chapter 3


❝Right now, I wish you were here with me❞

Kiana

Ξεκλειδώνω το κινητό μου και βλέπω πως έχω πέντε αναπάντητες κλήσεις από τον Harry και δύο μηνύματα επίσης από εκείνον.

*Που είσαι;* Μου γράφει στο πρώτο.

*Γιατί δεν απαντάς στις κλήσεις μου; Έγινε κάτι;* λέει στο επόμενο. Αναστενάζω και κοιτάζω την ώρα, τέσσερις και μισή.

Θα του απαντήσω, και ας το δει το πρωί.

*Καλά είμαι. Είχα βγει. Πριν λίγο ήρθα. Όλα καλά, απλώς είχα ξεχάσει το κινητό μου.* του στέλνω αυτήν την απάντηση.

Αφότου είμαι έτοιμη με τις πιτζάμες μου, σηκώνω τα παπλώματα και ξαπλώνω κάτω από αυτά.

Κλείνω τα μάτια μου και εκείνη την ώρα χτυπάει το κινητό μου. Μουγκρίζω.

«Θεέ μου, τι στο καλό!;» το παίρνω και αμέσως το βάζω στη σίγαση για να μη ξυπνήσω τους υπόλοιπους μες το σπίτι,  πριν δω ποιος με παίρνει.

Haz. Αναβοσβήνει πάνω στην οθόνη. Μα καλά δεν κοιμάται αυτός;

«Harry;» απαντάω με βραχνή φωνή. Έχει κλείσει από όλο το βράδυ.

«Kiana! Επιτέλους! Τι στο καλό σκεφτόσουν; Μίλησα με τη μαμά σου και μου είπε πως ξέχασες να πάρεις το κινητό μαζί σου. Με ποιον είχες βγει; Που είχες πάει; Πήρα και τον Niall αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε, είχε φασαρία. Ήσασταν μαζί; Καλά την Arabella δεν προσπάθησα να την πάρω καν, δεν υπάρχει συνεννόηση μαζί της.» μου αποκρίνεται μαλώνοντας με.

Δε ξέρω γιατί μα γελάω σιγανά.

«Α μα τι; γελάς κιόλας..» ο τόνος του γίνεται πιο παιχνιδιάρικος.

«Ω, έλα βρε Harry μου...» του αποκρίνομαι.

Αναστενάζει. Χαμογελάω, γυρνάω ανάσκελα και έτσι κοιτάζω το ταβάνι. Έχει κολλήσει ο ίδιος πολλά αστέρια σε αυτό  και ένα μεγάλο μισοφέγγαρο, που λάμπουν στο σκοτάδι.

Χαμογελάω.

«Είχαμε βγει, ναι, με τα παιδιά.» του λέω.

«Α...» κάνει μόνο. Ξέρω πως η επόμενη ερώτηση θα είναι, 'Και γιατί δε μου είπατε;' Αλλά τον προλαβαίνω.

«Καταρχήν, η μαμά δε μου είπε  ότι μιλήσατε. Και δεύτερον, πριν ρωτήσεις, νόμιζα πως θα ήσουν απασχολημένος με τη φίλη σου.» του λέω γεμάτη πικρία και ειρωνεία, μα προσποιούμαι την αδιάφορη.

«Τη φίλη μου; Την Ashley;» με ρωτάει αργά. Τον ακούω να αναστενάζει και έπειτα ακούγεται ένα τρίξιμο. Μάλλον ξάπλωσε και εκείνος στο κρεβάτι του. «Όχι, δεν ήμουν τώρα μαζί της. Είχα βγει με τον Louis και τον Christian, αφού δε μου είπατε τίποτα.» εξηγεί.

«Συγχώρεσε με εγώ έφταιγα, ας πούμε. Νόμιζα αυτό που σου είπα.» μουρμουρίζω. Ίσως να ήταν μαζί μου όλο το βράδυ αν του έλεγα, να με έφερνε αυτός σπίτι, να με αγκάλιαζε εκείνος και... Ω Θεέ μου!

«Καλά, δεν πειράζει. Πως πέρασες;» με ρωτάει σιγανά. «Μόλις ξάπλωσα και εγώ. Δεν μου ερχόταν ύπνος από την ώρα που γύρισα, διάβαζα.» προσθέτει στα λόγια του.

«Καλά ήταν, απλώς ήπια αρκετά. Τι διάβαζες;»

«Σου έχω πει να προσέχεις, με μέτρο το ποτό εσύ ή αλλιώς καθόλου! Τέλος πάντων, τι άλλο θα διάβαζα εγώ;» γελάει σιγανά.

«Μπουκόφσκι.» του απαντώ ψιθυριστά.

«Ναι.» συμφωνεί και γελάει πάλι.

Χαμογελάω ακούγοντας τον. Για λίγο δε μιλάει κανείς μας. Σιωπή και από τις δύο γραμμές.

Θέλω να μάθω περισσότερα, τι σημαίνει για εκείνον αυτή η Ashley. Αναστενάζω.

«Δε θα πει κανένας μας τίποτα;» με ρωτάει με παιχνιδιάρικο τόνο. «Έχεις εσύ κάτι να πεις;» τον προκαλώ έμμεσα. Ξεφυσάει. «Ναι.» λέει. Ωραία λοιπόν, για εξηγήσου Smith.

«Πως σου φάνηκε ο Μπουκόφσκι;» με ρωτάει αργά. Α, αυτό έχει να πει μόνο. Ανόητε.

«Λοιπόν, αυτό σηκώνει μεγάλη συζήτηση.» του λέω.

«Εδώ είμαι. Για όσο με θες.» αποκρίνεται. Η καρδιά μου λιώνει.

Κλείνω τα μάτια μου και σκεπάζομαι με το πάπλωμα εντελώς λες και κρύβομαι από τον γύρω κόσμο και χάνομαι στον φανταστικό μου, όπου εγώ και ο Harry...είμαστε αγκαλιά μαζί.

 Θα πρέπει να το σταματήσω αυτό. Πονάει. Πονάει αυτό το συναίσθημα χωρίς ανταπόκριση που νιώθω. Πονάει μες το στέρνο μου πολύ. Νιώθω πως με εμποδίζει να ανασαίνω κιόλας μερικές φορές. Με σκοτώνει.

«Λοιπόν;» με ρωτάει ξανά. «Με ακούς;»

 «Τι; Εμ ναι, ναι, ναι.» επιστρέφω πίσω. Μιλάω σιγανά στη συνέχεια. «Με μπερδεύει, Harry. Με μπερδεύει πολύ.» ξεκινάω να του λέω.

«Τι σε μπερδεύει, αγάπη;» με ρωτάει. Πάψε. Πάψε διάολε. Πρέπει να απομακρυνθώ από εσένα. Αλλά με τι δικαιολογία; Είσαι ο καλύτερος μου φίλος, γαμώτο.

«Με μπερδεύουν πολύ-βασικά αρκετά τα λόγια του. Έχει πολλές πτυχές της αγάπης μέσα σε ότι λέει. Και δεν μπορώ να προσδιορίζω, εάν καταλήγει κάπου τελικά στην αγάπη. Καταλαβαίνεις, τι εννοώ;» του λέω.

«Φυσικά.» απαντά και εκείνος χαμηλόφωνα. «Θα τον συνηθίσεις. Συνέχισε να διαβάζεις. Σου αρέσει τουλάχιστον;» αποκρίνεται.

«Ειλικρινά;» τον ρωτάω. «Ειλικρινά.» μου λέει. «Πολύ.» του απαντώ. «Χαίρομαι.» νιώθω στα λόγια του, το περήφανο χαμόγελο που θα στολίζει τώρα τα χείλη του. Τον ξέρω αρκετά καλά.

«Μπαίνει μαζί με τον Νερούδα, στους αγαπημένους μου.» του λέω. «Ω, όχι Νερούδα, πολύ ερωτιάρης.» σχολιάζει.

«Σκάσε.» γελάω σιγανά. «Αυτό σημαίνει πως έχεις διαβάσει δηλαδή; Μα το αρνιόσουν συνέχεια, ανόητε...»

«Απλώς για να δω τι διάολο σου αρέσει τόσο σε όσα έχει γράψει ο Νεφταλί Ρικάρδο Ρέγιες Μπασοάλτο.» μου αποκρίνεται. Γελάω κατευθείαν, δεν αντέχω, φοβάμαι μην ξυπνήσω κανέναν. Δε μπορώ να σταματήσω τα γέλια μου.

«Θεέ μου, ξέρεις μέχρι και το φιλολογικό ψευδώνυμο του!» του λέω πνιχτά μέσα από τα γέλια μου. «Όχι τόσο σημαντικό.» ξέρω πως προσπαθεί πολύ από το να μη γελάσει και εκείνος. Τον ακούω.

«Είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ποιητές του εικοστού αιώνα, ανόητε.» του τονίζω χαμηλόφωνα. Κοιτάζω την ώρα, έχει περάσει ήδη ένα εικοσάλεπτο που μιλάμε.

«Καλά, καλά.» λέει. «Έχεις μέχρι στιγμής κανένα αγαπημένο γνωμικό από τον Μπουκόφσκι, κάτι που να ταυτίζεσαι τουλάχιστον;» με ρωτάει.

«Μμμ, ναι.» σκέφτομαι αμέσως εκείνα τα λόγια του Μπουκόφσκι, που μου έχουν χαράξει το μυαλό από την πρώτη στιγμή που τα διάβασα.

«Λοιπόν πες μου, και θα σου πω και εγώ μετά..» μουρμουρίζει.

«Μου κίνησε πολύ το ενδιαφέρον, μου άρεσε αρκετά δηλαδή, εκείνο που λέει..» προσπαθώ να θυμηθώ σωστά ακριβώς τα λόγια.  «Βρες αυτό που αγαπάς και άφησε το να σε σκοτώνει.» του απαντάω.

«Ήμουν σίγουρος. Σίγουρος.» μουρμουρίζει με περίεργο ύφος.

«Το δικό σου;» τον ρωτάω με τη σειρά μου. «Ξέρουμε πως ο Θεός είναι νεκρός, μας το έχουν πει, αλλά ακούγοντας εσένα δεν είμαι σίγουρος.» μου απαντά κατευθείαν. Πολύ όμορφο.

«Γιατί;» τον ρωτάω. «Τι γιατί;» με ρωτάει και εκείνος. Ο τόνος του έχει αλλάξει. Είναι πιο χαμένος, προσεκτικός.

«Γιατί αυτό;» τον ρωτάω σιγανά. «Γιατί με ταυτίζει.» μου λέει ωμά. Φαίνεται πως δε θέλει να πάει παρακάτω. Δε θα τον πιέσω.

«Εσύ γιατί;» με ρωτάει ακολούθως. «Γιατί με ταυτίζει.» αντιγράφω τα λόγια του από πριν.

«Έχεις βρει δηλαδή κάτι που αγαπάς και το αφήνεις να σε σκοτώνει;» με ρωτάει δίχως να ψιθυρίζει τώρα. Αυστηρά. «Ναι.» του απαντώ μονότονα. Βουρκώνω. «Κάθε μέρα.» του εξηγώ τονίζοντας αυτές τις δύο λέξεις.

Δε θέλω όμως ξαφνικά να μιλήσω άλλο. «Πρέπει να κλείσω, εμ νύσταξα.» του λέω αμέσως. «Καλά, καληνύχτα Ana.» μου λέει χαμηλόφωνα. «Καληνύχτα, Haz.» μουρμουρίζω και τερματίζω την κλήση έπειτα στη στιγμή.

🌙 Είναι ένα από τα αγαπημένα μου κεφάλαια που έχω γράψει ποτέ σε ιστορία. Σχολιάστε τη γνώμη σας σχετικά με την εξέλιξη έως τώρα.  Μην ξεχνάτε να κάνετε favorite. Love. anna. x

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top