Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 👑
Από τα αγαπημένα μου κεφάλαια♥
~~~
«Συγνώμη, δεν έχεις δει ακόμη το Love Hard;» τσιρίζει η Αν και σωριάζεται δίπλα μου στον καναπέ. «Μα καλά που ζεις;»
«Όταν λες Love Hard εννοείς κάτι σαν το Die Hard;» ρωτάω και παίρνω το μπολ με τα ποπκορν από τα χέρια της. «Γιατί αν είναι σαν το Die Hard, λυπάμαι αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να το δω. Οι ταινίες περιπέτειας δεν μου αρέσουν εκτός από το-»
«...Fast and the Furious που είναι η αγαπημένη σου την οποία αγάπησες ακόμη παραπάνω όταν ο Ντομ σου έκανε δώρο όλες τις ταινίες πριν δύο χρόνια» λέει προσπαθώντας να πετύχει τον τόνο της φωνής μου. Αφήνω το μπολ στα πόδια μου και χειροκροτώ. «Το έχεις πει τόσες φορές που ακόμη και ο Ρίρο θα το έχει μάθει απέξω» δείχνει τον μικρό γατούλη που τρίβεται στα πόδια της.
«Ο Ρίρο δεν με κοροϊδεύει σαν κάποιες άλλες» απαντάω μπουκωμένη με ποπκορν και εκείνη μου κάνει την χαρακτηριστική κίνηση του Ρος από τα Φιλαράκια όταν δεν ήθελε να κάνει μια άσχημη χειρονομία στους άλλους, αλλά αντί για αυτό έκανε μπουνιές τα χέρια του και ένωνε τους πήχεις των χεριών του δύο φορές συνεχόμενα.
Παίρνει τον γατούλη στα χέρια της και εκείνος γουργουρίζει από ευχαρίστηση. «Σκοπεύεις να τον κρατήσεις;» ρωτάει αλλάζοντας θέμα.
Ξεφυσάω. «Δεν έχω ιδέα. Και δεν ξέρω καν αν ξέφυγε από το σπίτι κανενός ή είναι αδέσποτος» χαϊδεύω την κοιλίτσα του «Είναι μια γλύκα όμως. Εχθές όταν γυρνούσα σπίτι πέρασα από ένα pet shop και του πήρα γατοτροφή και κάτι παιχνιδάκια για να παίζει» της δείχνω την γωνιά του καθώς και την μαξιλάρα που είχα η οποία πλέον είναι ιδιοκτησία του μιας και την έχει ξεσκίσει με τα νύχια του.
«Κράτα τον. Είναι καλή συντροφιά για τις κρύες νύχτες του χειμώνα που θα περνάς μόνη» παίρνει το λάπτοπ και χωρίς να κατεβάσει τον Ρίρο από την αγκαλιά της πληκτρολογεί κάτι.
«Καθόλου κακή ιδέα. Θα πάρω και άλλες 10 γάτες να μου κάνουν συντροφιά και στα γεράματα» παίρνω τον Ρίρο από πάνω της και τον αφήνω κάτω.
«Α δεν σου είπα» λέει και αφήνει το λάπτοπ πάνω στο τραπέζι. «Σήμερα πριν έρθω πέρασα από την καφετέρια που δουλεύει ο αγαπημένος σου σερβιτόρος για να πάρω καφέ» λέει και με κοιτάζει πονηρά.
«Από που και ως που αγαπημένος μου;»
Η αλήθεια είναι πως ακόμη δεν της έχω πει τίποτα για αυτό που έγινε στο πάρτι. Η Αν νόμιζε ότι εγώ απλά βγήκα έξω για να πάρω αέρα και παίζει να μην κατάλαβε καν ότι καθόμουν δύο ώρες σε εκείνο το παγκάκι πρώτα μιλώντας με τον Άρον και έπειτα με τον Μέισον.
«Ω έλα τώρα. Μεταξύ μας είμαστε. Του αρέσεις!»
«Ούτε καν» αφήνω το μπολ στο τραπέζι και σηκώνομαι όρθια. «Πως βγάζεις τέτοια συμπεράσματα ήθελα να ήξερα»
«Χμ πως άραγε;» αναρωτιέται και την κρυφοκοιτάζω όσο βάζω στην πρίζα τα φωτάκια του δέντρου μου. Το καημένο το έχω σβηστό μιας και λείπω σχεδόν συνέχεια από το σπίτι μου και ακόμη δεν το έχω χαρεί όσο θα έπρεπε. «Ίσως επειδή μου ζήτησε το instagram σου»
«Το ποιο μου;» σχεδόν πέφτω πάνω στο δέντρο και τελευταία στιγμή το κρατάω πριν το ρίξω κάτω. «Ναι καλά»
«Κι όμως. Τσέκαρε το κινητό σου. Είμαι σίγουρη πως ήδη σου έκανε αίτημα» παίρνει το κινητό από το τραπέζι και μου το δίνει.
Το πιάνω και το βάζω στην τσέπη μου. «Δεν με νοιάζει» απαντάω λιτά και χαμογελάω μέχρι τα αφτιά. Η αλήθεια είναι πως θα ήθελα να κοιτάξω αν όντως υπάρχει αίτημα από κάποιον Άρον, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να το κάνω μπροστά στην Αν. «Δεν ενδιαφέρομαι»
«Α ναι, σωστά! Ξέχασα, εσύ ενδιαφέρεσαι μόνο για αυτούς που σε χωρίζουν και έπειτα από δύο χρόνια ξαναέρχονται λέγοντάς σου ότι ποτέ δεν σε ξέχασαν και ότι είναι τρελά ερωτευμένοι μαζί σου» σχολιάζει και την κοιτάζω βλοσυρά.
«Θα το σταματήσεις αυτό; Δεν ξέρεις καν τον Ντομ για να βγάζεις τα δικά σου τρελά συμπεράσματα» πηγαίνω στην κουζίνα και πιάνω δύο ποτήρια και ένα μπουκάλι μισογεμάτο κρασί.
Αν έμαθα κάτι τους μήνες που βρίσκομαι στην Γαλλία είναι ότι πρώτων, τα γαλλικά κρασιά είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο, ακόμη καλύτερα και από τις γαλλικές πατάτες τηγανιτές και δεύτερον τα μάκαρονς έχουν αποκτήσει την υπόσταση όλων των γλυκών που καταβρόχθιζα πίσω στην πατρίδα. Πλέον έχω εθιστεί σε αυτά, και όχι με τον καλό τρόπο.
Όχι ότι υπάρχει βέβαια καλός εθισμός, αλλά λέμε τώρα.
«Δεν χρειάζεται να τον γνωρίσω περαιτέρω για να σχηματίσω την άποψή μου!» λέει με το που φτάνω δίπλα της. «Όκευ, δεν μπορώ να πω, είναι και γαμώ τους γκόμενους» με το που το λέει κρατιέμαι να μην της κοπανήσω το μπουκάλι με το κρασί στο κεφάλι «και κούκλος» συνεχίζει και η παλάμη μου με φαγουρίζει για κάποιον ανεξήγητο λόγο «καλά, εντάξει, το παραδέχομαι. Και εγώ θα έκανα σαν λυσσασμένη»
«Κάνεις ήδη σαν λυσσασμένη» της δίνω το ποτήρι της και γελάει.
«Την έχεις πατήσει άσχημα ε;» ρωτάει όσο βολεύομαι δίπλα της. Η ταινία έχει αρχίσει και προσπαθώ να ξεχάσω τις προηγούμενες δηλώσεις της και να αφοσιωθώ σε αυτήν. Γιατί αν δεν το κάνω, θα την πνίξω.
«Ήσυχα τώρα. Βλέπουμε ταινία»
Γυρνάει μπροστά και απλώνει τα πόδια της πάνω στο τραπέζι. «Πάντως ταιριάζετε» λέει χαμηλόφωνα και μουγκρίζω «Με τον σερβιτόρο»
«Ε δεν υποφέρεσαι!»
[...]
«Combien coûtent ces roses?» ρωτάω μια κυριούλα η οποία τόση ώρα που κοιτάζω τα λουλούδια στέκεται δίπλα μου και με παρακολουθεί. Αντί να απαντήσει, με κοιτάζει για άλλη μια φορά από πάνω μέχρι κάτω και μπαίνει μέσα στο μαγαζί.
Συγνώμη, ρώτησα πόσο κάνουν τα τριαντάφυλλα, έτσι δεν είναι; Μήπως κατάλαβε τίποτα άλλο; Τώρα εγώ τι να κάνω; Να κάτσω ή να φύγω; Είμαι μήπως χαζή;
Έχοντας ζήσει στο Παρίσι σχεδόν τρεις μήνες, μπορώ να πω με σιγουριά ότι γενικά οι Γάλλοι δεν είναι και τόσο φιλόξενοι με τους ξένους όσο θέλουν να νομίζουμε. Και αυτή η κυριούλα νομίζω είναι τρανό παράδειγμα.
«6 euros» λέει όταν έρχεται ξανά έξω και αμέσως βγάζω το πορτοφόλι μου. Ήθελα εδώ και αρκετό καιρό να πάρω τριαντάφυλλα για το σπίτι, κυρίως για το φενγκ σούι αλλά και γιατί τα ροζέ είναι τα αγαπημένα μου.
Παίρνω την ανθοδέσμη και την μυρίζω. «Merci beaucoup» λέω χαμογελαστή και της δίνω τα λεφτά ακριβώς ώστε να μην χρειαστεί να μου δώσει ρέστα όπως πριν στον φούρνο.
Διότι αν υπάρχει κάτι στο οποίο δεν είμαι καλή, πέρα από το να τραγουδάω, είναι η συνεννόησή μου με τους Γάλλους όταν δεν τους δίνω ακριβώς τα λεφτά που πρέπει. Όπως πριν στον φούρνο. Πήρα δύο γαλλικά croissant, έδωσα ένα χαρτονόμισμα των 5 ευρώ και περίμενα ρέστα για κανένα 10λεπτο, όταν επιτέλους κατάλαβα ότι ο φούρναρης δεν σκόπευε να μου δώσει πίσω λεφτά επειδή νόμιζε ότι του έδωσα φιλοδώρημα.
Και, εντάξει, εννοείται πως δίνω φιλοδώρημα. Δεν είμαι καμία τσιγκούνα. Αλλά μάλλον οι Γάλλοι έχουν διαφορετικό τρόπο σκέψης όσον αφορά στα tips σε σύγκριση με εμάς, τους ταπεινούς Αμερικάνους.
Φεύγω γρήγορα από το μαγαζάκι και κρατάω τα λουλούδια στην αγκαλιά μου. Κανονικά θα χαιρόμουν που έχω κάτω από το σπίτι μου ένα ανθοπωλείο, αλλά δεν μου φαίνεται πως θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ, αν κρίνω από το βλοσυρό ύφος της κυριούλας.
Στόχος για σήμερα είναι να περάσω λίγο παραγωγικό χρόνο εξερευνώντας το Παρίσι. Με το εξερευνώντας το Παρίσι εννοώ απλά το να περπατήσω μέχρι την Champs-Élysées, να χαζέψω μπουτίκ και να προσπαθήσω να το παίξω Παριζιάνα μιλώντας μόνο Γαλλικά.
Ήδη αισθάνομαι ότι απλά θα είμαι απλά μια χαζή που θα κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια τα πανάκριβα μαγαζιά και θα μιλάει αισχρά γαλλικά, αλλά δεν πειράζει.
Διότι δεν θα είμαι μόνη! Αν γίνω ρεζίλι, τουλάχιστον πρέπει να είναι και ο Ντομ μαζί μου.
Περνάω βιαστικά τον δρόμο όσο ψάχνω στην τσάντα μου για το κινητό μου. Στην Louis Vuitton τσάντα μου, να τονίσω. Δώρο της Μελίσσα για τα περσινά Χριστούγεννα. Νομίζω πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να την χρησιμοποιήσω, αν σκεφτείς ότι η Champs-Élysées είναι η πιο γνωστή και πολυτελής λεωφόρος του Παρισιού. Για αυτό και ντύθηκα όσο καλύτερα μπορούσα.
Και η αλήθεια είναι ότι και μόνο που περπατάω και περνάω μπροστά από αυτά τα τιτανοτεράστια μαγαζιά, νιώθω λες και είμαι όντως ένας φτωχός συγγενής από το χωριό. Καλοντυμένος συγγενής από το χωρίο.
Hermes, Louis Vuitton, Swarovski, Levi's, Lacoste... μετράω τα πασίγνωστα μαγαζιά με τα δάχτυλά μου και κάθε τόσο βγάζω το κινητό μου για να τα φωτογραφίσω. Δεν ήξερα καν ότι μπορεί ένας δρόμος να είναι γεμάτος με τόσες μάρκες, αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς καν να περάσεις απέξω αν δεν είσαι τουλάχιστον περιποιημένος.
20 λεπτά αργότερα βρίσκομαι μπροστά από την Αψίδα του Θριάμβου και προσπαθώ να πετύχω την καλύτερη φωτογραφία απέναντι από τον ήλιο. Για αρχές Δεκεμβρίου και σε σχέση με την χθεσινή παγωνιά, κάνει αρκετή ζέστη σήμερα και μάλλον το να κάθομαι και να φωτογραφίζω ένα μνημείο, φορώντας το πιο χοντρό -μα συνάμα σικάτο!- παλτό που είχα στην ντουλάπα μου, ε δεν το λες και επιτυχία.
Εντοπίζω το μοναδικό ελεύθερο παγκάκι στην άκρη της πλατείας Charles de Gaulle και αφήνω τα τριαντάφυλλα ώστε να βγάλω το παλτό μου. Αρκετοί Γάλλοι που περνάνε από μπροστά μου με κοιτάζουν στραβά, μάλλον επειδή εκείνοι φορούν μπουφάν και κασκόλ και εγώ αυτή την στιγμή στέκομαι με μια αραχνοΰφαντη μπλούζα και μια μπορντό κοντή φούστα.
Ήθελα να είμαι και σικάτη τρομάρα μου!
Εν τέλει κάθομαι στο παγκάκι και παρατάω στην άκρη την ιδέα να βγάλω μια καλή φωτογραφία με τέτοιον ήλιο. Απλώνομαι στο παγκάκι και απολαμβάνω αυτή την ξαφνική έκρηξη ζέστης που είναι πρωτοφανής τέτοιον μήνα για το Παρίσι.
Στην άλλη άκρη της πλατείας μια κοπελίτσα τραγουδάει και αρκετός κόσμος κάθεται κοντά της απολαμβάνοντάς την. Η αλήθεια είναι ότι σε όλη μου την ζωή, ελάχιστες φορές είχα πετύχει πίσω στην πατρίδα άτομα ή και μπάντες να τραγουδάνε στο δρόμο. Από την στιγμή που ήρθα στο Παρίσι κυριολεκτικά σε κάθε γωνία βλέπω και κάποιον.
Ανακάθομαι και βάζω το χέρι μου στο μέτωπό μου ώστε να καταφέρω να κοιτάξω απέναντι χωρίς να με εμποδίζει ο ήλιος.
Και τι δεν θα έδινα να είχα τέτοια φωνή. Όχι απλά μια καλή φωνή για τραγούδι. Την συγκεκριμένη φωνή της κοπέλας. Ίσως να είναι και το καλύτερο cover του I can't go without you που έχω ακούσει στην ζωή μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα κάθομαι και την χαζεύω, τόσο πολύ που την θέση του ήλιου την πήραν τα σύννεφα και πλέον το ευδιάθετο και χαρούμενο τοπίο, μετατράπηκε σε μελαγχολικό ε και λίγο στενάχωρο με το Here without you να βγαίνει πραγματικά σαν μελωδία από τα χείλη της.
«Φωνάρα ε;» ακούω μια φωνή ακριβώς δίπλα από το αφτί μου και πετάγομαι όρθια.
«Μπορείς να μου πεις γιατί το κάνεις αυτό;» ρωτάω έντρομη τον Ντομ και προσπαθώ να διορθώσω την φούστα μου, η οποία με την απότομη αλλαγή της στάσης μου, σηκώθηκε αρκετά.
«Μάλλον μου αρέσει να σε τρομάζω» ανασηκώνει τους ώμους του και χτυπάει το παγκάκι δίπλα του για να ξανακάτσω.
Αντί αυτού σταυρώνω τα χέρια μου και τον κοιτάζω αφ 'υψηλού. «Δεν μου αρέσει να με τρομάζουν» του υπενθυμίζω κάτι που από ό,τι μου φαίνεται σίγουρα δεν έχει ξεχάσει.
Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι και με κοιτάζει χαμογελαστός.
Και μου ψιλοκόβεται η ανάσα.
Διότι αν ένας άνθρωπος σου κόβει την ανάσα και μόνο με ένα στραβό του χαμογελάκι, τότε τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά από όσο νομίζεις...
Κάθομαι ξανά δίπλα του, σε μια ασφαλή απόσταση και κοιτάζω ξανά την κοπέλα, που μάλλον επηρεασμένη από τον καιρό και από τα λαμπάκια των ψεύτικων δέντρων πάνω στις κολώνες, τραγουδάει πλέον χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Γυρίζω να κοιτάξω τον Ντομ. «Πως γίνεται κάθε φορά που συναντιόμαστε να πετυχαίνουμε κάποιον να τραγουδάει;» ρωτάω και ανασηκώνει τους ώμους του.
«Μάλλον θέλει να μας πει κάτι το σύμπαν» με κοιτάζει με την άκρη του ματιού του και ύστερα στρέφει πάλι την προσοχή του απέναντι «Είσαι πολύ όμορφη»
Φίλησέ τον, φίλησέ τον, φίλησέ τον μωρή ηλίθια!
«Ευχαριστώ» ψελλίζω και κοιτάζω επίτηδες έντονα τα ρούχα του «Και εσύ είσαι πολύ ωραία ντυμένος» λέω και γελάει.
Γυρνάει προς το μέρος μου και στηρίζει το χέρι του στην πλάτη του παγκακιού. «Τι έχεις βάλει στο νου σου για σήμερα;» ρωτάει παίρνοντας μια βαθιά ανάσα λες και επρόκειτο να τον βάλω να κάνει κάτι δύσκολο.
«Σιγά μωρέ. Δεν θα σε βάλω να σκάψεις κιόλας» γυρνάω στην τσάντα μου και βγάζω τα δύο κρουασάν. Του δίνω το ένα. «Ορίστε. Για να μην λες ότι σε βασανίζω»
«Σ'αγαπώ» λέει και αμέσως το αρπάζει και δαγκώνει ένα μεγάλο κομμάτι. «Εε εννοώ... ξέρεις...» λέει μπουκωμένος και γελάω με το βλέμμα του. «Ώχου μωρέ. Κατάλαβες»
Προσπαθώ να καταπολεμήσω την επιθυμία μου να σηκωθώ και να κάνω σβούρες γύρω από την Αψίδα του Θριάμβου τσιρίζοντας „Ο Ντομ με αγαπάει ναναναναναααα", αλλά δεν το κάνω για τους εμφανείς λόγους.
«Μην χαμογελάς σαν τον Τζόκερ» συνεχίζει και κρύβομαι όσο μπορώ πίσω από το δικό μου κρουασάν. «Λες και δεν το ξέρεις» μουρμουρίζει και καθαρίζω τον λαιμό μου.
Τώρα γιατί έγινε άβολο;
«Λοιπόν, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, ήθελα απλά να έρθουμε μια βόλτα εδώ μαζί» τρώω και εγώ μια μεγάλη μπουκιά από το κρουασάν μου και τον κοιτάζω.
«Απλά πες ότι δεν μπορείς να περάσεις ούτε μια μέρα μακριά μου ρε Έιβερι και άσε τις υπεκφυγές» παίρνει μια χαρτοπετσέτα και μου σκουπίζει τις άκρες των χειλιών.
«Καμία υπεκφυγή!» διαμαρτύρομαι και απομακρύνομαι «Απλά-»
«Απλά με θες, αλλά δεν με θες» επεμβαίνει.
«Ρε Ντομ!» νομίζω πως έχω ξεπεράσει την απόχρωση του κόκκινου στα μάγουλά μου και οδεύω προς το μπορντό της φούστας μου. «Ας αλλάξουμε θέμα, αυτή η συζήτηση δεν μου αρέσει καθόλου»
Σηκώνει τα χέρια του ψηλά. «Εντάξει. Σταματάω»
Συνεχίζουμε να μιλάμε για αρκετή ώρα. Μου λέει πως πέρασαν τα τελευταία δύο χρόνια, με την άνεση που θα είχε λες και μιλάει σε κάποιον φίλο του για έναν αγώνα μπάσκετ που είδε εχθές. Μου ανακοινώνει ότι τελείωσε την σχολή του και περιμένει το επόμενο καλοκαίρι να ορκιστεί και τον πειράζω ότι αν γίνει καθηγητής Αγγλικών σε δημόσια Λύκεια και Γυμνάσια, οι μαθήτριες θα πέφτουν στα πόδια του η μια μετά την άλλη.
«Τι; Μόνο οι μαθήτριες; Και οι καθηγήτριες» απαντάει με στυλ ντίβας και του πετάω το μπαλάκι από την σακούλα που ήταν μέσα τα κρουασάν.
Μου αποκαλύπτει για άλλη μια φορά τον λόγο που ήρθε στο Παρίσι όπως επίσης και το γεγονός ότι το ανηψάκι του του σπάει τα νεύρα για αυτό και δέχεται να βγαίνει συνέχεια έξω μαζί μου.
Του λέω εγώ με την σειρά μου περιεκτικά ότι τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πραγματικά δύσκολα και ότι η αλλαγή της καθημερινότητας μου από το σχολείο στο πανεπιστήμιο σε μια μακρινή πόλη ήταν πραγματικά υπερβολική για να την αντέξει ο οργανισμός μου.
Αποφεύγω να του αναφέρω το κλάμα που έριχνα και τις φορές που με σταματούσαν η Κέισι και η Μελίσσα εκείνα τα μεθυσμένα καλοκαιρινά βράδια από το να πάω να του γκρεμίσω το σπίτι.
Γελάει όταν παραδέχομαι πως τις πρώτες μέρες στην Γαλλία ψώνιζα από το σουπερμάρκετ πραγματικά στην τύχη γιατί όλες οι ετικέτες των προϊόντων ήταν στα γαλλικά και δεν καταλάβαινα Χριστό.
Γενικά μιλάμε για τα πάντα, αποφεύγοντας ό,τι έχει να κάνει με την σχέση μας και την σχέση μου με τον Μέισον. Δεν ξέρω αν θέλει να ακούσει για αυτόν και επίσης δεν ξέρω κατά πόσο είμαι πρόθυμη να του πω τι έγινε.
«Και από μέσα είναι χαραγμένα τα ονόματα των νικών των Γαλλικών Στρατευμάτων όπως επίσης και 660 ονόματα προσωπικοτήτων, εκ των οποίων τα υπογραμμισμένα είναι όσων έπεσαν σε μάχες» του αραδιάζω όλα όσα αποστήθισα από το wikipedia και ταυτόχρονα του δείχνω την Αψίδα όσο περπατάμε κατά μήκος. «Η γαλλική ονομασία του είναι Arc de Triomphe. Νομίζω έχει και μια ακόμη ονομασία, αλλά δεν την θυμάμαι»
Ο ήλιος έχει πλέον πέσει πίσω από τα τεράστια κτήρια γύρω από την πλατεία Charles de Gaulle και πλέον όλες οι κολώνες των λεωφόρων που περιτριγυρίζουν την πλατεία έχουν φωτιστεί με πολύχρωμα λαμπάκια.
«Είναι πανέμορφα» ψελλίζει και σφίγγει το χέρι μου στο δικό του. «Δεν σε πιάνει ένα ρίγος; Κάθε φορά που βλέπεις ένα μνημείο;» με κοιτάζει και για κάποιον λόγο τα μάτια του λάμπουν κάνοντας τα να φαίνονται πιο μεγάλα. Και πιο όμορφα.
«Ναι, βασικά» τον τραβάω για να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. «Είναι πραγματικά απίστευτο πόσα μπορεί να έχουν συμβεί εδώ που στεκόμαστε αυτή την στιγμή. Σκέψου λίγο, κάθε μνημείο κουβαλάει και μια ιστορία. Άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι νίκησαν, άλλοι θυσιάστηκαν για το κοινό καλό...» κουκουλώνομαι λίγο περισσότερο με το παλτό μου «Αισθάνεσαι δέος και μόνο που το σκέφτεσαι»
«Χαίρομαι που ήρθα εδώ» λέει και γυρίζω να τον κοιτάξω μπερδεμένη. «Πάντα ήθελα να κάνω υπερατλαντικά ταξίδια και να γνωρίσω κι άλλους πολιτισμούς. Ένας άνθρωπος αποκτά εμπειρίες μέσω των ταξιδιών που κάνει, έτσι δεν είναι;»
«Χμ, μέχρι στιγμής, τις λίγες μέρες που έχεις περάσει εδώ, τι εμπειρίες έχεις αποκομίσει;» ρωτάω χιουμοριστικά και με την άκρη του ματιού μου εντοπίζω την κοπέλα από πριν, να τραγουδάει στην απέναντι πλευρά της πλατείας.
«Δεν είμαι σίγουρος ακόμη. Νομίζω πως πρέπει να περιμένω λίγο καιρό ακόμη για να σου πω. Ρώτα με του χρόνου» κυριολεκτικά τον σέρνω από το χέρι όσο πηγαίνω καρφί στην κοπέλα. «Τι τρέχεις μωρέ; Είδες κανέναν διάσημο;» κοιτάζει τριγύρω ανήσυχος. «Μη μου πεις ότι είδες την Λίλυ Κόλινς, κάτσε να διορθωθώ!»
Ρολάρω τα μάτια μου. «Ναι, διότι η Λίλυ Κόλινς εσένα θα γυρίσει να κοιτάξει» μουρμουρίζω και από την τσιμπιά που τρώω στα πλευρά, μάλλον με άκουσε.
Φτάνουμε ανάμεσα στον κόσμο που κάθεται και ακούει με προσοχή την κοπέλα να τραγουδάει και σταματάω απότομα κάνοντας τον Ντομ να πέσει πάνω μου.
«Ει, η κοπελίτσα από πριν!» φωνάζει και του κλείνω το στόμα με το χέρι.
«Μη μιλάς άλλο! Άκου απλά» τον πιάνω αγκαζέ και τον τραβάω για να πάμε όσο πιο μπροστά μπορούμε.
Ίσως και να είναι η καλύτερη ερμηνεία του Santa baby που έχω ακούσει ποτέ στην ζωή μου. Όσο τραγουδάει την βγάζω βίντεο και όταν το καταλαβαίνει μου στέλνει φιλιά κάνοντάς με να γελάσω δυνατά.
Βγάζω από την τσέπη μου ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και όταν φεύγει ο πολύς κόσμος που την συγχαίρει για την φωνή της, την πλησιάζω αφήνοντας τον Ντομ πίσω να μιλάει στο κινητό.
Αφήνω τα λεφτά μέσα στην θήκη της κιθάρας της. «Δεν ξέρω αν έχω ακούσει πιο όμορφη φωνή» της λέω όσο πίνει νερό.
«Oh, oui. C'est toi la fille!» με κοιτάζει καλά καλά και σηκώνω τα φρύδια μου. «Γαμώτο, και είμαι μόνη σήμερα!» η προφορά της είναι σπαστή και καταλαβαίνω με το ζόρι τι εννοεί.
«Ορίστε;»
Γελάει δυνατά όσο διορθώνει τα εξαρτήματά της. «Σε θυμάμαι. Καθόσουν με εκείνον εκεί» δείχνει με το δάχτυλό της τον Ντομ «στην πλατεία πριν κάτι μέρες. Τραγουδούσα με την μπάντα μου»
Γουρλώνω τα μάτια μου. «Εσύ ήσουν;» ρωτάω και γνέφει χαμογελαστή. «Ουάου... Θέλω να πω... που... πως μας θυμώσουν; Μας είχες δει;»
«Ma chérie, είχαμε βάλει στοίχημα με τον μπασίστα, το αγόρι μου, για το αν είστε ζευγάρι ή όχι» έρχεται δίπλα μου και με γυρίζει για να κοιτάξουμε και οι δύο τον Ντομ. «Από ό,τι φαίνεται τα 20 ευρώ που μου έδωσες θα διπλασιαστούν σύντομα» μουρμουρίζει σκεπτική.
Χαμογελάω. «Σε τι πόνταρες;»
«Στο ότι είστε μαζί, bien sûr!» δαγκώνω τα χείλη μου και κουνάω το κεφάλι μου. «Τι; Δεν είστε μαζί;» ρωτάει σοκαρισμένη.
Έλα μου ντε.
«Είναι μπερδεμένο βασικά...» καταλήγω να πω και με μια αποφασιστική κίνηση με πιάνει από τους ώμους.
«Τα μπερδέματα είναι στο μυαλό σου, chéri! Όλα είναι ξεκάθαρα. Η χημεία μεταξύ δύο ανθρώπων δεν κρύβεται. Mon Dieu, πριν σε κοίταζε και έλιωνε!» με ταρακουνάει και γελάω.
Έλιωνε ε;
Τον κοιτάζω για άλλη μια φορά όσο κλοτσάει κάτι πετραδάκια και ταυτόχρονα μιλάει, μάλλον με τη αδελφή του. Λέει κάτι που δεν καταλαβαίνω και ύστερα κλείνει το κινητό χώνοντάς το στην τσέπη του.
Γυρίζω στην κοπέλα. «Λες;»
«Bien sûr, chérie!» φωνάζει η κοπέλα και χοροπηδάει. «Είστε τέλειοι μαζί!»
«Όλα καλά εδώ;» ρωτάει ο Ντομ το επόμενο δευτερόλεπτο που φτάνει δίπλα μας.
«Ναι όλα τέλεια» απαντάω χαμογελαστή. Η κοπέλα από ό,τι κατάλαβα έφυγε διακριτικά αφήνοντάς μας μόνους. «Ήρθα απλά να της πω ότι έχει τέλεια φωνή»
«Ε καλά, όχι σαν την δικιά μου, αλλά κάτι κάνει» λέει χαριτολογώντας αν και μεταξύ μας, είμαι σίγουρη πως το εννοεί. Απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου «Πάμε;»
Κοιτάζω τα τριαντάφυλλα που τόση ώρα κουβαλάω μαζί μου.
«Δώσε μου ένα λεπτό» του αφήνω ένα φιλί στο μάγουλο και γυρνάω στην κοπέλα που πλέον έχει μαζέψει σχεδόν τα πάντα. «Για εσένα» της δίνω το μπουκέτο και το κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.
«Chérie! Merci beaucoup!» τα πιάνει στην αγκαλιά της «Είναι τα αγαπημένα μου! Γιατί μου τα δίνεις όμως;» ρωτάει φανερά συγκινημένη.
Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Απλά νιώθω ότι τα αξίζεις. Δες το σαν μια καλή κίνηση εν όψει Χριστουγέννων. Χαίρομαι με την χαρά των άλλων»
Χωρίς να το καταλάβω, με τραβάει στην αγκαλιά της. «Είσαι καλός άνθρωπος...» σταματάει για λίγο «...Έιβερι»
Τραβιέμαι. «Που ξέρεις το όνομά μου;»
Δείχνει τον Ντομ. «Μου το είπε εκείνος» γυρνάω να τον κοιτάξω και εκείνος κάνει ότι και καλά κοιτάζει τριγύρω. «Je m'appelle Andrea! Χάρηκα που σε γνώρισα» αφήνει ένα φιλί στο μάγουλό μου. «Ελπίζω όταν σε ξαναδώ, να έχεις τυλίξει το όμορφο αγόρι»
«Ω για αυτό να είσαι σίγουρη» την σφίγγω για μια τελευταία φορά στην αγκαλιά μου και πηγαίνω προς το μέρος του Ντομ. «Τώρα μπορούμε να φύγουμε» κάνω να ξεκινήσω αλλά με σταματάει. «Τι;» ρωτάω ξαφνιασμένη.
Απλώνει το χέρι του και μου χαϊδεύει απαλά το μάγουλο. «Είσαι ο πιο καλόκαρδος άνθρωπος που έχω γνωρίσει» ψιθυρίζει και ασυναίσθητα γέρνω προς το μέρος του χεριού του. «Και αυτό είναι κάτι που λατρεύω σε εσένα»
Δεν τον αφήνω να πει κάτι άλλο. Και στην τελική, δεν χρειάζεται να πει κάτι άλλο.
Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και αφήνω ένα τρυφερό φιλί στα χείλη του. Με πιάνει από την μέση και με τραβάει όσο περισσότερο γίνεται κατά πάνω του.
Και ξαφνικά το κουβάρι στο μυαλό μου, ξεδιαλύνεται. Είναι πλέον ολοφάνερο το τι είναι σωστό και τι όχι.
Και γαμώτο, ο Ντομ είναι σίγουρα η πιο σωστή επιλογή από όλες.
~~~
Λατρεύω το γεγονός ότι μαθαίνω απίστευτα πράγματα για το Παρίσι και τα χρησιμοποιώ στο βιβλίο μου. Είναι ό,τι πιο όμορφο να μαθαίνεις κάνοντας αυτό που αγαπάς♥
Ελπίζω να σας άρεσε το σημερινό κεφάλαιο!
Πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκιααα♥
Ρίρι
•18 DAYS LEFT🎄🎁🎇•
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top