chapter 48
❝Every time I walk out the door I see him die a little more inside, I don't wanna hurt him anymore, I don't wanna take away his life❞
Kiana
Περίμενα. Περίμενα αρκετές ώρες.
Αφότου έφυγα δεν κατάλαβα καλά τι είχε γίνει εξ αρχής. Όταν το κατάλαβα, ο Tom έτρεξε και με πήρε αγκαλιά αμέσως μόλις ξέσπασα σε κλάματα.
Και περίμενα. Απλώς περίμενα.
Πέρασαν οι ώρες, και δεν είχε έρθει. Σηκώθηκα κιόλας, έφτασα μέχρι την πόρτα, άγγιξα το χέρι μου το πόμολο αλλά ποτέ δε βγήκα για να πάω να τον βρω, ούτε και εκείνος έκανε κάτι παρόμοιο βέβαια, δεν ήρθε να με βρει.
Πόναγα εξ αρχής, μα αυτήν την φορά ο πόνος ήταν υποφερτός, δε ξέρω γιατί.
Η μαμά ήρθε στο δωμάτιο στις δέκα και μου είπε να ετοιμαστώ, το βλέμμα της ήταν σκυθρωπό και ίσα που με κοίταγε στα μάτια, «Χάρηκες με αυτό που κατάφερες;!» της είπα αμέσως μόλις βρήκα την ευκαιρία.
Ο Tom καθόταν στη γωνιά του δωματίου κοιτάζοντας μας σιωπηλός.
Η μαμά με σκυμμένο το κεφάλι ξεφύσησε και κάθισε δίπλα μου στην άκρη του κρεβατιού, «Mου ξέφυγε στην Anne και θεώρησε πως ο γιος της έπρεπε να ξέρει, μου είπε κιόλας ότι σας είδε κοντά, κοντά με όχι φιλικό τρόπο Kiana, και θεώρησε πως έπρεπε να το μάθει. Εάν βρισκόσουν εσύ στη θέση του θα ήθελα να ξέρεις.» μου εξήγησε γρήγορα.
«Ετοιμάσου.» το χέρι της άγγιξε τον ώμο μου μα εγώ δεν κουνήθηκα ούτε δα. Βασικά, ποτέ δεν ετοιμάστηκα για να γίνομαι ακριβώς.
Στις έντεκα ακριβώς, ο Tom φόρεσε το μοναδικό πουκάμισο που είχε αγοράσει ποτέ και η μαμά μας επισκέφθηκε για να δει αν ήταν όλα έτοιμα.
«Είσαι τρελή; Θα σε βρει η αλλαγή του χρόνου έτσι;» ξεστόμισε απότομα κατευθείαν μόλις μπήκε και με είδε.
Κοίταξα τον εαυτό μου και απλώς ανασήκωσα τους ώμους μου. Δεν είχα βγάλει το μπλουζάκι του από πάνω μου, ούτε το φορεμένο τζιν μου που έβαλα γρήγορα στο δωμάτιο του όταν έφτασε εκείνη.
«Α-απλώς-δε-δε θέλω να έρθω.» της είπα μονάχα.
«Ο Harry δε θα είναι.» μου αποκρίθηκε τότε αργά.
Αμέσως γύρισα και την κοίταξα έντρομη. «Τι; Γιατί;» την ρώτησα ευθέως.
«Άφησε το δωμάτιο του και πήγε να μείνει στο σπίτι της Gemma, προτίμησε να βγει με συγγενείς του που μένουν εδώ στο Λονδίνο απόψε.» μου εξήγησε.
«Α..» έκανα μονάχα. Κατσούφιασα και απλώς κούνησα το κεφάλι μου συγκαταβατικά. Έπρεπε να προβλέψω μια τέτοια του κίνηση.
«Όπως επιθυμεί. Και εγώ θα κάτσω εδώ.» σταύρωσα τα χέρια μου. Ανέβηκα πίσω στο κρεβάτι και τράβηξα τα σκεπάσματα πάνω μου.
«Αυτό θα το ξεχάσεις!» ύψωσε αμέσως τον τόνο της η μαμά.
«Εάν μπορεί αυτή να κάτσει εδώ τότε και εγώ μπορώ.» πείσμωσε και ο Tom σταυρώνοντας τα χέρια του, σκαρφαλώνοντας και εκείνος την επόμενη στιγμή δίπλα στο κρεβάτι μου.
Για λίγο περπατούσε απλώς πέρα δώθε σιωπηλή ξεφυσώντας.
«Βλέπεις τι κάνεις τώρα!» αποκρίνεται αγανακτισμένα τελικά η μαμά. «Τι κάνω; Τίποτα δεν κάνω. Τίποτα δεν μπορώ να κάνω!» της φωνάζω πίσω εξίσου αγανακτισμένη επίσης.
Δε μπορώ να κάνω τίποτα. Ξέρω πως τον πλήγωσα και ξέρω πως δε θα αλλάξει κάτι, δε θέλει ο ίδιος να κάνει το μυαλό του να αλλάξει και εγώ δεν μπορώ να τον πληγώνω άλλο. Δεν το αντέχω. Δε θέλω να του πάρω τη ζωή, οπότε καλύτερα να ζήσουμε έτσι, χωριστά.
Εγώ θα φύγω και αυτός θα μείνει..
Harry
Ο χρόνος άλλαξε και πραγματικά ξέρω χωρίς αμφιβολία πως θα είναι ο χειρότερος της ζωής μου.
Πως θα μπορέσω να ζήσω τόσο καιρό μακριά της; Πως θα μπορέσω να ζήσω γενικά μακριά της;
Βασικά, ίσως τελικά να μου είναι πραγματικά δύσκολο, ίσως χρειάζεται να δω κάποιον ειδικό, είναι τρελό το να μη μπορώ να ζήσω μακριά της.
Την θέλω. Μα θα φύγει και παρόλο που της έδωσα τα πάντα αυτήν την φορά, μάλλον δεν της είναι αρκετό. Τι απογοήτευση. Ίσως αξίζει τελικά τόσα που τίποτα δεν της είναι αρκετό. Δεν ξέρω τι άλλο να σκεφτώ.
«Τι ώρα είναι;» ρωτάω τον μπάρμαν πίσω από τη μπάρα, «Τι;!» φωνάζει πάνω από τη δυνατή μουσική επειδή δεν ακούει. «Τι ώρα είναι;!» του φωνάζω πιο δυνατά δυσανασχετώντας.
«Τρεις, φίλε!» μου απαντά τελικά καθώς γεμίζει γρήγορα μια σειρά από σφηνάκια.
«Έλα, αδερφέ μου, χαμογέλα και λίγο. Γιατί δε μου λες τι σε απασχολεί;» φωνάζει η Gemma καθώς τυλίγει τα χέρια της γύρω μου.
«Νιώθω χαμένος, Gem.» της απαντάω δυνατά στο αυτί.
Γελάει ελαφρά και βλέπω πως μάλλον δεν παίρνει τα λόγια μου στα σοβαρά, τα μάτια της γυαλίζουν και ήδη έχει πιει πολύ.
«Αυτός ο ανόητος που θέλει να ονομάζεται αγόρι σου δε ξέρει να σου πει να μην πιεις άλλο ή μάλλον να το θέσω καλύτερα, να μην πίνεις πολύ!;» της φωνάζω δυνατά αγριεύοντας.
«Ω, έλα , αδερφέ μου, χαλάρωσε.» μου λέει γελώντας ξανά εκείνη.
Όλο και πιο πολύ νευριάζω. Δεν είναι σωστό να πίνει χάνοντας το όριο, το σιχαίνομαι, αλήθεια η Kiana απόψε βγήκε μετά την αλλαγή του χρόνου; Έτσι και ήπιε, για όνομα, εκνευρίζομαι και στην ιδέα. Πρέπει να φροντίζει τον εαυτό της όχι να μπεκρουλιάζει, το ίδιο και η αδερφή μου.
«Θα τα πω αύριο μαζί του που θα είναι νηφάλιος!» γυρίζω και λέω πίσω στη Gemma, για το αγόρι της, παρόλο που τον συμπαθώ πολύ, αλλά δεν παύει να είμαι υπερπροστατευτικός απέναντι της, το παραδέχομαι.
Κατσουφιάζω και πίνω λίγο από το ποτό που έχω όλο το βράδυ, δε θέλω να πιω, με το ζόρι ήρθα εδώ επειδή επέμενε η αδερφή μου, θέλω να είμαι όπου είναι εκείνη γαμώτο, και απόψε είχα σκεφτεί τόσα για αυτή τη βραδιά, αλλά πήγαν όλα στράφι.
«Έι, έι αδερφέ, σου μιλάω!» φωνάζει για μία ακόμη φορά η Gemma.
«Τι; Τι είπες;» την ρωτάω δυνατά πίσω.
«Έλα να κάτσουμε εκεί όλοι μαζί, γιατί κάθεσαι μόνος σου στην μπάρα; Ούτε στα ξαδέρφια μας δε μίλησες καλά καλά!» αποκρίνεται δυνατά στο αυτί μου.
«Δεν έχω διάθεση.» της λέω πίσω.
Περνάει πάλι το χέρι της γύρω από τους ώμους μου και με φιλάει στον κρόταφο. Θέλω να την ρωτήσω, αλλά..γάμησε το, ας το κάνω.
«Γιατί δεν ήρθε η Kiana; Σου είπε;» την ρωτάω δυνατά.
«Αμ, όχι, μου είπε ότι δεν ένιωθε καλά, θα έμενε στο δωμάτιο, δε θα έβγαινε, απορώ πως χωριστήκατε ο ένας τον άλλον...» γυρίζει να φύγει μα σταματάει απότομα και γυρίζει πίσω.
«Συγγνώμη, και εκείνη ακούστηκε κάπως στο τηλέφωνο, τι συνέβη; Μαλώσατε;» με ρωτάει πίσω.
«Δεν είναι η κατάλληλη ώρα να μιλήσουμε τώρα!» της αποκρίνομαι.
«Ω, είναι. Τι συνέβη;» περνάει πάλι το χέρι της γύρω μου. Δε λέει να ξεκολλήσει, ξέρω πως δε θα γλιτώσω αυτήν την ανάκριση, μα ας γλιτώσω λίγο ένα μέρος.
«Αμ, βασικά..χωρίσαμε, κάτι τέτοιο.» της εξηγώ.
«Τι;!» γουρλώνει αμέσως τα μάτια της. «Ήσασταν μαζί;! Και εγώ γιατί δε ξέρω τίποτα! Γιατί-..» πάει να συνεχίσει μα της καλύπτω με την παλάμη μου το στόμα της.
«Σταμάτησα να μιλάς τόσο, και θα στα πω όλα αύριο. Πήγαινε τώρα στο αγόρι σου..και άδειασε μου την γωνιά, είσαι ένα κακό σπυρί στον κώλο!»
Γελάει κάτω από το στόμα μου και έπειτα με αγριοκοιτάζει.
«Αύριο, πρωί πρωί, θα σε ξυπνήσω να μου τα πεις όλα..» χτυπάει τη γροθιά της στον ώμο μου.
«Ναι, άμα ξυπνήσεις..» της λέω πίσω.
«Δε θέλω να σε αφήσω εδώ έτσι, στενοχωριέμαι, έλα μαζί μας.. σε παρακαλώ.» μουρμουρίζει κατσουφιάζοντας.
Την σπρώχνω και μουγκρίζω, «Καλά πήγαινε και θα έρθω.» της λέω.
«Έλα όμως. Αλλιώς θα έρθω εγώ η ίδια να σε σύρω!» γελάει ελαφρά.
«Καλά..καλά..» της αποκρίνομαι πριν χαθεί μες το πλήθος. Το επόμενο λεπτό τη βλέπω στο βάθος να αγκαλιάζει τον δικό της.
Θα ήθελα πολύ να ήταν και η δική μου, εδώ ακριβώς, στην αγκαλιά μου.
🌙 Ελπίζω να σας άρεσε. Θέλω πολύ να τον αγκαλιάσω εγώ τώρα. Παρακαλώ πολύ τσεκάρετε επίσης αν θέλετε και την άλλη μου ΝΕΑ ιστορία «la vida es mia». Να στε καλά & να προσέχετε, ότι θέλετε είμαι εδώ. Love to all. Anna
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top