Κεφάλαιο 4: Moonlight
Οι ημέρες περνούσαν γρήγορα και δεν υπήρχε κάποια καινούργια εξέλιξή, ούτε στην ανάρωση της Θάλειας αλλά ούτε και στην αναγνώριση του κομήτη.
Μετά από το ατύχημα, ο κομήτης με την άγνωστης προελεύσεως πέτρας έπειτα από τη σύγκρουση, είχε σχεδόν λιώσει στο εργαστήριο που βρισκόταν. Αυτοί που ήθελαν να το ελέγξουν, δεν μπόρεσαν να μάθουν σχεδόν τίποτα. Ήταν λες και άρχισε να εξαφανίζετε, λες και είχε παίξει τον ρολό της και μετά εξαφανιζόταν.
Ήταν ένα δροσερό και αρκετά ήσυχο βράδυ, ο καιρός παρέμενε αφύσικα καλός, ενώ ακούγονταν κάποιες φορές τζιτζίκια που τραγουδούσαν τον σκοπό τους ανενόχλητα. Ακόμα και πριν νυχτώσει, εδώ και κάποιες ώρες, ο Στέφανος καθόταν στο προσκέφαλο της, περιμένοντας να ανοίξει τα μάτια της, η Θάλεια. Η κούρασή που είχε τον τελευταίο Καιρό, άρχισε να κάνει την εμφάνισή της, μια μικρή επιθυμία αλλαγής του περιβάλλοντος είχε φωλιάσει για τα καλά μέσα του εδώ και αρκετή ώρα. Αγνάντεψε λίγο τον σκούρο ουρανό, ενώ αποφάσισε πως ένας περίπατος θα τον αναζωογονούσε.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο, έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του, στάθηκε ακίνητος και αφουγκράστηκε τον διάδρομο. Η μυρωδιά του οινοπνεύματος, του αποστειρωμένου μαζί με την αίσθηση του θανάτου έκαναν τον Στέφανο να αναριγήσει. Από πάντα μισούσε τα νοσοκομεία και έκανε τα αδύνατα, δυνατά για να μη βρίσκεται στιγμή εκεί.
Ωστόσο, οι μοίρες δεν ήταν με το μέρος του. Όσες φορές βρισκόταν σε αυτά, τα κατά τη δίκια του σκέψη, νεκροτομεία, κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο έφευγε από τη Ζωή. Αντανακλαστικά έσφιξε τα χέρια του και άφησε μια ανάσα που έμοιαζε να κρατάει αιώνες.
Ένα χασμουρητό του ξέφυγε και σκέφτηκε ότι Ίσως ένας καφές να ήταν ότι χρειαζόταν την υπόλοιπη ώρα του. Κοίταξε απογοητευμένος για ακόμα μια φορά την πόρτα ενώ ένας αναστεναγμός βγήκε στα κλεφτά, πρώτου κατεβάσει το κεφάλι αντάλλαξε μια γρήγορη μάτια με μια νοσηλεύτρια που πήγανε σε κάποιο δωμάτιο ασθενούς και αναρωτήθηκε φευγαλέα αν την είχε ξαναδεί να εργάζεται εκεί. Αφήνοντας τη σκέψη σε μια σκοτεινή γωνία του εγκεφάλου του, ξεκίνησε για το κυλικείο.
Εκείνη την ώρα ταυτόχρονα, μία σκοτεινή φιγούρα παραμόνευε κρυμμένη σε μια εσοχή στον διάδρομο, καρτερώντας για μια ελεύθερη είσοδο ώστε να τρυπώσει εύκολα, μόλις ο Στέφανος χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, η φιγούρα σύρθηκε στον διάδρομο και αθόρυβα, μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
Κοίταξε τον χώρο και διακριτικά μύρισε τον αέρα. Όλες οι αισθήσεις του κραύγασαν μανιασμένα. Ο θάλαμος μύριζε θάνατο. Σχεδόν έβλεπε τη μαυροφορεμένη φιγούρα με την κουκούλα να προσπαθεί να πάρει την ψυχή της και να τη συνοδεύσει.
Για πρώτη φορά παρατήρησε την κοπέλα που ήταν σε κώμα, η κορμοστασιά της έμοιαζε πλέον εύθραυστη και για λίγο ένιωσε αμφιβολίες για την απόφασή του. Ωστόσο κατευθείαν τις έδιωξε ο θαυμασμός που ένιωσε όταν κατάλαβε, πως όλο της το είναι πάλευε να μείνει στη Ζωή. Αυτό ήταν που είχε χάσει εδώ και πολλά φεγγάρια, είχε ξεχάσει γιατί πάλευε τόσο καιρό και όταν το θυμήθηκε ήταν πλέον αργά.
Ο θρόνος του καθώς και όσα είχαν χτίσει οι προκάτοχοί του, είχαν καταπατηθεί από μια ομάδα ατόμων, λεχριτών, που δεν περίμενε ποτέ την προδοσία τους. Αφήνοντας τις σκέψεις του, αποφάσισε πως το τίμημα μπροστά στην κατάρα του, ήταν λιγότερο από την καταστροφή τόσο Αυτού του κόσμου όσο και του δικού του.
Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση του. Οι γαλάζιοι θα τον έβρισκαν, και ποιος ξέρει τι θα του έκαναν, γι' αυτό είχε καταλήξει στη μοναδική του λύση. Η απαγορευμένη μεταφορά δυνάμεων. Αυτή η κοπέλα ήταν η εκλεκτή. Όχι, η κόρη του που τον πρόδωσε, πηγαίνοντας με εκείνη την ομάδα, βουλιάζοντας στον βάλτο της ακολασίας.
Η θλίψη του μετατράπηκε για ένα λεπτό σε εκνευρισμό άλλα η κατάστασή απατούσε ηρεμία. Για ακόμα μια φορά ηρέμησε τον εαυτό του και επιτέλους πλησίασε το κρεβάτι της κοπέλας, της έριξε μια λυπημένη μάτια και αμέσως κοίταξέ το φεγγάρι που έκανε την εμφάνισή του απλώνοντας απαλά τις ασημένιες ακτίνες του πάνω στη γη.
Σκίζοντας το δέρμα του αντίχειρά, το συγκεκριμένο δάχτυλο έκανε κάτι που ένα φυσιολογικό δάχτυλο δεν Κάνει. Ήταν λες και έγινε ποιο γαμψό ενώ το νύχι του μεγάλωσε και έγινε ποιο κοφτερό. Καθώς το αίμα ετοιμάστηκε να στάξει πήρε το χέρι της κοπέλας ευλαβικά πρώτα το γρατζούνισε, προσπαθώντας το αίμα του να αναμειχθεί με το δικό της. Ξαφνικά σκέφτηκε πως αν έκανε μετάγγιση ίσως να μη χρειαζόταν αυτή η ταλαιπωρία άλλα η μείωσή του χρόνου του θύμισε ότι έπρεπε να Κάνει ποιο γρήγορα. Αφού βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία είχε γίνει σωστά, δειλά το δάγκωσε. Αυτή θα ήταν η μονή σωτηρία της σκέφτηκε σαν δικαιολογία καθώς τα μάτια του κοκκίνισαν.
"Τι σου λένε και εσένα βρε δύσμοιρο, είσαι μικρό και όμως θα δυσκολευτείς αρκετά στη μετέπειτα Ζωή σου. Εγώ φταίω για όλα. Είμαι ένα κάθαρμα που σου καταστρέφω τη Ζωή. Συγνώμη, άλλα εσύ έχεις περισσότερες πιθανότητές να τα καταφέρεις καλύτερα από εμένα." Ψιθύρισέ ο άνδρας ενώ αμέσως μετά φύσηξε απαλά τα δάχτυλά της.
Όπως το δάχτυλο του, έτσι και εκείνα, μαγικά θα έλεγε κάποιος, παραμορφωθήκαν ενώ τα νυχιά έγιναν τρομερά γαμψά και τρομακτικά.
" Εύχομαι, μέσα στην ατυχία σου, να ευτυχίσεις" είπε στο τέλος και με φόρα έβαλε τα νύχια στο λαιμό του.
Ο Άνδρας κατέπνιξε μια στριγκλιά πόνου. Οι κοκκινισμένες κόρες των ματιών του τρεμούλιασαν πριν γίνουν ανοιχτό γαλάζιο. Η Σκηνή ξεπερνούσε τα όριά της επιστημονικής φαντασίας. Χωρίς κάποια λογική εξήγηση τα νύχια της, είχαν μπει βαθιά, μέσα στον λαιμό του δημιουργώντας μια τεράστια τρυπά οπού ανέβλυζε αίμα. Η διαδικασία της μεταφοράς είχε πραγματοποιηθεί με επιτυχία.
Κρύβοντας τον πόνο του, επανάφερε τα δάχτυλα της, στην αρχική τους μορφή και μαζεύοντας ότι ίχνη υπήρχαν από αίμα κοίταξέ για μια τελευταία φορά την κοπέλα πριν εξαφανιστεί από το δωμάτιο.
Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, όταν ο Στέφανος ξαναμπήκε μέσα στο δωμάτιο μαζί με αγόρι που μοιραζόταν το δωμάτιο η κόρη του. Τον είχε πιάσει να κόβει βόλτες στο νοσοκομείο και αφού τον κέρασε ένα ζεστό σάντουιτς, τράβηξαν μαζί για το δωμάτιο. Όταν μπήκαν μέσα, για λίγο του φάνηκε ότι κάτι έχει αλλάξει, όμως σκεπτόμενος ότι ήταν της φαντασίας του δεν έδωσε περαιτέρω σημασία και ξανά έκατσε στην καρέκλα του. Κοίταξε τον σκοτεινό ουρανό ενώ ήπιε μια γερή γουλιά καφέ από το ποτήρι του, είχε συννεφιά όμως για ένα μικρό χρονικό διάστημα το φως του φεγγαριού έλουσε με τις ακτίνες του το κορίτσι. Ο πατέρας της, χαμογέλασε στο θέαμα και άνοιξέ το τηλέφωνο του για να διαβάσει καμία νέα είδηση.
Από την άλλη το νεαρό αγόρι μύρισε στον αέρα την ποθητή, για αυτόν μυρωδιά του αίματος, αλλά και κάτι ακόμα, που τον έκανε να φοβηθεί. Μια οικία μυρωδιά, από τότε που ζούσαν στον πύργο, και είχε παρέδωσε με υψηλά άτομα της κοινωνίας, θα έλεγε κανείς. Αλλά αυτά, ήταν από μια άλλη εποχή, έναν άλλον κόσμο. Φέρνοντας στο μυαλό του σκηνές από τότε ξάπλωσε στο κρεβάτι του και έκλεισε τα μάτια του.
Εκείνο το βράδυ ήταν το τελευταίο της Θάλειας. Διότι η επόμενη μέρα τους επιφύλασσε μια μεγάλη είδηση.
[...]
Καθώς η ομίχλη άρχισε να αραιώνει, η σιλουέτα ενός κοριτσιού άρχισε να φαίνεται. Ο λήθαργος είχε τελειώσει και η κοπέλα άνοιξέ τα μάτια της κουρασμένη.
Αρχικά όλα ήταν μπερδεμένα για αυτήν. Θυμόταν ότι την τελευταία φορά που ήταν ξύπνια, βρισκόταν σε ένα αμάξι άλλα μετά τίποτα. Το απόλυτο κενό. Η κοπέλα τέντωσε το σώμα της και κοίταξέ τριγύρω. Αναρωτήθηκε που βρίσκονταν όταν, ένα μικρό δρομάκι έκανε την εμφάνιση του.
Η κοπέλα ακόμα φανερά μπερδεμένη, το κοίταξέ. Κάτι της έλεγε ότι έπρεπε να το διανύσει. Χωρίς ενδοιασμούς, ακολούθησε το ένστικτο της. Καθώς άρχισε να περπατάει στο δρομάκι, γύρο της εμφανίστηκαν εικόνες από τη Ζωή της. Φευγαλέα αναρωτήθηκε μήπως είχε πεθάνει. Όταν έφτασε στο τέλος της διαδρομής κοίταξέ εκστασιασμένη το θέαμά.
Μπροστά στα μάτια της βρισκόταν μια τεράστια λευκή γούνινη μπάλα. Έμεινε για λίγο ακίνητη όσο την παρατηρούσε, όταν η μπάλα κουνήθηκε. Τελικά δεν ήταν μπάλα, αλλά ένα κουτάβι λύκου με λευκή γούνα.
"Θάλεια." Άκουσε το όνομα της και γύρισε το κεφάλι της προς την κατεύθυνση της φωνής.
Παραδόξως δεν υπήρχε μαζί της κάνεις, πάρα Μονό εκείνος ο μικρός άσπρος λύκος. Συνέχισε να ψάχνει με τη ματιά της αλλά η πηγή προέλευσης αυτής της φωνής ήταν κυριολεκτικά άφαντη. Ήταν έτοιμη να τα παρατήσει και να επικεντρωθεί στον λύκο, όμως η προσοχή της ξανά αποσπάστηκε.
"Θάλεια" Άκουσε το όνομα της για δεύτερη φορά, όμως πλέον καταβάθως κατάλαβε ποιος την καλούσε.
Έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε επιφυλακτικά το τετράποδο ζώο.
"Ναι;" το ρώτησε και έγειρε ελαφρά προς το μέρος του.
"Θάλεια, είσαι η εκλεκτή. Σου δόθηκε η ευκαιρία να μπορέσεις να κάνεις ο, τι φανταστείς με μια σου λέξη και κίνησή" Είπε με ενθουσιώδη φωνή ο λευκός λύκος που πλέον όπως είχε κάτσει έμοιαζε με μπάλα.
Η Θάλεια σχεδόν τρομοκρατημένη πετάχτηκε πίσω. Η συνειδητοποίηση ότι κάτι μη ανθρώπινό μιλάει είχε κάψει κάθε εγκεφαλικό κύτταρο της. Ήταν σίγουρη, είχε πεθάνει.
"Ο λύκος μιλάει" Είπε τρομαγμένη, αγνοώντας βέβαια ότι της είπε ο λύκος και ξανά κοίταξέ γύρω της μήπως της έκανε κάποιος Πλάκα.
"Θάλεια. Είμαι εσύ και είσαι εγώ. Μπορώ να σου κάνω τα όνειρα πραγματικότητα. Όμως, θα έχεις ένα αντίτιμο. " Συνέχισε ο λύκος και η Θάλεια που πλέον είχε ξεπεράσει το αρχικό σοκ, πλέον ανάλυε όλες τις πληροφορίες που της είχαν μόλις δοθεί.
" Πρέπει να ενώσεις το λυκόφως ξανά" Είπε και σηκώθηκε.
Η Θάλεια είχε πολλές απορίες. Τι ήταν το λυκόφως; Είχε κάποια σχέση με το Twillight? Και ποιους να ενώσει; Άλλες τόσες ερωτήσεις κατέκλεισαν το συγχυσμένο της μυαλό. Ήθελε να αρχίσει να ρωτάει όταν η λευκή γούνινη μάζα, πήρε φόρα τρέχοντας, λίγα εκατοστά πριν συγκρουστεί πάνω της, ο λευκός λύκος με ένα σάλτο, πέρασε μέσα στη Θάλεια.
Το οπτικό της πεδίο χάλασε για ακόμη μια φορά από το έντονο φως και η ίδια ένιωσε να καίγεται από τη ζεστασιά του.
"Μη με πολεμάς, Θάλεια, εγώ και εσύ είμαστε το ίδιο. Αποδέξου με και δε θα χάσεις" Άκουσε για τελευταία φορά τη ζέστη φωνή του και μέτα οι αισθήσεις της, την εγκατέλειψαν για ακόμα μια φορά.
Μπαίνοντας στην τελική ευθεία για την ουσιαστική αρχη του βιβλίου συνειδητοποίησα πως μαρεσει πολυ παραπάνω από οσο μαρεσε. Ελπιζω να σας αρεσει και εσας.
Μια καρδιά και ένα σχόλιο θα βοηθούσε για την πλοκή της ιστορίας. Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας. Αυτα από μένα. Γειααα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top