Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 🕰️


Αρχίζω να πιστεύω ότι θα μου είναι σχεδόν ακατόρθωτο να ανεβάζω κάθε μέρα κεφάλαια...


~~~

Η απόφαση είναι δύσκολη. Ίσως και από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που έχω κληθεί να λάβω. Αλλά ξέρω και εγώ και αυτή ότι αν δεν κάνω την σωστή επιλογή θα το μετανιώσουμε και οι δύο οικτρά.

Σκέψου Έιβ. Σκέψου πολύ καλά.

«Ντύθηκες επιτέλους;» φωνάζει η Αν και κλείνω με δύναμη τα φύλα της ντουλάπας.

«Σταμάτα να ρωτάς κάθε 5 λεπτά» απαντάω και με το πόδι μου σπρώχνω την πόρτα του δωματίου τόσο ώστε να κλείσει εντελώς.

«Αν δεν είσαι έτοιμη μέσα στα επόμενα 10 λεπτά, φεύγω μόνη μου»

Ανοίγω το στόμα μου για να της απαντήσω το κλασικό „Φύγε, έτσι κι αλλιώς δεν έχω καμία όρεξη να έρθω" αλλά το ξανακλείνω όταν συνειδητοποιώ ότι όντως θέλω να πάω στο πάρτι για το οποίο μου τα έχει κάνει τσουρέκια από το πρωί.

Κοιτάζω ξανά τις δύο επιλογές μου.

Όχι ξέρεις κάτι; Δεν με νοιάζει στην τελική. Ένα απλό πάρτι είναι. Σιγά μην ντυθώ λες και πάω στα μπουζούκια.

Βγάζω βιαστικά το πρώτο συνολάκι που είδα και μου άρεσε και μέσα σε λιγότερα από 5 λεπτά βγαίνω έξω από το δωμάτιό μου.

«Μουσίτσα, τελικά θες να έρθεις στο πάρτι» σηκώνεται η Αν όρθια και μόλις με βλέπει μένει ακίνητη. «Καλά παιδί μου γιατί φόρεσες τζιν;»

Βλέπω την αντανάκλαση μου στον καθρέφτη. Συγνώμη, τι κακό έχει το τζιν;

«Εσύ, πες μου, γιατί ντύθηκες λες και πας σε απονομή Όσκαρ;» διορθώνω λίγο το κραγιόν που έχει ξεφύγει από τα χείλη μου.

«Γιατί είναι πάρτι; Χελλόου!» κουνάει τα χέρια της δεξιά και αριστερά. «Και στα πάρτι ο κόσμος ντύνεται καλά»

Ανοίγω το ντουλάπι για να βγάλω τα μποτάκια μου. Αυτά με το λίγο τακουνάκι, για να μην γκρινιάζει. «Γιατί εγώ δεν ντύθηκα καλά; Δεν πρόσεξες την ζεβρέ μου μπλούζα; Έχω και τον ένα ώμο έξω, αν θες να ξέρεις»

Την κοροϊδεύω μες τα μούτρα, αλλά πραγματικά δεν υπήρχε περίπτωση να φορέσω φόρεμα και ψιλοτάκουνες γόβες όπως κάποιος άλλος...

«Δεν θα βάλεις ποτέ μυαλό εσύ» μουρμουρίζει μόνη της και φοράει το παλτό της από πάνω. «Άντε κουνήσου»

«Θα ορκιζόμουν ότι μιλάω με την Κέισι. Αλήθεια» λέω γελώντας και εκείνη με περιμένει στην εξώπορτα. «Είστε ίδιες. Πραγματικά ίδιες» βγάζω τα κλειδιά μου και την αφήνω να προπορευτεί ώστε να κλειδώσω.

Ναι, από το πρώτο κιόλας βήμα έξω από το σπίτι μου, μετανιώνω που πάω σε αυτό το πάρτι.


[...]

«Santé!» λέμε όλοι με μια φωνή και ταυτόχρονα τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας. Η Αν τυλίγει το χέρι της γύρω από τον ώμο μου και σηκώνει το ποτήρι της ψηλά.

«Στην υγεία της όμορφης φίλης μου» χτυπάει απότομα το ποτήρι της στο δικό μου κάνοντας λίγο από το ποτό να πεταχτεί έξω.

«Στην υγεία της μεθυσμένης δικής μου φίλης» της λέω γελώντας και ταυτόχρονα σκουπίζω το χέρι μου πάνω στο τζιν μου.

«Περνάς καλά;» ρωτάει μέσα στο αφτί μου και της γνέφω μιας και η μουσική είναι τόσο δυνατά και η Αν είναι τόσο μεθυσμένη που σίγουρα δεν θα καταλάβαινε ό,τι και αν της έλεγα.

Γυρίζει στην υπόλοιπη παρέα και σηκώνει ξανά ψηλά το ποτήρι της «Buvons!» τσιρίζει και όλοι γελάνε και κάνουν ακριβώς αυτό που τους είπε. Κατεβάζουν τα ποτά τους με ασύλληπτα γρήγορους ρυθμούς.

Και μετά λένε ότι στους Γάλλους δεν αρέσει να βγαίνουν έξω και να πίνουν!

Ω σε παρακαλώ. Μάλλον αναφέρονται στους μεγαλύτερους σε ηλικία, διότι οι νέοι το μόνο που κάνουν είναι να πίνουν δέκα δέκα τα pastis και όλη την παραγωγή βότκας. Τουλάχιστον οι συγκεκριμένοι με τους οποίους βγήκαμε.

Κάθομαι σε ένα σκαμπό που βρίσκω με δυσκολία και αφήνω το ποτήρι μου πάνω σε ένα ξένο τραπέζι.

Γνωρίζοντας την Αν σχεδόν 3 μήνες, θα έλεγε κανείς ότι κανονικά έπρεπε να ξέρω ότι το „θα πάμε για ένα ποτάκι" κανονικά σημαίνει „θα πιείς όσο δεν έχεις ξαναπιεί στην ζωή σου".

Και το θέμα είναι μόλις έκανα ρεκόρ στα ποτά που ήπια απόψε φτάνοντας στον αριθμό 6 και μισό. Το μισό είναι ένα σφηνάκι που μας κέρασαν από το διπλανό τραπέζι το οποίο αν θυμάμαι καλά ήταν αυτό που με αποτελείωσε. Γιατί ήταν Glühwein, ναι δίπλα μας κάθονται κάτι Γερμανοί, το οποίο ήταν τέρμα γλυκό και καμία σχέση με τα pastis και την βότκα που πίναμε πριν.

Κοινώς αισθάνομαι ψιλομεθυσμένη, ψιλοζαλισμένη και ψιλοεκνευρισμένη. Για όλα τα προηγούμενα.

Το μαγαζί είναι παραπάνω από γεμάτο και όλοι χορεύουν με την συνοδεία κάτι χριστουγεννιάτικων τραγουδιών στα γαλλικά, που αντικειμενικά τώρα, πρέπει κάποιος να πει στους Γάλλους ότι τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια τους είναι αισχρά.

Σηκώνομαι ξανά όρθια και στηρίζομαι από το μπράτσο μιας κοπέλας που αν θυμάμαι καλά το όνομά της είναι το ίδιο με έναν μήνα.

«Είσαι καλά;» μου λέει η κοπέλα και της σηκώνω τον αντίχειρά μου ως ένδειξη ότι είμαι καλά, αλλά όχι τόσο καλά ώστε να μπορέσω να μιλήσω.

Μου χρειάζεται επειγόντως αέρας. Και νερό. Αλλά κυρίως αέρας.

Ψάχνω κάτω από το τραπέζι την τσάντα μου και το παλτό μου και ευτυχώς τα βρίσκω αρκετά εύκολα δεδομένου ότι σε εκείνο το μικρό ραφάκι έχουμε στηρίξει τσάντες και μπουφάν ικανά να ντύσουν δεκαπέντε πλαστικές κούκλες στα Macy's.

Πίνω μια γουλιά νερό από το πρώτο ποτήρι που βρίσκω μπροστά μου και πιθανόν να μην είναι καν δικό μου και κουνάω το άλλο μου χέρι δεξιά και αριστερά ώστε να με δει η Αν. Μόλις με αντιλαμβάνεται, της κάνω νόημα ότι βγαίνω έξω και κουνάει θετικά το κεφάλι της.

Σπρώχνω αρκετά άτομα για να καταφέρω να βρω την έξοδο, βέβαια κανείς δεν παίρνει χαμπάρι τίποτα γιατί κυριολεκτικά όλοι είναι στην κοσμάρα τους. Στην μεθυσμένη κοσμάρα τους.

Το λεπτό που φτάνω ένα βήμα πριν την έξοδο, καταφέρνω επιτέλους να πάρω μια κανονική ανάσα.

Γενικά στην ζωή μου έχω πάει σε αρκετά κλαμπ. Και αυτό επειδή τις περισσότερες φορές μας έσερναν ο Τζακ και ο Μέισον σε μέρη όπου είχαν γνωριμίες και θα μας έβαζαν σε καλά τραπέζια. Οπότε συνήθως δεν γινόμασταν ένα με την μάζα που χτυπιόταν και βρίσκονταν ο ένας πάνω στον άλλο, γιατί είχαμε τα λεγόμενα μέσα στο μαγαζί.

Και τις ελάχιστες φορές που πήγαμε μόνο κοριτσοπαρέα σε κλαμπ, ήταν από τις χειρότερες γιατί συνέβαινε ακριβώς αυτό που συμβαίνει και τώρα. Μόνο που η διαφορά είναι ότι αυτό το μαγαζάκι είναι συνοικιακό, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μαζεύει γενικά πάρα πολύ κόσμο και ότι δεν είναι τόσο γνωστό, ενώ στα κλαμπ πίσω στην πατρίδα γινόταν ο τρελός χαμός, μιας και αρκετοί ερχόντουσαν από εντελώς διαφορετικές περιοχές.

Στην είσοδο στέκεται μια κοπελίτσα που μάλλον δουλεύει στο μαγαζί και απλά ανοιγοκλείνει την κεντρική πόρτα.

«Mademoiselle, vous allez bien?» με ρωτάει την στιγμή που σκοντάφτω σε ένα μικρό εξόγκωμα πάνω στο πάτωμα. «Est-ce que tu veux un verre d'eau?»

Μένω να την κοιτάζω σκεπτική. Με ρώτησε αν είμαι καλά, σωστά;

Eau; Τι σημαίνει αυτό;

«Sabrina, je vais accompagner la fille» λέει κάποιος άλλος από πίσω μου όσο προσπαθώ να θυμηθώ τι σημαίνει αυτή η λέξη.

«Prends soin d'elle» λέει ξανά η κοπέλα κοιτώντας με ανήσυχη.

«Εννοείται πως θα την φροντίσω» λέει το αγόρι πίσω μου.

Τι φάση; Δεν έχω πιεί και τόσο πολύ για να μην αναγνωρίζω τι λένε. Γαμώτο, μόλις γυρίσω πίσω, θα βρω καθηγήτρια να μου κάνει Γαλλικά.

Επίσης το αγόρι μίλησε στην γλώσσα μου ή έχουν αρχίσει οι παραισθήσεις;

Νιώθω δύο χέρια να με πιάνουν από τα μπράτσα και η κοπελίτσα, που μάλλον την λένε Sabrine, να ανοίγει την πόρτα μπροστά μου χαμογελώντας.

Ανοίγω το στόμα μου για να πω ευχαριστώ, αλλά το νιώθω τόσο ξερό. Χρειάζομαι επειγόντως νερό.

Ωπα. Κάτσε. Ναι ρε! Eau σημαίνει νερό! Η κοπέλα ρώτησε να θέλω ένα ποτήρι με νερό!

Πφστ, είμαι ή δεν είμαι μετά Γαλλίδα;

Γυρνάω να της πω ότι θέλω οπωσδήποτε νερό, αλλά η πόρτα κλείνει ε και δεν έχω το κουράγιο να την ξανανοίξω.

Κατεβαίνω τα τρία σκαλάκια μπροστά μου αγνοώντας εντελώς την τεράστια ουρά κόσμου που περιμένει να μπει στο μαγαζάκι και περπατάω όλο ευθεία. Με το που φτάνω στο παγκάκι που είχα εντοπίσει εδώ και αρκετό καιρό αλλά ποτέ δεν είχα κάτσει, σωριάζομαι και αμέσως το κρύο με χτυπάει στα μούτρα.

«Δεν θα ξαναπιώ ποτέ» μουρμουρίζω και κλείνω τα μάτια μου.

Το θέμα είναι ότι τώρα θα πρέπει να περιμένω πότε θα αποφασίσει η Αν να φύγει από εκεί μέσα για να γυρίσουμε μαζί σπίτι μου επειδή φοβάμαι να κυκλοφορήσω τέτοια ώρα μόνη.

Και δεν ξέρω καν τι ώρα είναι.

«Ορίστε» ένα χέρι με ένα μπουκαλάκι με νερό εμφανίζεται με το που ανοίγω τα μάτια μου. «Πιες για να μην πάθεις αφυδάτωση» σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω ένα γνώριμο πρόσωπο.

Ει αυτός είναι ο Άρον, ο σερβιτόρος από την προηγούμενη φορά. Την γκαντεμιά μου μέσα.

Παίρνω ντροπαλά το μπουκάλι με το νερό από το χέρι του και το πίνω ολόκληρο μέσα σε 20 δευτερόλεπτα λες και δεν είχα ξαναπιεί ποτέ νερό στην ζωή μου.

«Ευχαριστώ πολύ» μουρμουρίζω και σκουπίζω από το πηγούνι μου κάτι σταγόνες που ξέφυγαν.

«Δεν κάνει τίποτα Έιβερι» απλώνει το χέρι του και το κοιτάζω περίεργα. Τι; Θέλει να με σηκώσει να χορέψουμε; Δεν βλέπει ότι είμαι ολίγον τι ντίρλα; Του δίνω διστακτικά το δικό μου και γελάει «Το μπουκάλι. Να το πετάξω στον κάδο» λέει και μαζεύω ντροπιασμένη το χέρι μου αντικαθιστώντας με το μπουκάλι.

Πόσο ρεζίλι μπορώ να γίνω πια;

Μου γυρίζει την πλάτη και κάνω λίγο αέρα με την παλάμη μου. Είμαι σίγουρη ότι έγινα σαν ντομάτα, ελπίζω να μην το προσέξει βέβαια.

Με το που επανέρχεται, κατεβάζω το χέρι και χαμογελάω.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» αναρωτιέμαι και κάνω στην άκρη για να κάτσει.

Μου δείχνει τα ρούχα του και, ναι δεν ντρέπομαι θα το πω, τον τρώω με τα μάτια μου. Δηλαδή εντάξει, το παιδί και τις προηγούμενες φορές που έτυχε να τον δω ήταν ωραίος, αλλά τώρα φαίνεται ακόμη πιο ωραίος. Κυρίως με αυτό το κολλητό μαύρο τζιν και την επίσης μαύρη ποδιά.

«Δουλεύω βασικά αν το ξέχασες» έρχεται και κάθεται δίπλα μου στο παγκάκι «Για το πάρτι ήρθες ε;»

Γνέφω και κοιτάζω το κινητό μου. 3 και 20. Ακόμη; Γιατί δεν περνάει η ώρα μωρέ;

«Με μια φίλη μου ήρθα η οποία ξεσαλώνει μέσα» λέω και γελάει σιγανά. «Έχω πάρει την απόφαση ότι δεν είμαι για πάρτι και βλακείες. Καλύτερα σπίτι χουχουλιασμένη με ταινίες και ποπκορν, παρά αυτό» κάνω νόημα προς το μαγαζί και την ούρα που ολοένα και αυξάνεται.

«Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο σε αυτό» απαντάει και σταυρώνει μπροστά τα πόδια του. «Και τι δεν θα έδινα να ήμουν σπίτι και να κοιμόμουν αυτή την στιγμή»

«Αλήθεια πως την αντέχεις αυτή την δουλειά;» ρωτάω και νιώθω σιγά σιγά το κεφάλι μου καλύτερα. Σίγουρα το νερό μου καταβρόχθισα βοήθησε, αλλά και το αεράκι έξω ξεθόλωσε λίγο το μυαλό μου.

Ανασηκώνει τους ώμους του. «Υποθέτω από κάποια φάση και μετά είναι απλά μια συνήθεια»

«Πόσο καιρό δουλεύεις εδώ;»

Με κοιτάζει χαμογελαστός. «3 χρόνια»

«Κάτσε. Πόσο χρονών είσαι;» αυτή η ερώτηση μου ξεφεύγει και σχεδόν αμέσως με βρίζω από μέσα μου.

«Πριν ένα μήνα έκλεισα τα 26» γέρνει λίγο περισσότερο προς το μέρος μου και γουρλώνω τα μάτια μου. Θα έπαιρνα όρκο ότι είναι ίσα με εμένα, ίσως και ένα χρόνο μικρότερος. «Επόμενη ερώτηση» λέει πειραχτικά και καθαρίζω τον λαιμό μου.

«Συγνώμη, δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση» σταυρώνω τα χέρια μου τραβώντας τα μανίκια του παλτού μου.

«Καμία δύσκολη θέση. Χαίρομαι που με ρωτάς»

Αλήθεια αυτό το παιδί θα μπορούσε κάλλιστα να παρατήσει αυτή την καφετέρια και να κάνει διαφημιστικό οδοντόκρεμας με τόσο αστραφτερά δόντια που έχει. Σχεδόν ντρέπομαι να χαμογελάσω δίπλα του.

Μου ξεφεύγει ένα γελάκι και μόνο στην σκέψη να δω την φάτσα του σε διαφημιστικό και με κοιτάζει παραξενεμένος. «Τι;»

«Τίποτα»

«Γιατί γέλασες;» ξαναρωτάει πιο επίμονα.

Ρολάρω τα μάτια και σκύβω προς το μέρος του. «Απλά σε σκεφτόμουν να κάνεις διαφήμιση μια οδοντόκρεμα» βλέπω την απορία στο πρόσωπό του και δεν κρατιέμαι, γελάω σαν την χαζή «Ξέρεις, επειδή έχεις τέλεια δόντια»

«Όκευ αυτό είναι μακράν το πιο παράξενο κομπλιμέντο που μου έχουν κάνει ποτέ» ρίχνω το κεφάλι μου πίσω από τα γέλια «Αλλά σε ευχαριστώ πολύ. Ίσως κάποια στιγμή στην ζωή μου να ασχοληθώ αποκλειστικά με τις οδοντόκρεμες»

«Αν το κάνεις αυτό, να είσαι σίγουρος που οι πωλήσεις οδοντόκρεμας στην χώρα θα εκτιναχθούν στα ύψη» σχολιάζω και κάνει πως το σκέφτεται.

«Θα πάω αύριο πρωί πρωί για κάστινγκ»

Εστιάζω το βλέμμα μου στον τεράστιο τάρανδο που βρίσκεται έξω από την πόρτα. «Αυτόν τώρα τον βγάλατε;» του δείχνω και σηκώνει το βλέμμα του για να κοιτάξει.

«Ναι, πριν αρχίσει το πάρτι. Κάναμε ειδική παραγγελία ξέρεις» λέει ενώ κάθομαι και τον κοιτάζω ενθουσιασμένη. Είναι σε κανονικό μέγεθος, όλος φτιαγμένος από κερί και στολισμένος με ένα φούτερ που έχει πάνω δώρα και μικρούς Άγιους Βασίληδες.

«Είναι ο,τι πιο ωραίο έχω δει» ψελλίζω και η σκέψη να τον κλέψω φεύγοντας μοιάζει αρκετά ελκυστική. «Λατρεύω ό,τι έχει σχέση με τα Χριστούγεννα, με ταράνδρους, με μελομακάρονα, με δέντρα κλπ κλπ» γιατί άραγε; Αναρωτιέμαι από μέσα μου.

«Σοβαρά;» απαντάει έκπληκτος και γυρίζω να τον κοιτάξω όπως το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή.

«Μη μου πεις ότι δεν αρέσουν και σε εσένα τα Χριστούγεννα» αναφωνώ τρομαγμένη «Όχι γιατί αυτό δεν το ξαναπερνάω»

Όχι. Όχι δεν θα αντέξω και δεύτερο Ντομ. Πέρασα ό,τι πέρασα με τον πρώτο...

Με κοιτάζει μπερδεμένος. «Ε όχι. Εννοώ... μου αρέσουν, εννοείται. Αλλά ξέρεις... δεν τρελαίνομαι κιόλας»

Χριστέ μου, που τους βρίσκω όλους;

Κοιτάζω διακριτικά το κινητό μου σε περίπτωση που υπάρχει κάποιο μήνυμά του, αλλά το ξανακλείνω εκνευρισμένη.

Ναι, διότι αν ήθελε να μου στείλει μήνυμα θα το έκανε τώρα. Όχι όλη την προηγούμενη μέρα.

Κουνάω απηυδισμένη το κεφάλι μου. «Συγνώμη αλλά δεν είμαι σε μουντ να προσπαθήσω να σε πείσω ότι είναι η καλύτερη γιορτή του χρόνου. Το έκανα και πριν δύο χρόνια με μεγάλη επιτυχία βέβαια, αλλά και πάλι» εξακολουθεί να με κοιτάζει μπερδεμένος «Απλά δες το Last Christmas, ψήσε μελομακάρονα και πάρε δώρα για όλον τον κόσμο. Και τότε θα καταλάβεις»

«Ε... εντάξει;» ψελλίζει και παίρνω μια βαθιά ανάσα.

«Με συγχωρείς» λέω τελικά και δαγκώνω τα χείλη μου. «Απλά αυτή η γιορτή σημαίνει πολλά για μένα και δεν μπορώ να διανοηθώ πώς κάποιοι άνθρωποι την βλέπουν σαν μια κοινή, απλή γιορτή» το ξανασκέφτομαι «Εννοώ, ότι ναι, είναι λογικό να την βλέπεις σαν μια απλή, κοινή γιορτή, αλλά δεν είναι κατάλαβες; Είναι πολλά, πολλά παραπάνω»

Με έχει πιάσει η πάρλα, έχει αρχίσει να με πιάνει το ποτό και νομίζω πως αυτά που λέω είναι ασυναρτησίες. Αλλά ο Άρον με κοιτάζει σοβαρός και μπερδεμένος πιο πολύ εμένα όταν λύνω σταυρόλεξο.

«Σε πλήγωσε κάποιος;» Η ερώτηση αυτή είναι η μοναδική που δεν θα περίμενα να ακούσω αυτή την στιγμή.

«Αυτό που κολλάει τώρα;» κοιτάζω ξανά τον τάρανδο συνοφρυωμένη.

«Ο τρόπος με τον οποίο κοιτάζεις τον τάρανδο λες και θέλεις να του βγάλεις το κεφάλι και να παίξεις μπάσκετ με αυτό, νομίζω πως κάτι σημαίνει» αστειεύεται αλλά δεν γελάω. «Είναι απλά κάποιες φορές που... πως να στο πω. Πληγώνεσαι από κάτι και φτάνεις στο σημείο να το αποδεχτείς τόσο πολύ που καταφέρνεις επιτέλους να συμβιβαστείς με αυτό και, γιατί όχι, να αγαπήσεις όλα αυτά που το αφορούν»

Σηκώνω το φρύδι μου. «Είσαι φιλόσοφος;» ρωτάω και κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.

«Όχι, απλά καταλαβαίνω πως νιώθεις. Δεν ξέρω τι έγινε, δεν ξέρω καν αν αυτό που σου συνέβη έχει καμία σχέση με αυτό που σου ανέφερα, αλλά όσο σε κοιτάζω άλλο τόσο πιστεύω ότι αυτή σου η αγάπη για τα Χριστούγεννα δεν είναι μια κοινή, απλή αγάπη» χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις με εμένα όσο περιέγραφα πριν αυτή την γιορτή και δεν μπορώ παρά να μείνω με το στόμα ανοιχτό. «Τι περίμενες; 4 χρόνια στο τμήμα της Ψυχολογίας δεν τα λες και λίγα»

«Δεν θέλω να μιλήσω για αυτό» πετάω το καρφί μου αμέσως. «Και επίσης για ποιον λόγο να κάτσω να σου πω την ιστορία της ζωής μου; Ούτε καν σε ξέρω»

Ξεφυσάει. «Μάλλον έχεις δίκιο» σηκώνεται όρθιος και τον ακολουθώ με το βλέμμα μου. «Πάντως να ξέρεις πως ό,τι και αν χρειαστείς εγώ θα έχω πάντα όρεξη να σε ακούσω» δηλώνει και διορθώνει την ποδιά του. «Νομίζω πως πρέπει να πάω μέσα. Ήδη θα με ψάχνουν»

«Ευχαριστώ για το νερό» λέω και γνέφει «Και για την παρέα. Και για την ψυχολογική υποστήριξη» συμπληρώνω και κάνει μια υπόκλιση.

«Καλό βράδυ κυβερνήτη των ξωτικών» λέει και χαμογελάω. Έτσι καθιστή σκύβω ελάχιστα.

«Bonne nuit la serveuse!» λέω το ίδιο πράγμα που του είπα το βράδυ που τον γνώρισα και γελάει δυνατά. Ύστερα κάνει μεταβολή και εξαφανίζεται μέσα στο μαγαζί αφήνοντάς με μόνη με τον τάρανδο. Και την ορδή κόσμου να δημιουργεί ένα συνονθύλευμα από φωνές, γέλια και βρισιές.

Ίσως και να έχει δίκιο. Ο Άρον. Για αυτό που πληγώνεσαι και εν τέλη καταλήγεις να αγαπάς ό,τι έχει να κάνει με αυτό. Ένας είναι ο λόγος που αγαπώ τόσο πολύ τα Χριστούγεννα. Ο μπαμπάς μου. Και η ατέρμονη αγάπη του για αυτή την γιορτή. Και η σκέψη ότι όλα τα Χριστούγεννα που περάσαμε μαζί ήταν τα καλύτερα που υπήρξαν και θα υπάρξουν ποτέ. Ξέρω ότι σε κάθε δέντρο που στολίζω, σε κάθε δώρο που παίρνω, πάντα θα είναι δίπλα μου.

Σκουπίζω βιαστικά κάτι δάκρυα που ξέφυγαν από τα μάτια μου και ανακάθομαι στη θέση μου.

Ναι, όντως έχει δίκιο. Το γεγονός ότι έφυγε μακριά μου τα Χριστούγεννα δεν με έκανε να τα μισήσω όπως θα νόμιζε ο καθένας. Τα αγαπώ όσο τίποτε άλλο γιατί αυτή η γιορτή θα μου τον θυμίζει πάντα. Και για πάντα.

Κοιτάζω ξανά το κινητό μου. Μπαίνω στην συνομιλία μας με το μοναδικό άτομο που ξέρω ότι τέτοια ώρα δεν θα με παρεξηγήσει αν του τηλεφωνήσω. Το μοναδικό άτομο που θα με ηρεμήσει, που πάντα με ηρεμούσε όταν ένιωθα πως πνίγομαι.

Με το που του στέλνω μήνυμα, αμέσως το διαβάζει και με παίρνει τηλέφωνο.

Χαμογελάω με το που βλέπω το όνομά του. Απαντάω στην κλήση χωρίς όμως να πω κάτι.

«Έιβερι είσαι καλά;» ρωτάει από την άλλη πλευρά της γραμμής και ήταν λες και έδωσε το σύνθημα, αμέσως τα μάτια μου βουρκώνουν και κλαίω. «Κάτσε ρε. Κλαις;»

«Όχι» μου ξεφεύγει μαζί ένας λυγμός «Μέις, απλά μίλα μου» καταφέρνω να του πω και μαζεύω τα πόδια μου πάνω στο παγκάκι. «Πες οτιδήποτε. Θέλω να ξεχαστώ»

«Μισό» απομακρύνει το κινητό «Μάγκες φεύγω... Έχω δουλειά» φωνάζει και ύστερα από λίγο γυρνάει πάλι σε εμένα. «Θες να σε πάρω βιντεοκλήση;»

«Ήσουν έξω; Θες να το κλείσω;» ρωτάω και βολεύομαι καλύτερα.

«Ούτε καν. Γυρίζω σπίτι τώρα» μου λέει και δαγκώνω τα χείλη μου. «Να σε πάρω βιντεοκλήση;»

Αν υπάρχει ένα άτομο που θα παρατήσει ό,τι κάνει στο δευτερόλεπτο αν δει ότι δεν είσαι καλά, αυτός είναι σίγουρα ο Μέισον.

Και Χριστέ μου, μου λείπει αφόρητα πολύ η παρέα του.

«Όχι, απλά ήθελα να σε ακούσω, έτσι κι αλλιώς είμαι έξω και εγώ» παραδέχομαι. Δεν αισθάνομαι καθόλου περίεργα που του λέω κάτι τέτοιο, έτσι κι αλλιώς ξέρει και ο ίδιος του τι επίδραση έχει πάνω μου. «Μακάρι να ήσουν εδώ»

«Χμ νομίζω μου πέφτει λίγο μακριά το Παρισάκι» λέει χιουμοριστικά και αναστενάζω. «Επίσης τι κάνεις τέτοια ώρα ξύπνια; Εκεί 3 και μισή δεν είναι;»

«Είμαι σε πάρτι. Υποτίθεται» μουρμουρίζω και από την άλλη πλευρά ακούω αυτοκίνητα στον δρόμο. «Και είχα μια συζήτηση τέλος πάντων... Απλά ήθελα να μιλήσουμε για να ηρεμήσω»

«Χαίρομαι που με πήρες. Πάντα να ξέρεις πως ό,τι και αν χρειαστείς...»

«Το ξέρω Μέις. Το ξέρω»

Κοιτάζω ξανά τον τάρανδο κοντά στην πόρτα. Ένα μέρος του εαυτού μου με μουτζώνει που πήρα τον Μέισον τηλέφωνο, αντί για τον Ντομ. Το ίδιο τεράστιο μέρος του εαυτό μου που είναι ερωτευμένο μαζί του. Αλλά ξέρει ότι ο Μέισον πάντα θα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καρδιάς μου. Και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.

«Λοιπόν έχεις καμία Γαλλίδα και για εμάς;» ρωτάει και γελάω δυνατά.



~~~

Αυτή την στιγμή ακούω το Αθήνα μου, του Αργυρού. Θα έλεγε κανείς ότι δεν είμαι και σε τόσο χριστουγεννιάτικο μουντ χοχοχο.

Επίσης, ο σερβιτόρος ειναι οκφποσδφκπ. Τον αγαπώ.

Είχαμε και λίγο Μέισον για τις παραπονιάρες που τον ζητάνε (ονόματα δεν λέω, οικογένειες δεν θίγω γκχμ)

Ελπίζω να σας άρεσεεε

Τα λέμε αύριο♥

Χριστουγεννιάτικες φιλούμπες♥

Ρίρι


•20 DAYS LEFT🎄🎁🎇•



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top