Σάββατο 11 Δεκεμβρίου✨



Ποιο είναι το αγαπημένο σας γλυκό που φτιάχνει η μαμά σας τα Χριστούγεννα και τρώτε δεκαπέντε κομμάτια;

Εγώ: Ο κορμός (Bûche de Noël όπως το λένε και οι φίλοι μας οι Γάλλοι)


~~~


Τα χέρια μου έχουν αρχίσει να ιδρώνουν, παρόλο που είναι παγωμένα από το κρύο του Παρισιού. Κάθε φορά που αγχώνομαι για κάτι, αυτό συμβαίνει. Και μου πονάει η κοιλιά μου.

Στην προκειμένη μου έχουν κοπεί και τα γόνατα. Και ο Ρίρο στην αγκαλιά μου δεν είναι και η καλύτερη παρηγοριά για το νιαούρισμά του μου την δίνει στα νεύρα.

Διότι δεν είναι και εντελώς φυσιολογικό να πηγαίνεις στο σπίτι του πρώην αγοριού σου, συνοδεία με μια σακούλα γεμάτη υλικά και έναν γάτο που πεινάει όλη την ώρα για να μαγειρέψεις μαζί του. Α και να γνωρίσεις την αδελφή του.

Την πρώην κουνιάδα σου, δηλαδή...

Να το. Πάλι άρχισα να τρέμω ολόκληρη!

Πατάω άλλη μια φορά το θυροτηλέφωνο ελπίζοντας πως δεν θα με αφήσει να περιμένω κι άλλο μέσα στο κρύο.

Αλλά, το ομολογώ. Το σοκ ήταν τεράστιο. Και εξακολουθεί να είναι δηλαδή. Δεν είμαι ψυχολογικά έτοιμη να αντικρίσω την αδελφή του, τον γαμπρό του και την ανιψιά του. Σαν τι θα συστηθώ; Πως θα τους χαιρετήσω;

Ωχ. Και αν ούτε σε αυτούς αρέσουν τα Χριστούγεννα και δεν έχουν στολίσει τίποτα;

Χριστέ μου, το βλέπω το εγκεφαλικό να έρχεται.

Πατάω για άλλη μια φορά το κουδούνι και ο Ρίρο νιαουρίζει εκνευρισμένος. Είμαι σίγουρη πως αν μπορούσε να μιλήσει, σίγουρα θα με έβριζε που τόση ώρα τον έχω μέσα στο κρύο.

«Μην διαμαρτύρεσαι, εντάξει; Ο Ντομ ήθελε να σε φέρω» ξανανιαουρίζει «Κάτι είπα Ρίρο!»

Ακούω βήματα και σηκώνω το κεφάλι μου. Κατεβαίνει ο Ντομ τα σκαλιά της πολυκατοικίας και αφού ξεκλειδώσει, μου ανοίγει την πόρτα.

«Bienvenue!» λέει χαμογελαστός και τον κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω. Φοράει ασορτί φόρμες μαύρες και μια πράσινη ποδιά που γράφει πάνω „Joyeux Noël", δηλαδή Καλά Χριστούγεννα στα Γαλλικά.

«Τι φοράς;» ρωτάω και μπαίνω μέσα.

Κάνει μια στροφή και κλείνει την πόρτα πίσω του. «Δεν σου αρέσει;»

Γελάω. «Είσαι πολύ... χαριτωμένος;» τον πειράζω και με σπρώχνει.

«Έχω και για σένα» μου κλείνει το μάτι και προπορεύεται. Ανεβαίνει τα σκαλιά πρώτος και τον ακολουθώ προσπαθώντας να μην ρίξω όλα αυτά που κουβαλάω, κυρίως τον Ρίρο τον γκρινιάρη. «Δεν μπορούσες απλά να μου ανοίξεις την πόρτα από το σπίτι; Έπρεπε να έρθεις κάτω να με υποδεχτείς; Δεν νομίζω να είναι κανένα γαλλικό έθιμο αυτό» πατάει το κουμπί του ασανσέρ το οποίο ήδη βρισκόταν εκεί και μου ανοίγει την πόρτα για να μπω.

«Λες να είχα την δυνατότητα να σου ανοίξω από πάνω και να κατέβηκα κάτω για να σε υποδεχτώ;» ρωτάει και πατάει το κουμπί με το νούμερο 4.

Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Μάλλον πέθαινες να με δεις και δεν μπορούσες να περιμένεις;» αστειεύομαι και χαμογελάει διάπλατα.

«Έχεις δίκιο νομίζω» απαντάει και στηρίζεται στον μικρό τοίχο. «Απλά το θυροτηλέφωνο δεν λειτουργεί και τζάμπα τόση ώρα το πατούσες. Απλά σε είδα από το μπαλκόνι όταν ερχόσουν και κατέβηκα να σου ανοίξω» τραβάει μια κλωστή από το φούτερ του «Επίσης η πόρτα παραμένει κλειδωμένη κατά την διάρκεια της ημέρας, οπότε και να ήθελες δεν θα μπορούσες να μπεις χο»

«Πω πολλές λεπτομέρειες που δεν χρειαζόταν να μου πεις» απαντάω και το ασανσέρ σταματάει λίγο απότομα κάνοντας τον Ρίρο να πεταχτεί και να αφήσει το γλύψιμο.

«Εσύ ρώτησες» βγαίνει πρώτος βγάζοντας πάλι τα κλειδιά του και τον ακολουθώ.

«Να σου πω» τον πιάνω από τον αγκώνα πριν προλάβει να ξεκλειδώσει. «Θα... εμ θα είναι μέσα και οι... ξέρεις;»

Πάλι ίδρωσαν οι παλάμες μου. Ή απλά με έγλειψε ο Ρίρο. Ουφ.

Σταυρώνει τα χέρια του και χαμογελάει πονηρά. «Οι ποιοι Έιβερι;» ρωτάει και θέλω να τον πατήσω μπουνιά που το διασκεδάζει.

«Ξέρεις ποιοι» ψιθυρίζω και γελάει. «Λέγε ρε Ντομ γαμώτο!» με γράφει και ανοίγει την πόρτα.

«Πέρνα μέσα, σε παρακαλώ» απλώνει το χέρι του αλλά εγώ μένω κοκκαλωμένη πάνω από το πατάκι που γράφει Merry Christmas κοιτάζοντας τον Ντομ στα μάτια και αποφεύγοντας να κοιτάξω κάπου αλλού.

Για να λέει το πατάκι Καλά Χριστούγεννα, μάλλον δεν θα έχω τα ίδια προβλήματα που αντιμετώπισα με τον Ντομ τότε έτσι; Μακάρι...

Μπαίνω διστακτικά μέσα και κοιτάζω τριγύρω. «Η Ναντίν και η μικρή δεν είναι εδώ, πήγαν για φαγητό. Και ο Γιάκομπ είναι στην δουλειά. Ευχαριστημένη;» κλείνει πίσω μου την πόρτα και μόνο τότε καταφέρνω και παίρνω μια κανονική ανάσα.

«Ξέρεις μπορούσες να με ενημερώσεις πριν πάει η καρδιά μου στην κούλουρη, λέω εγώ τώρα...» αφήνω τον Ρίρο και την σακούλα κάτω και βγάζω τα παπούτσια μου.

«Δεν θα είχε πλάκα έτσι» μου κλείνει το μάτι.

«Έχεις υπερβολική όρεξη σήμερα ή μου φαίνεται;» βγάζω το μπουφάν μιας και η ζέστη με χτύπησε κατά κούτελα και το κρεμάω στο απλωμένο του χέρι.

«Πάντα η μαγειρική μαζί σου μου φτιάχνει την διάθεση» λέει και γελάω.

Αν υπάρχει ένα πράγμα που σιχαίνεται ο Ντομ, είναι η μαγειρική. Και πιο συγκεκριμένα, η μαγειρική μαζί μου. Διότι όσο να ναι, εγώ είμαι άνθρωπος που τα θέλω όλα οργανωμένα, παρόλο που η μαμά πάντα με φωνάζει τσαπατσούλα όταν ανακατεύομαι στην κουζίνα της.

Τέλος πάντων, κάθε φορά που τον έπειθα να μαγειρέψουμε μαζί, κατέληγα να το μετανιώνω οικτρά. Πέρα από εκείνη την φορά που κάναμε μαζί τα μελομακάρονα, εγώ τα είχα κάνει αλλά εκείνος επιμένει πως με βοήθησε, σχεδόν κάθε φορά που έμενα τα βράδια σπίτι του, το πρωί ετοιμάζαμε μαζί πρωινό.

Και, αν είναι δυνατόν, τι μπορεί να πάει στραβά φτιάχνοντας μια ομελέτα με τρία αυγά; Α, εγώ θα σας πω. Μια στιγμή πήγα στο μπάνιο για να πλύνω τα χέρια μου και όταν επέστρεψα όχι μόνο βρήκα ένα αυγό σπασμένο στο πάτωμα, μέσα στο μείγμα υπήρχαν τσόφλια και ο Ντομ είχε καταφέρει να κοπεί με το μαχαίρι όσο έκοβε μια πιπεριά. Δηλαδή, αν είναι δυνατόν!

Διασχίζω το τεράστιο σαλόνι και κάθομαι σε ένα σκαμνάκι δίπλα από το αναμμένο τζάκι. Μου έχει λείψει να μαγειρεύω μαζί του. Γενικά μου έχει λείψει να κάνω τα πάντα μαζί του.

Τον βλέπω να βγαίνει από το δωμάτιο και να δένει ξανά την ποδιά του. «Πολύ όμορφο το σπίτι της αδελφής σου πάντως» σχολιάζω και κοιτάζω τριγύρω.

Αν και βρίσκεται σε πολυκατοικία, είναι αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο. Και το καλύτερο από όλα; Είναι στολισμένο! Ένα τεράστιο πράσινο δέντρο βρίσκεται δίπλα από την τραπεζαρία, πάνω από το τζάκι κρέμονται τέσσερις κάλτσες με τα αρχικά γράμματα των ονομάτων τους μάλλον, παντού υπάρχουν λαμπάκια, ακόμη και στα κάγκελα έξω στο μπαλκόνι και εννοείται τα Αλεξανδρινά που του έδωσα εγώ για δώρο βρίσκονται σε περίοπτη θέση πάνω στο τραπέζι.

«Μάλλον ήρθε η ώρα να σου αποκαλύψω ότι και η αδελφή μου λατρεύει τα Χριστούγεννα» στέκεται από την άλλη πλευρά του τζακιού.

«Αυτό είναι θαυμάσιο!» λέω έκπληκτη και κοιτάζω την φάτνη κάτω από το δέντρο. «Εσύ γιατί βγήκες τόσο στραβός άνθρωπος;»

Ανασηκώνει τους ώμους του «Έχω άλλα χαρίσματα εγώ» μου γυρνάει την πλάτη πριν προλάβω να του δώσω την κατάλληλη απάντηση. «Μπέκι. Που είσαι; Ήρθε ένας φίλος σου;» φωνάζει και πηγαίνει προς την κουζίνα.

Ο Ρίρο σχεδόν ταυτόχρονα έρχεται στα πόδια μου και τον σηκώνω στην αγκαλιά μου. «Τι έγινε μικρέ; Δεν σου αρέσει το περιβάλλον;» τον ρωτάω χαϊδεύοντάς τον. Μου γουργουρίζει και χαμογελάω. «Μάλλον ο θείος Ντομ σου έχει μια έκπληξη»

«Ε όχι και θείος ρε Έιβ» εμφανίζεται ξανά κρατώντας στην αγκαλιά του μια χνουδωτή μπάλα. «Τουλάχιστον μπαμπάς! Daddy βασικά...»

«Έλεος» σηκώνομαι όρθια για να κοιτάξω καλύτερα. «Τι κρατάς; Και γιατί μου είπες να φέρω τον γατούλη μου μαζί;»

Ακούω ένα νιάου και μένω ακίνητη. Αυτό δεν ήταν σίγουρα νιάου του Ρίρο, εκτός και αν τελικά είναι κορίτσι. Κοιτάζω τον Ντομ. Ούτε δικό του. Κοιτάζω στην αγκαλιά του.

«Χριστέ μου! Τι πλασματάκι είναι αυτό;» φωνάζω και τους πλησιάζω. Ένα μικρούλικο γατάκι είναι φωλιασμένο στην αγκαλιά του Ντομ και νιαουρίζει αρκετά δυνατά. Θα έλεγε κανείς πως όσο μπόι του λείπει, τόση φωνή έχει.

«Αυτή είναι η Μπέκι. Το γατάκι που υιοθετήσαμε πριν 4 μέρες» λέει με παιδική φωνή ο Ντομ. Την πιάνει καλύτερα για να φαίνεται το πρόσωπό της.

«Είναι πανέμορφη» την χαϊδεύω απαλά στο κεφαλάκι της. Είναι ασπρόμαυρη σαν σκυλί Δαλματίας και έχει διαφορετικό χρώμα μάτια. «Είσαι μια γλύκα!»

«Λοιπόν Μπέκι, από εδώ ο φίλος σου, ο Ρίρο» της σηκώνει το χεράκι για να το κολλήσει με του Ρίρο. «Δεν ξέρω αν θα είστε μόνο φίλοι, ή friends with benefits στο μέλλον, αλλά...»

«Πας καλά παιδί μου, τι λες;»

«Όχι Έιβ. Πρέπει να τα ακούσουν και οι δύο. Δεν είμαι έτοιμος να γίνω παππούς» λέει πολύ σοβαρά και τον κοιτάζω μπερδεμένη. Αν τα εννοεί, τότε έχουμε θέμα. «Μπέκι, είσαι μικρή και αθώα. Ο Ρίρο φαίνεται κακό αγόρι και σου πέφτει πολύ μεγάλος»

Τον χτυπάω στο μπράτσο. «Σοβαρέψου. Δεν παίζει να είναι καν 2 μηνών»

Κάνει πως σκέφτεται. «Σε ανθρώπινα χρόνια αυτό είναι σίγουρα 19 μη σου πω και 20 χρονών»

«Α καλά»

Κοιτάζει τον γάτο μου και κλείνει προσεκτικά τα αφτιά της Μπέκι «Και πάντα προφυλακτικό μικρέ αλανιάρη» του λέει απειλητικά «Αλλιώς...» σηκώνει τον δείκτη του χεριού του και τον περνάει από τον λαιμό του «...πέθανες» για απάντηση παίρνει ένα μεγάλο νιαούρισμα από τον Ρίρο και γνέφει «Έτσι μπράβο»

Αφήνω το γατί κάτω και κάνει ακριβώς το ίδιο. «Πρέπει να σε δει ψυχίατρος» λέω και προχωράει προς την κουζίνα κάνοντάς μου νόημα να τον ακολουθήσω.

«Ως μπαμπάς και των δύο πρέπει να τους προσέχω. Φέρε την σακούλα» φωνάζει και ρολάρω τα μάτια μου.

Θα έλεγα τώρα τι είναι, αλλά έχει χάρη.

Νιώθω το κινητό να δονείται στην τσέπη μου και το βγάζω όσο σκύβω για να πάρω την σακούλα.

Ωχ. Μήνυμα από τον Άρον.

Αφήνω την σακούλα ξανά κάτω και κοιτάζω μήπως έρχεται ο Ντομ.

Άρον: Τι κάνεις κούκλα;

Ξεφυσάω και νιώθω να με λούζει κρύος ιδρώτας. Για αυτό ευθύνεται η Αν, ξεκάθαρα!

Πήρε το κινητό μου σήμερα το πρωί, κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια μου, και του δέχτηκε το αίτημα στο instagram κάνοντάς τον μάλιστα και αίτημα πίσω. Όχι ότι έχω θέμα, γιατί εντάξει καλός είναι, αλλά κοίτα που φτάσαμε!

Μόλις φύγω από εδώ θα της τηλεφωνήσω και θα την βρίσω σε όσες γλώσσες ξέρω.

Του απαντάω στα γρήγορα ένα καλά είμαι, εσύ; αλλά πριν προλάβω να βάλω το κινητό στην τσέπη, ξαναχτυπάει.

Ας μην είναι πάλι αυτός, ας μην είναι πάλι αυτός, ας μην είναι πάλι αυτός...

Διπλό ωχ.

Αυτός είναι ο Μέισον.

Και μου έστειλε φωνητικό μήνυμα. Τι στο καλό γίνεται σήμερα μωρέ; Ήξεραν ότι θα έρθω στον Ντομ και άρχισαν να στέλνουν μηνύματα;

Βέβαια ο Μέισον είναι φίλος μου πλέον... Δηλαδή... ναι. Και ο άλλος απλά άκυρος. Τέλος.

«Την σακούλα από τον Βόρειο Πόλο την φέρνεις;» φωνάζει ο γατομπαμπάς από μέσα την στιγμή που μπαίνω στην συνομιλία μας με τον Μέις.

«Μισό λεπτό. Μου έστειλε η μαμά μου μήνυμα» λέω ψέματα γιατί προφανώς και δεν υπήρχε περίπτωση να του πω ότι μιλάω με τον Μέισον. Και μόνο που είχε δει το κολιέ που μου είχε πάρει εκείνα τα Χριστούγεννα όταν βγήκαμε πρώτη φορά στο Παρίσι, είχε χλωμιάσει από τα νεύρα του. Αν του έλεγα ότι είμαστε φίλοι τώρα, ο Ρίρο δεν θα γλίτωνε το σφάξιμο. Ούτε και εγώ για να είμαι ειλικρινής.

Βάζω το κινητό στο αφτί μου για να ακούσω το φωνητικό.

«Μωράκι τι κάνεις; Ελπίζω να μη σε πετυχαίνω στην αγκαλιά κανενός Γάλλου όσο ετοιμάζεται να σου ορμήξει. Η Κέισι από μέσα ουρλιάζει αλλά μην της δίνεις σημασία» χαμογελάω «Λέει ότι θέλει να στο κρατήσουμε έκπληξη, αλλά ξέρεις πως δεν τα πάω καλά με αυτά. ΣΟΥ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΠΑΡΙΣΙ ΟΛΕΕΕΕΕ. Ετοιμάσου να κάνουμε πανικό. ΠΑ ΝΙ ΚΟ... Ωραία επειδή τώρα δεν το γλιτώνω το ξύλο, σε αφήνω και πάω να κρυφτό. Φιλιά παντού»

Σχεδόν μου πέφτει το κινητό από τα χέρια.

Έρχονται Παρίσι; Τα παιδιά; ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!

«Είσαι καλά;» ρωτάει ο Ντομ και έρχεται κοντά μου. «Γιατί τσιρίζεις;»

Κλείνω βιαστικά το κινητό και το χώνω στην τσέπη μου. «Δεν τσιρίζω» απαντάω τέρμα φυσιολογικά σαν να μην άκουσα μόλις το πιο τέλειο πράγμα που μπορούσα να ακούσω.

Θα έρθουν οι φίλοι μου στο Παρίσι. Θα κλάψω!

«Τσίριξες. Αφού σε άκουσα» σταυρώνει τα χέρια του.

«Μάλλον ήταν η Μπέκι. Είδα ότι ο Ρίρο την έγλυφε πριν»

«ΤΙ ΕΚΑΝΕ ΛΕΕΙ;» γυρνάει και αρχίζει να φωνάζει στον γατούλη μου.


[...]

«Λοιπόν... κονιάκ έχεις;» ρωτάω και σκουπίζω λίγο το μέτωπό μου.

«Αφού μου έχεις απαγορεύσει να πίνω όταν μαγειρεύουμε» με κοιτάζει πονηρά από την άλλη πλευρά του πάγκου «Πονηρούλα, θες να τα τσούξουμε;»

Του πετάω ένα τσόφλι αυγού και τον πετυχαίνει στο χέρι. «Το χρειαζόμαστε για την γέμιση» εξηγώ και ξύνει το κεφάλι του.

«Παίζει να έχει κάπου εδώ η αδελφή μου. Δεν σου εγγυώμαι τίποτα όμως» πηγαίνει προς το μεγάλο σύνθετο με τα ποτά και ψάχνει. «Θα μου εξηγήσεις τώρα τι γλυκό φτιάχνεις... ε φτιάχνουμε, εννοώ; Από την στιγμή που μπήκες στην κουζίνα έχεις ένα τεράστιο χαμόγελο μέχρι τα αφτιά και μαγειρεύεις χωρίς να μου απευθύνεις καν τον λόγο» επιστρέφει με ένα μπουκάλι κονιάκ στο χέρι.

«Μπα; Νόμιζα ότι δεν σου αρέσει να μαγειρεύεις μαζί μου...» γεμίζω τέσσερις κουταλιές της σούπας κονιάκ και τις βάζω στο μείγμα με την νουτέλα και την κρέμα τυρί.

«Όταν με διατάζεις και γίνεσαι κακιά. Τότε δεν μου αρέσει μόνο» έρχεται δίπλα μου. «Τώρα δεν μου μιλάς καν και εγώ απλά κάθομαι και σε κοιτάζω»

Αφήνω το κονιάκ στον πάγκο και τον κοιτάζω. «Εντάξει συγνώμη. Έχεις δίκιο, κάποιες φορές γίνομαι κακιά»

Χαμογελάει σαν παιδάκι. «Θα με αφήσεις να φάω λίγη νουτέλα;»

«ΌΧΙ» φωνάζω και του χτυπάω το χέρι. «Κάτσε εκεί και θα σου πω τι κάνουμε. Βασικά όχι...» τον σταματάω πριν κάτσει. «Φέρε μου από το ψυγείο το παντεσπάνι, σίγουρα έχει κρυώσει αρκετά»

«Τι σκατά είναι το παντεσπάνι;» μουρμουρίζει μόνος του και γελάω. Ανοίγει το ψυγείο και προσεκτικά βγάζει το ταψί χωρίς να ρίξει τα βάζα που βρίσκονταν δίπλα του «Είδες; Μπορώ να χρησιμεύσω και εγώ κάπου!»

«Αν το έκανες μόνος σου, είμαι σίγουρη πως θα κατάφερνες να το καταστρέψεις!»

«Μα...»

«Λοιπόν» τον διακόπτω πριν αρχίσει τα παράπονα. Διορθώνω την ποδιά μου και τον κοιτάζω. «Το γλυκό που φτιάχνουμε λέγεται „Bûche de Noël" και είναι ο Χριστουγεννιάτικος κορμός που φτιάχνουν οι Γάλλοι και ξετρελαίνονται» ανακοινώνω και χτυπάω παλαμάκια.

«Κορμός; Σαν να λέμε κορμός δέντρου;» ρωτάει διστακτικά.

«Ακριβώς! Την γέμιση που ετοιμάζω εδώ» του δείχνω το μπολ μπροστά μου «...θα την απλώσουμε πάνω στο παντεσπάνι» δείχνω το ταψί για να καταλαβαίνει σε τι αναφέρομαι «και έπειτα θα το τυλίξουμε σε ρολό και τσουπ, έτοιμος ο κορμός!»

Έχει μείνει κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό. «Είναι ό,τι πιο τέλειο έχω ακούσει ποτέ!» φαίνεται όντως εκστασιασμένος και κάνω διακριτικά τον σταυρό μου. Ευτυχώς δεν περνάω όσα πέρασα τότε με τα μελομακάρονα.

«Είσαι έτοιμος να τα κάνεις τώρα όλα μόνος σου;» ρωτάω χαμογελαστή και με κοιτάζει έντρομος.

«Μου κάνεις πλάκα τώρα;»

Βγάζω την ποδιά μου «Η κουζίνα είναι όλη δικιά σου, γατομπαμπά» του αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο «Πάω να παίξω με τον Ρίρο και την Μπέκι» εξαφανίζομαι από την κουζίνα γελώντας.

«Θα το μετανιώσεις αυτό Έιβερι!»



~~~

Ο Ντομ να μαγειρεύει είναι σκέτη απόλαυση, αλήθεια♥

Επίσης ο κορμός που ανέφερα πιο πάνω, είναι πραγματικά ΠΕΝΤΑΝΌΣΤΙΜΟ γλυκό. Το κάνει συνέχεια η μαμά μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Και ήταν εντελώς ανεξπεκτιντ που όντως στην Γαλλία το φτιάχνουν τα Χριστούγεννα.

Την συνταγή θα σας την ανεβάσω στις συζητήσεις στο προφίλ μου, αν θέλετε να πειραματιστείτε☻

Εμείς τα λέμε αύριο. 

Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκιααα♥

Ρίρι


•14 DAYS LEFT🎄🎁🎇•

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top