{Κάστρο Πεντράγκον}
Το ρολόι του κάστρου σήμανε ξανά μέσα στη νυχτερινή σιγή. Κανείς, ωστόσο, δεν του έδωσε σημασία. Η ώρα είχε περάσει τα μεσάνυχτα εδώ και τουλάχιστον δύο μισάωρα.
Το Κάστρο Πεντράγκον συνήθως τέτοια ώρα κοιμόταν. Απόψε, όμως, ξαγρυπνούσε, υπό τους ήχους των υπέροχων οργανοπαιχτών του Βασιλιά Ούθερ, των γάργαρων φωνών των βάρδων, των ακατάπαυστων γεμισμάτων των ποτηριών με κατακόκκινο κρασί, στην απόλυτη ευτυχία των ανθρώπων που έμοιαζε αμόλυντη. Την ημέρα εκείνη, η Βασίλισσα Ιγκρέιν γιόρταζε τα τεσσαρακοστά δεύτερα της γενέθλια και ο Βασιλιάς σύζυγος της, επιθυμούσε να της μείνουν αξέχαστα, μιας και το σαράντα δυο αποτελούσε τον αγαπημένο του αριθμό. Οι φήμες των νοσηρά περίεργων ψιθύρων υποστήριζαν ότι το σαράντα δύο συμβόλιζε τον αριθμό των ανδρών που είχε σκοτώσει στην πρώτη του μάχη.
Η Μόργκαν τούτη τη φήμη θα έκρινε λανθασμένη κι άτοπη. Γνώριζε από παλιά πως στην πρώτη του μάχη ο πατέρας της μετά βίας είχε καταφέρει να σκοτώσει τέσσερις άνδρες κι ύστερα, είχε λιποθυμήσει στο πεδίο της μάχης, για να περισυλλεχθεί από τον τολμηρό υποκόμο του, ο Θεός να τον έχει καλά- ή τέλος πάντων οποιοσδήποτε.
Άλλοι, πάλι, διέδιδαν πως το σαράντα δύο συμβόλιζε τον αριθμό των νόθων παιδιών του σε όλη την Επικράτεια. Κι εκεί, η Μόργκαν θα διαφωνούσε. Απέκλειε να ήταν τόσα λίγα τα νόθα του πατέρα της. Δεν την ενδιέφερε, παρόλα αυτά. Ο πατέρας της είχε παντρευτεί τη μητέρα της -μέχρι τουλάχιστον μια χρονική στιγμή- και δεν είχε άλλα νόμιμα παιδιά εκτός από εκείνη και την αδελφή της. Άρα, μόνο εκείνη βρισκόταν στη σειρά της διαδοχής μετά τον δίκαιο κατά τα άλλα Βασιλιά Ούθερ, Πρώτο στη σειρά του ονόματος του.
Ο ήχος των λαούτων και των τροβαδούρων είχε καλύψει ολότελα οποιοδήποτε άλλο άκουσμα κι όλο το παλάτι βροντούσε από τη χαρά του βασιλικού ζεύγους. Ο Ούθερ έλαμπε ολόκληρος μα όχι τόσο όσο η ευγενής σύζυγος του, η Ιγκρέιν.
Η Ιγκρέιν...
Δεν ήξερε αν είχε μισήσει περισσότερο άνθρωπο στη ζωή της και αν επρόκειτο να μισήσει ποτέ κάποιον με τέτοιο μένος και απέχθεια, τόσο που να μην ήθελε να τη βλέπει ούτε ζωγραφιστή, ώστε ακόμη κι ο θάνατος της φαινόταν πενιχρή τιμωρία. Δεν άντεχε στην ιδέα αυτής της καμωματούς βδέλλας να κάθεται δίπλα στον Ούθερ -εκεί που κάποτε καθόταν η μητέρα της- και πλέον αυτή, η γλοιώδης πόρνη, λέρωνε και αμαύρωνε με την ισχνή σκιά της και την ποταπή παρουσία της.
Ατίθασα τα μάτια της Βασίλισσας, περιτριγύριζαν το δωμάτιο της γιορτής, από ανία κι έλλειψη ενδιαφέροντος. Ο Ούθερ, πάλι, λοξοκοιτούσε μια καλλίγραμμη νεαρή του χορευτικού συνόλου που τους διασκέδαζε όλο το βράδυ. Ως αντίδραση, σήκωσε απλώς τα μάτια στο ταβάνι. Τον είχε μάθει, πλέον. Ηγέτης ήταν έξοχος και στην όψη αξεπέραστος, όμως οι χάρες του σταματούσαν εκεί. Από εκεί και πέρα, όλα σπιλώνονταν από χαρακτήρα σκυθρωπό, βάναυσο, άπιστο, ύποπτο, ζοφερό, ιταμό και ξεδιάντροπο. Από αβρός ιδεολόγος, είχε καταντήσει αμοραλιστής και άξεστος. Αυτά ήταν τα επίθετα που τον χαρακτήριζαν περισσότερο από όποια άλλα. Παρόλα αυτά, η Ιγκρέιν δεν έπαυε στιγμή να τον αγαπάει, γιατί γνώριζε ότι στο τέλος της μέρας θα επέστρεφε κοντά της. Στο κάτω κάτω, αυτήν είχε νυμφευθεί -μετά τον θάνατο της μητέρας της Μόργκαν.
Τη ροή των σκέψεών της διέκοψε ένα απαλό τσίμπημα στο μπράτσο της, προφανώς δεν υπήρχε άνδρας τόσο θαρραλέος στο βασίλειο που να της το έκανε αυτό εκτός από τον ίδιο τον Βασιλιά.
«Σ' αγαπώ,» τον άκουσε να της ψιθυρίζει.
«Σκάσε, κόλακα της κακιάς ώρας,» λαχταρούσε να του απαντήσει. Ωστόσο, προτίμησε τη σιωπή και απλά επέτρεψε σε μια γωνία των χειλιών της να ανασηκωθεί ελάχιστα.
Ο Βασιλιάς σηκώθηκε τρεκλίζοντας ελαφρώς κι έκανε άλλη μια πρόποση. Κι αυτή για την Ιγκρέιν. Είχε κάνει τουλάχιστον είκοσι προπόσεις εκείνο το βράδυ για την περήφανη γυναίκα του και άλλες τόσες για την ευημερία της Επικράτειάς του.
Μετά το τρίτο χτύπημα του ρολογιού μετά τα μεσάνυχτα, οι καλεσμένοι ξεκίνησαν σιγά σιγά να αποσύρονται. Η Ιγκρέιν δεν μπορούσε να χαρεί περισσότερο. Δεν έβλεπε την ώρα να ξαπλώσει στο κρεβάτι τους και να αναπαυθεί μετά από την κουραστική αυτή μέρα, τη γεμάτη ετοιμασίες, ευχές, γιορτές, προπόσεις...
"Ο Μέρλιν πού βρίσκεται;" Ρώτησε δειλά τον αρχιθαλαμηπόλο του κάστρου, τον Άρχοντα Ντάνσταν.
"Από το πρωί, Υψηλότατη, έχει αποσυρθεί στο δάσος και ζήτησε να μην τον ψάξει κανείς μέχρι ο ίδιος να επιστρέψει. Σίγουρα θα πήγε πάλι να διαλογιστεί."
Στην ειλικρινή απάντηση του Ντάνσταν, η Ιγκρέιν άφησε έναν αναστεναγμό. Δεν ήξερε αν προερχόταν από την κόπωση, την ανησυχία ή την απογοήτευση. Μονάχα ένιωσε ένα βάρος σαν από μολύβι, να την πλακώνει στο στήθος και να μην την αφήνει καν να αναπνεύσει.
«Σε ευχαριστώ για τις υπηρεσίες και τις πληροφορίες,» του χάρισε το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. «Τώρα, αποσύρσου κι εσύ για απόψε και πάρε μαζί όλους τους μάγειρες και τους παρατρεχάμενους της κουζίνας. Οι υπόλοιποι ας μείνουν."
Κοίταξε τον Ούθερ δίπλα της. Μιλούσε με τον Άρχοντα Μπόλντρικ, τον ικανότερο δάσκαλο στην Επικράτεια.
"Όπως επιθυμείτε θα γίνει, Υψηλότατη. Καλή σας νύχτα."
Με μια βαθιά, δουλοπρεπή υπόκλιση, ο Ντάνσταν εξήλθε από την αίθουσα, αφού πρώτα της ευχήθηκε ξανά χαρούμενα γενέθλια, διηνεκή γαλήνη κι ευτυχία.
Μέσα στην επόμενη μισή ώρα, όλοι οι καλεσμένοι τους είχαν ευχηθεί καληνύχτα και είχαν αποσυρθεί άπαντες από το Κάστρο, τραβώντας για τα σπίτια τους με δαυλούς αναμμένους και άλογα γοργά. H Ιγκρέιν έμεινε να τους κοιτάει, καθώς απομακρύνονταν μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας με μόνο φως αυτό της Πανσέληνου και των δαδών τους από το μπαλκόνι της βασιλικής κρεβατοκάμαρας. Έπειτα, αργά, νωχελικά, περπατούσε προς τα ενδότερα του δωματίου, για να αλλάξει στη βραδινή της περιβολή και να ξεφορτωθεί την πληθώρα βασιλικών κοσμημάτων και κειμηλίων, που το πρωτόκολλο απαιτούσε να φοράει η Βασίλισσα σε επίσημες γιορτές και συναθροίσεις. Βέβαια, από ό,τι φάνηκε στη συνέχεια, δεν ήταν γραφτό η βασίλισσα του Κάμελοτ να αναπαυθεί τόσο νωρίς εκείνη τη νύχτα. Όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα της, κατάλαβε ότι σίγουρα κάπου θα την χρειάζονταν κάποιοι υπηρέτες ή κήρυκες, μολονότι τέτοια ώρα δεν ήταν δυνατόν να ήταν κήρυκας. Ο Ούθερ, πάντως, ποτέ δε χτυπούσε, για να μπει.
«Εμπρός,» φώναξε απαλά, επίπεδα, με ολίγον ανεβασμένο τον τόνο της φωνής της.
Η πόρτα άνοιξε δειλά και αποκάλυψε έναν λευκοντυμένο υπηρέτη με πυκνά γκρίζα μαλλιά. Τον είχε ξαναδεί, δούλευε στην ομάδα που φρόντιζε για την καθαριότητα του παλατιού.
"Υψηλότατη, ο Μεγαλειότατος σας περιμένει στην αίθουσα του θρόνου. Έφτασε ένας απρόσμενος επισκέπτης και η παρουσία σας είναι τουλάχιστον απαραίτητη."
Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο υπηρέτης υποκλίθηκε βαθιά και απομακρύνθηκε, αφού έκλεισε την πόρτα στο κατόπι του.
Η Ιγκρέιν ευχαρίστησε τον Θεό που δεν είχε προλάβει ακόμα να αλλάξει τα ρούχα της, αν και είχε ξεφορτωθεί ήδη μερικά κοσμήματα. Δεν μπήκε στον κόπο να τα ξαναφορέσει. Βγήκε από το δωμάτιο μόνη της, είχε από νωρίς αφήσει τις κύριες επί των τιμών της ελεύθερες για τη νύχτα, και με έναν ρυθμό κανονικό, δίχως βιασύνη, κατευθύνθηκε προς την αίθουσα του θρόνου.
Όταν έφτασε, δε βρήκε παρά μόνο τον Ούθερ και μια φρουρά. Ο κήρυκας που ανήγγειλε τους καλεσμένους, βρισκόταν στη θέση του, έτοιμος να αναγγείλει τον απρόσμενο επισκέπτη, όπως τον είχε χαρακτηρίσει και ο υπηρέτης.
Ωστόσο, όταν οι πόρτες άνοιξαν, ο κήρυκας απλώς γύρισε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να μπει καν στον κόπο να αναγγείλει κάποιον.
Το μόνο που διέκρινε η Ιγκρέιν ήταν μια φιγούρα καλυμμένη από έναν σκούρο μανδύα με κουκούλα που κάλυπτε τελείως το πρόσωπό της. Ένας χρυσός σταυρός περασμένος σε μαύρη κλωστή προεξείχε από την παράξενη και ολίγον τρομακτική ενδυμασία.
Η παρουσία στάθηκε δύο ή τρία μέτρα πιο μπροστά από τους δύο θρόνους των Βασιλιάδων, όπου το ζεύγος καθόταν.
Το ρολόι χτύπησε πέντε ώρες μετά τα μεσάνυχτα, που φάνηκε στην Ιγκρέιν σαν τον πιο απαίσιο ήχο που είχε ακούσει και η καρδιά της ανεπαίσθητα σκίρτησε, αν και το πρόσωπό της διατηρήθηκε ανέκφραστο. Κατάρα στον Μέρλιν και τις ηλίθιες εφευρέσεις του. Δική του ιδέα ήταν η κατασκευή του ρολογιού. Μολονότι είχε αποδειχθεί τρομερά χρήσιμο, ο ήχος που αντήχησε εκείνη τη στιγμή σε συνδυασμό με την όψη μπροστά της και τον μαύρο ουρανό στα παράθυρα, συνέθεταν μια τέλεια τρομακτική ιστορία, κατάλληλη για να εκφοβίζει κανείς τα παιδιά του, για να πάνε για ύπνο ή να τελειώσουν το φαγητό τους.
Και τότε, η όψη σήκωσε τα χέρια της και με μια απλή κίνηση παραμέρισε την κουκούλα του μανδύα της και την άφησε να πέσει όπισθεν. Ένα ζευγάρι γαλαζοπράσινα, βλοσυρά, ευφυέστατα, μυστηριώδη μάτια εμφανίστηκαν. Ένας χείμαρρος μαύρα μαλλιά σαν τα φτερά των κοράκων αχνοφαίνονταν πίσω από τον μανδύα της. Ένα καλοσχηματισμένο, φανερά καλλιεργημένο και ελάχιστα υπεροπτικό πρόσωπο περιεργαζόταν τον χώρο γύρω του. Σαν να είχε ξαναέρθει. Σαν να είχε ζήσει εκεί και να προσπαθούσε να επαναφέρει μνήμες. Τέλος, γύρισε την εξεταστική και εκπαιδευμένη της ματιά στο βασιλικό ζεύγος. Μόνο αυτό χρειάστηκε ο Ούθερ, για να πεισθεί εντελώς για το ποιά ήταν αυτή η θρασεία νεαρή που είχε αψηφήσει νόμους και κανόνες κι έφτασε ως εκεί μέσα στη μαύρη νύχτα.
«Μόργκαν,» ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να ξεστομίσει.
'Μα βέβαια' σκέφτηκε η Βασίλισσα. 'Η ομοιότητα με τη μητέρα της είναι καταπληκτική. Ας μην ασχοληθούμε με το γεγονός ότι τόση ώρα δε σκέφτηκε καν να υποκλιθεί στους ηγεμόνες της.'
«Πατέρα,» αποκρίθηκε η βασιλοπούλα με μια ήπια, βαθειά φωνή και ύψωσε τα μάτια της, να συναντήσουν τα δικά του.
Δεκαπέντε χρόνια. Τόσα είχαν περάσει από τη φυγή της Μόργκαν για το μοναστήρι και τη στέψη της Ιγκρέιν. Ούτε να τον θυμόταν δεν ήθελε εκείνον τον καιρό.
Ο χρόνος είχε κάνει την μικρή, φοβισμένη παιδούλα που είχε αφήσει το βασίλειό της για τη συζυγική κι έπειτα ασκητική ζωή μια ψηλή, λυγερόκορμη, εξέχουσα γυναίκα, η οποία φαινόταν παραπάνω από έτοιμη για οποιουδήποτε είδους έργο. Η Ιγκρέιν δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί τι άραγε είχε μάθει η Μόργκαν εκεί όπου την είχαν οδηγήσει.
♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢♢
Ιδού λοιπόν το πρώτο κεφάλαιο όπως ακριβώς σας είχα υποσχεθεί. Ελπίζω να σας άρεσε.
Παρακαλώ πολύ αφήστε μου σχόλια και πείτε μου αν σας αρέσει ώστε εδώ η ιστορία και αν αξίζει να τη συνεχίσω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top