Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου ⭐



Τώρα τελευταία (πέρα από τον Αργυρό που ακούω καθημερινά λολ) μου έχει κολλήσει ένα τραγούδι. Σας το βάζω πάνω να το ακούσετε. Είναι πραγματικά ουάου.


~~~

«Το θέμα είναι ότι αυτός σίγουρα δεν θέλει σχέση. Απλά θέλει να περάσει την ώρα του»

Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου με το που το ακούω αυτό. «Ούτε καν!» αφήνω το πιρούνι μου στο πιάτο και πιάνω το κρασί μου. «Σε καμία περίπτωση»

Γέρνει το κεφάλι της στο πλάι. «Μα σε παρακαλώ. Ο άνθρωπος φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά» τρώει άλλη μια μπουκιά από τον πεντανόστιμο κόκορα κρασάτο που παραγγείλαμε και οι δύο και κλείνει τα μάτια της από την απόλαυση «Πάντως αυτό το Coq au Vin σίγουρα με έχει κάνει να το ερωτευτώ»

Την κοιτάζω μπερδεμένη. «Σίγουρα μιλάμε για τον Ντομ;» ρωτάω και για κάποιον λόγο τα χέρια μου τρέμουν.

Δεν ξέρω αν φταίνε οι 3 γαλλικοί καφέδες που ήπια από το πρωί ή το γεγονός ότι η Αν μου έβγαλε τον Ντομ player της κακιάς ώρας χωρίς καν να ξέρω τον λόγο.

Θέλω να πω... έπειτα από όσα περάσαμε μαζί και μετά την μιάμιση μέρα μας στην Λυών... και όλα αυτά τα γλυκόλογα που μου έλεγε...

Ε όχι ρε φίλε! Δεν το δέχομαι αυτό!

«Ποιον Ντομ μωρή ηλίθια;» βουτάει η Αν καθόλου διακριτικά τα δάχτυλά της στο ποτήρι με το νερό και τα τινάζει πάνω μου. «Κοιμάσαι τόση ώρα που μιλάω; Έχεις ακούσει έστω και μια πρόταση;»

Ναι. Την τελευταία. Αυτή που έλεγε ότι ο Ντομ δεν θέλει σχέση και θέλει απλά να περάσει την ώρα του μαζί μου.

Σκουπίζω διακριτικά από το σαγόνι μου τις σταγόνες νερού.

Βρε μήπως δεν λέει για τον Ντομ τελικά;

«Σε ακούω παιδί μου» μουρμουρίζω και κοιτάζω το κινητό μου. Μου είπε ότι θα μου έστελνε μήνυμα με το που γυρνούσε σπίτι. Θα πήγαινε μαζί με την αδελφή του και την ανιψιά του στο ίδιο εμπορικό που πήγαμε μαζί για να πάρουν μια φάτνη, επειδή η προηγούμενη έσπασε.

«Όχι ρε Έιβερι δεν με ακούς» παίρνει από το χέρι μου το κινητό και το βάζει στα πόδια της. «Τόση ώρα σου μιλάω για τον Ντάνιελ και εσύ σκέφτεσαι τον Ντομ. Αν είναι δυνατόν ρε κορίτσι μου! Και εμείς ερωτευτήκαμε, δεν κάναμε έτσι» φωνάζει και κάτι κορίτσια από το διπλανό τραπέζι μας κοιτάζουν περίεργα.

«Χαμήλωσε το τόνο της φωνής σου. Και δώσε μου το κινητό, σε παρακαλώ» ψιθυρίζω και απλώνω το χέρι μου.

Κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι. Δεν σου το δίνω γιατί πάλι θα με γράψεις»

«Δεν σε γράφω, σου λέω!»

«Με γράφεις!»

«Ρε Αν γαμώτο...»

Αφήνω εκνευρισμένη το χέρι μου να πέσει στο τραπέζι. Ίσως τελικά ήταν κακή ιδέα να της πω να βγούμε για φαγητό το ίδιο απόγευμα που έχω κανονίσει κάτι τόσο σημαντικό για εμένα και τον Ντομ.

Άραγε μέσα σε 10 λεπτά πόσες φορές λέω το όνομα Ντομ; Καμία δεκαριά σίγουρα.

«Να! Βλέπεις;» με δείχνει με τον δείκτη της «Πάλι χάθηκες. Σου μιλάω και χαζεύεις» παρατάει το πιρούνι της μέσα στο πιάτο. «Μπορείς να μου πεις τι συμβαίνει;» αλλάζει την φωνή της και ακούγεται πιο γλυκιά.

«Είσαι διπολική» σχολιάζω πετώντας της ένα κομματάκι φρυγανισμένο ψωμί.

Ανακάθεται και περνάει μια τούφα των μαλλιών της πίσω από το αφτί της. «Είναι βασική αρχή της ψυχολογίας, παιδί μου. Το να αγριεύω και να σε νευριάζω δεν θα οδηγήσει πουθενά. Οπότε καλύτερα να σε καλοπιάσω ώστε από μόνη σου να μου τα πεις όλα» την κοιτάζω έκπληκτη «Εμ είμαι γεννημένη ψυχολόγος καλή μου»

Γελάω και σχεδόν αμέσως με την άκρη του ματιού μου εντοπίζω κάποιον με μαύρη ποδιά να έρχεται προς το μέρος μας

«Salut les belles filles» λέει μια γνωστή φωνή και σηκώνουμε σχεδόν ταυτόχρονα με την Αν το κεφάλι μας.

«Άρον καλέ μου!» ανακάθεται η φίλη μου και χαμογελάει μέχρι τα αφτιά. «Ça va;» ρωτάει και κοιτάζει εμένα με αγριεμένο ύφος αντί για αυτόν.

Παίρνω το αναψυκτικό μου και πίνω μια γουλιά χωρίς καν να σχολιάσω την συμπεριφορά της. Η ίδια της περίμενε ότι μετά το follow που μου έκανε ο Άρον στον λογαριασμό μου στο instagram, θα τον ακολουθούσα πίσω και αμέσως θα του έπιανα κουβέντα απαντώντας σε κάποια ιστορία του ή κάτι τέτοιο.

Βέβαια εγώ ακόμη δεν τον έχω δεχτεί καν, οπότε να ο λόγος γιατί κοντεύει να με φάει με τα μάτια της.

«Τώρα που σας είδα, εξαιρετικά» λέει και κοντεύω να πνιγώ με την γουλιά μου. «Κυβερνήτη των ξωτικών, είσαι καλά;» μου απευθύνει τον λόγο και αφήνω το ποτήρι στο τραπέζι.

«Je vais très bien merci!» απαντώ και κοιτάζω κάπου πίσω του. «Χαμός σήμερα στο μαγαζί ε;»

Διορθώνει την μαύρη του ποδιά και βάζει το χέρι του στην μεγάλη τσέπη που έχει μπροστά. «Που να δεις τι θα γίνεται από βδομάδα» σχολιάζει και βγάζει μια τεράστια χριστουγεννιάτικη στέκα για να την βάλει στο κεφάλι του «Από την Δευτέρα μέχρι και την Τρίτη θα είμαστε κλειστά βέβαια»

«Για ποιον λόγο;» ρωτάω με ενδιαφέρον ενώ κάτω από το τραπέζι νιώθω το πόδι της Αν να με σκουντάει δυνατά. Είμαι σίγουρη ότι δεν περίμενε σε καμία περίπτωση μια τέτοια οικειότητα μεταξύ μας.

Προσπαθεί να βάλει την στέκα σωστά και κρατιέμαι υπερβολικά πολύ να μην απλώσω τα χέρια μου για να διώξω τα δικά του και να του την βάλω εγώ όπως πρέπει. «Ο Μάνου συνεργάζεται εδώ και χρόνια με ένα ίδρυμα που προστατεύει αδέσποτα ζώα και επειδή στις 14 είναι η Παγκόσμια ημέρα Αγάπης, στήνουμε στην πλατεία Κονκόρντ ένα σπιτάκι με το όνομα του μαγαζιού και εξυπηρετούμε εκεί τους πελάτες» λέει με μια ανάσα κοιτώντας συνέχεια πίσω του, για να δει αν τον φωνάζουν.

«Είναι υπέροχη ιδέα...» σχολιάζω σχεδόν συγκινημένη και γνέφει.

«Μπορείς να έρθεις εννοείται! Να έρθετε» κοιτάζει και την Αν, η οποία τόση ώρα που ο Άρον απευθυνόταν μόνο σε εμένα, είμαι σίγουρη ότι ήθελε να μου χτυπήσει το κεφάλι στον τοίχο.

«Δεν θα παραλείψουμε» απαντάει χαμογελαστή και την σπρώχνω με το πόδι μου.

«Εγώ σίγουρα θα έρθω πάντως» λέω και ανακάθομαι στην καρέκλα μου. «Πριν κάτι μέρες βρήκα και εγώ τον Ρίρο στον δρόμο και τον κράτησα σπίτι. Νομίζω πως τα Χριστούγεννα τα ζωάκια δεν πρέπει να μένουν μόνα τους»

Άραγε ο καημένος ο Ρίρο τι να κάνει τώρα; Μάλλον θα μου τρώει τις παντόφλες και θα γεμίζει όλο το χαλάκι με τρίχες του.

Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου την Αν, η οποία βάζει ένα δάχτυλο στο στόμα της κάνοντας την γκριμάτσα του εμετού.

«Θα ήθελα να τον γνωρίσω κάποια μέρα τον Ρίρο» λέει ο Άρον χαμογελαστός και γνέφω. «Πρέπει να γυρίσω στην δουλειά. Χάρηκα που σας είδα κούκλες!» μας στέλνει από ένα φιλί και τρέχει για να παραδώσει μια παραγγελία σε ένα τραπέζι.

Τον παρατηρώ όπως απομακρύνεται και για λίγο χάνομαι στην σκέψη του να έρθει σπίτι μου για να γνωρίσει τον Ρίρο. Για κάποιον λόγο νομίζω πως αυτό το γατί ταιριάζει απόλυτα μαζί του. Καταρχάς είναι και οι δύο ξανθοί, ο ένας έχει ξανθά μαλλιά και ο άλλος ξανθή γούνα. Ο ένας έχει καστανά μάτια, ο άλλος... νομίζω μπλέ μάτια έχει ο Ρίρο...

Ένα κομματάκι ψωμί προσγειώνεται στο κεφάλι μου και ύστερα στο ποτήρι μου. «Τι κάνεις ρε άνθρωπε;» φωνάζω και προσπαθώ να το βγάλω από το αναψυκτικό πριν λιώσει εντελώς.

«Σου μιλάω και με γράφεις»

«Έχω αρχίσει πολύ σοβαρά να σκέφτομαι ότι είσαι του γιατρού» μουρμουρίζω και εν τέλει καταφέρνω να βγάλω το μουλιασμένο ψωμάκι. «Τι έλεγες πάλι;» σηκώνω το ποτήρι μου, αλλά έχει γεμίσει από μικρά κομματάκια ψωμιού που επιπλέουν, οπότε το αφήνω στην άκρη.

«Τι „κυβερνήτη των ξωτικών" ήταν αυτό που είπε; Είσαι εσύ κυβερνήτης των ξωτικών; Από πότε;» ρωτάει γέρνοντας περισσότερο προς το μέρος μου και μιλώντας χαμηλόφωνα.

Χαμογελάω. «Ψευδώνυμο είναι μωρέ. Μου είχε πει ένα βράδυ ότι το όνομα μου στα Γαλλικά σημαίνει αυτό το πράγμα. Ε και από τότε με αποκαλεί έτσι» της εξηγώ και την ίδια στιγμή το μετανιώνω όσο παρατηρώ την έκφρασή της.

Σωστά. Δεν της έχω πει τίποτα για καμία από τις συναντήσεις μου με τον Άρον. Τέλεια. Θα με κρεμάσει ανάποδα σαν γκι.

«ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;»

[...]

Κοιτάζω την ντουλάπα μου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Ο καιρός έξω δεν αστειεύεται και από ότι τσέκαρα στο Internet η επόμενη εβδομάδα προβλέπεται αρκετά κρύα με πολλά χιόνια.

Κοινώς, μάλλον θα με βρουν αγκαλιά με τον Ρίρο παγωμένους, αν δεν αποφασίσω να ανάψω επιτέλους το καλοριφέρ.

Προσπαθώ να στερεώσω την πετσέτα του μπάνιου στο σώμα μου και ταυτόχρονα το τουρμπάνι στα μαλλιά μου και νυχοπατώντας φτάνω στον θερμοστάτη του δωματίου μου ρυθμίζοντάς τον στους 25 μπας και καταφέρει να ζεσταθεί λίγο το κοκαλάκι μου.

Όταν έκλεινα το σπίτι πριν έρθω στο Παρίσι, στο συμβόλαιο έλεγε ότι τα πάντα συμπεριλαμβάνονται στην τιμή. Βέβαια όταν ήρθα εδώ και μίλησα λιγάκι με την διαχειρίστρια μέσω google translate, μου εξήγησε όντας σχεδόν έτοιμη να μου επιτεθεί από τα νεύρα της, ότι το πετρέλαιο και συνεπώς η ζέστη, είναι επιπλέον χρέωση και άλλες τέτοιες αρλούμπες. Προσπάθησα να συνεννοηθώ μαζί της, μέσω του γιού της που ήξερε καλά αγγλικά αλλά ήταν ακόμη χειρότερος από την ίδια, ότι το συμβόλαιο που υπέγραψα έλεγα άλλα πράγματα και εν τέλει τηλεφώνησα στην μαμά μου το ίδιο απόγευμα για να μιλήσει εκείνη μαζί του μπας και βγάλει άκρη.

Και το καλό είναι ότι όχι μόνο συνεννοήθηκαν, αλλά η μαμά μου κυριολεκτικά τους έβρισε και τους απείλησε με μήνυση, και εν τέλει χρησιμοποιώ τα καλοριφέρ του διαμερίσματος χωρίς να με νοιάζει.

Αλλά προς το παρόν τα έχω ανάψει ελάχιστες φορές, επειδή όταν ήρθα τον Σεπτέμβριο κυκλοφορούσα με κοντομάνικα και σορτσάκια και γενικά μέχρι τέλη Νοεμβρίου ο καιρός ήταν ηλιόλουστος και ζεστός.

Πέφτω με δύναμη στο καλοριφεράκι που έχω ακριβώς δίπλα από το μικρό μου γραφείο και ακούω τον χαρακτηριστικό ήχο που βγάζει όσο αρχίζει σιγά σιγά να ζεσταίνεται.

Με το που νιώθω τα χέρια μου να επανέρχονται στην φυσιολογική τους θερμοκρασία, ακούω χτυπήματα στην πόρτα και τινάζομαι μέχρι πάνω.

Σκατά! Αν είναι η διαχειρίστρια με έναν μπαλτά στο χέρι, δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να της αμυνθώ φορώντας μόνο μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από το σώμα μου. Σκατά, σκατά, σκατά!

Περπατάω σιγά σιγά προς την πόρτα και καταριέμαι την ώρα και στιγμή που την έφτιαξε ο ιδιοκτήτης της και ξέχασε να βάλει ένα ματάκι. Έλεος ρε άνθρωπε, να πούμε! Και πως στο καλό θα ξέρουμε αν αυτός που είναι πίσω από την πόρτα δεν θέλει να μας σκοτώσει δηλαδή; Τα δάχτυλά μας θα μυρίσουμε;

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αγγίζω το πόμολο.

Τι θα της πω αν είναι όντως αυτή;

Συγνώμη κυρία μου, αλλά δεν έχετε το δικαίωμα να έρχεστε εδώ και να μου ζητάτε να κλείσω τον θερμοστάτη, μετά την συνομιλία που είχατε με την μητέρα μου, η οποία σας απείλησε. Ναι, σας απείλησε για απάτη! Ακούτε; Άντε στα τσακίδια τώρα!

Ωραία. Αυτό θα πω.

Πως το λέμε στα γαλλικά όμως αυτό;

Τρέχω σαν το ροντ ράνερ κρατώντας με το ένα χέρι την μια πετσέτα και με το άλλο το τουρμπάνι στα μαλλιά και παίρνω το κινητό μου από το μπάνιο. Κλείνω την playlist με τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια στο Spotify και γράφω στο google translate αυτό ακριβώς που σκέφτηκα.

Πλέον έχουν σταματήσει τα χτυπήματα στην πόρτα, και ακούγεται το κουδούνι.

Ε μωρέ και αυτή επιμονή που την έχει...

Φτάνω στην πόρτα και όταν εν τέλει έχω ολόκληρη την μετάφραση έτοιμη, την ανοίγω.

«Désolé madame, mais vous n'avez pas raison...»

«Τι παρεζόν παιδί μου; Στραμπούλησες την γλώσσα σου;» φωνάζει ο Ντομ και με κάνει στην άκρη για να μπει μέσα στο σπίτι. «Τι έκανες τόση ώρα και δεν άνοιγες; Πωπω πάγωσα»

Μένω κάγκελο να τον κοιτάζω με την πόρτα ορθάνοιχτη όσο εκείνος μπαίνει μέσα, κοιτάζει τον χώρο και με το που βρίσκει το καλοριφέρ, τρέχει κατά πάνω του και το αγκαλιάζει.

«Γιατί ήρθες τόσο νωρίς εσύ;» ρωτάω και κλείνω την πόρτα επειδή όντως κάνει παγωνιά.

«Τι νωρίς ρε Έιβ; 7 δεν μου είπες;» βγάζει το μπουφάν του και ξανακολλάει στο καλοριφέρ.

Τον πλησιάζω με αργά βήματα. «Είναι 6 και 20!» του δείχνω το κινητό μου και τότε είναι που με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω.

Σκατά. Είμαι βρεγμένη και στέκομαι μπροστά μου μόνο με μια πετσέτα.

«Πάντα έρχομαι πιο νωρίς Έιβερι» ψιθυρίζει όσο με κοιτάζει και κοκκινίζω.

Ε εντάξει. Δεν είναι άλλωστε ότι δεν με έχει ξαναδεί ποτέ με την πετσέτα. Ή και χωρίς αυτήν...

Αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό!

«Άλλη φορά να παίρνεις τηλέφωνο πριν έρθεις» του γυρίζω την πλάτη και χώνομαι στο δωμάτιό μου κλείνοντας, όχι εντελώς, την πόρτα.

«Και εσύ να κάνεις μπάνιο πιο νωρίς. Όχι τελευταία στιγμή!» φωνάζει και ρολάρω τα μάτια μου. «Έχεις τουλάχιστον κανένα τσάι να κάνω;»

Γουρλώνω τα μάτια μου και ξαναβγαίνω τρέχοντας από το δωμάτιο. «Τσάι; Θες να πιείς τσάι; Τι; Πονάει ο λαιμός σου; Δεν μπορείς να μιλήσεις; Βήχεις; Μη μου λες τέτοια, μη μου λες τέτοια!» κάνω σαν υστερική, το ξέρω, αλλά ήμουν πάρα πολύ σαφής όταν του είπα ότι θα χρειαστεί να ξανατραγουδήσει και μάλιστα σήμερα.

Με κοιτάζει με απορία.

Τι; Δεν του το είπα;

«Απλά ήθελα να πιώ τσάι» ψελλίζει και τον κοιτάζω μες τα μάτια.

«Γιατί ψιθυρίζεις; Πονάει ο λαιμός σου;» τον πλησιάζω κι άλλο. Είμαι στο τσακ να του ζητήσω να ανοίξει το στόμα του για να ελέγξω τις αμυγδαλές του.

«Γιατί με φοβίζεις» σχηματίζει τον σταυρό με τα δάχτυλά του μπροστά στα μούτρα μου. «Φύγε γιατί θα τσιρίξω»

Απομακρύνομαι και σφίγγω την πετσέτα γύρω μου. «Είσαι σίγουρα καλά;» ρωτάω για τελευταία φορά.

«Τι σε έχει πιάσει μωρέ; Μια χαρά είμαι, χτύπα ξύλο» απλώνει το χέρι του και χτυπάει το κεφάλι μου. Ρουθουνίζω και γελάει. «Έχεις τσάι ή όχι;»

«Στο τρίτο συρτάρι. Και ο βραστήρας είναι πίσω σου» του γυρίζω την πλάτη για να ξαναμπώ στο δωμάτιό μου.

Ντύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ και βάφομαι τόσο ώστε να μην φαίνεται και υπερβολικά πολύ. Σχεδόν ανησυχώ που από το σαλόνι δεν ακούω ούτε τον Ντομ, ούτε και τον Ρίρο και πραγματικά εύχομαι ο μικρός να τον έφαγε.

Βγαίνω από το δωμάτιο προσπαθώντας να κάνω μια κοτσίδα τα μαλλιά μου. «Είμαι έτοιμη» ανακοινώνω και ο Ντομ γυρίζει να με κοιτάξει από τον καναπέ.

«Ωραίο πάντως το έχεις κάνει. Είναι πολύ Έιβερι όλο αυτό» λέει και πηγαίνω δίπλα του.

«Για ποιο πράγμα λες;»

«Για το σπίτι ρε χαζή. Το διακόσμησες πολύ ωραία» μου δείχνει με το βλέμμα του και γνέφω.

«Εντάξει καλό είναι» πηγαίνω στην παπουτσοθήκη μου «Δεν με νοιάζει είναι η αλήθεια. Εξάλλου δεν σκοπεύω να μείνω εδώ για πολύ ακόμα» ψάχνω τα μποτάκια μου και τα βρίσκω χωμένα στο βάθος.

«Δεν το σκέφτηκες καθόλου αυτό;» ρωτάει και τον κοιτάζω όσο έχω το χέρι μου χωμένο στο ντουλάπι.

«Το να μείνω εδώ;» γνέφει «Δεν νομίζω πως θέλω. Έχω και μια σχολή να τελειώσω. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον να έρθω ξανά για διακοπές» βγάζω τα παπούτσια και τα φοράω.

«Μάλιστα» τον ακούω να λέει «Εγώ πάντως θα έμενα»

Γελάω δυνατά. «Δεν ξέρεις καν την γλώσσα ρε Ντομ. Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι με το να αντικαθιστάς το γράμμα „ρ" με το „γ", θα καταλαβαίνουν οι Γάλλοι τι λες» πηγαίνω στην μαξιλάρα του Ρίρο και τον φωνάζω.

«Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που με απασχολεί. Θα μου μάθεις εσύ Γαλλικά»

«Βρήκες άτομο και εσύ τώρα...» κοιτάζω πίσω από την τηλεόραση. «Είδες πουθενά τον Ρίρο;»

«Ναι, εδώ τον έχω» σηκώνει το χέρι του και μου δείχνει το γατί που έχει κουλουριαστεί πάνω του και κοιμάται.

Για κάποιον λόγο η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Μπορεί ο Ρίρο να ταιριάζει με τον Άρον, αλλά ο Ντομ θα γινόταν σίγουρα καλός γατοπατέρας.

Τι σκέφτομαι μωρέ και εγώ;

«Έχω αρχίσει να πιστεύω πως και οι γάτες μπορούν να σε ερωτευτούν» παίρνω προσεκτικά το γατί και το αφήνω στο μαξιλάρι του.

Ακούω το ανάλαφρο γέλιο του. «Μα είμαι αξιαγάπητος» τον ακούω να προχωράει και τον βλέπω να στέκεται δίπλα από το δεντράκι μου. «Πολύ όμορφο»

Σαν κι εσένα, θέλω να πω, αλλά το καταπίνω. «Όντως» πηγαίνω δίπλα του και βγάζω τα φωτάκια από την πρίζα.

Πιάνει με τα δάχτυλά του τον μικρό τάρανδο και παίρνω μια κοφτή ανάσα. «Αυτό μοιάζει με εκείνον που μου έδωσες» με κοιτάζει και τα μάτια του γυαλίζουν.

Χαμογελάω «Έψαξα σε όλο το Παρίσι για να βρω ένα παρόμοιο. Ήθελα βλέπεις να έχω κάτι που να σε θυμίζει»

Τέλεια. Άνοιξε το κουτί και τώρα μιλάω χωρίς καν να το σκέφτομαι. Μόνο ο Ντομ καταφέρνει κάτι τέτοιο.

Δαγκώνει τα χείλη του και χαμογελάει. Έπειτα αφήνει τον τάρανδο στην θέση του και βγάζει από την τσέπη του κάτι άλλο.

«Τελικά τα ίδια πράγματα σκεφτόμαστε» μουρμουρίζει και μου δείχνει τον ίδιο τάρανδο που του είχα δώσει πριν 2μιση χρόνια. Στα μοναδικά Χριστούγεννα που είχα περάσει μαζί του.

«Το... το κουβαλάς μαζί σου;» ρωτάω συγκινημένη και το πιάνω στα δάχτυλά μου.

«Ήθελα βλέπεις να έχω κάτι που να σε θυμίζει» επαναλαμβάνει τα λόγια μου και χαμογελάω.

Προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου και πέφτω πάνω του τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από το σώμα του.

Είναι η πρώτη φορά που νιώθω ότι αυτή η σχέση μεταξύ μας είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο από αυτό που νομίζαμε και οι δύο.

[...]

«Last Christmas I gave you my heart, but the very next day you gave it away. This year to save me from tears, I gave it to someone special...» με κοιτάζει όσο λέει τραγουδάει τις τελευταίες δύο λέξεις και χαμογελάω από την ακρούλα που τον κοιτάζω.

Η Άντρεα δίπλα του, τον έχει πιάσει από την μέση και τον τραβάει συνέχεια για να χορέψει, και από το βλέμμα του καταλαβαίνω ότι αισθάνεται λίγο άβολα, αλλά δεν λέει τίποτα.

Δεν έχει ούτε 20 λεπτά που ξεκίνησαν να τραγουδάνε μαζί δίπλα από την Αψίδα του Θριάμβου, στο ίδιο μέρος δηλαδή που γνωρίσαμε την Άντρεα, και ήδη έχει αρχίσει να έρχεται συνέχεια κόσμος και να τους παρακολουθεί μαγεμένος.

Τυλίγομαι περισσότερο με το κασκόλ μου και δαγκώνω ένα μεγάλο κομμάτι από το μαλλί της γριάς που αγόρασα. Με το που φτάσαμε κατάλαβε αμέσως τι επρόκειτο να γίνει και γκρίνιαζε ότι δεν θέλει να τραγουδήσει μπροστά σε κόσμο και με απειλούσε ότι θα τραγουδήσει γαλλικά τραγούδια με την απαίσια προφορά του για να τους διώξει όλους.

Όμως με τις καραμέλες που του αγόρασα το βούλωσε και έκατσε στην άκρη όσο μιλούσα με την Άντρεα.

Το τραγούδι τελειώνει και ο κόσμος παραληρεί και αφήνει λεφτά στην ανοιχτή θήκη κιθάρας που είναι μπροστά τους. Ο Ντομ κάνει υπόκλιση και στέλνει φιλιά σε όλους λες και βρίσκεται σε συναυλία και η Άντρεα από δίπλα μιλάει με το αγόρι της που είναι στο μπάσο.

Τους πλησιάζω όταν φεύγει ο πολύς κόσμος και χειροκροτώ. «Ήσασταν φοβεροί και οι δύο» αγκαλιάζω πρώτα την Άντρεα και έπειτα πηγαίνω δίπλα στον Ντομ»

«Merci beaucoup mon cher!» με φιλάει και στα δύο μάγουλα και έπειτα γυρίσει στο αγόρι της. «Louis, viens voir quelque chose!»

«Πότε θα καταλάβεις ότι έχεις τέλεια φωνή;» ρίχνω αγκωνιά στον Ντομ όσο προσπαθεί να πάρει λίγο μαλλί της γριάς.

«Έτσι όπως το πας, το βλέπω, θα με στείλεις σε κανένα reality» με κοροϊδεύει και γνέφω ενθουσιασμένη.

«Θα νικήσεις. Πιστεύω σε εσένα»

«Ορίστε! Και το αγόρι μου λέει ότι ταιριάζετε! Mon chéri, είστε τέλειοι μαζί!» φωνάζει η Αντρέα έχοντας αγκαλιά το αγόρι της.

«Το ξέρουμε Αντρέα» πετάγεται ο Ντομ και την πιάνει αγκαζέ από την άλλη πλευρά. «Σε εκείνη πες το» με δείχνει με το δάχτυλό του.

«Σοβαρευτείτε όλοι σας!» φωνάζω και γελάνε και οι τρεις. Ο Λουί παίζει να μην ξέρει καν αγγλικά, αλλά γελάει μαζί με τους άλλους δύο.

«Αν δεν τα φτιάξετε μέχρι να φύγετε από το Παρίσι, θα σου θυμώσω» με απειλεί και μου κλέβει και εκείνη λίγο από το γλυκό μου. Σκύβει προς το μέρος μου «Il est amoureux de toi» ψιθυρίζει και μου κλείνει το μάτι.

Χαμογελάω. Το ξέρω ότι είναι ερωτευμένος μαζί μου.

Τον κοιτάζω όσο προσπαθεί να συνεννοηθεί με τον Λουί. Είναι ένας γλύκας έτσι όπως τον κοιτάζει χωρίς να καταλαβαίνει Χριστό τι του λέει.

«Αντρέα» φωνάζω και γυρίζει «Moi aussi je» απαντάω και χειροκροτάει.

Μπορείς να μην τον ερωτευτείς άραγε;




~~~

Απλά έκανα εικόνα τον Ντομ στο The Voice να τραγουδάει χριστουγεννιάτικα τραγούδια, και να γυρίζει ο Αργυρός πρώτος την καρέκλα και ο Ντομ να είναι σε φάση ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΓΥΡΙΣΕ ΤΟ ΚΡΑΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΟΥΥ.

Χμ σε ένα παράλληλο σύμπαν θα ΓΑΜΟΥΣΕ!

Ελπίζω να σας άρεσε το σημερινό κεφάλαιο♥

Τα λέμε αύριοοοο

Ακούστε το τραγούδι πάνω btw.

Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκιαααα♥

Ρίρι



•14 DAYS LEFT🎄🎁🎇•

(ΓΙΑΤΙ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΓΑΜΩΤΟ;)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top