chapter 32


❝It's a cold and it's a broken hallelujah❞

Kiana

Μια ώρα μετά και πράγματι βρίσκομαι στο σπίτι μου, όσες αντιρρήσεις και αν έφερα στον Jamie και στη μαμά. «Θα μου πεις τι έγινε με εκείνον αναλυτικότερα αφότου κάνεις ένα ζεστό ντους, εντάξει;» η μαμά με οδηγεί στο μπάνιο.

«Δεν είμαι άρρωστη μαμά.» της λέω αδιάφορα.

«Το ξέρω.» μου τονίζει. «Θέλω όμως να ηρεμήσεις και να χαλαρώσεις και ξέρω πως ένα ζεστό ντους θα σε βοηθήσει.» μου λέει γρήγορα.

«Εντάξει μαμά, δεν είμαι μικρή όπως τότε που μου έβγαζες τα ρούχα πριν το μπάνιο. Μπορείς να πας από εκεί τώρα.» της λέω.

«Καλύτερα να ήσουν μικρή ακόμη, παρά μεγάλη με ραγισμένη καρδιά όμως, έτσι;» μου χαμογελάει για να αλλάξει κάπως τη βαριά ατμόσφαιρα μα εγώ δεν ανταποδίδω, απλώς κουνάω το κεφάλι μου.

«Άντε πήγαινε.» μου λέει και γνέφω απλά στα λόγια της.

Μπαίνω μέσα στο μπάνιο και ξεντύνομαι. Έπειτα ανοίγω το νερό της ντουζιέρας στο ζεστό, τραβάω την κουρτίνα και μπαίνω μέσα. Την κλείνω πίσω μου και μόλις το ζεστό νερό αγγίζει το κορμί μου βγάζω ένα βαθύ επιφώνημα.

Δάκρυα ξεκινούν να τρέχουν κατευθείαν στο πρόσωπο μου και τότε οι δυνατοί λυγμοί που βγαίνουν από το βάθος του λαιμού μου αναμειγνύονται με τον θόρυβο που κάνει το καυτό τρεχούμενο νερό καθώς πέφτει.

Παρόλο που είναι ανακουφιστικό να νιώθω το νερό να διώχνει μακριά τα δάκρυα που τρέχουν μάγουλα μου, θα προτιμούσα τα χέρια του και εκείνον να μου ψιθυρίζει μέσα από φιλιά ότι όλα είναι ψέματα, ότι δεν είναι έτσι, ότι είμαι η μόνη για εκείνον.

Ότι μπορεί να αγαπήσει μονάχα μόνο μία φορά σωστά και κατάλληλα, και αυτό θα το κάνει μόνο με εμένα.

Μα στη ζωή δε μπορούμε να έχουμε ότι θέλουμε, η τύχη δεν είναι πάντα με το μέρος μας και παρόλο που η καρδιά μας θέλει άλλα, ενδίδει σε άλλες υποκατάστατες συνθήκες.

Έπρεπε όμως να το είχα καταλάβει. Ποτέ δε με αγάπησε. Και γιατί να το έκανε άλλωστε; 

Ποτέ δεν κράτησε το χέρι μου εκεί έξω. Δεν κρατάς το χέρι κάποιου που ξέρεις ότι θα αφήσεις γρήγορα. Γιατί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, ήξερε την κατάληξη μας.

Τα ψέματα μεγάλωναν και βάρεναν τη μεριά του. Εγώ θα προχωρήσω. Θα αγαπήσω κάποιον που θα αγαπήσει ισάξια. Αλλά αυτός; Αυτός θα ζει για πάντα με τις πράξεις που έκανε και μετάνιωσε, με τα λόγια που δεν είπε και μετάνιωσε. Γιατί τον ξέρω.

Τον ξέρω περισσότερο από όσο ξέρω τον εαυτό μου ή κανείς άλλος ξέρει τον ίδιο. Δεν είναι κακός άνθρωπος, δεν έχει κακιά ψυχή.

Απλώς δεν ξέρει τι πάει να πει συναίσθημα, μπλέκει τα πράγματα, δημιουργεί ένα χάος και σέρνει ανθρώπους που έρχονται κοντά του για καλό εκεί μέσα σε αυτό για κακό.

Νιώθω το λαιμό μου να πονά και τους λυγμούς να με πνίγουν.

Πλένομαι με τα πιο έντονα μυρωδάτα σαμπουάν και αφρόλουτρα που έχει η μαμά, μπας και φύγει όλη η σαπίλα που νιώσω μέσα μου και ανθήσει έστω ένα μικρό μπουμπουκάκι.

Ο λαιμός μου πονά και μέσα από τα κλάματα μου ένας μπερδεμένος λυγμός με χαμηλό ουρλιαχτό ξεφεύγει. Τότε τα χάνω όλα. Κάθε κουράγιο, ή δύναμη που νόμιζα ότι είχα.

Πέφτω στα γόνατα και ουρλιάζω. Ποτέ δε με αγάπησε. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ. Ποτέ δε σε αγάπησε. Φωνάζει μία φωνή ξανά και ξανά προειδοποιητικά μες το κεφάλι μου. Το πιάνω μες τα χέρια μου και συνεχίζω τα ουρλιαχτά.

Η μαμά ορμάει ξαφνικά και δεν ξέρω πότε με πιάνει μες τα χέρια της και πότε με σηκώνει όρθια. Κλείνω τα μάτια μου και για λίγο νιώθω πως θα λιποθυμήσω.

Με τραβάει έξω από τη ντουζιέρα και αμέσως φέρνει και τυλίγει μία πετσέτα γύρω μου για να με σκουπίσει.

«Σε παρακαλώ μαμά.» κλείνω τα μάτια μου και ρίχνω το πρόσωπο μου ψηλά στο στέρνο της. «Κάνε το να φύγει. Κάνε τον πόνο και αυτό το απαίσιο πράγμα που νιώθω να φύγει. Σε εκλιπαρώ.» της λέω παρακλητικά.

«Σσσς, αγάπη μου. Σσσσς.» μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Μη μιλάς έτσι.» καθώς περπατάμε έξω από τη ντουζιέρα, τα μάτια μου πεταρίζουν, νιώθω πως βλέπω μια σκιά, αλλά όταν γυρίζω πάλι με ορθάνοιχτα μάτια να κοιτάξω καθαρά, κάνω λάθος, δεν είναι κανείς στο διάδρομο.

Ο πόνος βαθιά μες το στέρνο μου αυξάνεται και παίρνω μεγάλες ανάσες για να ηρεμήσω και να σταθεροποιήσω τον εαυτό μου.

«Έλα.» η μαμά με βάζει προσεκτικά να κάτσω στην άκρη του κρεβατιού.

«Σε-σε παρακαλώ, ντύσου και θα σου φέρω εγώ παυσίπονο και κάτι να φας. Εντάξει;» μου μιλάει γρήγορα. Δείχνει αγχωμένη.

Ξεφυσάω και απλώς κουνάω το κεφάλι μου, νιώθω πως αν ανοίξω το στόμα μου για να μιλήσω, λυγμοί θα βγουν και όχι λόγια.

«Ηρέμησε.» αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο μου και έπειτα φεύγει κλείνοντας την πόρτα πίσω της.

Σηκώνομαι, φοράω τα εσώρουχα μου, ένα κολάν που βρίσκω μπροστά μου και ένα φούτερ δικό του που βρίσκω καταχωμένο πίσω πίσω στο συρτάρι μου, την οποία την είχε ξεχάσει από παλιά.

Γιατί; Γιατί δεν μπορεί να αγαπάει κατάλληλα; Να με κρατάει από το χέρι; Και να φωνάζει σε όλους πως με αγαπά για να τον ξέρουν όλοι; Να χαμογελάει και να χαμογελάω.

Όσο βέβαια και ανόητο αν φαίνεται, αυτήν την στιγμή, τον σκέφτομαι.

Σκέφτομαι πως θα είναι και εκείνος παρόλο που ο ίδιος άναψε αυτήν την τεράστια φωτιά και με έριξε μέσα να καώ ολοσχερώς.

Φοράω το γκρι φούτερ του με την κουκούλα που βρήκα και έπειτα περπατάω μέχρι την πόρτα για να πάω από εκεί.

Έχω ένα περίεργο συναίσθημα και δάκρυα αρχίζουν πάλι να τρέχουν στο πρόσωπο μου.

Αγγίζω το μέτωπο μου πάνω στην πόρτα και κάνω να ανοίξω αδύναμα την πόρτα, αλλά το χερούλι πετάγεται και έτσι μένει μισάνοιχτη.

Δεν έχω ξανά νιώσει ποτέ παρόμοιο είδος πόνου, ποτέ.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και οι λυγμοί μου μπερδεύονται. «Σε παρακαλώ Θεέ μου.» η φωνή μου σπάει. «Τουλάχιστον πρόσεχε τον από εδώ και μπρος.» λέω μονάχα.

🌙 Ελπίζω να σας άρεσε. Το κεφάλαιο αυτό ήταν ένα απλό filler, ξέρω πως είναι κάπως βαρετά τα τελευταία, μα στην πορεία θα φτιάξουν, έχω σκεφτεί αρκετά επιπλέον πράγματα πριν το τέλος. Συγγνώμη και για την καθυστέρηση, απλώς οι συνθήκες ήταν περίπλοκες με εμένα, ελπίζω όμως όλες εσείς να είστε  καλά. Love to all. Anna. x

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top