Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου🔔
Αν δεν κλείσω τραπεζι για Αργυρό μέχρι την γιορτή μου θα τρελαθώ. Το εννοώ.
~~~
Αν μπορούσα να κάνω ένα πράγμα να εξαφανιστεί για πάντα από την ζωή μου, πέρα από τις άθλιες UGG μπότες, θα ήταν σίγουρα ο πονοκέφαλος και το τρελό Hangover με το που ανοίγεις τα μάτια σου το επόμενο πρωί της εξόδου.
Όχι, αλήθεια, αυτό το πράγμα είναι τραγικό. Και το κακό σε εμένα είναι ότι είμαι επιρρεπής στους πονοκεφάλους και τις ζαλάδες, ακόμη και αν πιώ μια σταγόνα ποτού. Γενικά από την στιγμή που ήρθα στο Παρίσι ζω λες και είμαι σε ένα μόνιμο τζετ λακ και δεν μπορώ να συνέρθω, ήρθε και απέγινε με το ξεφάντωμά μου το προηγούμενο βράδυ.
Που μεταξύ μας τώρα, ξεφάντωμα... ε δεν το λες. Εκτός κι αν είναι τόσο συναρπαστικό το γεγονός ότι μετά την υπερβολική, για εμένα, κατανάλωση ποτού ήρθε το επίσης υπερβολικό κλάμα που έριξα μετά παρέα με την φωνή του Μέισον στο παγκάκι.
Α ναι. Επίσης κλαίω συνεχώς. Με το παραμικρό. Σήμερα το πρωί για παράδειγμα όπως άνοιγα τα παντζούρια για να μπει φως στο διαμέρισμα, τρόπος του λέγειν φως γιατί ο καιρός είναι πιο μπερδεμένος και από την ερωτική μου ζωή, εντόπισα ένα μικρό γατάκι που είχε κουλουριαστεί πάνω στο καπό ενός αυτοκινήτου και αμέσως, τσουπ! Άνοιξαν οι βρύσες. Αν είναι δυνατόν!
«Για πες και εσύ μικρή Ρίρι» χαϊδεύω απαλά το γατάκι στο κεφάλι του. «Βασικά είσαι αγόρι ή κορίτσι;»
Το γατάκι νιαουρίζει και τρίβεται περισσότερο στην αγκαλιά μου και έτσι βρίσκω την ευκαιρία να κοιτάξω ανάμεσα στην παχιά γούνα της.
Ει. Είναι αγόρι.
«Για αυτό μου τρίβεσαι συνέχεια μωρέ; Γκομενιάρη Ρίρο» μουρμουρίζω και ξεφυσάω.
Θα έλεγε κανείς ότι είμαι τρελή που μιλάω με ένα γατί αλλά... βασικά όχι. Δεν έχει αλλά. Είμαι όντως τρελή.
Αφήνω το γατάκι πάνω στην μαξιλάρα που έχω στο πάτωμα και γέρνω πάλι στον υπολογιστή μου.
Τα μαθήματα του Πανεπιστημίου έχουν και επίσημα τελειώσει. Το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει από τον πόνο. Η ασπιρίνη δεν έχει κάνει δουλειά. Και οι σελίδες μπροστά μου με γαλλικά έθιμα και παραδόσεις που έχουν οι φίλοι μου οι Γάλλοι για τα Χριστούγεννα με κάνουν να ζαλίζομαι ακόμη παραπάνω.
Είπα ότι δεν θα ξαναπιώ ποτέ; Το λέω τώρα. Δεν. Θα. Ξαναπιώ. Ποτέ.
Κλείνω με περίσσια δύναμη το λάπτοπ και σηκώνομαι όρθια τσεκάρωντας παράλληλα την ώρα στο κινητό μου. 14:20. Το πιο πιθανό είναι η Αν να ροχαλίζει αυτή την στιγμή.
Πλησιάζω το παράθυρο που έχω ακριβώς δίπλα από την κουζίνα. Ο καιρός όντως είναι ό,τι να ναι. Το δελτίο καιρού έλεγε ότι θα έχει ελάχιστα σύννεφα και πολύ ήλιο, το μόνο που βλέπω βέβαια αυτή την στιγμή είναι ομίχλη και ίσως λίγο χιόνι.
«Ε λοιπόν όχι!» λέω δυνατά και αμέσως το μετανιώνω. Και μόνο που άκουσα την φωνή μου, ένιωσα μια σουβλιά στο κεφάλι μου. «Θα αδράξω την μέρα» λέω αυτή την φορά πιο σιγανά και στρέφομαι στον Ρίρο. «Έτσι δεν είναι;» ρωτάω όσο τον κοιτάζω να γλύφεται.
Ναι, με έχει γραμμένη.
[...]
«Καλά θα κάνεις να έχεις έναν πάρα πολύ σημαντικό λόγο που με έβγαλες για ακόμη μια φορά έξω με τέτοιο κρύο» έρχεται προς το μέρος μου ντυμένος σαν χιονάνθρωπος και σφίγγω τα λουλούδια που κρατάω στα χέρια μου.
Εμένα τώρα γιατί όλο αυτό μου φέρνει αναμνήσεις από δύο χρόνια πριν; Και συγκεκριμένα όταν τον είχα βγάλει από το σπίτι του για να παίξουμε χιονοπόλεμο και πάλι γκρίνιαζε σαν μωρό παιδί;
«Ορίστε» απλώνω το χέρι μου και χαμογελάω μέχρι τα αφτιά.
Κοιτάζει την γλάστρα με τα κόκκινα λουλούδια. Και μετά εμένα. Και μετά ξανά τα λουλούδια. Και μετά ξανά εμένα.
«Είμαι μικρός για να παντρευτώ Έιβερι» με κοιτάζει σοβαρός και σηκώνω το φρύδι μου. «Δεν πιστεύω να βγάλεις και κανένα δαχτυλίδι. Οι τσέπες σου φαίνονται γεμάτες» με κοιτάζει εξεταστικά και διορθώνω ενοχλημένη το μπουφάν μου.
Ναι, συγνώμη κιόλας που το μαγαζί που πήρα τα λουλούδια πουλούσε και ζαχαρωτά με τον Άγιο Βασίλη, ή όπως τον λένε εδώ τον Père Noël και τους ταράνδους του. Και επειδή είμαι πάνω από όλα οικολόγος και είχα ξεχάσει να πάρω την επαναχρησιμοποιούμενη σακούλα που παίρνω κάθε φορά μαζί μου όταν πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ, ε τα έχωσα στις τσέπες μου για να μην πάρω πλαστική σακουλίτσα.
Και είμαι υπερήφανη για αυτό. Τελικά η ανακύκλωση που έκανα από μικρή, επιτέλους μου έβαλε μυαλό, παρόλο που τόσα χρόνια το έβλεπα ξεκάθαρα και μόνο σαν αγγαρεία.
«Μην λες βλακείες!» κοιτάζω τις τσέπες μου. Παραείναι φουσκωμένες, όντως. «Είναι Αλεξανδρινά» χαμογελάω διάπλατα και απλώνω πάλι το χέρι μου προς το μέρος του.
«Χάρηκα» τα κοιτάζει εξεταστικά. «Και γιατί μου τα δίνεις;»
Ρολάρω τα μάτια μου και του σηκώνω το χέρι για να τα πάρει. «Είναι έθιμο στην Γαλλία να κάνεις δώρο τα Χριστούγεννα αυτά τα λουλούδια» λέω απέξω το ποιηματάκι που έμαθα πριν λίγο. «Η γαλλική τους ονομασία είναι...» κομπιάζω. Βγάζω αργά το κινητό από την τσέπη μου και τσεκάρω την ονομασία τους για άλλη μια φορά. «Α ναι, η γαλλική τους ονομασία, όπως έλεγα, είναι Etoiles de Noël και σημαίνει Αστέρια των Χριστουγέννων, γιατί αν παρατηρήσεις το φύλλωμά τους μοιάζει λίγο με αστέρι» του τα δείχνω αλλά εκείνος κοιτάζει εμένα με ένα μικρό χαμόγελο. «Τι;» ρωτάω διστακτικά.
Έχει γούστο να είπα λάθος την ονομασία. Το google translate θα το πάρει και θα το σηκώσει.
«Τίποτα» μουρμουρίζει και κοιτάζει τα λουλούδια. «Τι μου έλεγες;»
«Για τα λουλούδια» επαναλαμβάνω κοιτάζοντάς τον και εκείνος γνέφει αρκετές φορές. «Μπορείς να τα βάλεις σε κάποια γωνιά του σπιτιού σου. Ιδανικά πάνω σε κάποιο τραπέζι με κεράκια τριγύρω, ξέρεις» επαναλαμβάνω ό,τι ακριβώς μου είπε μια γλυκιά κυρία στο ανθοπωλείο, που ευτυχώς τύχαινε να ξέρει Αγγλικά.
Επίσης, μιας και το έθιξα, είναι καλή ευκαιρία να τον ρωτήσω αν μένει μόνος του στο Παρίσι ή μαζί με εκείνη την τύπισσα που τους είδα μαζί τις προάλλες; Ή θα φανεί πως νοιάζομαι υπερβολικά πολύ; Και ότι ζηλεύω ακόμη περισσότερο;
«Ευχαριστώ πολύ» λέει τελικά και αγκαλιάζει την γλάστρα. «Θα ταιριάζουν πολύ με το σπίτι πάντως»
Ποιο σπίτι εννοεί τώρα; Το δικό του; Της τύπισσας με το κασκόλ και τον σκούφο; Το ξενοδοχείο που ίσως μένει εδώ; Το δικό μας μελλοντικό σπίτι; Ποιο από όλα;
«Δεν ξέρω πόσο θα αντέξει» λέω τελικά και με κοιτάζει μπερδεμένος. «Εννοώ μέχρι να το γυρίσεις στο σπίτι σου πίσω στην πατρίδα»
«Καλά, προφανώς και δεν θα αντέξει. Εδώ θα το έχω»
Που εδώ; Μίλα ξεκάθαρα ρε άνθρωπε!
«Θέλουν και φροντίδα πάντως!» πετάγομαι ξανά και τυλίγομαι περισσότερο με το μπουφάν μου. Δες καιρό που διάλεξε ο καιρός να κάνει σαν λυσσασμένος. Ούτε μια συζήτηση δεν μπορούμε να κάνουμε! «Μόνος σου θα τα φροντίζεις;»
Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και με κοιτάζει χαμογελαστός. «Τι θέλεις να μάθεις Έιβερι;» ρωτάει και ξεροκαταπίνω.
Με κατάλαβε έτσι; Γαμώτο, ώρες ώρες δεν είμαι καθόλου διακριτική...
Βασικά δεν με νοιάζει.
«Εγώ; Τίποτα!» Είμαι επίσης κακή στο να λέω ψέματα... «Απλά επειδή ξέρω πόσο άχρηστος είσαι, και ναι είσαι το ξέρω, με τα φυτά, αναρωτιέμαι αν θα το φροντίζεις εσύ ή κανένας άλλος. Μπορεί εκείνη η κοπέλα που σας είδα μαζί τότε που με πέτυχες εδώ πριν κάτι μέρες. Μπορεί εκείνη να αναλάβει την γλάστρα. Ξέρεις, αν το σπίτι είναι δικό της και βάλεις την γλάστρα σε τραπέζι επίσης δικό της, τότε και η γλάστρα δια τόπου και εξ απαγωγής είναι δίκη της. Αν και εγώ την πήρα για εσένα...»
«Σταμάτα, σταμάτα!» σηκώνει την γλάστρα μπροστά μου και ράβω το στόμα μου. «Συγνώμη για να δω αν κατάλαβα καλά. Νομίζεις ότι η κοπέλα που είδες στο σιντριβάνι μαζί μου είναι...» λέει και μάλλον περιμένει να συνεχίσω εγώ την πρότασή του.
«Η σχέση σου;» λέω και αμέσως θέλω να πέσω μέσα στο παγωμένο σιντριβάνι.
Μέχρι που γελάει.
Υπερβολικά δυνατά.
Σε φάση που αφήνει την γλάστρα κάτω και στηρίζεται στα γόνατά του γελώντας και βήχοντας ταυτόχρονα.
«Θα με πεθάνεις εσύ ρε κορίτσι μου!» λέει ανάμεσα στα γέλια του και ξανασηκώνεται όρθιος σκουπίζοντας τα μάτια μου.
Είπα κάτι αστείο και δεν το κατάλαβα; Μήπως είμαι κανένας κλόουν και δεν το ξέρω;
«Θα σταματήσεις να γελάς;» ρωτάω και σταυρώνω τα χέρια μου. Βέβαια, αυτό πυροδοτεί ακόμη μια έκρηξη γέλιου από πλευράς του και τότε είναι που τα παίρνω εντελώς στο κρανίο. «Ντομ δεν είναι αστείο!» λέω ξανά πιο δυνατά και μια παρέα κοριτσιών από δίπλα μας μας κοιτάζουν και ψιθυρίζουν κάτι.
«Σ-συγνώμη απλά είναι φουλ α-αστείο...» λέει ξανά και τον σπρώχνω περνώντας από δίπλα του για να επιστρέψω σπίτι μου.
Εγώ φταίω που μίλησα. Είμαι ηλίθια.
«Στάσου! Ρε Έιβερι!» φωνάζει αλλά επιταχύνω το βήμα μου. Αν θέλει να γελάσει τόσο πολύ, να πληρώσω έναν κλόουν και να τον βάλω να του κάνει ακροβατικά.
Ή απλά θα σταθώ εγώ μπροστά του. Το ίδιο και το αυτό είναι.
Με πιάνει από το χέρι και με σταματάει δύο βήματα πριν βγω στον δρόμο για να περάσω απέναντι. Ο κόσμος δίπλα μας μας προσπερνάει μιας και το φανάρι είναι πράσινο για τους πεζούς και αρκετοί με σπρώχνουν για να φύγω από την μέση.
Και έχω και τον Ντομ ακόμη να προσπαθεί να ηρεμήσει από το γέλιο του.
«Συγνώμη. Είμαι μαλάκας που γέλασα τόσο πολύ» λέει όσο πιο συγκρατημένα μπορεί και ρουθουνίζω εκνευρισμένη.
«Ναι είσαι» συμφωνώ και ανεβαίνω πάλι στο πεζοδρόμιο δίπλα του. «Πες μου λίγο, γράφει στο μέτωπό μου την λέξη κλόουν; Για αυτό γελάς;»
«Μη λες βλακείες μωρέ» με τραβάει στην αγκαλιά του, αλλά εγώ μένω μαρμαρωμένη και εντελώς άκαμπτη. Έρχεται εκείνος προς το μέρος μου και τυλίγει γύρω μου τα χέρια του. «Η κοπέλα μαζί μου ήταν η Ντορίν. Η αδελφή μου»
Η ΠΟΙΑ ΤΟΥ;
Τον σπρώχνω από πάνω μου. «Έχεις αδελφή;» ρωτάω και νιώθω ότι το σαγόνι μου κοντεύει να φτάσει στο πεζοδρόμιο.
Ξεφυσάει. «Ναι»
«Και γιατί δεν μου το είπες ποτέ αυτό;» αναρωτιέμαι γιατί πραγματικά, ποτέ στον τόσο καιρό που ήμασταν μαζί δεν ανέφερε τίποτα ούτε για αδέλφια ούτε για ξαδέλφια ούτε καν για τους γονείς του.
«Δεν έτυχε μάλλον» βάζει τα χέρια στις τσέπες του και κοιτάζει κάπου πίσω μου.
Έχω πολλές ερωτήσεις αυτή την στιγμή. Βασικά όχι πολλές, άπειρες.
Το σημαντικό όμως είναι ότι επιτέλους λύθηκε το μυστήριο της τύπισσας με το κασκόλ και τον σκούφο.
Και ναι, φίλοι μου, δεν είναι η γκόμενα του Ντομ. Ή Ντόμι, όπως τον αποκάλεσε τέλος πάντων.
Ξαφνικά νιώθω τεράστια χαρά. Τόσο μεγάλη που θέλω να αγκαλιάσω όλους όσους είναι δίπλα μας και περιμένουν να περάσουν απέναντι στον δρόμο.
«Και τι κάνει στο Παρίσι η αδελφή σου; Μαζί ήρθατε;» τον τραβάω ώστε να φύγουμε από την πολυκοσμία που περνάει για άλλη μια φορά τον δρόμο.
«Βασικά μένει εδώ η αδελφή μου. Από πέρυσι» Γουρλώνω τα μάτια μου. «Μαζί με τον άντρα της και το παιδάκι τους» Ανοίγω και το στόμα μου. «Κλείσ'το θα μπει καμία μύγα» μου σπρώχνει το σαγόνι και τον χτυπάω στο μπράτσο.
«Ουάου» λέω τελικά και ξαφνικά μου γεννιέται επίσης η επιθυμία να τον φιλήσω. «Και εσύ γιατί ήρθες εδώ;»
Η πιο βασική μου ερώτηση μιας και ποτέ δεν μου απάντησε. Βασικά, ψέματα. Μου είχε απαντήσει. Ότι και καλά ήρθε για διακοπές. Αλλά δεν τον πίστεψα γιατί το είπε τέρμα ειρωνικά.
Βρες λες όντως να ήρθε για διακοπές;
Ξεφυσάει και στηρίζεται σε μια κολόνα. «Από πέρυσι με είχε πρήξει να έρθω να τους δω για να ξεκολλήσω μη νομίζεις...» λέει το τελευταίο και καθαρίζει τον λαιμό του. «Από το διάβασμα, ξέρεις... Τέλος πάντων ήρθα για τα Χριστούγεννα. Σκόπευα να έρθω την παραμονή, αλλά με απειλούσε ότι αν δεν έρθω από πριν θα με έκλεινε στο σπιτάκι του σκύλου, οπότε καταλαβαίνεις...» λέει και παρατηρώ ότι έχει κοκκινήσει.
Δεν μπορώ να κρύψω την χαρά μου, εννοείται, αλλά κάτι από αυτά που είπε με κάνει να χαμογελάσω ακόμη περισσότερο.
Γιατί συγνώμη κιόλας, αλλά το να ξεκολλήσει ο Ντομ από το διάβασμα μου ακούγεται τουλάχιστον γελοίο. Ναι, πάντα ήταν διαβαστερός για αυτό δεν έχω αμφιβολία. Αλλά μήπως δεν έφταιγε αυτό;
Τα μάγουλά μου αρχίζουν να πονάνε όσο έχω κολλημένο στο πρόσωπό μου ένα τεράστιο χαμόγελο. «Να ξεκολλήσεις ε;» ρωτάω και κάνω ένα βήμα προς το μέρος του.
«Ναι» στενεύει τα μάτια του. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;»
Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Πως σε κοιτάζω; Δεν καταλαβαίνω!»
Ω έλα τώρα. Παραδέξου ότι σου έλεγε να έρθεις η αδελφή σου στο Παρίσι πέρυσι μόνο και μόνο για να με ξεχάσεις, επιτέλους!
«Έιβερι...»
«Ντομ!»
Δαγκώνει τα χείλη του και κοιτάζει πίσω μου. «Όντως θέλεις να με ακούσεις να το λέω;» ρωτάει απελπισμένα.
«Ποιο πράγμα Ντομ;» ρωτάω και καλά ανήξερη και ρολάρει τα μάτια του.
«Μου σπας τα νεύρα!»
«Πες το!» επιμένω και πλέον έχω κολλήσει πάνω του.
«Δεν λέω τίποτα, παράτα με» μου γυρίζει την πλάτη και εγώ κρέμομαι από το χέρι του.
«Πες τοοοο!» χοροπηδάω δίπλα του και με κοιτάζει αυστηρά.
«Σταμάτα να κάνεις σαν μωρό ρε Έιβ!»
«Μου λες να ξεκολλήσω;» ρωτάω πονηρά και περνάει το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
«Είσαι βλαμμένο» λέει τελικά και πριν αρχίσω πάλι να τον παρακαλάω, με πιάνει από τους γιακάδες του μπουφάν μου και με τραβάει κατά πάνω του. Τα χείλη του ακουμπούν τα παγωμένα δικά μου και αμέσως ξεχνάω και τα πειράγματα και την αδελφή του και τους βιαστικούς Παριζιάνους που περνάνε από δίπλα μας.
Σχεδόν λιώνω πάνω του σαν κερί αναμμένο και μόνο όταν αποτραβιέται λίγα εκατοστά μακριά μου και χαμογελάει με το εκνευριστικό αλλά ταυτόχρονα τέλειο χαμόγελό του καταλαβαίνω πόσο χαζή είμαι που με επηρεάζει ακόμη και με ένα του άγγιγμα.
Ερωτευμένη μεν, χαζή δε.
«Και να πως κάνεις την Έιβερι να σταματήσει να σε ενοχλεί» λέει περισσότερο στον εαυτό του και ήδη νιώθω να καίγομαι ολόκληρη.
«Αυτό θα το πληρώσεις» μουρμουρίζω και ψάχνω κάτω να βρω την γλάστρα με τα Αλεξανδρινά για να του την φέρω στο κεφάλι. «Ντομ που είναι η γλάστρα;» ρωτάω τρομοκρατημένη και εκείνος γουρλώνει τα μάτια του.
«ΓΑΜΩΤΟ!» φωνάζει και τρέχει προς το μέρος που ήμασταν πριν σπρώχνοντας κόσμο «Αλεξανδράκια έρχομαι να σας σώσω!»
«Αλεξανδρινά λέγονται ρε Ντομ!» φωνάζω και εγώ και ξεσπάω σε γέλια.
[...]
«Και γενικά έχουν πάρα πολλά χριστουγεννιάτικα έθιμα εδώ» λέω και τυλίγω τις παλάμες μου γύρω από την αχνιστή κούπα καφέ. «Ένα από τα αγαπημένα μου είναι στην Λυόν. Εκεί υπάρχει το Φεστιβάλ των Φώτων και φωτίζονται χιλιάδες κτήρια. Αν θυμάμαι καλά διαρκεί τέσσερις μέρες. Από τις 8 μέχρι τις 11 Δεκεμβρίου. Τέλειο;»
«Ακούγεται γαμάτο αυτό όντως» συμφωνεί και του δείχνω φωτογραφίες στο κινητό μου που τις βρήκα από το internet.
«Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα φουλ να πάω, αλλά από ό,τι είδα η Λυόν είναι αρκετές ώρες μακριά από το Παρίσι» λέω και παίζω με τις ζαχαρίτσες που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι. «Τέλος πάντων, όπως έλεγα πιο πριν, σήμερα είναι η γιορτή του Αγίου Νικολάου και ο Père Noël λένε ότι μοιράζει τα πρώτα δώρα του σε μικρά χωριουδάκια της Γαλλίας. Και μετά ξαναέρχεται την παραμονή των Χριστουγέννων για να μοιράσει τα μεγάλα δώρα» βάζω το χέρι μου στην καρδιά μου. «Δεν είναι υπέροχο;»
«Ο Περε-κάτι που είπες, ποιος είναι;» ρωτάει και πίνει μια γουλιά από τον καφέ του.
«Ο Άγιος Βασίλης στα Γαλλικά. Αν θέλω κάποια στιγμή στην ζωή μου να αρχίσω όχι απλά να καταλαβαίνω, αλλά και να μιλάω σωστά την γλώσσα, επιβάλλεται να αρχίσω το διάβασμα» ξεφυσάω απογοητευμένη.
«Ουάου» αναφωνεί «Έκατσες και τα έψαξες όλα αυτά δηλαδή;» ρωτάει και γνέφω υπερήφανη. «Με εντυπωσιάζεις!»
Δεν είναι ότι έψαξα αρκετά βέβαια. Απλά βρήκα μερικές ιστοσελίδες, ρώτησα την γιαγιά μιας συμφοιτήτριάς μου που είναι Γαλλίδα και έψαξα σε μερικές εγκυκλοπαίδειες για έθιμα και μύθους. Σιγά το ψάξιμο δηλαδή.
«Πότε θα καταλάβεις ότι αγαπώ τα Χριστούγεννα σε βαθμό που θέλω να ξέρω τα πάντα για αυτά;» ρωτάω και στηρίζει το πηγούνι στο χέρι του κοιτώντας με στα μάτια.
Αμέσως μου έρχεται στο μυαλό η συζήτησή μου με τον Άρον και κατεβάζω το βλέμμα μου στον καφέ μου. Κοιτάζω διακριτικά τριγύρω τους σερβιτόρους που πηγαινοέρχονται κρατώντας δίσκους και ποτήρια, αλλά συνειδητοποιώ ότι βρισκόμαστε σε εντελώς διαφορετική καφετέρια που δεν έχει καμία σχέση με το στέκι που δουλεύει εκείνος και ακόμη δεν έχω μάθει πως λέγεται παρόλο που είμαι συχνή πελάτισσα.
Μήπως του οφείλω ένα ευχαριστώ μετά τα χθεσινά; Μήπως είμαι γαϊδούρα που ακόμη δεν του το είπα;
«Δεν νομίζω να κάθεσαι και να ψάχνεις γιατί πιστεύεις ακόμη ότι δεν έχεις καταφέρει τον στόχο σου...» σχολιάζει και τον κοιτάζω μπερδεμένη.
«Εσύ ο ίδιος δεν μου είπες ότι τον σκοπό μου τον πέτυχα; Επίσης τραγούδησες και το All I want for Christmas is you, δεν πιστεύω να το ξέχασες...» λέω και αμέσως έρχεται στο μυαλό μου η φοβερή του προσπάθεια να τραγουδήσει.
«Ξεχνιέται νομίζεις; Ο τυπάς με την κιθάρα στο τέλος μου έδωσε το κινητό του. Είναι λέει κυνηγός ταλέντων και βλακείες. Νομίζει ότι δεν κατάλαβα πως με γλυκοκοίταζε»
«Έχεις όντως ωραία φωνή πάντως» μουρμουρίζω και σηκώνει το φρύδι του. «Θα ήθελα να σε ξανακούσω να τραγουδάς»
«Σου αρέσει να ταπεινώνομαι;» ρωτάει και γελάω.
«Πλάκα μου κάνεις; Μέχρι και ο μπάρμαν σε κοιτούσε και τα μάτια του πετούσαν καρδούλες. Ξέρεις να κάνεις τον κόσμο να παραληρεί στο πέρασμά σου, αυτό είναι το μόνο σίγουρο» παραδέχομαι και γελάει.
«Και τι προτείνεις δηλαδή; Να βγω στον δρόμο και να τραγουδάω; Γιατί σε έχω ικανή να με βάλεις να το κάνω και αυτό»
Χαμογελάω και αμέσως μου έρχεται μια τέλεια ιδέα. Όχι ακριβώς δική μου, αλλά σίγουρα από τις καλύτερες που είχα εδώ και χρόνια. Και για αυτό επιβραβεύω τον εαυτό μου που είδα πριν λίγες μέρες το Last Christmas για άλλη μια φορά.
«Κάτι μπορώ να κανονίσω για αυτό» βγάζω το κινητό μου και σημειώνω την ιδέα μου για να μην την ξεχάσω.
«Σκοπεύεις να μου την πεις;»
«Όχι ακόμη. Μόλις την επιβεβαιώσω θα μάθεις» του κλείνω το μάτι και στρέφω το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο στις πρώτες νιφάδες χιονιού που έχουν αρχίσει να πέφτουν.
Από την αντανάκλαση του τζαμιού εντοπίζω τον Ντομ να με κοιτάζει έντονα και χαμογελάω. Δεν ξέρω αν φταίει η παρουσία του, αλλά είναι η πρώτη φορά μετά από 2 χρόνια που νιώθω ευτυχισμένη.
~~~
Ερώτηση κρίσεως:
Τιμ Ντομ+Έιβερι;➡️
Τιμ Άρον+Έιβερι;➡️
Ή
Τιμ Μέισον+Έιβερι;➡️
Γιαααααα πείτεεεεεε
(Όχι ότι θα αλλάξει κάτι στην πλοκή, αλλά έχω μεγάλη απορία για το τι ζητάει το κοινό μου)
Ελπίζω να σας άρεσε το σημερινό κεφ. Τα λέμε αυριοοοο.
Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλακιαααα❤️
Ρίρι
•19 DAYS LEFT🎄🎁🎇•
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top