Κεφάλαιο 12

Δύο μέρες αργότερα ήταν η μέρα που θα γινόταν η ληστεία.Για να μη μας καταλάβει κανείς,ο Λάρρυ είχε κανονίσει να μπούμε μέσα τα μεσάνυχτα.Γι'αυτό,λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα,ο Ματ και ο Κρις ήρθαν και έκατσαν έξω από το σπίτι.Εγώ ήμουν στο δωμάτιο και φορούσα μια μαύρη στολή.Τότε,μπήκε στο δωμάτιο η Τζέσικα.
《Έτοιμος;》

Αναστέναξα.
《Έτσι λέω.Καιρό είχα να αγχωθώ τόσο》
《Όλα καλά θα πάνε.Στο λέω εγώ》

Χαμογέλασα.Μου έφτιαξε τη διάθεση.Το χρειαζόμουν.
《Φεύγω》
《Να προσέχεις》

Κατέβηκα τα σκαλιά και πέτυχα τον Λάρρυ στην πόρτα.Έτοιμος και εκείνος.Δε φαινόταν τόσο αγχωμένος μπορώ να πω.
《Έτοιμος Τζέραλντ;》
《Έτοιμος》
《Πάμε λοιπόν》

Βγήκαμε από το σπίτι και κατευθυνθήκαμε σε ένα μαύρο αμάξι που είχε νοικιάσει ο Λάρρυ.Εκεί περίμεναν ήδη ο Ματ με τον Κρις.
《Ελάτε πάμε》

Μπήκα στο αμάξι και κάθισα δίπλα στον Λάρρυ που ήταν οδηγός.Στις πίσω θέσεις κάθισαν ο Ματ και ο Κρις.
《Φύγαμε.Καλή μας επιτυχία》

Ο δρόμος ήταν μακρύς.Το περίμενα να πω την αλήθεια μιας και το σπίτι απείχε χιλιόμετρα από το κέντρο της Νέας Υόρκης.Όμως,ακόμα δε γνώριζα που πηγαίναμε.Αυτή τη φορά βρήκα την ευκαιρία να μάθω.
《Που πάμε τελικά;》
《Ναι ρε θα μας πεις;》,ρώτησε και ο Ματ.

Ο Λάρρυ γέλασε.
《Σε ένα εστιατόριο πάμε》

Αυτό να πω την αλήθεια δε το περίμενα.Ήξερα ήδη ότι δε θα ληστέψουμε τράπεζα,αλλά περίμενα να ληστέψουμε κάποιο σπίτι.Άντε κανένα μαγαζί.Αλλά δε περίμενα εστιατόριο.
《Εστιατόριο;Και τι θα βρούμε εκεί;》,απόρησε ο Κρις
《Ο διευθυντής του εστιατορίου έχει στο γραφείο του ένα μικρό χρηματοκιβώτιο.Από εκεί θα πάρουμε τα λεφτά》

Δε πρόλαβα να ρωτήσω το όνομα του εστιατορίου γιατί όταν πήγα να μιλήσω,είδα ότι φτάσαμε.Ο Λάρρυ όμως δε σταμάτησε στην είσοδο.Πήγε όμως στο πίσω μέρος που υπήρχε μια είσοδος.

Μπορώ να πω ότι το εστιατόριο κάτι μου θύμιζε.Γι'αυτό όταν κατέβηκα από το αμάξι είπα στον Κρις και στον Ματ ότι κάτι μου θύμιζε ο χώρος.Αλλά εκείνη δε το θυμόντουσαν το εστιατόριο.

Πήγαμε να μπούμε στην είσοδο αλλά πρόλαβα και ρώτησα τον Λάρρυ ποιο εστιατόριο ήταν.Και η απάντηση με άφησε άφωνο.
《Το Delicatessen Restaurant είναι》
《Ορίστε;》
《Τι έπαθες καλέ;Έλα πάμε μέσα》

Το ήξερα καλά το εστιατόριο.Εκεί δουλεύει ο Σάλιβαν,ο άντρας της Μαίρης,της κολλητής της πρώην γυναίκας μου.
《Δε το πιστεύω》,είπα από μέσα μου και προχώρησα μέσα,ελπίζοντας ότι δε θα δουλεύει βραδινή βάρδια ο Σάλιβαν.Κάτι που πιστεύω ότι θα είναι αλήθεια.

Μπήκα μέσα αφού φόρεσα μια μαύρη μάσκα και πλησίασα τον Ματ.
《Όλα καλά φίλε;》
《Δε ξέρω Τζέρυ.Πρώτη φορά κάνω κάτι τέτοιο》

Προχωρήσαμε και βγήκαμε στην κουζίνα.Μπορώ να πω ότι ήταν καθαρά από όσο μπορούσα να δω.Να ναι καλά ο Λάρρυ που άνοιξε το φώς.

Κάποια στιγμή φτάσαμε έξω από μια πόρτα.Ήταν η είσοδος του γραφείου του διευθυντή.Είχα απορία να δω πως θα ανοίξουμε την πόρτα.Μια απορία που είχε και ο Κρις.
《Λάρρυ,πως θα ανοίξουμε την πόρτα;》
《Έχω κλειδί μαζί μου》,μας απάντησε και είδα να βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό κλειδί.Με αυτό άνοιξε την πόρτα.

Άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα.Ωραίο γραφείο μπορώ να πω.Υπήρχε μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία μαγειρικής και γεμάτη χρυσά βραβεία.Σε άλλη γωνία βρισκόταν μια μεγάλη γλάστρα με ένα φυτό.Κάπου πιο πέρα υπήρχε η έδρα του διευθυντή.Πάνω στην έδρα υπήρχε μια κορνίζα με μια φωτογραφία.Μα πουθενά το χρηματοκιβώτιο.
《Βρε παιδιά που είναι το χρηματοκιβώτιο;》,απόρησα.
《Νομίζω το βρήκα》,απάντησε ο Ματ.

Τελικά το χρηματοκιβώτιο βρισκόταν σε μια γωνία,δίπλα στη βιβλιοθήκη.
《Παιδιά,σε λίγο θα είμαστε πλούσιοι》,μας είπε ο Λάρρυ που πήγε να πάρει στα χέρια του το μικρό χρηματοκιβώτιο.
《Χωράνε χρήματα εκεί μέσα;》,γύρισε και ρώτησε ο Κρις τον Λάρρυ.
《Πολλά λεφτά》,μας απάντησε και άρχισε να ξεκλειδώνει το χρηματοκιβώτιο.Ήμασταν έτοιμοι να δούμε τα λεφτά μπροστά μας.Όμως...
《Αμάν》

Δεν υπήρχαν πουθενά χρήματα στο χρηματοκιβώτιο.
《Που είναι τα λεφτά;》

Ο Λάρρυ τρελάθηκε.Δε μπορούσε να πιστέψει ότι δεν υπήρχαν χρήματα.
《Νομίζω αυτός ο φίλος σου μας εξαπάτησε》
《Θα τον...》
《Ήρεμα Λάρρυ》,προσπάθησε να τον εφησυχάσει ο Κρις.Χωρίς επιτυχία.
《Τον ηλίθιο.Μας εξαπάτησε》

Ξαφνικά,ακούστηκε ένας συναγερμός.
《Παιδιά,μας έχει στήσει παγίδα》
《Λες να μας βλέπουν οι κάμερες;》
《Πιθανόν》
《Και τώρα τι;》

Ο Λάρρυ μας κοίταξε.Δεν είχαμε χρόνο όμως για να κοιταζόμαστε μεταξύ μας.Γι'αυτό,τους είπα να αρχίσουμε να τρέχουμε για να σωθούμε,πριν μας πιάσει κάνεις.
《Έχει δίκιο.Πάμε》

Αρχίσαμε να τρέχουμε.Μπροστά ο Ματ και ο Κρις,πίσω τους ο Λάρρυ και τελευταίος εγώ.Τρέχαμε όταν ξαφνικά άκουσα κάποιον να φωνάζει.Γυρίζω και βλέπω έναν κύριο με μια σπάτουλα στο χέρι να μας κυνηγά και να φωνάζει:
《Γυρίστε πίσω κλέφτες》

Στην αρχή δεν αναγνώρισα ποιος ήταν αυτός που μας κυνηγούσε.Όμως,όταν συνειδητοποίησα ποιος ήταν,έμεινα άφωνος.Αυτός ο άνδρας ήταν ένας μάγειρας.Και όχι ένας οποιοσδήποτε μάγειρας.Αλλά ο Σάλιβαν!

Έμεινα με ανοιχτό το στόμα.Τον κοίταζα.Για κάποιο λόγο σταμάτησα να τρέχω.
《Άντε έλα》,μου είπε ο Λάρρυ.Εγώ όμως έμεινα εκεί.Δεν έτρεχα.Αυτό όμως που συνέβη δε το περίμενα.
《Άντε μη πω τίποτα》,είπε ο Λάρρυ και ξαφνικά πήρε στα χέρια του το πιστόλι.
《Λάρρυ,μη》,του φώναξα.Χωρίς αποτέλεσμα.

Ο Λάρρυ πυροβόλησε και πέτυχε τον Σάλιβαν.Εγώ έμεινα άφωνος.Έτρεξα προς τον Σάλιβαν.
《Σάλιβαν,όχι》

Κάθισα πάνω από τον αιμόφυρτο Σάλιβαν.Δε μπορούσα να πιστέψω τι είχε μόλις συμβεί.
《Έλα πάμε》,μου είπε ο Λάρρυ και εγώ αναγκάστηκα να σηκωθώ και να φύγω.

Βγήκα από το εστιατόριο και πλησίασα τρέχοντας τον Ματ και τον Κρις.
《Δε θα το πιστέψετε τι έγινε》
《Κάποιος πυροβόλησε κάποιον》
《Ο Λάρρυ πυροβόλησε έναν μάγειρα.Αλλά ο μάγειρας ξέρεις ποιος ήταν;》
《Ποιος;》
《Ο Σάλιβαν》
《Ποιος;》
《Σκεφτείτε》

Τους πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί.
《Πλάκα κάνεις》
《Όχι.Δυστυχώς》
《Και τώρα τι;》
《Τώρα φεύγουμε》

Μπήκαμε στο αμάξι και φύγαμε τρέχοντας.Ακούσαμε περιπολικά να πλησιάζουν το εστιατόριο.Εμείς ευτυχώς είχαμε προλάβει να φύγουμε.

Στο δρόμο δε μιλήσαμε καθόλου.Όταν φτάσαμε σπίτι,ζήτησα από τον Κρις να πάρει το αμάξι και να φύγει,ενώ ο Ματ πήρε το δικό του αμάξι και έφυγε και αυτός.Εγώ,από την άλλη,άρχισα να μαλώνω με τον Λάρρυ.
《Δεν έπρεπε να σε πιστέψω》
《Τι θες να κάνω;Που να ξέρω ότι μας θα μας εξαπατήσει;》
《Ωραία,δε το ήξερες.Έπρεπε όμως να πυροβολήσει τον φίλο μου;》
《Που να ξέρω ότι ήταν γνωστός σου;》
《Και που δε το ξέρες έπρεπε να τον πυροβολήσεις;》
《Τι να κάνω;Να τον άφηνα να μας κυνηγάει;》
《Σταμάτα.Δε θέλω να ακούσω άλλο.Πάω να κοιμηθώ》

Ανέβηκα γρήγορα τα σκαλιά και πήγα στο δωμάτιο.Έβγαλα γρήγορα τα ρούχα και έβαλα τις πιτζάμες,ενώ έβριζα τον εαυτό μου που φτάσαμε σε αυτό το σημείο.Ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοίταξα το ξυπνητήρι που είχα στο κομοδίνο.Η ώρα ήταν 2.25.

Πήγα να κοιμηθώ όμως είδα τη Τζέσικα να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο.
《Δε κοιμάσαι;》,τη ρώτησα.
《Να κοιμηθώ;Γιατί να κοιμηθώ.Σας περίμενα》,μου απάντησε ενώ συμπλήρωσε αφού κάθισε δίπλα μου,《ο Λάρρυ μου είπε τι συνέβη》
《Στα πρόλαβε ε;》
《Ναι.Μου πε και για τον πυροβολισμό》

Αναστέναξα.Δε μπορούσα ακόμα να πιστέψω τι συνέβη πριν λίγο στο εστιατόριο.
《Τον Σάλιβαν τον ήξερα χρόνια.Ελπίζω να σωθεί.Δε θέλω να πεθάνει έτσι》
《Όλα καλά θα πάνε.Θα δεις》

Σηκώθηκα πάνω.Θέλησα να χτυπήσω τη ντουλάπα από τα νεύρα μου.Όχι όμως.Δε το έκανα.
《Μπορείς να πας για ύπνο;》
《Τζέραλντ,μπορώ να μείνω ξύπνια άμα θες για να σου κάνω παρέα.Δε θέλω να κοιμηθείς έτσι》
《Σε παρακαλώ πήγαινε για ύπνο.Θέλω να ξεχαστώ》
《Σίγουρα δε θες να κάτσω να σου κάνω παρέα;》
《Σε ευχαριστώ αλλά άσε με λίγο μόνο μου》

Η Τζέσικα τελικά με άκουσε.Βγήκε από το δωμάτιο.Εγώ άρχισα να φωνάζω.Κάθισα στο κρεβάτι και άρχισα να κλαίω.Πρέπει να είδα την Τζέσικα να κάθεται στην πόρτα και να με κοιτάζει.Αλλά δεν είμαι σίγουρος.

Τελικά με πήρε ο ύπνος με δυσκολία.Ήθελα να ξεχάσω αυτή τη μέρα.Έγινα μάρτυρας άλλη μιας απάτης.Αλλά ας το ξεχάσω.Αν γίνεται.Γίνεται;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top