Κεφάλαιο 1: Το Ατύχημα
Η ώρα κόντευε δώδεκα το μεσημέρι και η Θάλεια περίμενε υπομονετικά το αμάξι του πατέρα της, να παρκάρει κάτω από την πολυκατοικία που έμενε η μητέρα της. Όσο η ώρα περνούσε τόσο ποιο δυστυχισμένη ένιωθε.
Ο λόγος; Για αυτήν μόλις είχαν τελειώσει οι διακοπές του Πάσχα και το σχολείο θα ξεκινούσε σε δύο μέρες, δηλαδή την Δευτέρα. Από την μία δεν την ενοχλούσε πολύ το σχολείο, στην πραγματικότητα, προτιμούσε να περνάει εκεί τον χρόνο της, παρά στο μέρος οπού έπρεπε να το αποκαλεί σπίτι. Παρόλο που δεν ήταν ιδιαίτερα διαβαστερό άτομο, ή άριστη μαθήτρια, διατηρούσε τους βαθμούς της πάντα σε μια μέση βάση.
Αν και φαινομενικά περνιόταν για ήσυχο κορίτσι, είχε ένα κακό ελάττωμα, κρατούσε κακία σε όποιον κατά τα δικά της ιδανικά, της προξενούσε προβλήματα. Στην τελική ο θυμός που μαζεύονταν τα τελευταία δύο χρόνια από τις αλληλεπιδράσεις αυτής και της οικογένειας της, λίγο η ανύπαρκτη αγάπη που της έδιναν καθώς και η κακία που λάμβανε απο τους συμμαθητές της, την έκανε να ξεσπά στο φαγητό καθιστώντας την υπέρβαρη.Μέχρι τα δεκαοχτώ που θα ήταν και ενηλικίωση της, θα έπρεπε να υπομένει για πολύ καιρό ακόμα, μιας και δεν είχε καμία άλλη επιλογή.
Η ζωή στο χωριό ήταν από την αρχή δύσκολη, αν και εγκατέλειψε την αφιλόξενη μεγαλούπολη, καμιά αλλαγή δεν συνέβη, είχε την ίδια αντιμετώπιση ή και χειρότερη εκεί που ήταν .
Η παρέα που είχε , ήταν επιφανειακή και γνώριζε πως με την πρώτη ευκαιρία θα την μαχαίρωναν πισώπλατα. Για αυτό και δεν τους εμπιστευόταν.
"Θάλεια βάλε τα πράγματα στο πορτμπαγκάζ και πάμε , οι θείες περιμένουν." φώναξε ο πατέρας της ο Στέφανος μέσα από το αμάξι και η Θάλεια βγαίνοντας από τις σκέψεις της έγνεψε θετικά.
Πέρασε προσεκτικά τον δρόμο και μόλις έφτασε κοντά στο αμάξι πήγε προς την πίσω μεριά για να ανοίξει το πορτμπαγκάζ. Μόλις άφησε τα πράγματα της , η κοπέλα πλησίασε την πόρτα του συνοδηγού και έκατσε στην θέση.
" Πώς πέρασες με τη μάνα σου;" ρώτησε ο πατέρας της και εκείνη ρόλαρε τα μάτια της δυσανασχετώντας.
"Πέρασα μία χαρά. Εχθές πήγαμε στην νονά και στον νονο αφού συναντήσαμε τα ξαδέρφια μου" είπε η κοπέλα και ο πατέρας της γέλασε κοροϊδευτικά.
" Σιγά τα άτομα. Πότε θα καταλάβεις ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι για σένα... " Είχε αρχίσει πάλι το κήρυγμα.
Η Θάλεια αναστέναξε άηχα και κοίταξε από το παράθυρο. Από τότε που είχε χωρίσει με την μάνα της είχε γίνει κακός προς όλους του συγγενής της ακόμα και σε εκείνη. Αφήνοντας τις σκέψεις της ελεύθερες προσηλώθηκε στο παράθυρο.
Η πόλη για μία ακόμα φορά είχε πάρει τα πάνω της, άνθρωποι τρέχανε για να πάνε στη δουλειά τους ή για να αγοράσουν πράγματα για το τραπέζι του Σαββατοκύριακου.
Αναρωτήθηκε για χιλιοστή φορά πως θα ήταν τα πράγματα αν είχε φυσιολογική οικογένεια, με άτομα που να την αγαπάνε.
Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, κατάλαβε πως είχανε φτάσει κοντά στην πολυκατοικία που έμεναν οι θείες της. Ο πατέρας της, την είπε να πάρει τηλέφωνο και αφού τους ενημέρωσε ότι θα φτάνανε σε 5 λεπτά προετοίμασε τον εαυτό της για ακόμα μία επικείμενη μάχη που θα την έκανε να βγει από τα ρούχα της.
Είχανε φτάσει μπροστά από την έξοδο της πολυκατοικίας, οι θείες της ήτανε ήδη έξω και περιμένανε με έξι μεγάλες σακούλες φορτωμένες πράγματα για να έρθει το αμάξι.
Μόλις στάθμευσαν βγήκε από το αμάξι για να τις βοηθήσει να βάλουν τα πράγματα μέσα στο πορτμπαγκάζ. Όταν μπήκαν μέσα, η Θάλεια αναγκαστικά τώρα έκατσε στο κέντρο των πίσω καθισμάτων, ενώ ξεκίνησαν για να πάνε στο χωριό.
" Μου φαίνεται πως έβαλες κι άλλα κιλά Θάλεια,έχεις παχύνει πάρα πολύ" της είπε η Θεία της η Άννα και η Θάλεια κατέπνιξε την ειρωνεία που πήγε να της πετάξει.
" Δεν πειράζει θα τα πάρει όλα σε μπόι" είπε η δεύτερη θεία η Σοφία.
" Δεν το νομίζω." συνέχισε απτόητα και άπλα ευχήθηκε να αλλάξουν θέμα.
Οι ευχές της εισακούστηκαν και ξεκίνησαν μία συζήτηση περί μόδας και το πώς τα παιδιά είχανε καταλήξει στο να φοράνε ξεσκισμένα ρούχα.
Ο πατέρας της ήταν κάθετος πάνω σε αυτό το θέμα, δεν ήθελε να έχει την παραμικρή σχέση με αυτά τα παιδιά και έπρεπε πάντα να ακολουθεί τους κανόνες του είτε το ήθελε είτε όχι.
Αυτή η οικογένεια ήταν παλαιών αρχών και δεν χάνανε στιγμή να την μπούνε σε όσους έλεγαν το αντίθετο. Η Θάλεια ήταν αντίθετη με αυτή την άποψη και σχεδόν από πάντα οι απόψεις τους συγκρούονταν αλλά ποια ήταν αυτή που έπρεπε να λέει τη γνώμη της, πόσο μάλλον να την υπερασπιστεί. Ποτέ δεν την άφηναν να μιλήσει πόσο μάλλον να εκφραστεί.
Για ακόμη μία φορά έχασε το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει τη συζήτηση που εξελισσόταν και εστίασε την προσοχή της έξω από το παράθυρο. Η πράσινη θεά που περνούσε γρήγορα από μπροστά της, λόγο της ταχύτητας, έκανε τη Θάλεια να ανακατεύεται. Πάντα είχε πρόβλημα με την ναυτία, ωστόσο προσπαθούσε να συγκρατηθεί. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων η όλη ατμόσφαιρα μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Όλα γίνανε τόσο γρήγορα, που ακόμα και ο flash δεν θα μπορούσε να αντιδράσει. Όσο το αυτοκίνητό κινούνταν έχοντας ξεπεράσει το απαιτούμενο όριο ταχύτητας, κάτι έπεφτε από τον ουρανό με κατεύθυνση ακριβώς το αμάξι τους.
Ο Στέφανος, άσκοπα προσπάθησε να κάνει ελιγμούς ώστε να αποφύγει την σύγκρουση, ωστόσο οι μοίρες είχαν αποφασίσει την τροπή της κατάστασης. Σαν μια τελευταία απέλπιδη προσπάθεια, πάτησε τόσο απότομα το φρένο που δεν υπολόγιζε ότι η κόρη του δεν ηταν δεμένη με την ζώνη, όπως θα έπρεπε.
Η Θάλεια που καθόταν πίσω ακριβώς στην μέση του καθίσματος, χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο με τον πατέρα της. Ένιωσε ένα γερο τράνταγμα στην πλάτη, ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που είχε την αίσθηση ότι δεχόταν χιλιάδες χτυπήματα στην σπονδυλική και ένα μεγάλο μέρος του κεφαλιού της ένιωθε μουδιασμένο, έπειτα ο πόνος την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της και τότε όλα χάθηκαν για αυτήν.
Αν και μικρά τα πρώτα κεφάλαια ειναι αυτά που καθορίζουν την μετέπειτα πορεία του βιβλίου. Ευχαριστω για την υπομονή σας.
Μια καρδουλα και ενα σχολιο θα με βοηθούσε να βελτιώσω αυτο το βιβλίο.
Ευχαριστώ πολύ και πάλι.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top