Κεφάλαιο 3: Η Ελπίδα Έρχεται Πάντα Τελευταία.

Όσες προσπάθειες και αν κάνανε, με διάφορα κοκτέιλ φαρμάκων, με παρακλήσεις, προσευχές σε θεούς και δαίμονες, η ζέστη του Ιουνίου είχε φτάσει στα λημέρια τους πριν το καταλάβουν, ενώ η κατάστασή της Θάλειας παρέμενε σταθερή όσο η πραγματικότητα έτρεχε με γρήγορους ρυθμούς αφήνοντάς πίσω την οικογένεια Χρονίδη. Η ζωή σαφώς συνεχίζετε, και ο χρόνος γιατρεύει τα πάντα, όχι όμως τους πάντες, που στην προκείμενη περίπτωσή περίμεναν την άνοδο της υγείας του δεκατριάχρονου κοριτσιού.
Μια ακόμη μέρα που η Ελίζα καθόταν στην άβολη καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι της και την κοιτούσε με ανεξιχνίαστο ύφος. Η εικόνα της άλλοτε χαμογελαστής Θάλειας, πλέον είχε αντικατασταθεί με μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπο της, τα άλλοτε ροδαλά της μάγουλα, ήταν πλέον ώχρα ενώ η κάθε αίσθηση ότι κάποτε υπήρχε ζωντάνια σε Αυτό το άτομο είχε χαθεί. Το στρουμπουλό παρουσιαστικό της, κάθε άλλο από περιποιημένο θα λεγόταν. Όλο το κρέας ήταν τραβηγμένο από πάνω της, θαρρείς και η ζωή την εγκατέλειπε λεπτό προς λεπτό. Ένιωσε τα μάτια της να υγραίνονται και χαμήλωσε το κεφάλι της, αναλογιζόμενη τις τελευταίες κουβέντες που της είχε πει.

"Κάτσε να διαβάσεις, αν θες να πας μπροστά, αλλιώς θα πας σαν το σκυλί στ' αμπέλι, έτσι που δε σκέπτεσαι το μέλλον σου." Της φώναξε ενώ η Θάλεια έφτιαχνε το σακίδιο της, λίγο πριν βγει από την εξώπορτα.

"Ρε μαμά, τι να διαβάσω; αφού δεν μπορώ τα αρχαία. Δεν το έχω με αυτά." είπε η Θάλεια για ακόμα μια φορά και αναστέναξε.

"Δεν υπάρχει δεν μπορώ, Μονό δε Θέλω. Και εσύ δε Θέλεις τίποτα. Μονό να κάθεσαι και να παίζεις." Φώναξε και η Θάλεια ρόλλαρε τα μάτια της δείχνοντας απηυδισμένη από τον εξάψαλμο της μητέρας της.

"Πάντα με τον κάλο λόγο στα χείλια όλοι σας." Είπε μουρμουρίζοντας η Θάλεια, βάζοντάς τα παπούτσια της.

Θέλοντας να αλλάξει την άσχημη αίσθηση που είχε φωλιάσει στο μυαλό της, κούνησε το κεφάλι θαρρείς και έδιωχνε τη σκηνή ενώ σχεδόν αμέσως αναλογιστικέ τη μικρή Ελπίδα που είχε γεννηθεί πριν από 8 μήνες.
Με τον Λεωνίδα, τον αδελφό της Θάλειας, κατάφεραν να κερδίσουν την επιμέλεια από το κράτος και το παιδί πήγε στον πατέρα και τη γιαγιά. Όσο η μικρή Ελπίδα βρισκόταν πλέον υπό την προστασία τους, εκείνη ήταν ήσυχη, Πριν πάει στο νοσοκομείο την άφηνε σε με μια φίλη της όσο περίμενέ να ξυπνήσει η Θάλεια.
Η μέρα δεν έλεγε να περάσει, και το κίτρινο βιβλιαράκι με τον τίτλο Καζαμίας που βρισκόταν στα χέρια της Ελίζας ήταν σχεδόν στα τελειώματα του, όταν η πόρτα του δωματίου άνοιξε και ο Λεωνίδας μπήκε στο δωμάτιό σε κατάστασή σύγχυσης.

"Μαμά;" ήταν το πρώτο που είπε και μετά κατάλαβε τι είχε γίνει.

Κάνοντας μία μικρή αναδρομή ο Λεωνίδας βρισκόταν στη Μύκονο και δούλευε σεζόν σαν μπάρμαν. Μόλις είχε ξυπνήσει από την προηγούμενη βάρδια και ετοιμαζόταν για την καινούργια, η τηλεόραση έπαιζε χαμηλά όταν το πρόγραμμα διακόπηκε για να δείξουν ένα εκτατό δελτίο.
Οι ειδήσεις έδειξαν εικόνες από ένα μακάβριο ατύχημα έξω από τη Θεσσαλονίκη. Οι λεπτομέρειές ήταν ελάχιστες ωστόσο ο τίτλος της είδησης αναφερόταν σε έναν κομήτη. Ποιο συγκεκριμένα, είχε πέσει σε ένα αυτοκίνητο κάνοντας το Σμπαράλια ενώ από πίσω βρισκόταν μια μίνι καραμπόλα από άλλα 5 αυτοκίνητά. Οι τραυματίες ήταν 8 με το μικρότερο άτομο να βρίσκεται στο νοσοκομείο, σε κώμα. Αν και ήθελε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειές, η ώρα που είχε στη διάθεσή του τέλειωνε.
Έτσι χωρίς να δώσει περαιτέρω προσοχή, ο Λεωνίδας, έκλεισε την τηλεόραση και έφυγε βιαστικά για τη δουλειά του ξεχνώντας μάλιστα σε δευτερόλεπτα το όλο συμβάν. Είχε αγνοήσει την ειδοποίησή που το έστελναν οι φυλακές άγγελοι του, και κατέπνιξε το άσχημο προαίσθημα που του έκανε τα αυτιά να σφυρίζουν και την καρδία του να είναι έτοιμη να φύγει από το στόμα του. Άλλα έτσι ήταν ο Λεωνίδας, μια Ζωή καθυστερημένος σε ότι Είναι υψίστης σημασίας.
Μια ακόμα βάρδια είχε τελειώσει και πλέον βρισκόταν κουρασμένος στο κρεβάτι. Κοίταξέ το ταβάνι και σκέφτηκε πως ακόμα έπρεπε να τρέξει για να εξασφαλίσει ότι την κόρη του δε θα την έπαιρνε το κράτος. Μπορεί η μάχη να είχε κερδισθεί, όμως ο νόμος είναι νόμος, και οι κοινωνικοί λειτουργοί, θα έλεγε κανείς πως, παρά έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Φευγαλέα, μια εικόνα, ενός κόκκινου αμαξιού πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του, με την είδηση του τροχαίου να παίζει σενάριά. Ωστόσο, η νύστα δεν τον άφησε να το επεξεργαστεί περαιτέρω, με αποτέλεσμά να βλέπει εφιάλτες με σώματά πάνω σε Πέτρες και τη φωνή της δημοσιογράφου να λέει " η δεκατριάχρονη είχε ξεπεράσει το κίνδυνο αλλά παραμένει σε κώμα."
Ο Λεωνίδας καθαρά κουρασμένος από όλη την κατάσταση και χωρίς να έχει καταλάβει ότι η αδελφή του βρισκόταν σε κώμα, συνέχισε να δουλεύει απτόητος μέχρι που ένα τηλεφώνημα της μητέρας του, με μία πλήρη αναφορά, τον έκανε να παρατήσει τη δουλειά του στη μέση και να γυρίσει τρέχοντας Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, μία μικρή λεπτομέρεια του είχε διαφύγει, αυτή που βρισκόταν στο νοσοκομείο ήταν η Θάλεια και όχι η μικρή Ελπίδα που αυτός είχε καταλάβει.
Όταν εκείνη τη μέρα μπήκε φουριόζος μέσα στο δωμάτιο και αντίκρισε την κουρασμένη μητέρα του να κάθεται στην πολυθρόνα ένιωσε να μπερδεύεται ακόμα περισσότερο. Το δωμάτιο δεν ήταν στην παιδική πτέρυγα, ο χώρος δεν είχε καμιά θερμοκοιτίδα ούτε κάποιο μωρό, παρά μόνο την μικρή του αδερφή.
Εκείνη τη στιγμή το σοκ που ένιωσε ήταν μεγάλο και οι τύψεις του, πολλές.
Εκείνο το δελτίο ειδήσεων που είχε παρακολουθήσει για λίγα δευτερόλεπτα μιλούσε για την οικογένεια Χρονίδη, τον Στέφανο, τις τρεις αδελφές του και φυσικά τη Θάλεια.
Νιώθοντας τις δυνάμεις του να φεύγουν, κατέρρευσε αδύναμος στην καρέκλα απέναντί από τη μάνα του και κοίταξε τη, άλλοτε μέσα στη ζωντάνια, αδελφή του. Ένιωσε απευθείας τα μάτια του να τσούζουν και δάκρυα να βρέχουν τα μάγουλά του.
Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει μα φωνή δεν έβγαινε. Είχε μείνει άφωνος. Το σοκ του ήταν μεγάλο και δεν εμπιστευόταν τη φωνή του.

"Μη με ρωτήσεις τι έγινε. Δεν ξέρω όλες τις λεπτομέρειες. Ο Στέφανος οδηγούσε για το χωρίο όταν ένας μετεωρίτης έπεσε στο αμάξι. Η Θάλεια έφυγε μπροστά και..." πήγε να πει η Ελίζα μα ο λυγμός στο λαιμό της τη σταμάτησε.

"Θα ξυπνήσει;" ρώτησέ ο Λεωνίδας και η Ελίζα άπλα ανασήκωσε τους ώμους της.

"Είχε κάποια βελτίωση;" ρώτησέ αμέσως και η Ελίζα, επέλεξε να μη μιλήσει ενώ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

Εκείνη τη στιγμή, για ακόμα μια φορά, η πόρτα άνοιξέ και μπήκε ο Στέφανος μέσα. Έμοιαζε κουρασμένος από την πολύωρη δουλειά που είχε και τα ρούχα του ήταν μέσα στη βρόμα μα δεν το ενδιέφερε να Είναι στην τρίχα εκείνη την ώρα. Το μόνο που τον ένοιαζε Είναι να βρίσκεται κοντά στην κόρη του. Μόλις παρατήρησε τον Λεωνίδα, του χαμογέλασε βεβιασμένα και τον πλησίασε. Του χτύπησε απαλά την πλάτη και έκατσε στην καρέκλα του.

" Καμία αλλαγή;" ρώτησε με τη σειρά του και εκείνος ενώ η Ελίζα έγνεψε αρνητικά.

Εκείνος ξεφύσηξε απογοητευμένος και έβαλε το χέρι του στα μαλλιά του τινάζοντας τα, το αποτέλεσμά ήταν να πέσουν διάφορα σκουπίδια στο πάτωμά.

" Μπορείτε να φύγετε. Σειρά μου τώρα" είπε ενώ έκατσε σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι.

Ένα μισάωρο αργότερα, ενώ αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες μεταξύ τους, χαιρέτησαν τον Στέφανο, βγήκαν από το δωμάτιο και έπειτα από το νοσοκομείο.

"Η Ελπίδα;" ρώτησέ ο Λεωνίδας και η Ελίζα έδειξε μια στάλα χαμόγελου.

"Στη Βασιλική Είναι." είπε και μπήκαν στο αμάξι του Λεωνίδα για να πάνε από το σπίτι της φίλης της.

Στον δρόμο του εξήγησε όλη την κατάστασή και εκείνος την άκουγε προσεχτικά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έμενε σιωπηλός για να χωνέψει όλο τον Όγκο Πληροφοριών που είχε λάβει, καθώς η κατάστασή ήταν αρκετά δύσκολη. Μόλις φτάσανε έξω από την πολυκατοικία, πάρκαραν και πήγαν προς την πόρτα της φίλης της. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν και οι τρις τους καθόντουσαν στο καθιστικό πίνοντας καφέ συζητώντας τυχόν νέα.

" Μαμά, η Ελπίδα ξύπνησε." Φώναξε ο Λευτέρης ο μεσαίος γιος της Βασιλικής.

" Φέρτην εδώ." είπε η Βασιλική και ο Λευτέρης έγνεψε.

Σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε το αγόρι με το μωρό στην αγκαλιά του. Ο Λεωνίδας σηκώθηκε σαν τη σούστα, ήθελε να την πάρει στα χέρια του και να την αγκαλιάσει. Τόσο πολύ του είχε λείψει. Μόλις πατέρας και κόρη κοιτάχτηκαν, ένα γελάκι βρήκε από το στόμα της Ελπίδας και όλοι χαμογέλασαν.

"Πως Είναι; " ρώτησε ο Λευτέρης ξαφνικά και η Ελίζα ξανά ανασήκωσε τους ώμους της.

" Δεν υπάρχει διάφορα" είπε με σιγανή φωνή και οι υπόλοιποι έγνεψαν με κατανόηση.

"Σε λίγο καιρό, θα ξυπνήσει και θα τη μαλώνω που δεν παίζει καλά, στον υπολογιστή. Να το θυμάσαι θεία Λίζα." είπε με μια νότα αισιοδοξίας και η Ελίζα έγνεψε.

"Μακάρι Λευτέρη, μακάρι. " είπε εκείνη άλλα η αίσθηση της, της έλεγε το αντίθετο, και ποτέ δεν είχε βγει λανθασμένη.

Μια καρδιά και ένα σχόλιο θα βοηθούσε να καλυτερέψω το βιβλίο.
Αυτά από εμένα. Γεια σας😊

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top