Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου ☃️
Γουελ, νιώθω πως κάθε κεφάλαιο που γράφω μετά το αναφέρω ως το "αγαπημένο μου".
Και όντως, κάθε φορά, όταν ξαναδιαβάζω τα κεφάλαια πριν τα ανεβάσω στην εφαρμογή, αισθάνομαι το ίδιο πράγμα.
Οπότε, ορίστε. Πάρτε άλλο ένα αγαπημένο μου κεφάλαιο♥
Ho!
~~~
Σήμερα από το πρωί είμαι εντελώς στην κοσμάρα μου. Και δυστυχώς όχι με τον αστείο τρόπο, όπως όταν μου το έλεγε η Κέισι κάποιες φορές που χανόμουν στις σκέψεις μου.
Μιλάμε ζω σε άλλο κόσμο.
Δεν ξέρω καν γιατί πήγα στο πρωινό μάθημα της σχολής. Το οποίο μάλιστα όχι απλά δεν μου αρέσει, δεν το επέλεξα καν να το παρακολουθήσω. Απλά ξύπνησα το πρωί, ντύθηκα και έφυγα.
Η Αν με το που με είδε στην είσοδο της αίθουσας να προσπαθώ να ξεμπλέξω το κορδόνι του φούτερ από την τσάντα μου, κατευθείαν σηκώθηκε και με τράβηξε έξω. Περίμενε να της πω αναλυτικά τι έγινε εχθές με τον Ντομ, αλλά το μόνο που κατάφερα να πω ήταν ένα σκέτο «Καλά ήταν μωρέ» και την άφησα να ξεροψήνεται στις απορίες της για την υπόλοιπη ημέρα.
Επίσης αρνήθηκα να πάω για πρωινό μετά το μάθημα. Διότι, εν τέλει έκατσα και το παρακολούθησα, αλλά εξακολουθούσα να είμαι τόσο χαμένη στις σκέψεις μου που αν με ρωτήσεις τώρα τι μάθημα ήταν, δεν θα έχω την παραμικρή ιδέα τι να απαντήσω.
Απλά γύρισα σπίτι, αποφεύγοντας να περάσω από την βιβλιοθήκη και την πλατειούλα απέναντι, και εδώ και σχεδόν 3 ώρες είμαι φασκιωμένη σαν μωρό στον καναπέ κοιτάζοντας επεισόδια από τα Φιλαράκια το ένα μετά το άλλο, χωρίς βέβαια να τα παρακολουθώ.
Από τον λήθαργο με ξυπνάει ο ήχος από το κουδούνι. Για μια στιγμή σκέφτομαι να μην κάνω καν τον κόπο και σηκωθώ ώστε όποιος ήρθε να νομίζει πως λείπω και να φύγει, αλλά θα ήταν λίγο γαϊδουριά αν έκανα κάτι τέτοιο.
Και ιδίως όταν αυτός ο ενοχλητικός επισκέπτης δεν σκοπεύει να φύγει μιας και πατάει το κουδούνι συνέχεια για να μου σπάσει τα νεύρα.
Ανοίγω την πόρτα και επιστρέφω στην θέση μου χωρίς καν να κοιτάξω ποιος ήρθε.
«Ήμουν σίγουρη ότι είσαι εδώ» σχολιάζει η Αν και μπαίνει φουριόζα μέσα.
Επιστρέφω την προσοχή μου στην τηλεόραση και βολεύομαι καλύτερα στον καναπέ. «Έγινε κάτι;» ρωτάω και με την άκρη του ματιού μου την βλέπω σχεδόν να γδύνεται.
«Τι φάση; Πόσους βαθμούς έχεις εδώ μέσα κουκλίτσα μου;» πετάει το κασκόλ και το μπουφάν της πάνω στον καναπέ. «Κλείνω τον θερμοστάτη. Θα πάρεις φωτιά σε λίγο»
«Εγώ κρυώνω. Εσύ τώρα τι θες;» την βλέπω να βγάζει ακόμη και την μπλούζα της και να μένει με το λεπτό της μαύρο φανελάκι.
«Εγώ τι θέλω ή εσύ; Από το πρωί κυκλοφορείς σαν φάντασμα» έρχεται και κάθεται δίπλα μου τραβώντας την κουβέρτα από τα χέρια μου. «Ήρθες με φούτερ στην σχολή. Αν είναι δυνατόν Έιβερι! Και εγώ έχω φάει χυλόπιτα, αλλά δεν έκανα έτσι» αράζει άνετη δίπλα μου και γέρνω απειλητικά το κεφάλι μου προς το μέρος της.
Ποιος έφαγε χυλόπιτα μωρέ; Εγώ έδωσα. Και μάλιστα το έχω μετανιώσει.
«Δεν έφαγα χυλόπιτα» λέω τελικά γιατί πραγματικά δεν έχω ούτε την όρεξη ούτε τις αντοχές να της εξηγήσω τι όντως συνέβη χθες.
«Και τότε γιατί είσαι σαν να βούλιαξαν τα καράβια σου;» παίρνει το τηλεκοντρόλ από τα χέρια μου πριν προλάβω να αντιδράσω και κλείνει την τηλεόραση. «Τι έγινε εχθές;»
Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Η οποία τελικά βγαίνει κάτι σαν λυγμός.
Και με πιάνουν τα κλάματα.
Το υπόλοιπο απόγευμα το περνάω στην αγκαλιά της Αν εξηγώντας της τα πάντα. Αναλύοντας ό,τι έγινε μεταξύ εμού και του Ντομ από την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε μέχρι και το χθεσινό ραντεβού.
Και παρόλο που αισθάνομαι ελάχιστα καλύτερα που τα είπα σε κάποιον, εξακολουθώ να νιώθω πως εχθές συμπεριφέρθηκα σκατένια. Με όλη τη σημασία της λέξεως.
«Τον άφησα να με φιλήσει. Το διανοείσαι; Πόσο απελπισμένη είμαι πια» κάνω σβούρες στο σαλόνι. «Καλά, ας μην σχολιάσω το γεγονός ότι του έριξα άκυρο. Ποιος; Εγώ. Ειλικρινά δεν ξέρω τι σκεφτόμουν εκείνη την στιγμή»
«Μην πηγαίνεις πέρα δώθε, με ζαλίζεις» φωνάζει η φίλη μου κάνοντάς με να σταματήσω και να την κοιτάξω εκνευρισμένη. Ξαπλώνει καλύτερα στον καναπέ και με κοιτάζει.
«Δεν σε έφερα εδώ για να ξαπλώσεις!»
«Δεν με έφερες εσύ, μόνη μου ήρθα!» απαντάει κατευθείαν και σταυρώνω τα χέρια μου.
«Για να με βοηθήσεις ήρθες. Ορίστε! Πες μου. Τι να κάνω;» κάθομαι πάνω στο μικρό τραπεζάκι σταυροπόδι.
«Καταρχάς να ηρεμήσεις» λέει με μια φυσικότητα και κοιτάζω γύρω μου μπας και βρω κανένα παπούτσι να της πετάξω. «Και έπειτα να βγεις με τον σερβιτόρο»
Σουφρώνω τα φρύδια μου. «Από όλα όσα σου είπα, εσύ έβγαλες αυτό το συμπέρασμα; Ότι πρέπει να βγω ραντεβού με τον σερβιτόρο;» ρωτάω και εκείνη γνέφει χαμογελαστή. Σηκώνομαι όρθια απηυδισμένη. «Το ήξερα ότι δεν μπορείς να με βοηθήσεις!» μουρμουρίζω και διορθώνω την πιτζάμα μου.
«Είσαι σοβαρή παιδάκι μου;» ανασηκώνεται και με κοιτάζει. «Να σε βοηθήσω σε τι; Ναι, είσαι ερωτευμένη με τον Ντομ. Ναι, δεν τον έχεις ξεπεράσει. Ναι, ό,τι χριστουγεννιάτικο βλέπεις σου θυμίζει αυτόν και όσα περάσατε»
«Και είναι λίγα αυτά μωρέ;» παραπονιέμαι και κοιτάζει αγανακτισμένη το κινητό της.
Έπειτα σηκώνεται απότομα όρθια πετώντας την κουβέρτα στην άκρη του καναπέ. «Ναι, πρέπει να τον ξεπεράσεις» συνεχίζει και σηκώνω το φρύδι μου ειρωνικά.
«Με το να βγω με τον Άρον;»
Βάζει την μπλούζα της και με κοιτάζει πονηρά. «Άτσα. Ξέρουμε και το όνομα του σερβιτόρου;»
«Δεν έχει σημασία αυτό...» κοκκινίζω ολόκληρη «Απλά έτυχε και μιλήσαμε. Εσύ γιατί ντύνεσαι;» την ρωτάω όταν καταφέρνει να βάλει τις μπότες της.
«Ναι, σόρυ που έχω και μια προσωπική ζωή να κοιτάξω» κοροϊδεύει. «Θα ήθελα πραγματικά να ακούω όλο το βράδυ την ιστορία σου με τον Ντομ, αλλά ένας ξαναμμένος φοιτητής με περιμένει στην εστία του και ωωω, πίστεψέ με θα περάσω πολύ καλύτερα από το να κάτσω και να μιζεριάσω εδώ μαζί σου, χωρίς παρεξήγηση» τα λέει όλα αυτά με μια ανάσα και εγώ πέφτω με δύναμη στον καναπέ.
«Ευχαριστώ για την ψυχολογική στήριξη ε...»
Περνάει την τσάντα της στον ώμο και κοιτιέται στον καθρέφτη. «Άκου τι θα κάνουμε. Αύριο η αγαπημένη σου καφετέρια έχει πάρτι» κοιτάζει την αντανάκλασή μου. «Φοιτητοπάρτι, βασικά»
«Θα με σέρνεις και σε πάρτι τώρα;» γκρινιάζω και γλιστράω στον καναπέ.
Γυρνάει και σταυρώνει τα χέρια της. «Ωραία τότε, κάτσε να κλάψεις τον μακαρίτη» σχολιάζει και ρολάρω τα μάτια μου.
«Και τι; Έτσι στο άκυρο κάνουν πάρτι;»
«Από ό,τι είδα κάθε Σάββατο του Δεκεμβρίου θα οργανώνουν μικρά παρτάκια στο μαγαζί. Christmas themed η φάση. Τώρα σε έπεισα μήπως να έρθεις;»
Χαμογελάω. «Κάνεις καλή δουλειά»
Η αλήθεια είναι ότι όσο και αν δεν έχω καμία όρεξη για πάρτι και χορούς, είναι ένας τρόπος να ξεχαστώ λιγάκι. Γιατί στην τελική δεν περιστρέφονται όλα γύρω από τον Ντομ, σωστά;
«Θα πάμε και θα περάσουμε τέλεια» μου αφήνει η Αν ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού.
«Καλά θα δούμε» μουρμουρίζω και την ξεπροβοδίζω χωρίς να ακούσω τίποτα άλλο από αυτά που λέει.
Κλείνω την πόρτα πίσω μου και στηρίζομαι για λίγο πάνω της.
Δεν προλαβαίνω καν να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, αρπάζω το κινητό μου και σχεδόν αμέσως βρίσκω αυτό που ψάχνω.
Ξέρω ότι θα το μετανιώσω, αλλά δεν με νοιάζει. Όπως λένε, είναι καλύτερο να μετανιώνεις για κάτι, παρά να μένεις με την απορία.
Προσπαθώ να ελέγξω την αναπνοή μου και το τρέμουλο στα χέρια μου.
«Παρακαλώ;»
Χαμογελάω στο άκουσμα της φωνής του. Και αμέσως μια ζεστασιά τυλίγει το κορμί μου.
«Ντομ! Γειά. Είμαι η Έιβερι» μήπως έπρεπε να πω Έιβ αντί για Έιβερι; Το έκανα πολύ επίσημο; Σκατά.
Γελάει. «Το ξέρω Έιβ. Σε έχω αποθηκευμένη»
«Α ωραία» απαντάω και το μυαλό μου θολώνει. «Εεε βασικά... να... εεε...»
Το πάω πάρα πολύ καλά έτσι; Μιλάμε ερμηνεία για όσκαρ...
«Που είσαι;» ρωτάει αφού μάλλον κατάλαβε ότι χρειάζομαι λίγο σπρώξιμο για να μιλήσω.
«Ε σπίτι;» απαντάω μπερδεμένη.
«Σε μισή ώρα στην πλατεία» λέει απλά και το κλείνει πριν καν προλάβω να απαντήσω.
[...]
Φτάνω στην πλατεία με κομμένη την ανάσα.
Μάλλον ήταν υπερβολή να κάτσω να κάνω ντουζ, να ξυριστώ, να βαφτώ τόσο ώστε να μην φαίνεται ότι είμαι βαμμένη και να βρω τι να φορέσω.
Ψάχνω με το βλέμμα μου τον Ντομ στην ασφυκτικά γεμάτη πλατειούλα ενώ ταυτόχρονα προσπαθώ να διορθώσω το σουτιέν μου, το οποίο μάλλον από την βιασύνη κούμπωσα εντελώς λάθος.
Κανονικά θα μου φαινόταν περίεργο να έχει τόσο κόσμο 10 η ώρα το βράδυ εδώ, αλλά είναι Παρασκευή. Και γενικά από όσα έχω μάθει για τους Γάλλους, προτιμούν να περνούν τα βράδια τους χαλαρά σε ένα παγκάκι απέναντι από το σιντριβάνι, παρά να βγαίνουν έξω σε κλαμπ ή όπως τα λένε εδώ τέλος πάντων.
Εν τέλει τον εντοπίζω να κάθεται στο σιντριβάνι. Όχι μέσα, αλλά στο πέτρινο τοιχάκι. Εκείνος δεν με έχει δει καν, οπότε προλαβαίνω και του γυρίζω την πλάτη. Βγάζω βιαστικά το κινητό μου από την τσέπη και τσεκάρω αν είναι όλα στην θέση τους.
Μάσκαρα; Τσεκ.
Κραγιόν; Τσεκ.
Έχει πάει στα δόντια; Όχι. Ευτυχώς.
Κοιτάζω το είδωλό μου πάνω στην μαύρη οθόνη του κινητού και επαναλαμβάνω από μέσα μου ότι όλα θα πάνε καλά. Δεν ξέρω καν γιατί αγχώνομαι τόσο πολύ. Κάνω λες και είναι η πρώτη φορά που βγαίνω μαζί του.
Χώνω το κινητό στην τσέπη του μπουφάν και γυρίζω προς το μέρος του. Αναγκάζομαι να σπρώξω δύο παιδάκια που στέκονται μπροστά μου και μαλώνουν στα Γαλλικά προφέροντας πολύ έντονα το «ρ» και περνάω πάνω από τα αυτοκινητάκια τους κάνοντάς τα να με κοιτάξουν με ένα βλέμμα μίσους.
«Γειά» του λέω μόλις τον φτάνω και σηκώνει το κεφάλι του για να με κοιτάξει.
Το επόμενο που κάνει είναι να γυρίσει στο παιδάκι δίπλα του και να απλώσει την παλάμη του προς το μέρος του μικρού. «Έχασες. Δώσε 10 ευρώ» απαιτεί και το παιδάκι βγάζει από την κωλοτσέπη του ένα τσαλακωμένο νόμισμα και του το δίνει.
«Είναι άδικο αυτό!» λέει σε σπαστά αγγλικά και σηκώνεται όρθιος. «Μου πήρε όλο το χαρτζιλίκι!» παραπονιέται σε εμένα και κοιτάζω τον Ντομ θυμωμένη.
«Πας καλά παιδί μου; Για ποιον λόγο πήρες λεφτά από το παιδί;»
Ο Ντομ ανοίγει το τσαλακωμένο χαρτονόμισμα και το κοιτάζει στο φως. «Βάλαμε στοίχημα αν θα αργήσεις 10 ή 20 λεπτά» αφού το ελέγξει, το βάζει στην μικρή τσεπούλα του μπουφάν του. «Εγώ πόνταρα στο 20» μου κλείνει το μάτι και σηκώνεται όρθιος. «Ευχαριστώ μικρέ. Πήγαινε τώρα στην μαμά σου» τον σπρώχνει αλλά εκείνος δεν κουνιέται. «Ώχου, δεν καταλαβαίνει; Έιβ πως να του πω να φύγει;» μου ψιθυρίζει και κουνάω απηυδισμένη το κεφάλι μου.
«Δώσε του τα λεφτά του σε παρακαλώ»
«Μα τα κέρδισα!»
«Έβαλες στοίχημα με ένα 11χρονο. Σου φαίνεται φυσιολογικό;»
«13 είμαι» πετάγεται ο μικρός και τον κοιτάζουμε ταυτόχρονα.
«Α αυτό το κατάλαβες πονηρέ...»
«Ρε Ντομ!»
Σηκώνει την παλάμη του προς το μέρος μου. «Το'χω» σκύβει και μιλάει στο αγοράκι. «Μπογείς να φύγεις τώγα» του λέει τονίζοντας πολύ έντονα το «ρ» λες και αυτό θα τον βοηθήσει να καταλάβει.
Κρύβω το πρόσωπό μου στα χέρια μου. Πόσο ρεζίλι μπορεί να με κάνει αυτός ο άνθρωπος;
Βγάζω το πορτοφόλι μου βιαστικά και σπρώχνω τον Ντομ.
«Πάρ'τα και φύγε» δίνω στο παιδάκι το χαρτονόμισμα και εκείνος χαμογελάει και εξαφανίζεται στο πλήθος.
«Ει! Γιατί το έκανες αυτό;» ακούω την φωνή του όσο παλεύω να βάλω το πορτοφόλι ξανά στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου.
«Έβαλες στοίχημα με ένα 13χρονο. Παιδί. Και του πήρες τα λεφτά»
«Ε και; Που το πρόβλημα;» απορεί και ξεφυσάω.
Ώρες ώρες θέλω πραγματικά να του σπάσω το κεφάλι. Ή έστω να τον φιλήσω μέχρι να μου κοπεί η ανάσα.
Ή και τα δύο.
Τον πιάνω από το χέρι για να βγούμε από το πλήθος, το οποίο μας καρφώνει με το βλέμμα του. «Για πλάκα το βάλατε το στοίχημα ρε άνθρωπε. Δεν ήταν ανάγκη να του πάρεις τα λεφτά»
«Εκείνος το ξεκίνησε» διαμαρτύρεται αλλά με ακολουθεί. «Με έβλεπε που καθόμουν και μιζέριαζα μόνος μου» κάνει έναν ψεύτικο βήχα και χαμογελάω «και με ρώτησε αν περιμένω κάποιον. Του είπα ότι περιμένω μια φίλη μου και μου ζήτησε να βάλουμε στοίχημα πόση ώρα θα κάνεις για να έρθεις. Εγώ δεν θα έβαζα λεφτά. Εκείνο το σκατό ζήτησε 10 ευρώ. Μάλλον έχει θέμα με τον τζόγο. Θερίζει σε τέτοιες ηλικίες. Τι να πεις...» μουρμουρίζει μόνος του όσο εγώ προχωράω σιωπηλή κρατώντας τον ακόμη σφιχτά από το χέρι.
Δεν ξέρω αν θα έπρεπε να πειραχτώ με το γεγονός ότι με ανέφερε σαν φίλη του, αν και για αν είμαι ειλικρινής με ενόχλησε. Μάλλον η κατάστασή μου έχει ξεφύγει.
Φτάνουμε στην άκρη της πλατείας και καθόμαστε σε ένα παγκάκι ακριβώς απέναντι από τον τεράστιο και φωτισμένο με πάρα πολλά λαμπάκια δρόμο.
Από την άλλη πλευρά του δρόμου μια μικρή μπάντα με τέσσερα άτομα τραγουδάνε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και αρκετοί περαστικοί κάθονται να τους χαζέψουν. Προσπαθώ και εν τέλει καταφέρνω να αναγνωρίσω το τραγούδι που λένε.
Το Shake up Christmas. Είχα αρκετά χρόνια να το ακούσω.
Κουνάω το πόδι μου στον ρυθμό αν και πλέον έχω σταματήσει να ακούω λόγω της κίνησης και του μποτιλιαρίσματος.
«Έχουμε αρκετό καιρό να το κάνουμε αυτό» σχολιάζει ο Ντομ δίπλα μου και φεύγει ο ρυθμός από το κεφάλι μου.
«Εννοείς να βρεθούμε; Νομίζω ότι το κάναμε και εχθές αυτό» τον πειράζω και ένα μικρό χαμόγελο απλώνεται στα χείλη του.
«Ξέρεις τι εννοώ Έιβ» έρχεται πιο κοντά μου, τόσο ώστε τα μπράτσα μας να αγγίζουν. Κανονικά θα του έκανα κάποιο αστείο για να μαζευτεί μιας και είμαι "φίλη" του, όπως με αποκάλεσε πριν, αλλά επιλέγω να μην πω τίποτα.
«Ναι, είναι η αλήθεια. Τελευταία φορά που βγήκαμε και κάτσαμε σε παγκάκι ήταν πριν 2μιση χρόνια περίπου» λέω κοιτώντας ευθεία μπροστά.
Αλήθεια όμως. Τότε ήταν. Όταν με χώρισε. Μου είπε ότι ήθελε να μιλήσουμε, κλασική ατάκα χωρισμού, και με πήγε στην παιδική χαρά απέναντι από την πολυκατοικία του. Για αυτό πλέον δεν περνάω από εκεί όταν επιστρέφω σπίτι. Όχι μόνο επειδή είναι η γειτονιά του, αλλά επειδή αν δω εκείνη την παιδική χαρά σίγουρα θα βάλω τα κλάματα. Και όχι από την συγκίνηση.
«Το μετάνιωσα» λέει τελικά και η θεά μέσα μου γυρίζει να τον κοιτάξει έκπληκτη. Εγώ απλά συνεχίζω να εστιάζω στην μπάντα ακριβώς απέναντι που πλέον έχει δυναμώσει την μουσική και ακούγεται πιο καθαρά.
«Είναι λίγο αργά, δεν νομίζεις;» απαντάω και δαγκώνω τα χείλη. Τα μάτια μου έχουν αρχίσει επικίνδυνα να τσούζουν.
Γαμώτο, αφού ήξερα ότι θα με κάνει να κλάψω, γιατί βγήκα μαζί του;
«Πρέπει να με καταλάβεις» γέρνει περισσότερο προς το μέρος μου. «Δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ. Ήταν πραγματικά απόφαση της στιγμής. Όλοι λένε ότι οι σχέσεις εξ αποστάσεως δεν λειτουργούν και... η αλήθεια είναι πως έχουν δίκιο» γυρίζω να τον κοιτάξω «Όπως η σχέση μου με την Λόρεν. Μπορεί να μην ήταν ο κύριος λόγος που χωρίσαμε, αλλά σίγουρα μας επηρέασε» απλώνει το χέρι του και πιάνει το δικό μου. «Και γαμώτο, αλήθεια δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο και σε εμάς. Δεν θα το άντεχα»
Η μπάντα τώρα τραγουδάει το Last Christmas και νιώθω λες και αυτό το τραγούδι ταιριάζει απόλυτα στην στιγμή.
«Και προτίμησες να το κάνεις από πριν. Για να είναι λιγότερο επώδυνο»
«Ακριβώς» στο βλέμμα του βλέπω την ανακούφιση. Μάλλον το περίμενε πιο δύσκολο.
Κουνάω το κεφάλι μου και γέρνω προς τα μπροστά. «Λυπάμαι που θα στο πω αυτό Ντομ, αλλά ήταν το δεύτερο πιο επώδυνο πράγμα που μου έχει συμβεί» τον κοιτάζω και προσπαθώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. «Ένιωθα λες και ήρθες με ένα σφυρί στα χέρια και βάρεσες την καρδιά μου τόσο δυνατά ώστε να σπάσει σε εκατομμύρια κομμάτια» απομακρύνω το βλέμμα μου από το δικό του γιατί ανά πάσα στιγμή θα κλάψω, το ξέρω. «Γιατί ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Ήμουν, είμαι και θα είμαι» λέω τελικά και νιώθω ένα βάρος με το όνομα „Ντομ" να φεύγει από πάνω μου.
Τον νιώθω να κουνιέται δίπλα μου. «Κοίταξέ με» ψιθυρίζει και το κάνω με μισή καρδιά. «Εσύ είσαι η χριστουγεννιάτικη επιλογή μου Έιβ. Θυμάσαι;» λέει με ένα μικρό χαμόγελο και αμέσως μου έρχεται μια ανάμνηση που όσο και αν παλεύω, ακόμη δεν έχω καταφέρει να ξεχάσω.
Εμείς οι δύο. Να ξεστολίζουμε το μικρό δεντράκι στο σπίτι του με εμένα να γκρινιάζω και εκείνον να γελάει. Να με πιάνει από την μέση και να με τραβάει πάνω του φιλώντας με. Να μου επαναλαμβάνει πόσο τυχερός νιώθει που βρήκε εμένα εκείνο το βράδυ που πετούσα τα σκουπίδια στον κάδο όσο εκείνος έψαχνε ανοιχτό σουπερμάρκετ. Και να τον κοροϊδεύω ότι αναγκαστικά είτε θα μιλούσε σε εμένα είτε στους παππούδες απέναντι. Να με φιλάει ξανά και να μου λέει ότι ήμουν η καλύτερη επιλογή από τις δύο.
Ότι ήμουν η καλύτερη χριστουγεννιάτικη του επιλογή. Και εγώ να λιώνω σαν κερί.
«Και εγώ, Έιβ.» λέει τελικά και με κοιτάζει ευθεία στα μάτια «Είμαι απόλυτα ερωτευμένος μαζί σου. Πάντα θα είμαι»
Γυρνάω ξανά μπροστά και ένας λυγμός ξεφεύγει από τα χείλη μου. Προλαβαίνω όμως να τον καλύψω χωρίς να ακουστεί.
Εστιάζω στην κοπέλα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Κρατάει το μικρόφωνο σφιχτά στα χέρια της και τραγουδάει αρκετά δυνατά χορεύοντας ταυτόχρονα. Το μεγάλο κόκκινο παλτό της κάνει σβούρες στον αέρα και οι χριστουγεννιάτικες μπάλες που έχει κρεμασμένες σαν σκουλαρίκια κουνιούνται δεξιά και αριστερά.
Σε κάποια φάση με κοιτάζει και σηκώνει ψηλά το χέρι της για να με χαιρετήσει. Της χαμογελάω χωρίς να ξέρω καν αν με είδε. Βασικά δεν ξέρω καν αν χαιρέτησε εμένα. Σίγουρα όμως θα της αφήσω λεφτά όταν φύγω.
«Και τώρα τι;» κάθεται με τον ακριβώς ίδιο τρόπο όπως εγώ. «Τώρα που ανοίξαμε τις καρδιές μας ο ένας στον άλλο, τι θα κάνουμε;»
Γυρίζω να τον κοιτάξω. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο στα παιδιά που τραγουδάνε αλλά ξέρω ότι δεν τους βλέπει όντως. Απλά σκέφτεται. Μάλλον έχει ήδη αρχίσει να μετανιώνει που μοιράστηκε κάτι τέτοιο μαζί μου. Ξέρουμε και οι δύο πόσο σημαντική είναι αυτή η φράση.
Και γαμώτο... ναι, είμαι η χριστουγεννιάτικη επιλογή του. Είμαι. Και τον λατρεύω για αυτό.
Γυρίζω ξανά μπροστά. «Θα απολαύσουμε τα Χριστούγεννα στο Παρίσι» ψιθυρίζω και παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Θα είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα. Γιατί θα τα περάσω μαζί του. Και αυτό και μόνο μου αρκεί.
~~~
Αν πω ότι δεν έκλαψα όσο έγραφα αυτό το κεφάλαιο, θα είναι τεράαααστιο ψέμα!
Και δεν ξέρω αν το καταλάβατε, αλλά μάθαμε και τι σημαίνει ο τίτλος χμ;
Το μόνο που θέλω αυτή την στιγμή είναι να χουχουλιαστώ με την κουβέρτα μου και μια ζεστή σοκολάτα και να φανταστώ πως θα ήταν να υπήρχε ένας δικός μου Ντομ.
Διότι έλα τώρα ΟΛΕΣ ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΤΕ (μάλλον οι περισσότερες με τον Μέισον, μην μου αγχώνεστε όμως, θα ρθει και η σειρά του ;) )
Σας στέλνω πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια♥
Ριρι
•22 DAYS LEFT🎄🎁🎆•
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top