{Δυνάμεις του Σκότους και του Φωτός}

"Γιατί ήρθες εδώ;" Ρώτησε ψυχρά ο Βασιλιάς Ούθερ, εφόσον η Μόργκαν δεν έμοιαζε σε ομιλητική διάθεση. Απλώς κοιτούσε γύρω της και παρατηρούσε τα πάντα αλλά πιο πολύ από όλα την γυναίκα που στεκόταν στον διπλανό θρόνο. Τη Βασίλισσα Ιγκρέιν.

«Ακόμα ζει η πόρνη σου,» απάντησε παγερά η νεαρή, που ακόμα στο στήθος της κρεμόταν ο σταυρός και τα μαύρα του μοναστηριού.

Ο Ούθερ έγινε πυρ και μανία ακούγοντας τα λόγια της. Σηκώθηκε από τον θρόνο του και της άστραψε ένα χαστούκι με το χέρι που φορούσε το βαρύ, βασιλικό δαχτυλίδι με τον σφραγιδόλιθο.

Από τη δύναμη, τη σφοδρότητα αλλά και τον αιφνιδιασμό αυτής του της κίνησης, η Μόργκαν σωριάστηκε κάτω. Κανείς δε σάλεψε να τη βοηθήσει.

Τα μάτια της Ιγκρέιν, που παρακολουθούσε ακίνητη σαν πέτρα, έπεσαν στο δαχτυλίδι του άντρα της που είχε βαφτεί με κόκκινο αίμα.

Η Μόργκαν σήκωσε το κεφάλι της αργά και τον αντίκρισε. Τα μάτια της φάνταζαν εντελώς ανέκφραστα.

"Να μάθεις να σέβεσαι τη μητέρα σου", γρύλισε ο πατέρας της, με αυταρχικότητα.

Η κόρη τον αγριοκοίταξε και άρχισε σιγά σιγά να σηκώνεται, μόνη κι αγέρωχη.

"Δεν είναι μητέρα μου. Είναι μητριά μου."

Σηκώθηκε όρθια και άρχισε, με όση περηφάνια διέθετε, να σκουπίζει το αίμα από το πρόσωπό της με το λευκό της μανίκι, λερώνοντάς το στην προσπάθεια μα δεν την ενδιέφερε.

Η Ιγκρέιν σηκώθηκε επιτέλους από τον θρόνο της και την κοιτούσε με συμπόνια.

"Γιατί είσαι εδώ, παιδί μου;" Τη ρώτησε απαλά.

"Επέστρεψα στο σπίτι μου και θέλω να σου προσφέρω συγχώρεση", απάντησε η Μόργκαν, κοιτώντας τον πατέρα της.

"Για ποιό πράγμα;" Απαίτησε να μάθει ο Βασιλιάς.

"Για τον θάνατο της μητέρας μου. Που εσύ σκότωσες, για να εγκαθιδρύσεις επίσημα αυτήν την πουτάνα", απάντησε εκείνη απροκάλυπτα. Η γλώσσα της έσταζε δηλητήριο.

Η Ιγκρέιν διέκρινε ολοκάθαρα την οργή στα μάτια του Ούθερ.
Ο ίδιος σήκωσε το χέρι του, για να χτυπήσει ξανά την πριγκίπισσα. Εκείνη, όμως, το έπιασε στον αέρα προτού προλάβει να ακουμπήσει το δέρμα της ξανά.

"Και που με εξόρισες, για να μη μιλήσω." Πρόσθεσε με ένα θανατηφόρο βλέμμα στα μάτια της.

Η Ιγκρέιν τρομοκρατήθηκε, βλέποντας φανερά ότι δε θα είχε καλή κατάληξη όλο αυτό.

"Σε έστειλα μακριά, για να μορφωθείς", ανταπάντησε ο πατέρας της, με σταθερή και ψύχραιμη φωνή.

"Δεκαπέντε χρόνια σε ένα μοναστήρι, έμαθα περισσότερα από όσα μπορείς να φανταστείς."
Η φωνή της υποδείκνυε κάτι μυστήριο, κάτι απόμακρο. Η Ιγκρέιν δεν τη θυμόταν έτσι. Έστελνε ρίγους στα κόκαλά της.

"Πατέρα," συνέχισε η Πριγκίπισσα, "είμαι παιδί σου νόμιμο, αδιαμφισβήτητο. Γιατί δε με καλωσορίζεις στο σπίτι μου;"

Ο Ούθερ την κοίταξε από την κορυφή ως στα νύχια. Τα μάτια του πρόδιδαν μια ανησυχία και ίσως φόβο. Η Ιγκρέιν παρατηρούσε φοβισμένη.

"Έζησες πολύ καιρό μακριά από την καθοδήγησή μου," είπε ψυχρά στο τέλος ο Βασιλιάς στην κόρη του. "Εδώ δεν είναι το σπίτι σου. Και εγώ δεν έχω πια κόρη με το όνομά σου.»

Κι έτσι, στράφηκε αντίθετά της, γνέφοντας στην Ιγκρέιν να φύγουν.

"Μη μου γυρίζεις την πλάτη, πατέρα!" Του φώναξε βροντερά η Μόργκαν.

«Δεν είσαι ευπρόσδεκτη εδώ, Μόργκαν,» αποκρίθηκε παγωμένα εκείνος. "Αντίο."

Ο Μεγαλειότατος έφυγε από την αίθουσα του θρόνου. Η Ιγκρέιν δίστασε για λίγο κι έμεινε να κοιτά το κορίτσι στα μάτια, γεμάτη οίκτο και συμπόνια. Λυπόταν για εκείνη.

«Ιγκρέιν, άφησε την,» ακούστηκε η φωνή του Βασιλιά επιτακτική.

Η Βασίλισσα χαμήλωσε το βλέμμα της κι ακολούθησε την κατεύθυνση της φωνής.

Η Μόργκαν έμεινε μόνη της. Ανάσανε βαριά. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες από θυμό. Το στόμα της έτρεχε αίμα από το χτύπημα του πατέρα της.

Έφυγε από το κάστρο αμέσως. Κίνησε για το κοντινότερο δάσος και σχεδίαζε την εκδίκηση της. Πώς τόλμησε ο βδελυρός να της φερθεί έτσι; Σαν να ήταν μπάσταρδο... Σαν να ήταν προδότρια του Βασίλειου. Τόσο πολύ την είχε ξεχάσει κι αυτή και τη μητέρα της; Τόσο πολύ τον είχε τυφλώσει αυτή η πόρνη, η Ιγκρέιν;

Στο σκοτεινό δάσος των ψυχών, σε μέρος που ούτε οι αιρετικοί δεν πατούσαν, εκεί, που όλοι έλεγαν ότι βρίσκονταν οι πύλες του Άδη, έτρεχε μόνος του, φορώντας τον μακρύ μαύρο του μανδύα και τις επίσημες μαύρες του μπότες.

Είχε χρόνια να δει τον Βασιλιά. Χρόνια να πάει στο Κάστρο. Από τότε που είχε γεννηθεί ο μικρός.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Στο παλάτι, ο Ούθερ γιόρταζε για δεύτερη μέρα τα γενέθλια της συζύγου του. Της είχε υποσχεθεί ότι η γιορτή θα κρατούσε μέχρι να μην υπάρχει άλλο κρασί να πίνουν.

Κώνειο.

Αρχαίο δηλητήριο. Τοξικό, ιθαγενές, ανθοφόρο φυτό. Προκαλούσε παράλυση κι έπειτα ασφυξία.

Ακόνιτο.

Ιώδες, αθώο λουλουδάκι που τόσο εύκολα σκοτώνει. Αν το κρατήσει κανείς στο χέρι σου για λίγο, θα πεθάνει. Αν το πιεί, παθαίνει ασφυξία.

Μπελαντόνα.

Ένα δηλητήριο με χίλιες δύο χρήσεις. Ακόμα και για καλλυντικό χρησίμευε. Με δυο καρπούς του μονάχα προς βρώση, αποχαιρετά ο θνητός τη ζωή.

Υδράργυρος.

Ο διάσημος, αργός δολοφόνος.

Πολώνιο.

Σπάνιο πέτρωμα που απελευθέρωνε δηλητηριώδη κύματα. Σε συνδυασμό με όλα τα άλλα, συνέβαλε σε έναν όμορφο θάνατο.

Αρσενικό.

Η τελική προσθήκη.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Έτρεχε ακόμα -όσο πιο γρήγορα μπορούσε- και ευχόταν να είχε μάθει το ξόρκι πτήσης. Ήθελε πάντα να είναι τίμιος όσον αφορούσε στη μαγεία. Ίσως να τα κατάφερνε να σώσει τον Ούθερ προτού ήταν αργά. Αλλά αυτό του φαινόταν αδύνατον.

Η Μόργκαν έβαλε όλα τα συστατικά δηλητήρια σε ένα ξύλινο γουδί. Τα χτύπησε δυνατά, θέλοντας να εκτονώσει λίγο από τον θυμό της, όμως και αυτό μηδαμινό φαινόταν.

Το δάσος ήταν αχανές. Δε θα έφτανε νωρίτερα από την μεσουρανία του Ηλίου. Ο Ούθερ ήταν χαμένος.

Θυμόταν τον μικρό πρίγκιπα, δεκαπέντε χρόνια πριν. Τώρα όλα είχαν αλλάξει. Τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Ακόμα δεν έβλεπε τίποτα μπροστά του. Μόνο δέντρα και πρασινάδα. Και συνέχιζε.

Η Μόργκαν έπαψε να χτυπάει τα συστατικά της, μόνο όταν είχαν γίνει μια τέλεια, μαύρη σκόνη. Τα έβαλε σε ένα μικρό φυαλίδιο και ψιθύρισε το γνωστό της ξόρκι.

Αμέσως ένιωσε το σώμα της να συρρικνώνεται. Άλλαζε. Νικούσε τον χρόνο. Γινόταν μια άλλη. Κάποια που κάποτε ήταν...

Δεν θα έφτανε πάνω στην ώρα. Δεν τον ενδιέφερε. Το βασίλειο κινδύνευε κι έπρεπε να αναλάβει δράση. Αρκετά είχε λείψει. Πέρασε ένα ολόκληρο ποτάμι χωρίς να τον ενδιέφερε αν τον παρέσυρε. Θα το πάγωνε και θα έβγαινε έξω. Ο κίνδυνος φάνταζε γλυκόπικρη πρόκληση.

Ο Ούθερ έπινε συνεχώς και η Ιγκρέιν τον παρατηρούσε.

Η Μόργκαν ολοκλήρωσε την αμφίεσή της και με ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών της, βρέθηκε στις κουζίνες του Κάστρου των Πεντράγκον.

Δεν έχασε χρόνο και προχώρησε προς την αίθουσα όπου γινόταν το τσιμπούσι. Όλοι έτρωγαν κι έπιναν, ενώ η μουσική ήταν εκκωφαντική και οι χορευτές φάνταζαν περισσότεροι από τους καλεσμένους. Η Μόργκαν τους κοιτούσε όλους με μίσος. Μα φυσικά κανείς δεν την κοιτούσε. Κανείς δεν έδινε σημασία σε ένα μικρό κοριτσάκι που προφανώς ανήκε στο προσωπικό...

Έριξε μια ματιά στην Ιγκρέιν, που καθόταν καμαρωτή και ευτυχισμένη στον θρόνο κι αυθόρμητα αηδίασε.

Βρήκε τον βασιλικό δίσκο. Σύντομα θα τους πήγαιναν κι άλλο κρασί. Βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν την έβλεπε και -με απόλυτη ψυχραιμία- έχυσε όλη τη σκόνη από το φυαλίδιο μέσα στο χρυσό κύπελλο με τα ρουμπίνια, γαμήλιο δώρο της μητέρας της στον Βασιλιά. Ύστερα, απομακρύνθηκε.

Ένας υπηρέτης, λίγο αργότερα, πήγε τον δίσκο στο βασιλικό ζεύγος και ο Ούθερ πήρε την κούπα στα χέρια του.

Η Μόργκαν παρατηρούσε από μια σκοτεινή γωνία όπου είχε κρυφτεί.

Ο Ούθερ δοκίμασε το κρασί με ένα τεράστιο χαμόγελο ευχαρίστησης.

Έφτασε σχεδόν. Επιτέλους έβλεπε στον ορίζοντα το Κάστρο. Λίγο ακόμα.

Ο Ούθερ έβηξε σαν να πνιγόταν. Η Ιγκρέιν αγκάλιασε τον ώμο του και τον κοιτούσε τρομοκρατημένη, ανήμπορη να πράξει κάτι. Οι φρουροί κινητοποιήθηκαν.

"Ούθερ! Ούθερ! Ούθερ!"

Ο Βασιλιάς αρπάχτηκε από τη γυναίκα του και από τον υπηρέτη που τους έφερε τον δίσκο· δεν μπορούσε πια να σταθεί στα πόδια του.

"Μα τι συμβαίνει;" Μουρμούρισε απελπισμένα η Βασίλισσα.
"Βοήθεια! Κάποιος ας τον βοηθήσει! Είναι ο Βασιλιάς σας, ανόητοι!"

Ο Ούθερ σωριάστηκε στο πάτωμα χωρίς να παύει να βήχει. Ήταν λες και η ψυχή του πάλευε να αποδράσει από μέσα του.

"Βοήθεια!" Σπάραζε η Ιγκρέιν.

H Μόργκαν παρακολουθούσε τα πάντα και με το ζόρι κρατούσε το χαμόγελο ικανοποίησης από τα χείλη της.

Έφτασε επιτέλους μπροστά στην πύλη. Είκοσι άνδρες, πάνοπλοι, τη φυλούσαν.

"Ανοίξτε την πύλη!"

"Ποιος είσαι εσύ, που μας διατάζεις;"

"Ο Μέρλιν. Αν δεν με ξέρετε, ανοίξτε μου, στο όνομα του Ούθερ Πεντράγκον!"

Του άνοιξαν.

Έτρεξε σαν κεραυνός και μπήκε στο παλάτι. Εκεί, μονάχα, έβγαλε την κουκούλα του μανδύα του και άφησε να φανεί το γνωστό σε όλους πρόσωπό του· παρόλο που είχε να πατήσει στο κάστρο δεκαπέντε χρόνια.

Ήξερε πού θα έβρισκε τον βασιλιά. Στη μεγάλη αίθουσα των εορτασμών.

Οι πόρτα άνοιξε με μια βροντή και ένας άνδρας μπήκε μέσα τρέχοντας. Έσπρωχνε όσους του εμπόδιζαν το πέρασμα. Ήταν τρομακτικά γνωστός.

Τα μάτια της Μόργκαν γούρλωσαν, μόλις τον αναγνώρισε. Τι ήθελε ο Μέρλιν εκεί; Τι δουλειά είχε; Αυτός είχε φύγει από τα βασίλειο πριν από εκείνη και είχε πει ότι δε θα ξαναγύριζε...

Ο ψηλόλιγνος μάγος πλησίασε τον αναίσθητο Βασιλιά.

"Βοήθησε τον! Σε παρακαλώ, βοήθησε τον!" Άκουσε την Ιγκρέιν να τον ικετεύει.

"Πάρτε τον Βασιλιά στο δωμάτιό του. Τώρα!" Διέταξε ο μάγος.

Η Μόργκαν έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα. Φοβούνταν μήπως ο Μέρλιν διαισθανόταν την παρουσία της και την κατεδίωκε. Ούτως ή άλλως, αυτό που ήθελε, το είχε καταφέρει. Ο Ούθερ χαροπάλευε και δεν υπήρχε ξόρκι που θα τον έκανε καλά. Κι ήταν σίγουρη ότι αυτό ο Μέρλιν το ήξερε.

~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~

Εδώ είμαστε! Δεν περιμένατε να ανεβάσω ε;

Ούτε κι εγώ...

Παρακαλώ πολύ αφήστε ένα σχόλιο...

Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top