Κεφάλαιο 7

Βγήκα από την εταιρία και αμέσως έφυγα με τους μπράβους και κατευθυνθήκαμε προς την Blackburn. Έπρεπε να βρω γρήγορα τον Τζον.

Όταν φτάσαμε έξω από την εταιρία βγήκαμε από το μαύρο τζιπ στο οποίο είχαμε επιβιβαστεί και κατευθυνθήκαμε τρέχοντας προς την είσοδο. Δεν πτοηθήκαμε από τους φύλακες που βρίσκονταν στην είσοδο.

Κατευθυνθήκαμε προς τη γραμματεία όπου τους πλησίασα με ένα έντονο ύφος.
《Που βρίσκεται το αφεντικό σου;》,ρώτησα μια γυναίκα σε έντονο ύφος. Σε ανάλογο ύφος μου απάντησε και εκείνη.
《Σας παρακαλώ κύριε. Πώς τολμάτε να μας μιλάτε έτσι;》
《Σε ρώτησα κάτι. Που βρίσκεται το αφεντικό σου;》

Με κοίταξε. Τελικά δέχτηκα απάντηση.
《Τρίτο όροφο. Το γραφείο βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου》

Άρχισα να τρέχω. Από πίσω μου οι μπράβοι έτοιμοι να επαίμβουν οπότε χρειαστώ.

Πήραμε το ασανσέρ. Η καρδιά μου χτυπούσε  πιο γρήγορα από ότι συνηθίζει να χτυπάει. Ήμουν πολύ θυμωμένος. Είχε έρθει η ώρα να λογαριαστώ με το μεγάλο μου εχθρό.

Όταν φτάσαμε στον τρίτο όροφο, τρέξαμε αμέσως στο γραφείο του Τζον. Πριν μπούμε μέσα, γύρισα και είπα στους μπράβους:
《Μη κάνετε τίποτα χωρίς να σας το χω πει εγώ πρώτα. Έγινε;》

Τελικά, δε χτύπησα την πόρτα πριν μπω μέσα. Δεν ένιωθα την ανάγκη να χτυπήσω την πόρτα. Αντιθέτως, μπήκα μέσα κλωτσόντας την πόρτα και αντικρίζοντας ένα αναπάντεχο θέαμα. Τον Τζον, τον Ρικ και τη γυναίκα μου. Ή μάλλον,την πρώην μου γυναίκα.
《Έπρεπε να το περιμένω》,ήταν η πρώτη μου κουβέντα.
《Έπρεπε να σε περιμένουμε》,μου απάντησε ειρωνικά ο Τζον.

Το βλέμμα μου τότε έπεσε πάνω στη Ρέιτσελ και στον Ρικ. Δε μπορούσα ακόμα να πιστέψω ότι με εξαπάτησαν.
《Ξέρεις Τζέραλντ, τόσο καιρό νόμιζες ότι με νικούσες. Αλλά όχι. Αυτή τη φορά εγώ είμαι ο νικητής》

Δε πρόλαβα να απαντήσω διότι άκουσα τον Ρικ να μου λέει:
《Έχασες Τζέραλντ》

Και πάλι δε πρόλαβα να απαντήσω διότι η Ρέιτσελ μου είπε:
《Όλα τελείωσαν》

Εκείνη τη στιγμή θύμωσα ακόμα περισσότερο.
《Ηλίθια!》

Πήγα να πιάσω τη Ρέιτσελ από την μπλούζα όμως με σταμάτησε ο Ρικ με τον Τζον, με τους μπράβους μου να έχουν πάρει στα χέρια τους τα όπλα τους.
《Μη κάνετε τίποτα πριν σας το πω》,είπα και συνέχισα λέγοντας,《Με εξαπατήσατε. Μου πήρατε τα πάντα. Μου διαλύσατε την εταιρία》
《Ευτυχώς που το κατάλαβες Τζέραλντ. Τώρα μας συγχωρείς αλλά πρέπει να φύγεις》
《Δε πάω πουθενά. Ρικ, τι έγινε παλιόφιλε; Δεν απαντάς; Ε; Εσύ Ρέιτσελ;》
《Δεν έχουμε να σου πούμε τίποτα》

Μου ήρθε να δώσω εντολή στους μπράβους μου να αρχίσουν να πυροβολούν. Όμως, την τελευταία στιγμή το πήρα πίσω.
《Γιατί το κάνατε αυτό; Ποιό ήταν το κίνητρο σας;》
《Τι το ψάχνεις; Όλα τελείωσαν. Γι'αυτό σε παρακαλώ να φύγεις από την εταιρία και αν γίνεται από την πόλη》
《Και που να πάω;》
《Όσο γίνεται και πιο μακριά》

Και πάλι δεν έδωσα καμία εντολή στους μπράβους μου. Αντιθέτως, γύρισα και είπα:
《Σας εμπιστεύτηκα. Και εσείς με πουλήσατε. Με προδώσατε. Ηλίθιοι. Πάμε να φύγουμε παιδιά》

Γύρισα το σώμα μου και πήγα να φύγω. Ξαφνικά άκουσα τον Τζον να μου λέει κάτι που δε περίμενα να ακούσω.
《Φύγε. Και μη ξανά πατήσεις το πόδι σου στην πόλη》
《Τι είπες;》
《Ό,τι άκουσες. Μη ξανά πατήσεις το πόδι σου στην πόλη》

Δεν είπα τίποτα. Σηκώθηκα και έφυγα με τους μπράβους μου. Μπήκαμε ξανά στο μαύρο τζιπ, το εταιρικό μαύρο τζιπ, και γυρίσαμε πίσω.

Δεν μπήκαμε στην εταιρία. Αντιθέτως, είπα στους μπράβους να φύγουν.
《Φύγετε. Και αν ρωτήσει το αφεντικό σας που βρίσκομαι, πείτε του ότι δε ξέρετε》
《Που θα πάτε κύριε;》
《Ούτε εγώ δε ξέρω. Θα πάρω τους δρόμους》
《Χωρίς λεφτά;Χωρίς αμάξι;》
《Χωρίς τίποτα》
《Ελάτε να σας πάμε στο αφεντικό. Μη σας πιάσει και βροχή》
《Πηγαίνετε》

Τελικά,οι μπράβοι έφυγαν και εγώ ξεκίνησα να περπατώ. Πήρα τους δρόμους. Δεν ήξερα που πήγαινα. Η ώρα περνούσε. Πεινούσα αλλά δεν είχα λεφτά να πάρω κάτι να φάω. Ούτε να πιώ.

Το απόγευμα έφτασε και τελικά ανακάλυψα ότι είχα βγει έξω από την πόλη. Είχα φτάσει σε ένα πάρκο. Ο καιρός είχε σκοτεινιάσει. Όχι επειδή νύχτωνε. Αλλά επειδή θα έβρεχε. Είχα κάνει το λάθος και δεν είχα πάρει μια ομπρέλα μαζί μου.

Τελικά,αποφάσισα να κάτσω σε ένα παγκάκι. Άρχισε να βρέχει. Όχι μπόρα αλλά βροχή. Καλή βροχή.

Οι σταγόνες έπεφταν πάνω μου και εγώ χανόμουν στις σκέψεις μου. Ξάπλωσα στο παγκάκι και άρχισα να κλαίω.

Όσο έκλαιγα έβλεπε διάφορες στιγμές της ζωής μου να περνάνε από μπροστά μου. Η μέρα που έγινα πρόεδρος της εταιρίας,τότε που παντρεύτηκα,όλα. Όλα πέρασαν από μπροστά μου.

Οσο έβρεχε είχα καταλάβει κάτι. Ότι αν δε πεθάνω από πείνα, θα πεθάνω σίγουρα από το κρύο.

Κάποια στιγμή σταμάτησε να βρέχει αλλά εγώ συνέχιζα να κλαίω. Τελικά,αποφάσισα να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ στο παγκάκι.Ένα παγκάκι έξω από το πάρκο, σε σημείο που δεν υπήρχε φωτισμός.

Άφησα το σκοτάδι να μου κάνει παρέα.Όμως, ένιωσα το φως να με τυφλώνει.Δε μπορούσα να καταλάβω από που προερχόταν. Όμως,κάποια στιγμή τα φώτα έσβησαν. Τα φώτα ενός αμαξιού. Και απο το αμάξι κατέβηκε ένας άνδρας...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top