκέφτεσαι;» η φωνή του με επαναφέρει στην πραγματικότητα και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το άδειο ποτήρι μου.

«Εξακολουθείς να αγαπάς τα Χριστούγεννα Ντομ;» ρωτάω και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι.

«Αυτό σκεφτόσουν τόση ώρα;»

«Έλα, απάντα»

Ξεφυσάει. «Κάτσε να δούμε. Προσπάθησα να φτιάξω για άλλη μια φορά μόνος μου κουραμπιέδες, ασχέτως αν τους έκαψα και παραλίγο να καλέσω την πυροσβεστική» απαριθμεί με τα δάχτυλά του «αγόρασα εντελώς μόνος μου χριστουγεννιάτικο δέντρο, από την μέρα που σε είδα η μοναδική playlist που ακούω κάθε μέρα, όλη μέρα είναι μια που λέγεται „Christmas mood: ON"...» χαζογελάω με το τελευταίο γιατί αν υπάρχει ένας άνθρωπος που απεχθάνεται να ακούει χριστουγεννιάτικα τραγούδια, είναι σίγουρα ο Ντομ. «χμμ... νομίζω πως ναι. Κάτι γίνεται»

Θέλω να τσιρίξω από την χαρά μου. Μπορεί να έγινε ό,τι έγινε μεταξύ μας, αλλά ξέρω ότι εγώ ήμουν αυτή που του έδειξα πόσο ωραία γιορτή είναι. Και το καλό είναι πως όντως το πιστεύει.

Χριστέ μου, θέλω πραγματικά να τον φιλήσω αυτή την στιγμή.

Μόνο που... υπάρχει μια σημαντική λεπτομέρεια που πρέπει να λύσω πρώτα.

«Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» ρωτάω διστακτικά και ανακατεύω με το καλαμάκι μου τους περισσευούμενους πάγους στο ποτήρι μου. «Ξέρεις... λίγο προσωπικό»

«Έλα ρε! Το αγαπημένο μου τραγούδι» πετάγεται όρθιος και κοιτάζει τον κιθαρίστα ο οποίος ξεκίνησε να τραγουδάει τα πρώτα λόγια του All I want for Christmas is you.

«Που πας παιδί μου; Ποιο αγαπημένο σου τραγούδι;»

Με κοιτάζει χαμογελαστός. «Θυμάσαι που μου είχες πει ότι η αγαπημένη σου ταινία είναι το Last Christmas;» γνέφω διστακτικά. «Ε μάθε ότι το δικό μου αγαπημένο τραγούδι είναι αυτό» μου κλείνει το μάτι και διορθώνει την μπλούζα του.

Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. «Τι κάνεις;» κοιτάζω τριγύρω τον κόσμο που σιγοτραγουδάει. Το μαγαζί είναι σχεδόν γεμάτο και πραγματικά είναι η πρώτη φορά που φοβάμαι για αυτό που πρόκειται να κάνει ο Ντομ. Χωρίς να ξέρω τι ακριβώς είναι.

Κάνει τον κύκλο του τραπεζιού και σκύβει πάνω μου αφήνοντας ένα μικρό φιλί στα χείλη μου. «Θαύμασέ με!» ψιθυρίζει και δεν προλαβαίνω να τον πιάσω, έχει ήδη φτάσει στον μουσικό και του ψιθυρίζει κάτι στο αφτί.

Ξαφνικά η μουσική σταματάει εντελώς και γουρλώνω τα μάτια μου. Αρπάζει το μικρόφωνο και με ένα του νεύμα τα φώτα χαμηλώνουν.

«Αυτό το τραγούδι το αφιερώνω στο άτομο που μου έμαθε να αγαπώ τα Χριστούγεννα...» με κοιτάζει και κοκκινίζω. «αλλά και την ίδια της» αρκετοί γυρίζουν να με κοιτάξουν αλλά εκείνη την στιγμή δεν καταλαβαίνω τίποτα. «Και για όσους δεν καταλαβαίνουν... Ζακ, πες το και στα Γαλλικά» χτυπάει τον ώμο του κιθαρίστα και γελάω δυνατά μαζί με κάποιους άλλους που μάλλον κατάλαβαν τι είπε.

Οι πρώτες νότες του All I want for Christmas is you ακούγονται στον χώρο και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά.

Ο Ντομ θα τραγουδήσει αυτό το τραγούδι μπροστά σε τόσο κόσμο; Για εμένα;

Αρχίζουν να τραγουδάνε ταυτόχρονα και γελάω με την ψυχή μου όσο τον παρακολουθώ να ψιλομπερδεύεται και να λέει λίγο διαφορετικά τις λέξεις. Τον βγάζω βίντεο και τον στέλνω στα παιδιά γιατί ξέρω ότι δεν υπάρχει περίπτωση να κάνει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο στην ζωή του.

Σκύβει ξαφνικά και λέει κάτι στον μουσικό και εκείνος γελώντας αλλάζει αμέσως τον ρυθμό κάνοντας τον πιο αργό και παραδίδει το μικρόφωνο στον Ντομ.

«I just want you for my own...» τραγουδάει το ρεφρέν αργά με τον δικό του μοναδικό τρόπο κοιτώντας με ευθεία στα μάτια. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι ο Ντομ θα μπορούσε να έχει μια τόσο μελωδικήφωνή. «More than you could ever know» περπατάει προς το μέρος μου «Make my wish come true... All I want for Christmas...» φτάνει μπροστά μου και απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου όπως έκανε και πριν «is you» του δίνω το χέρι μου και με σηκώνει απότομα όρθια.

Είμαστε υπερβολικά κοντά, τα χείλη του σχεδόν αγγίζουν τα δικά μου, τα φώτα όπως και τα βλέμματα των ανθρώπων από τα γύρω τραπέζια είναι στραμμένα πάνω μας, αλλά δεν με νοιάζει.

Σηκώνομαι στις μύτες και τον φιλάω. Από το βάθος ακούω φωνές και γιουχαρίσματα και απομακρύνομαι για λίγο. «Γιατί το έκανες αυτό;» ψιθυρίζω.

«Για να μην έχεις καμία αμφιβολία για το τι νιώθω για εσένα. Και για τα Χριστούγεννα» απαντάει και χαϊδεύει το μάγουλό μου. «Και με συγχωρείς τώρα, αλλά πρέπει να τραγουδήσω» πιάνει το μικρόφωνο ξανά και συνεχίζει το τραγούδι από εκεί που το είχε αφήσει ενώ εγώ μένω στήλη άλατος να τον κοιτάζω.

Μπορώ να τον ερωτευτώ άραγε περισσότερο;


~~~

Να απαντήσω εγώ στην ερώτηση;

ΝΑΙ, ΔΙΑΟΛΕ! ΜΠΟΡΕΙΣ!

Στο γράμμα μου για τον Άγιο Βασίλη, που του ζήτησα έναν Ντομ κυριολεκτικά, θα προσθέσω το "να μου κάνει καντάδες με χριστουγεννιάτικα τραγούδια". Μάλλον θα χρειαστώ ολόκληρο πάπυρο για αυτά που θέλω...

Εμείς τα λέμε αύριο. Ελπίζω το σημερινό να σας άρεσε πολύ πολύ♥

Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια σας στέλνω!

Ρίρι



•21 DAYS LEFT🎄🎁🎇•



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top