Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου ❄️

Σήμερα το κεφάλαιο ανέβηκε αρκετά πιο νωρίς γιατί η φίλη σας θα πάει σε μια παρουσίαση βιβλίου και δεν θα προλάβει να το ανεβάσει αργότερααα♥

Επίσης προετοιμαστείτε γιατί έρχεται το καλόοοοο♥

Ho!

~~~

Τον κοιτάζω κυριολεκτικά χάσκοντας.

Ανοίγω το στόμα μου για να απαντήσω κάτι, αλλά το κλείνω απότομα όταν συνειδητοποιώ πως δεν ξέρω τι να πω.

Δεν έχει προχωρήσει με καμία; Με καμία καμία; Τι πάει να πει αυτό δηλαδή;

Κοιτάζω φευγαλέα του χέρι του που είναι πάνω στο δικό μου χέρι που είναι πάνω στο πόδι μου και ανακάθομαι. Εκείνος σχεδόν αμέσως το απομακρύνει κόβοντας αυτή την μοναδική επαφή μεταξύ μας.

Άρα δηλαδή; Η τύπισσα που ήταν εχθές μαζί του; Δεν είναι γκόμενά του;

«Πες κάτι» με παρακαλάει με ένα ζεστό χαμόγελο και ασυναίσθητα γελάω.

Τι να πω εγώ τώρα;

Είμαι στο Παρίσι, στην πιο ερωτική πόλη του κόσμου, πλησιάζουν τα Χριστούγεννα απειλητικά, είμαι μόνη σαν το λεμόνι και ο Ντομ... είναι εδώ ο Ντομ. Μόνος του. Εντελώς μόνος του.

Για πες μου σύμπαν, τώρα εγώ φταίω να ακολουθήσω τις συμβουλές της Κέισι;

«Βασικά δεν ξέρω τι να πω» πιάνω το κολιέ στον λαιμό μου και αμέσως το βλέμμα του πηγαίνει εκεί. Και το χαμόγελο φεύγει από τα χείλη του.

Ωχ. Γιατί συννέφιασε τώρα;

Ξαναεστιάζει στα μάτια μου. «Εσύ;» ρωτάει απλά και για λίγο μένω ακίνητη.

«Τι εγώ;»

«Εσύ προχώρησες Έιβερι;»

Έχω πει ότι σιχαίνομαι όταν με αποκαλεί με ολόκληρο το όνομά μου;

Καθαρίζω τον λαιμό μου και σταυρώνω τα χέρια μου.

Ναι, γιατί είναι τρομερά δύσκολο να του εξηγήσω ότι με το μοναδικό πράγμα που προχώρησα τα τελευταία δύο χρόνια, ήταν με την εξάσκηση των γαλλικών μου.

Και αυτή με τα χίλια ζόρια.

Βλέπω με την άκρη του ματιού μου έναν σερβιτόρο να φτάνει στο τραπέζι μας και αποφεύγω να του απαντήσω.

«Bon appétit» μας λέει αφήνοντας τα τσιζκέικ και τα ποτά μας πάνω στο τραπέζι και σηκώνω το κεφάλι για να τον ευχαριστήσω, όταν για κάποιον λόγο κομπλάρω και τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια.

Κάτσε. Αυτός... αυτός δεν είναι ο σερβιτόρος από προχθές;

Μου κλείνει το μάτι πολύ διακριτικά και χωρίς να χάσει το χαμόγελό του, κάνει αναστροφή και φεύγει.

Σκατά. Αυτός είναι. Ο τύπος που με τρόμαξε και έπεσα με την πανάκριβη μπότα μέσα στις λάσπες. Και μετά πιάσαμε την κουβέντα και έμαθα ότι τον λένε Άρον.

Τον κοιτάζω όσο απομακρύνεται ανάμεσα στα τραπέζια και αρχίζω να αισθάνομαι κάπως άσχημα που δεν του μίλησα. Μπορεί να νόμιζε ότι δεν τον κατάλαβα. Βέβαια, αυτός σίγουρα με κατάλαβε, εκτός αν στην πολιτική του μαγαζιού αναφέρεται ότι οι σερβιτόροι πρέπει να κλείνουν το μάτι σε όλες τις κοπέλες.

Ο Ντομ, ατάραχος και χωρίς να έχει καταλάβει το παραμικρό από αυτή την τυχαία συνάντηση, ανακάθεται στην θέση του και σηκώνει τα μανίκια της μπλούζας του «Φαίνεται πεντανόστιμο» σχολιάζει κοιτώντας το πιατάκι μπροστά του και γνέφω.

Με την άκρη του ματιού μου κοιτάζω προς το μέρος που πήγε ο Άρον και όταν τον εντοπίζω κατευθείαν κοκκινίζω ολόκληρη.

Με κοιτάζει. Με καρφώνει βασικά με το βλέμμα του. Χριστέ μου.

Παίρνω το ποτήρι στα χέρια μου και πίνω μικρές γουλιές.

Τι να μου κάνει ένα ποτήρι εμένα μωρέ; Ολόκληρη την παραγωγή pastis θα κατέβαζα αυτή την στιγμή...

«Όλα καλά;» ρωτάει ο Ντομ όταν καταλαβαίνει ότι αντί να ορμήξω στο γλυκό κάθομαι και σιγοκαίγομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Όχι ότι κατάλαβε τίποτα, βέβαια, αλλά λέμε τώρα...

«Αμέ» χαμογελάω και αφήνω το ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Αποφασίζω να μην ξανακοιτάξω προς το μέρος του σερβιτόρου μπας και περάσει αυτή η βραδιά όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. «Έχει ωραία πράγματα αυτό το μαγαζί» λέω τελικά και μαζεύω τα μαλλιά μου σε μια πρόχειρη χαμηλή κοτσίδα. «Ήταν το πρώτο μέρος που ήρθα όταν έφτασα στο Παρίσι και το αγάπησα» παραδέχομαι και τον κοιτάζω εν τέλει όσο απολαμβάνει μια μεγάλη μπουκιά από το γλυκό του.

Χαμογελάω ανεπαίσθητα σε αυτή την εικόνα γιατί ξέρω ότι είναι τρομερά γλυκατζής και τα γλυκά όχι απλά τα τρώει, αλλά τα εισπνέει.

«Να ξαναέρθουμε τότε!» λέει μπουκωμένος και δεν κρατιέμαι άλλο. Γελάω κοιτώντας τον να έχει φουσκωμένα μάγουλα σαν μικρό σκιουράκι.

«Τελικά είχες δίκιο όταν έλεγες ότι κάποια πράγματα δεν έχουν αλλάξει παρόλο που πέρασαν δύο χρόνια» του λέω παίρνοντας μια χαρτοπετσέτα και σκουπίζοντας τις άκρες των χειλιών του. «Εξακολουθείς να είσαι γλυκατζής!»

Μουγκρίζει και κουνάω το κεφάλι μου. Τρώω μια μπουκιά από το γλυκό μου και κρατιέμαι να μην μουγκρίσω με τον ίδιο τρόπο. Είναι πραγματικά υπέροχο.

«Θα ήθελα να πάρω αυτό το κομμάτι τσιζκέικ και να το παντρευτώ» λέει έπειτα από ώρα όταν καταφέρνει να αδειάσει το πιάτο του. «Αλήθεια»

«Χμμμ» γλύφω την άκρη του κουταλιού και γέρνω προς το μέρος του. «Εγώ θα το έπαιρνα και θα έφευγα μαζί του προς το άγνωστο. Μόνο οι δύο μας» τρώω άλλη μια κουταλιά και κλείνω τα μάτια μου από την απόλαυση. «Ω ναι» γλύφω τα χείλη μου και τον ακούω να γελάει.

«Μάλλον απολαμβάνεις αυτό το γλυκό υπερβολικά πολύ Έιβ!» τραβιέται προς την άκρη του καναπέ. «Καλύτερα να σας αφήσω μόνους σας» κάνει να σηκωθεί αλλά τον τραβάω από το μανίκι γελώντας.

«Είσαι βλάκας» τρώω την τελευταία μπουκιά και πέφτω πίσω στον καναπέ. «Ορίστε. Τελείωσα» τον κοιτάζω και αμέσως το βλέμμα του αλλάζει.

«Σοβαρά;» ρωτάει πονηρά και κοκκινίζω ολόκληρη όταν συνειδητοποιώ τι εννοεί. Εκείνος γελάει αρκετά δυνατά κάνοντάς κανα δύο άτομα από διπλανά τραπέζια να γυρίσουν να μας κοιτάξουν.

Πίνω λίγο από το ποτό μου όσο εκείνος με κοιτάζει χαμογελαστός. «Κατακοκκίνησες» διαπιστώνει και δεν κάνω καν τον κόπο να του απαντήσω. «Μικρή αθώα Έιβ» με χαϊδεύει και καλά συμπονετικά στην πλάτη και τον σπρώχνω.

«Είσαι πραγματικά ενοχλητικός ώρες ώρες» κατεβάζω το περιεχόμενο του ποτηριού μου και το αφήνω με δύναμη στο τραπέζι. «Εκνευριστικά ενοχλητικός»

Έρχεται πιο κοντά μου. «Και εσύ είσαι πραγματικά αστεία»

«Με λες κλόουν δηλαδή;» ρωτάω σταυρώνοντας τα χέρια μου.

«Ναι» πλέον τα πόδια μας αγγίζονται εξ ολοκλήρου και νιώθω να ζεσταίνομαι ολόκληρη. «Γιατί; Θα μου κάνεις ντα;» ψιθυρίζει με το χαμόγελο να μην φεύγει από τα χείλη του.

Φταίει που ήπια το pastis με ασυνήθιστα γρήγορο ρυθμό και με έχει πιάσει ή μήπως το γεγονός ότι ο Ντομ, που επίσης ήπιε το ποτό του μέσα σε τρεις γουλιές, έχει γύρει τόσο πολύ προς το μέρος μου;

Κοιτάζω τα χείλη του. Θα είμαι τεράστια ψεύτρα αν πω πως αυτή την στιγμή το μόνο που δεν θέλω είναι να τον φιλήσω.

Είμαι πραγματικά πολύ κοντά, πάρα πολύ κοντά και αλήθεια δεν ξέρω αν είχα ποτέ ξανά την επιθυμία να φιλήσω κάποιον τόσο έντονα.

Ξεροκαταπίνω.

Κατάλαβε ότι κοιτάζω τα χείλη του έτσι; Κατάλαβε μήπως και ότι το μόνο που σκέφτομαι είναι να τον φιλήσω; Έχω γίνει αρκετά ρεζίλι; Επίσης ή είμαι παρανοϊκή ή και εκείνος κοιτάζει τα δικά μου χείλη. Σκατά! Θέλει και εκείνος να με φιλήσει;

«Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε» καταφέρνω να πω και γυρνάω από την αντίθετη πλευρά για να βρω την τσάντα μου. «Αύριο έχω νωρίς μάθημα και είναι περασμένες δώδεκα. Καταλαβαίνεις...» ψάχνω το πορτοφόλι μου και όταν τελικά το βρίσκω γυρίζω να τον κοιτάξω.

Δεν έχει κουνηθεί εκατοστό από την θέση του και όταν ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω αν έγινε κάτι, το χέρι του με πιάνει από το σβέρκο φέρνοντάς με ακόμη πιο κοντά του.

Τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου σε ένα απαλό και συνάμα απαιτητικό φιλί που μου κόβει την ανάσα. Το πορτοφόλι γλιστράει από τα δάχτυλά μου καταλήγοντας στον καναπέ και εγώ σιγολιώνω όταν περνάει το άλλο του χέρι στην μέση μου τραβώντας με πιο κοντά του.

Συγχρονίζω τα χείλη μου με τα δικά του. Από το πρώτο κιόλας φιλί που του είχα δώσει πριν πολύ πολύ καιρό, ήξερα ότι τα χείλη μας ταιριάζουν σαν δύο κομμάτια παζλ. Βασικά τότε δεν το ήξερα, απλά ήμουν πεπεισμένη ότι αυτό ισχύει.

Και γαμώτο, ισχύει τόσο πολύ.

Δεν ξέρω πόση ώρα φιλιόμαστε, δεν ξέρω καν αν μας βλέπουν άλλοι και θέλουν μας πετάξουν κανένα πιάτο στο κεφάλι, αλλά Χριστέ μου, δεν έχω απολαύσει ποτέ άλλοτε ένα τέτοιο φιλί.

Θέλω να πω... εννοείται πως όλα τα φιλιά που είχα ανταλλάξει με τον Ντομ ήταν ξεχωριστά και πως αν μου έλεγε κάποιος αυτή την στιγμή να απαριθμήσω τα αγαπημένα μου σίγουρα δεν θα μπορούσα να απαντήσω, αλλά αυτό... αυτό είναι κάτι τόσο διαφορετικό και ταυτόχρονα οικείο.

Είναι το δικό μας φιλί, όπως μου είχε πει κάποτε. Ένα βράδυ που ξαπλώναμε στο κρεβάτι του και με κοιτούσε λες και τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Τότε, έσκυψε και μου έδωσε ένα παρόμοιο φιλί. Και μου είπε ότι αυτό είναι το δικό μας φιλί.

Το χέρι του τρίβει απαλά τον σβέρκο μου και καταπίνω έναν αναστεναγμό όσο τραβιέται μακριά μου για λίγο, τόσο ώστε οι άκρες των χειλιών μας να αγγίζονται.

«Μου έλειψες Έιβ» ψελλίζει και το χέρι του πλέον χαϊδεύει το πρόσωπό μου.

Τα μάτια μου είναι ερμητικά κλειστά και αρνούμαι πεισματικά να τα ανοίξω. Νιώθω το άγγιγμα του παντού στο κορμί μου, νιώθω τα χείλη του να αγγίζουν τα δικά μου, την φωνή του να χαϊδεύει τα αφτιά μου.

Κι όμως ξέρω πως αν ανοίξω τα μάτια μου όλα θα αλλάξουν.

Αυτή την φορά εγώ είμαι που πέφτω πάνω του και τον φιλάω σχεδόν πεινασμένα. Δεν ξέρω αν αυτό το φιλί σημαίνει κάτι για τον Ντομ, αλλά για εμένα σίγουρα αντιπροσωπεύει αυτά τα δύο χρόνια που πέρασα μακριά του, όλα τα βράδια που έκλαιγα στην αγκαλιά της Κέισι, κάθε φορά που τον σκεφτόμουν, τα Χριστούγεννα που δεν είχαμε προλάβει να ζήσουμε μαζί, όλα αυτά που θέλω να του πω, αλλά φοβάμαι.

Δεν βαθαίνω το φιλί. Τραβιέμαι πίσω και ανοίγω τα μάτια μου.

Θέλω να του πω τόσα, αλλά περιορίζομαι στο απλά να χαμογελάσω και να φωνάξω την σερβιτόρα, που περνούσε τυχαία από δίπλα μας, για να πληρώσουμε.

Κοιτάζω διακριτικά τριγύρω σε περίπτωση που πετύχω κάπου τον σερβιτόροαπό πριν, αλλά ευτυχώς έχει τόσο κόσμο που δεν τον βλέπω.

Είμαι μπερδεμένη. Εντελώς μπερδεμένη σαν κουβάρι. Προσπαθώ να δώσω μια λογική εξήγηση για όλα αυτά τα φιλιά, αλλά αργά ή γρήγορα βγαίνω στο αποτέλεσμα ότι δεν υπάρχει λογική σε αυτό που νιώθω για τον Ντομ.

Βγάζει την κάρτα του περνώντας την βιαστικά πάνω από το μικρό μηχάνημα και κυριολεκτικά κρατάει με το άλλο του χέρι τους καρπούς μου ώστε να μην πληρώσω εγώ.

Δεν καταλαβαίνω πότε φεύγουμε από το μαγαζί, πότε πιάνει διστακτικά το χέρι μου στο δικό του και πότε εν τέλει βρισκόμαστε, με δικές μου οδηγίες, έξω από την πολυκατοικία που βρίσκεται το διαμέρισμά μου.

Αισθάνομαι λες και όλα αυτά δεν συμβαίνουν. Γαμώτο, τα φιλιά του με έχουν επηρεάσει υπερβολικά πολύ.

Σταματάει απότομα έξω από την είσοδο και γυρνάει για να με κοιτάξει. «Δεν έχεις πει τίποτα από την στιγμή που φύγαμε» σχολιάζει χαμογελαστός.

Α ναι, μάλλον επειδή πριν λίγο φασωνόμασταν δίχως έλεος. Δεν έμεινε και κάτι να πω, ξέρεις...

«Με είχες στο μυαλό σου για πολυλογού ή κάτι τέτοιο;» ρωτάω και χαμογελάει ακόμη πιο πλατιά.

«Όχι, απλά συνήθιζες να μην βάζεις γλώσσα μέσα σου»

«Το ίδιο πράγμα λέμε» σηκώνω το φρύδι μου και γελάει. Το χέρι του εξακολουθεί να είναι ενωμένο με το δικό μου και δεν κάνω καμία κίνηση να το τραβήξω. «Υποθέτω πρέπει να πάω πάνω» λέω τελικά και το τραβάω διστακτικά. «Πέρασα πολύ ωραία απόψε»

Βάζει τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν του. «Χαίρομαι που πέρασες ωραία»

«Γιατί μωρέ, εσύ μια χαρά δεν πέρασες;» τον ρωτάω στηριζόμενη στην εξώπορτα.

«Υπέροχα» λέει σιγανά και δαγκώνω τα χείλη μου.

Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και αυτόματα ανασηκώνομαι. «Καληνύχτα» μουρμουρίζω και κάνω να γυρίσω αλλά με σταματάει.

«Κάτσε λίγο. Αμέσως να φύγεις» λέει χιουμοριστικά και τον κοιτάζω στα μάτια. «Έιβ το μετάνιωσες; Ξέρεις... που φιληθήκαμε»

Γαμώτο, αν δεν με κοιτούσες σαν πληγωμένο κουτάβι θα ήταν πιο εύκολο.

Ξεφυσάω κοιτώντας τα παπούτσια μου. «Δεν ξέρω» παραδέχομαι «Καταλαβαίνεις ότι δεν ήταν ό,τι και πιο λογικό αυτό που έγινε έτσι;» τον κοιτάζω διστακτικά.

«Δεν το ήθελες δηλαδή;»

«Με είδες να αντιστέκομαι ρε Ντομ;»

«Ε τότε;» το ύφος του είναι σοβαρό σε σχέση με εμένα που προσπαθώ να ελαφρύνω το φορτισμένο κλίμα μεταξύ μας.

Κοιτάζω πίσω τα λαμπάκια σε ένα από τα μεγάλα δέντρα που βρίσκονται πλάι στον δρόμο. «Πιστεύεις ότι είναι υγιεινό να γίνει κάτι τέτοιο πάλι μεταξύ μας;»

«Τι πάει να πει υγιεινό ρε Έιβ;»

Κάνω μια γκριμάτσα. «Έχουν περάσει δύο χρόνια. Σου φαίνεται λογικό να προσπαθήσουμε πάλι για κάτι που έχει τελει-;»

«Ναι, Έιβερι, μου φαίνεται απόλυτα λογικό» πετάγεται πριν ολοκληρώσω και τον κοιτάζω εκνευρισμένη.

«Μπορείς να μην πετάγεσαι όταν μιλάω;»

«Όχι» απαντάει και μου φαίνεται λιγάκι θυμωμένος. «Όταν μιλάνε τα συναισθήματα η λογική δεν παίζει κανέναν ρόλο και το ξέρεις καλύτερα από εμένα αυτό. Δεν ξέρω τι γίνεται στην ζωή σου ή αν η παρουσία μου άλλαξε κάτι, αλλά έχεις καταλάβει πιστεύω ότι αυτό το μεταξύ μας δεν έχει τελειώσει»

«Εσύ ήσουν αυτός που το τελείωσε Ντομ!» υψώνω τον τόνο της φωνής μου. «Εσύ το τελείωσες και μάλιστα με τον χειρότερο τρόπο» του υπενθυμίζω κάτι που πιθανόν δεν έχει ξεχάσει.

«Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξαν τα συναισθήματά μου για εσένα!» απαντάει με τον ίδιο τόνο.

«Δεν μπορείς να έρχεσαι μετά από δύο χρόνια, να με φιλάς, να μου μιλάς για συναισθήματα και για όλα όσα ένιωσες κάποτε και ίσως ακόμη νιώθεις και να έχεις από εμένα τις ίδιες απαιτήσεις, Ντομ!» φωνάζω ακόμη πιο δυνατά.

Δεν ξέρω γιατί του λέω κάτι τέτοιο. Φαίνεται από χιλιόμετρα μακριά ότι είμαι εντελώς ερωτευμένη μαζί του. Ήμουν, είμαι και θα είμαι, αλλά αυτό είναι το θέμα. Είχα έρθει εδώ αποφασισμένη ότι θα κάνω μια νέα αρχή, να που όμως καταλήγω πάλι να προσπαθώ να πείσω τόσο τον Ντομ όσο και τον εαυτό μου ότι τον έχω ξεπεράσει.

Γιατί στην τελική, αυτό που έπρεπε να κάνω και δεν έκανα ποτέ ήταν να τον ξεπεράσω και να συνεχίσω την ζωή μου, όπως θα έκανε ο κάθε φυσιολογικός άνθρωπος.

«Και τι σημαίνει αυτό;» ρωτάει περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του απομακρύνοντας τα από το μέτωπό του.

Δεν ξέρω τι να του απαντήσω. Δεν ξέρω καν αν θέλω να απαντήσω κάτι σε αυτό.

Η πεταλούδα του κολιέ καίει στον λαιμό μου και τώρα συνειδητοποιώ τον λόγο για τον οποίο πριν ο Ντομ την κοιτούσε περίεργα. Το κολιέ του Μέισον. Μάλλον δεν περίμενε να το φοράω.

Μάλλον όλη αυτή η συζήτηση περί συναισθημάτων ξεκίνησε από αυτό. Μπορεί να πιστεύει ότι αυτό που με κρατάει πίσω είναι ο Μέισον και το κολιέ του.

Πιάνω το μέτωπό μου προσπαθώντας να διώξω όλες αυτές τις τρελές σκέψεις. «Δεν ξέρω» απαντάω τελικά. «Ίσως η μοίρα, το σύμπαν ή δεν ξέρω και εγώ ποιος, προσπαθούν να μας πουν κάτι» ανασηκώνω τους ώμους μου. «Αλλά Ντομ... η καρδιά μου έσπασε ήδη μια φορά. Τα κομμάτια της είναι ακόμη ετοιμόρροπα. Δεν ξέρω αν θα αντέξω να γίνει ξανά το ίδιο»

Γνέφει αρκετές φορές μάλλον προσπαθώντας να επεξεργαστεί αυτά που του λέω. «Πάω πάσο, τότε» απαντάει τελικά και ξαναβάζει τα χέρια στις τσέπες του.

Όχι, μην πηγαίνεις πάσο γαμώτο, θέλω να του ουρλιάξω, αλλά συγκρατούμαι και περιορίζομαι στο να κουνήσω απλά το κεφάλι μου.

«Καλύτερα να φεύγω. Είναι αργά»

«Θύμωσες;» ρωτάω διστακτικά και κουνάει αρνητικά το κεφάλι του.

«Υπάρχει λόγος να θυμώσω Έιβερι;» χαμογελάει στραβά «Όλα καλά. Αλήθεια»

«Θα ήθελες να... ξέρεις, να ξαναβρεθούμε;» δεν ξέρω καν γιατί ρωτάω κάτι τέτοιο. Απλά στην σκέψη ότι όσο είμαι εδώ, δεν θα τον ξαναδώ, κάτι με πιάνει.

Ανασηκώνει τους ώμους του. «Θέλεις να με ξαναδείς;»

Αυτή η γραμμή αγάπης-μίσους που ισορροπούμε αυτή την στιγμή είναι τόσο περίεργη, αλλά είναι ασφαλής. «Εννοείται πως θέλω να σε ξαναδώ» απαντάω και σταυρώνω τα χέρια μου.

«Τότε θα με ξαναδείς» υπόσχεται και χαμογελάω. «Εξάλλου είναι Χριστούγεννα. Νομίζω πως επιβάλλεται να μου υπενθυμίσεις πόσο ωραία γιορτή είναι»

Δαγκώνω τα χείλη μου. «Πιστεύω είχα κάνει αρκετά καλή δουλειά»

Περπατάει προς τα πίσω κοιτώντας εμένα «Τώρα είμαστε στο Παρίσι όμως. Σίγουρα θα έχεις να μου δείξεις κι άλλα πράγματα» λέει αρκετά δυνατά για να τον ακούσω.

Χαμογελάω τόσο πολύ που τα μάγουλά μου πονάνε. Ναι, εννοείται πως θέλω να του δείξω πράγματα και να ανακαλύψουμε μαζί τα Χριστούγεννα στο Παρίσι.

«Ξέρεις πως να γυρίσεις σπίτι;» φωνάζω και γυρίζω για να βγάλω τα κλειδιά μου και να ξεκλειδώσω την πόρτα.

«Αν με απαγάγουν θα τους πω την διεύθυνσή σου να έρθουν να πάρουν και εσένα» φωνάζει και γελάω πνιχτά.



~~~

Ουφ. Αχ βρε Ντομ αγόρι μου, τι μας κάνεις απογευματιάτικα...

Αλλά η αλήθεια είναι πως ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει έτσι; Για αυτό πρώτα βουτάμε την γλώσσα στο μυαλό μας και μετά μιλάμε!

Σας αποχαιρετώ κάπου εδώ. Γιατί πρέπει να κάνω τα μποτέ μου χιχιχ.

Επίσης, πείτε μου λίγο εδώ δίπλα, τι ώρες θέλετε να ανεβάζω κεφάλαια ώστε να σας βολεύει να τα διαβάζετε. Ξέρω ότι τα πρωινά δεν είναι και η καλύτερη ιδέα γιατί έχετε σχολείο και εμείς Πανεπιστήμιο (ακόμη...), οπότε πείτε μου για να ξέρωω.

Σας στέλνω πολλά πολλά χριστουγεννιάτικα φιλάκια♥

Ριρι

•23 DAYS LEFT🎄🎁🎆•



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top