•Ποιος το περίμενε ότι ο πρώτος θα ήταν ο Gavin•
Alex's POV
Σφραγίζω τα χείλη μου για όσο κοιτάω το τραπέζι του σαλονιού. Δεν έχω ανταλλάξει καμιά λέξη με την Sophia ή πόσο μάλλον με τον Gavin από την στιγμή που ήρθαν να με πάρουν. Επικρατεί αρκετή ένταση στον αέρα και φαίνεται πως δεν ξέρουν πώς να ξεκινήσουν τις ερωτήσεις ή ακόμη και ποιος να μιλήσει πρώτος. Αποφεύγω να τους κοιτάξω. Έχουν βάλει την σπιτονοικοκυρά να φροντίσει το χέρι μου, να το καθαρίσει, να το απολυμάνει και ύστερα να το δέσει με επίδεσμο. Τα σκισίματα δεν είναι βαθιά, ούτε σοβαρά, οπότε μέσα στο σαββατοκύριακο θα έχουν γιατρευτεί ήδη.
«Όλα καλά, κύριε Alex. Σας παρακαλώ, ξεκουραστείτε τώρα», λέει εκείνη αφού τελειώνει με τον επίδεσμο και ακουμπά απαλά το χέρι μου στον καναπέ. «Εμένα να με συγχωρέσετε, πάω να ετοιμάσω το φαγητό».
Σηκώνεται και παίρνει μαζί της το βαλιτσάκι πρώτων βοηθειών. Απομακρύνεται από το σαλόνι και με βάση τον βηματισμό της πηγαίνει προς την αποθήκη πέρα από την σκάλα. Ο Gavin καθαρίζει τον λαιμό του και με την άκρη του ματιού μου βλέπω πως έχει καθίσει στην μια πολυθρόνα, η Sophia στο μπράτσο της.
Δεν κουνιέμαι καθόλου. Η διάθεση μου είναι πεσμένη. Από την στιγμή που συνέβη αυτό με την Trish δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Παίζει σαν χαλασμένη κασέτα ξανά και ξανά, η ένταση και το μίσος μου να φουντώσει όσο πάει. Προσπαθώ αρκετά να συγκρατηθώ. Φέρνω το πληγωμένο χέρι-το έχω σκατώσει τελευταία με όλα αυτά τα ξεσπάσματα-στον κρόταφο μου για να ηρεμήσω τον πονοκέφαλο. Τα χάπια για τον πόνο που μου έδωσε η σπιτονοικοκυρά θα αργήσουν να επιδράσουν μάλλον.
«Alex;» λέει με γλυκό τόνο φωνής η Sophia και αναμένει να δει άμα αυτό ήταν αρκετό να της ρίξω τα μάτια ή έστω να βγάλω κάποια άχνα από τα χείλη μου.
Ανοίγω το στόμα για λίγο μόνο, όσο-όσο για να πάρω μια βαθιά ανάσα, και το σφραγίζω ξανά. Τα μάτια μου με τσούζουν και νιώθω εξαντλημένος. Το σώμα μου έχει γίνει ένα κουρέλι πλέον, το πουκάμισο μου λερωμένο με αίμα, η γραβάτα μου το ίδιο, ενώ το σακάκι μου ακατάστατο και το ίδιο λερωμένο. Δεν έχω καν την δύναμη να σηκωθώ να πάω να αλλάξω, να κάνω ένα ντους και να ηρεμήσω. Το να μείνω όμως εδώ και να περιμένω απλά την ανάκριση δεν είναι και η καλύτερη επιλογή.
«Alex, σε παρακαλώ, θα μας μιλήσεις;» επιμένει η αδελφή μου και είμαι αρκετά απογοητευμένος να αποδεχτώ φωναχτά τι συνέβη.
Της ρίχνω τα μάτια και ξέρω πως μπορεί να δει πόσο πληγωμένος είμαι. Βουρκώνει αμέσως και σηκώνεται να έρθει κοντά μου, να κάτσει δίπλα μου στον καναπέ. Λυγίζω αμέσως στην αγκαλιά της και μένω εκεί γιατί την χρειάζομαι πάρα πολύ αυτή την στιγμή. Το ένα χέρι της χαϊδεύει το μάγουλο μου ενώ το άλλο έχει τυλιχτεί στην πλάτη μου. Μου αφήνει ένα φιλί στο κεφάλι και μόλις παίρνει μια βαθιά ανάσα, το κεφάλι μου ανεβαίνει μαζί με το στήθος της.
«Γιατί, βρε Alex μου, δεν μου είπες τι σου γινόταν;» ρωτάει η Sophia και μόνο ο τόνος της φωνής της μου αρκεί να με κάνει να νιώσω χάλια.
«Συγγνώμη», καταφέρνω να μουρμουρίσω και βλέπω τον Gavin που ανάβει ένα τσιγάρο στα χείλη του.
Έχει σουφρώσει τα φρύδια του, έχει σφίξει τα χείλη του και το βλέμμα του πρώτη φορά φαίνεται σοβαρό. Έχει σκοτεινιάσει τόσο που ακόμη και το χρώμα των ματιών του έχει πάρει μια σκοτεινή απόχρωση. Δεν μας κοιτάει καν, αντιθέτως φαίνεται σκεφτικός και αρκετά τσαντισμένος. Το μαύρο πουκάμισο με διπλωμένα μανίκια, το μαύρο τζιν και οι μαύρες αρβύλες σε συνδυασμό με την έκφραση του προσώπου του τον κάνουν ίδιος ο πατέρας του, τα ξανθά χαρακτηριστικά του να έχουν ένα καλοκαιρινό άγγιγμα από το κλίμα του Beverly Hills.
Μπορεί αυτή να είναι από τις πάρα πολύ σπάνιες στιγμές που βρίσκω τον Gavin τόσο σοβαρό. Δεν ξέρω αν φταίει που τον έχω συνηθίσει χαζοχαρούμενο και τελείως αθώο, όμως σίγουρα αυτή η πλευρά του είναι σοκαριστική ακόμη και για μένα. Δεν μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις του, ούτε τα κενά του μάτια με βοηθούν να καταλάβω με τι είναι τόσο νευριασμένος. Κλείνει τα μάτια και με το τσιγάρο ανάμεσα από τα δάχτυλα του, ξεκουράζει τα χέρια στα μπράτσα της πολυθρόνας. Έχει σταυρώσει το ένα πόδι πάνω από το άλλο και μένει έτσι, εκπνέοντας τον καπνό του τσιγάρου από τα χείλη του.
«Δεν έχει να κάνει με απολογίες, Alex, αλλά με την σωματική σου ακεραιότητα. Κοίτα το χέρι σου. Πόσες φορές θα το χτυπήσεις, ακόμη δεν γιατρεύεται;» με μαλώνει η αδελφή μου και αποτραβιέμαι από την αγκαλιά για να δω το χέρι μου το οποίο κρατάει στα δικά της. «Σε παρακαλώ, σταμάτα να πληγώνεις τον εαυτό σου με αυτόν τον τρόπο».
Ο ίδιος είμαι αρκετά απογοητευμένος. Πέρα του ότι δεν μπόρεσα να προστατεύω την Trish την στιγμή που έπρεπε, κατάφερα να βγω εκτός ελέγχου και να τραυματίσω τους άλλους άσχημα. Αμφισβητώ ότι θα βγουν από το νοσοκομείο μέσα στην εβδομάδα και οι αγώνες θα έχουν ακυρωθεί για την Δευτέρα, όταν η μισή ομάδα τους δεν είναι διαθέσιμη. Ακριβώς αυτό φοβόμουν ότι θα γινόταν από την στιγμή που ξεκίνησε αυτό τον πόλεμο ο Christian μαζί μου. Μόνο που αποφάσισε να μπλέξει την Trish σε αυτό, δεν θα το άφηνα έτσι, όχι.
Το φρύδι μου κάνει 'τικ'. Με βρίσκω να βράζω ξανά μέσα μου, οι γροθιές μου να σφίγγονται τόσο που με τσούζουν οι πληγές για όσο τα μάτια μου βουρκώνουν. Το σώμα μου αρχίζει να παγώνει, μια ανατριχίλα να γλιστράει σε όλη μου την σπονδυλική στήλη. Το μίσος μέσα μου είναι απίστευτο, τέτοιο που βράζει τα σωθικά μου και με τυφλώνει τελείως ακόμη και που έχει περάσει πλέον.
«Ήθελα να τον σκοτώσω», σκέφτομαι φωναχτά.
Κοιτάω το πληγωμένο χέρι μου. Θα μπορούσα να το είχα κάνει, ναι, αλλά ούτε αυτό δεν αξίζει αυτό το σκουπίδι. Θέλω να τον κάνω να υποφέρει, να πληρώσει ό,τι μου έχει κάνει και ό,τι τραύμα προκάλεσε στην Trish. Δεν μπορώ να φανταστώ καν πως νιώθει και το μυαλό μου μένει μόνο σε εκείνην. Πραγματικά άμα δεν είχα πάει και το είχα αφήσει να βρεθώ μετά το σχολείο μαζί της, δεν θα το ζούσε αυτό.
Εγώ, εγώ, εγώ και μόνο εγώ φταίω.
«Μπορείς να μας πεις τι έγινε, Alex; Ο κύριος Carlson δεν μας εξήγησε και πολλά», λέει η Sophia και ξέρω πως κάποια στιγμή πρέπει να το κάνω κι αυτό.
Τα μάτια του Gavin ανοίγουν και πέφτουν πάνω μου. Με κοιτάει με τέτοιον τρόπο που νιώθω πραγματικά ευάλωτος μπροστά του. Ό,τι και να πει ξέρω πως δεν θα αστειεύεται όπως πάντα και επεξεργάζεται την κατάσταση με λογική και μάλιστα αρκετά μετρημένος με τον θυμό που βράζει μέσα του. Κατεβάζω το βλέμμα και παίρνω μια βαθιά ανάσα για να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου, να μπορώ να εκφράσω σωστά ό,τι έγινε.
Επιστρέφω πίσω σχεδόν δυο ώρες. Ένα χαμόγελο δημιουργείται στα χείλη μου όταν ξαναβρίσκομαι με την Angel στην καφετέρια. Μου λείπει ήδη και χρειάζομαι την αγκαλιά της περισσότερο από οποιοδήποτε κήρυγμα σκοπεύουν να μου κάνουν αυτοί οι δυο. Το αίμα μου αρχίζει να βράζει όταν ταξιδεύω λίγο πιο μπροστά. Ο Christian. Εκείνο το πρόσωπο του με κάνει για πολλοστή φορά μέσα στην ημέρα να τρέμω από τα νεύρα, να θέλω να τον βαρέσω τόσο πολύ μέχρι να γίνει αγνώριστος. Τον σιχαίνομαι τόσο που ο Lucas δεν έχει μια μπροστά του.
Τινάζομαι από την θέση μου και πλησιάζω το παράθυρο να κοιτάξω έξω. Είμαι ακόμη ασταθής και δεν μπορώ να με ελέγξω. Από τότε που έχει πεθάνει η Nina, όσο πάει και μου είναι δύσκολο να ελέγχω αυτές τις κρίσεις ή τα ξεσπάσματα. Προσπαθώ να κόψω τα ηρεμιστικά χάπια για να ξεμπερδεύω από το παρελθόν μου μια και καλή, να πάω μπροστά και να αλλάξω, όμως τώρα το μετανιώνω που δεν μπορώ να σταθώ αρκετά δυνατός να συγκρατηθώ μετά από κάτι τέτοιο. Πρέπει μάλλον να συνεχίσω τις δόσεις, αλλιώς σίγουρα δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα.
«Δεν θέλω να το συζητήσω», απαντώ απότομα και με έναν κρύο τόνο φωνής.
«Να το συζητήσεις όταν είσαι έτοιμος τότε», απαιτεί ο Gavin και κάτι στον τρόπο που το λέει ακούγεται σαν να το εννοεί και μάλιστα με εκβιαστικό τρόπο.
«Πάω να ξεκουραστώ», δηλώνω αμέσως μετά και προτιμώ να μην την συνεχίσω αυτή την συζήτηση.
Η ψυχική μου κατάσταση δεν είναι στα καλύτερα της. Το σώμα μου δεν έχει ξεκουραστεί πλέον και εύκολα με βρίσκω να κοντεύω να πέσω κάτω από την αδυναμία. Το μόνο που χρειάζομαι είναι απλά να κοιμηθώ, να καθαρίσω το μυαλό μου και να συνέλθω, να επιστρέψω πίσω στον εαυτό μου. Αυτή την στιγμή δεν μπορώ να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις και ο πόνος στο στήθος μου, εκείνο το κενό με κάνει να αισθάνομαι άσχημα.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα ξεκουμπώνοντας τα πρώτα τρία κουμπιά του πουκάμισου μου και ξεφυσάω ύστερα. Προσπερνάω την Sophia που είναι ακόμη καθισμένη στον καναπέ και τα μάτια μου φευγαλέα συναντούν εκείνα του Gavin. Δεν δίνω σημασία στο πόσο τσαντισμένος φαίνεται, όμως σίγουρα δεν θα το αφήσει με τόσο. Καθαρίζω τον λαιμό μου και σέρνω κυριολεκτικά τα πόδια προς τον δεύτερο όροφο. Ο πονοκέφαλος δεν θα σταματήσει, όχι τουλάχιστον μέχρι που να κοιμηθώ.
Κλείνω για λίγα δεύτερα τα μάτια μου που τσούζουν και φέρνω στο μυαλό μου το πρόσωπο του Christian. Σφίγγω το σαγόνι αμέσως από τα νεύρα και μπερδεύω τα δάχτυλα στα μαλλιά μου. Είμαι τόσο πληγωμένος, τόσο απογοητευμένος, ταυτοχρόνως γεμάτος μίσος. Η όραση μου θολώνει και για άλλη μια φορά τα μάτια μου βουρκώνουν. Εκείνη η αίσθηση επιτέλους να ξεσπάω για όλες τις φορές που με έχει βαρέσει, που με έχει φτύσει, που με έχει υποτιμήσει, είναι τόσο γλυκιά, σχεδόν μου αρέσει.
Κουνάω το κεφάλι και τινάζω με τα δάχτυλα τα μαλλιά μου. Εκεί που νομίζω συνέχεια ότι αφήνω την επιρροή του θανάτου της Nina πίσω μου, επιστρέφει και μάλιστα με καταστρέφει ξανά και ξανά. Όσο προσπαθώ να ξεφύγω τόσο πιο μπερδεμένο με βρίσκω σε αυτό το νήμα, τα ίδια αποπνικτικά συναισθήματα, οι ίδιες κρίσεις και τα ίδια νεύρα να βράζουν το αίμα μου μέχρι που το κάνουν δηλητήριο στις ίδιες μου τις φλέβες.
Σταματάω μπροστά στην πόρτα μου και κρατάω το χερούλι χωρίς να την ανοίξω. Παραμένω στην θέση μου ακίνητος. Δεν θέλω να κοιτάξω αλλά σηκώνω το κεφάλι προς τα αριστερά. Εκείνο το κρύο αεράκι χαϊδεύει τον σβέρκο μου σαν να βρίσκομαι σε παγετώνα. Η ανάσα μου γίνεται κοφτή και ο λαιμός μου ξερός. Δεν αρκεί να καταπιώ το σάλιο για να τον βρέξω. Δεν φωτίζεται καν, αλλά κάποια ανοίγματα από τα παντζούρια αφήνουν τις ηλιαχτίδες του ήλιου να δημιουργήσουν γραμμές στον αέρα και στο πάτωμα του τρίτου ορόφου.
Οι κόκκοι σκόνης πετούν παντού και ξαφνικά τους νιώθω να με περιτριγυρίζουν. Είναι σαν να με τραβάνε να πάω εκεί. Μια νοσταλγία, κάτι στην μυρωδιά που έχει με κάνει να αισθάνομαι ότι θέλω να απομονωθώ εκεί όπως έκανα μετά από κάθε χωρισμό, κάθε απογοήτευση ή ακόμη και μεθύσι. Αν και το άρωμα της έχει χαθεί, το μυαλό μου θέλει να με πείσει ότι άμα τρέξω πάνω, εκείνο θα με οδηγήσει στο δωμάτιο της. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά γρήγορα σαν να θέλει να με πείσει ότι θα την βρω στην άκρη του κρεβατιού να χτενίζει τα μαλλιά της αυτή την στιγμή.
Σφίγγω το χερούλι και με βαθιές ανάσες, τεράστια αντίσταση σε εκείνη την πλευρά του μυαλού μου που με ταΐζει ψέματα, και πλέον καθαρό μυαλό, καταφέρνω να ανοίξω την πόρτα και να μπω μέσα στο δωμάτιο μου. Γλιστράω πίσω στην κλειστή πόρτα και ξεφυσάω αργά. Το ανοιχτό παράθυρο φέρνει καθαρό αέρα από τον κήπο και μου τρυπάει τα ρουθούνια. Το πλησιάζω για να χαζέψω έξω, μήπως και έτσι καταφέρω κάπως να ξεφύγω, να ξεμπερδευτώ από αυτά τα νήματα που κοντεύουν να με πνίξουν.
Παρατάω το σακάκι τελείως πρόχειρα στην καρέκλα γραφείου και ακουμπώ τα χέρια στο περβάζι του παραθύρου. Κοιτάω λίγο πέρα αλλά νιώθω ότι έχω τυφλωθεί από τα ίδια μου τα συναισθήματα και δεν βλέπω τίποτα άλλο παρά τις σκηνές να παίζουν ξανά και ξανά στο μυαλό μου.
Αναστενάζω κουρασμένος. Φέρνω το πληγωμένο χέρι στο πρόσωπο μου και μπερδεύω τα δάχτυλα στα μαλλιά μου. Όσο το αεράκι με χτυπάει και η σιωπή γίνεται συνειδητά αισθητή, αρχίζω να πονάω. Οι πληγές μου με τσούζουν και το κεφάλι μου με πεθαίνει. Ηρεμώ. Δεν σκέφτομαι τίποτα πλέον. Το μόνο που βλέπω μπροστά μου είναι ένα άπειρο και ατελείωτο σκοτάδι. Δεν κρύβει κάτι. Είναι απλά κενό. Αναρωτιέμαι αν όντως αυτό είναι το τέλος.
Τίποτα άλλο παρά ένα άπειρο κενό.
Τα δέντρα κινούνται ελαφρώς στον αέρα. Το αεράκι αρχίζει να με παγώνει, το πουκάμισο να μην είναι αρκετό για να με κρατήσει έστω λίγο ζεστό, παρόλο που έχει βγει ο ήλιος. Ανατριχιάζω. Το χέρι μου γλιστράει από το πρόσωπο, που είχε καλύψει το μισό, και ακουμπά ξανά κάτω. Το κεφάλι μου πέφτει μπροστά και σφίγγω τα μάτια κλειστά.
Γιατί είμαι τόσο ανίκανος να προστατεύω τα άτομα που νοιάζομαι; Καταραμένα αγόρια του Brentwood...
Απομακρύνομαι από το παράθυρο χωρίς να το κλείσω και στο συρτάρι του κομοδίνου βρίσκω ένα πακέτο τσιγάρα. Δεν είναι και η καλύτερη ιδέα, αλλά αισθάνομαι ότι το χρειάζομαι. Δεν θα ξεχαστώ, δεν θα νιώθω καλύτερα, δεν θα ηρεμήσουν τα νεύρα μου ούτε τον πόνο, αλλά πρέπει να κάνω κάτι. Βγάζω τον αναπτήρα και τον παρατάω πάλι πίσω, αφού ανάψω το τσιγάρο.
Ακουμπώ πίσω στο παράθυρο. Το κρύο αεράκι γαργαλάει τον σβέρκο μου και μου υπενθυμίζει ότι είμαι ξύπνιος, δεν είναι κάποιο κακόγουστο όνειρο. Δεν θα ξυπνήσω ποτέ από αυτόν τον εφιάλτη. Θα συνεχίσω να υποφέρω για όσο ζω και υπάρχω. Δεν θα σταματήσει ποτέ. Η πραγματική ψευδαίσθηση είναι εκείνες οι μικρές στιγμές που νομίζω ότι θα χαμογελώ έτσι για πάντα ή θα ευτυχίσω επιτέλους.
Τι νομίζω αλήθεια; Ότι πρωταγωνιστώ σε κάνα ρομάντζο από εκείνα που βλέπει ο Gavin και κλαίει στο τέλος επειδή έχουν ευτυχισμένη ολοκλήρωση;
Ξεφυσάω τον καπνό πάνω και μένω να κοιτάω το ταβάνι σκεπτικός, τα χέρια μου ακουμπισμένα πίσω. Νιώθω τον ήλιο να με χτυπάει στην πλάτη. Κατεβάζω τα μάτια και βλέπω την σκιά μου πάνω στο κρεβάτι. Δεν νιώθω τίποτα. Φέρνω το χέρι στην καρδιά μου. Δεν πρέπει αυτή την στιγμή να νιώθω έστω κάτι; Όλα τα συναισθήματα μου έχουν εξαφανιστεί σαν να μην υπήρχαν. Χαμογελάω λιγάκι όταν φέρνω στο μυαλό μου την στιγμή που μου έστριψε και τους έδειρα. Νιώθω τα πάντα για λίγο να σκοτεινιάζουν. Μου άρεσε;
Η πόρτα ανοίγει απότομα και με τρομάζει, παρόλο που κάπου στο βάθος του μυαλού μου άκουγα κάποιον να την χτυπάει. Τα μάτια μου συναντιούνται με του Gavin. Είναι κενά και σκοτεινιασμένα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι τον έχει πιάσει σήμερα. Κρατάει έναν δίσκο με ένα ποτήρι νερό και ένα πιάτο. Τα αφήνει στο γραφείο σιωπηλός, ενώ εγώ ξεφυσάω τον καπνό του τσιγάρου μου στο πλάι. Περιμένω να δω τι θέλει ή τι θα πει έστω, αλλά στέκεται έτσι για μπορεί ένα ολόκληρο λεπτό. Χτενίζει τα ξανθά μαλλιά του με στυλ πίσω και γυρνάει προς το μέρος μου.
Τα μάτια του είναι τρομακτικά ανέκφραστα. Τρίβει το μούσι του με τα δάχτυλα του και μουρμουρίζει, «πεινάς;»
«Όχι», απαντώ και καθαρίζω τον λαιμό μου εξαιτίας της αμήχανης σιωπής που έσπασε απότομα.
«Είσαι σίγουρος;» επιμένει και με κάνει να σουφρώσω ελαφρώς τα φρύδια.
Κρατάω το βλέμμα μου εστιασμένο σε εκείνον και παρατηρώ την κάθε κίνηση του με τεράστια προσοχή. Δεν είναι ο συνηθισμένος χαζοχαρούμενος εαυτός του. Έχει από τότε που τον έχω συναντήσει που είναι έτσι και δεν ξέρω πώς να νιώσω γι' αυτό ή πόσο να φοβάμαι. Μπορεί να του συμπεριφέρομαι σαν σκουπίδι, αλλά δεν γίνεται να ξεχνάω ότι έχει κι αυτός μια σκοτεινή πλευρά όπως εγώ. Δεν είμαι πρόθυμος να την μάθω κιόλας, ειδικά τώρα που έχω πολλά στο μυαλό μου.
Τινάζομαι ελαφρώς πίσω όταν καρφώνει το πιρούνι με δύναμη στο πιάτο. Όλα τα πράγματα στο γραφείο μου αναπηδούν ελαφρώς πάνω και βγάζω το τσιγάρο από τα χείλη μου να καταπιώ καλά το σάλιο μου πριν του μιλήσω. Μόλις πάω να ρωτήσω αν είναι όλα καλά, γυρνάει και με βλέπει με ένα ψυχωτικό χαμόγελο, τα μάτια του κλειστά, αλλά να τα νιώθω σαν να είναι έτοιμα να με θάψουν στην πίσω αυλή. Σβήνω το τσιγάρο στο περβάζι του παραθύρου και ανταποδίδω με τα χίλια ζόρια το χαμόγελο, όμως δεν γίνεται να κρύψω το πόσο άβολα αισθάνομαι αυτή την στιγμή.
«Θα φας», δηλώνει και φέρνει την πατάτα κοντά μου, εγώ να κάνω ένα βήμα πίσω και σηκώνω τα χέρια στο στήθος σαν να επρόκειτο να τον σπρώξω πίσω. «Κάνε 'α'».
Κρατάει την παλάμη του χεριού του κάτω από την πατάτα για να μην κάνει ψίχουλα και συνεχίζει να με περιμένει σαν να έχει δηλητηριάσει το φαγητό. Ένα γελάκι ξεφεύγει από το ζορισμένο πλάγιο χαμόγελο μου και κοιτάω μια την πατάτα, μια αυτόν. Μόλις βλέπω ότι το φρύδι του κάνει 'τικ', ανοίγω αργά το στόμα με αποτέλεσμα να βουτήξει την πατάτα μέσα. Κοντεύει να με πνίξει, αλλά δεν του λέω τίποτα και συνεχίζω να μασάω αργά-αργά.
«Μπράβο», μουρμουρίζει και ανοίγει τα μάτια να με δει.
Πριν προλάβω να καταπιώ, μου κάνει τρικλοποδιά με αποτέλεσμα να πέσω στα γόνατα, φέρνει το πρόσωπο μου κοντά στο παράθυρο και παγώνω στην στάση μου όταν καρφώνει το πιρούνι ακριβώς μπροστά από τα μάτια μου. Τα σηκώνω να τον δω και όπως περίμενα το πρόσωπο του ολόκληρο έχει σκοτεινιάσει και δεν με ξαφνιάζει άμα με βρουν νεκρό σε κάτι ώρες.
Τελικά όλον αυτόν τον καιρό που έλεγε ότι έχει κονέ με τον υπόκοσμο, το εννοούσε.
«Αν μισώ ένα πράγμα, Alexander Timothy Henderson, είναι τους ανθρώπους που δεν τηρούν την υπόσχεση που μου δίνουν», λέει και λυγίζει κοντά μου, βγάζοντας το πιρούνι από τις τρύπες που έχει δημιουργήσει. «Θες να σου θυμίσω την συμφωνία που είχαμε κάνει, γιατί ξέρω να χειρίζομαι και άλλα αιχμηρά αντικείμενα πέρα από πιρούνια ξέρεις».
Χαϊδεύει τις άκρες του πιρουνιού με τα δάχτυλα του και μου χαμογελάει ελαφρώς. Ορκίζομαι ότι μιλάω με τον ίδιο τον Διάβολο αυτή την στιγμή, και όχι με εκείνο το πεντάχρονο που ζητάει smoothie στις πέντε το πρωί γιατί λέει ότι κάνουν καλό στα κόκκαλα του. Κατεβάζω το βλέμμα αργά και κάθομαι κάτω στο πάτωμα, ακουμπώντας την πλάτη πίσω στον τοίχο. Κοιτάω το πάτωμα και κλείνω τα μάτια όσο για να πάρω μια βαθιά ανάσα και να ξεφυσήσω ύστερα.
Παραμένω ανέκφραστος για όσο κοιτάω το πληγωμένο χέρι μου. Χαμογελάω ξανά ελαφρώς όσο ανακαλούμαι τα γεγονότα, όμως χάνεται όταν θυμάμαι το πόσο ανήσυχη έδειχνε η Sophia. Εξαιτίας του Gavin, ταξιδεύω πίσω στο παρελθόν και φέρνω στο μυαλό μου την υπόσχεση που του έδωσα εκείνη την βροχερή ημέρα. Με την άκρη του ματιού μου τον κοιτάω και βλέπω πως έχει ακριβώς το ίδιο σκοτεινό βλέμμα, μην πω ότι τώρα είναι πιο τρομαχτικό.
«Υποσχέσου μου ότι δεν θα βαρέσεις ποτέ ξανά κανέναν, ακόμη και αν είναι η τελευταία σου επιλογή», αναφέρω κατά λέξιν την υπόσχεση που με έβαλε να κάνω πριν κάτι χρόνια.
Φέρνω την παλάμη στο μέτωπο πάνω από το μάτι για να ηρεμήσω τον πονοκέφαλο. Μετανιώνω που έσβησα το τσιγάρο. Η γεύση της καλομαγειρεμένης πατάτας που βούτηξε με βία στο στόμα μου έχει μπερδευτεί με τον καπνό και μου προκαλεί ελαφρώς αναγούλα. Παίρνω μια κοφτή ανάσα και την ξεφυσάω πριν το καταλάβει ο Gavin που παραμένει παραδόξως σιωπηλός.
Εκεί που δεν το περιμένω, έχοντας αφήσει το σώμα μου ελεύθερο τελείως, με τραβάει κοντά του. Φέρνει το μπράτσο του στον λαιμό μου και κολλάει τον σβέρκο μου στο στήθος του. Αμέσως το έντονο άρωμα του τρυπάει τα ρουθούνια μου. Η απόσταση μεταξύ μας με κάνει να νιώθω τόσο άβολα που προσπαθώ να ξεφύγω, αλλά μάταια. Με σφίγγει άλλο λίγο με αποτέλεσμα να σταματήσω να παλεύω και να σταθώ λίγο ώστε να μπορώ να ανασάνω.
«Ξέρεις, ο λόγος που εκείνη την ημέρα έφερα ένα τσιγάρο στα χείλη σου, δεν ήταν για να σε εθίσω σε φθηνή νικοτίνη, να σε κάνω κάποιο κακό αγόρι της πλάκας. Σου έδωσα το φαρμάκι της αυτοκαταστροφής που μου ζήτησες», λέει και η ανάσα του χαϊδεύει το αυτί μου, για όσο προσπαθώ να βγάλω το χέρι του από πάνω μου.
Ο Gavin είναι παραδόξως πολύ γυμνασμένος και το καταλαβαίνω από την δύναμη που έχει να με κρατήσει στάσιμο μόνο με το ένα χέρι. Δεν ταράζεται καθόλου από τις προσπάθειες μου να απελευθερωθώ. Προσπαθώ να τον κοιτάξω με την άκρη του ματιού μου, όμως έρχομαι αντιμέτωπος με ένα αρκετά ανατριχιαστικά τρομαχτικό βλέμμα.
«Νομίζεις ότι δεν το βλέπω στα μάτια σου ότι σου αρέσει;» ρωτάει και σταματάω να κινούμαι, το σώμα μου να βαραίνει και να μένει ακίνητο. «Νομίζεις ότι είσαι κάποιο τέρας, Alex;» Η φωνή του αντηχεί στο μυαλό μου σαν να βρίσκομαι σε κάποια μεγάλη αίθουσα. «Πρόσεχε, γιατί άμα πας στην φωλιά τους, δεν θα σε δουν σαν δικό τους, θα σε καταστρέψουν και θα σε κάνουν να καταλάβεις πόσο σκουπίδι είσαι μπροστά τους».
Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Δεν μπορώ να καταλάβω αν φταίει το ότι με τσαντίζει το υφάκι που έχει και πόσο υπεράνω νομίζει ότι είναι ή ότι έχει δίκιο. Σφίγγω το σαγόνι μου και βουτάω τα νύχια μου στο χέρι του που μένει τυλιγμένο στον σβέρκο μου. Το μίσος και η αηδία βράζει μέσα μου και είναι περισσότερο επειδή έχει το θράσος να έρχεται εδώ και να μου λέει ποιος είμαι ή τι να κάνω, σαν να του έδωσα το δικαίωμα.
Την στιγμή που πάω να γυρίσω το κεφάλι προς το μέρος του και να του την πω για τον τρόπο που μου μιλάει, να τον βάλω λίγο στην θέση του, βάζει ένα αναμμένο τσιγάρο στα χείλη μου και με αφήνει έτσι. Το χαμόγελο του παρόλο που μεγαλώνει, κάνει το πρόσωπο του να σκοτεινιάσει τόσο, που προτιμώ να μην πω κάτι και να τον αφήσω να μιλήσει μέχρι το τέλος, να δω τι στο καλό θέλει τέλος πάντων.
«Ήλπιζα να μην χρειαστεί να φτάσω στο σημείο να σε τραβήξω από τα χάλια που βρίσκεσαι αυτή την στιγμή, Alex μου», μουρμουρίζει και τραβάει το μάγουλο μου με τα δάχτυλα του, σαν να είμαι πέντε και να μου έδωσε γλειφιτζούρι, «αλλά είναι σαν να με παρακαλάς ο ίδιος να βγάζω αυτόν τον εαυτό μου».
Η φωνή του είναι τόσο τρομαχτικά ήρεμη και σταθερή, που δεν αντέχω να τον κοιτάω άλλο. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα, αν όχι από την αδρεναλίνη που έχω από τα νεύρα τότε σίγουρα από τον ίδιο τον Gavin και αυτή την αυταρχική αύρα που εκπέμπει αυτή την στιγμή ενώ με κρατάει παγιδευμένο. Σφίγγω το σαγόνι μου και κοντεύω να σχίσω την γόπα με τα δόντια μου, τα χέρια μου να σφίγγουν το μπράτσο του όσο μπορώ, εφόσον ακόμη δεν έχω ανακτήσει τις δυνάμεις μου, ούτε έχω κάποια διάθεση να το κάνω.
Ο Gavin χαϊδεύει τα μαλλιά μου να τα μπερδέψει και με αφήνει ελεύθερο, κάτι που δεν περίμενα να κάνει εκείνη την στιγμή. Προλαβαίνω να μην πέσω πίσω και γυρνάω το κεφάλι προς το μέρος του να τον δω με σουφρωμένα φρύδια και σίγουρα μια έκφραση όλο αηδία και νεύρα. Στέκεται όρθιος και όταν τα μάτια μας συναντιούνται, χαμογελάει πλάγια σαν να είδε το πιο αξιολύπητο θέαμα. Σφίγγω τις γροθιές μου.
«Ποιον θέλεις να προστατεύσεις όταν δεν μπορείς να προστατεύσεις τον ίδιο σου τον εαυτό; Με αυτά τα χάλια θα πας να τρέξεις να σώσεις αυτούς που αγαπάς;» αναρωτιέται και η καρδιά μου κοντεύει να ξεριζωθεί από το στήθος μου, αλλά δεν τολμώ να βγάλω άχνα.
Με το πιρούνι χαϊδεύει απαλά την επιφάνεια του γραφείου, η πλάτη του γυρισμένη προς εμένα. Μένω παγωμένος στην θέση μου, το τσιγάρο να καίγεται αργά ενώ ο καπνός του μένει πάνω από το κεφάλι μου μέχρι που εξαφανίζεται τελείως. Η έντονη μυρωδιά του καίει τα ρουθούνια μου, αλλά είναι τόσο νοσταλγική που δεν θέλω να το τελειώσω ποτέ. Ασ'το στον Gavin να βρει ακριβώς τι τσιγάρο χρειάζεσαι...
«Έχω τον Nate, την Sophia, τον άρρωστο πατέρα μου και την κληρονομιά να ανησυχώ. Θέλω απλά να τολμήσεις να γίνεις άλλο ένα πρόβλημα μου και θα παρακαλάς να επιστρέψω στον Gavin, του οποίου έβαζες φλιτζάνια στο μέτωπο ενώ κοιμάται», με εκβιάζει και ο τρόπος που με το δάχτυλο του κάνει το πιρούνι να κάνει κύκλους, με κάνει να καταπιώ το σάλιο... φοβισμένος. «Άμα ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο με σήμερα, τολμήσεις να μην τηρήσεις την υπόσχεση σου, πίστεψε με ότι δεν θα μπορεί ούτε η μαμά σου να βρει τον αξιολύπητο κώλο σου. Αντιθέτως με σένα, εγώ τις τηρώ τις υποσχέσεις μου».
Σφίγγω τόσο τις γροθιές μου που αισθάνομαι τις πληγές να ανοίγουν πάλι. Τα μάτια μας μένουν εστιασμένα στου άλλου, όμως αυτή την φορά παραδέχομαι ότι εκείνος έχει γυρίσει την κατάσταση στο δικό του συμφέρον. Με περιπαίζει στα δάχτυλα του. Είναι τρομαχτικός και εννοεί την κάθε λέξη που ξεστομίζει με αυτόν τον κρύο και αυταρχικό τρόπο. Μπροστά του είμαι ένα σκουπίδι το οποίο μπορεί να αποβάλλει από την ζωή του στο άψε-σβήσε. Μπορεί να με πατήσει όποτε θέλει, άλλο το ότι δεν το κάνει.
Αφήνει το πιρούνι να πέσει στον δίσκο και περπατά προς την πόρτα. Η ψηλή σιλουέτα του σταματάει ένα βήμα πριν βγει και βάζει το ένα χέρι στην μέση καθώς με το άλλο χτενίζει τα μαλλιά του πίσω. Γυρνάει την πλάτη προς το μέρος μου και δεν το κρύβω ότι με πιάνει μια ανατριχίλα μόλις βλέπω την έκφραση του προσώπου του. Τα μάτια του έχουν σκοτεινιάσει τόσο που δεν έχουν ίχνος ζωής, το χαμόγελο του ψυχωτικό, σαν να είναι άλλος άνθρωπος, ο Διάβολος ο ίδιος, αν όχι ο βασιλιάς του υπόκοσμου.
«Αν κάνεις την Sophia να στεναχωρηθεί ξανά», φέρνει την παλάμη του χεριού του προς το μέρος μου και μόλις την κλείνει απότομα σε γροθιά, τινάζομαι ελαφρώς πίσω, «θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια», ξεφεύγει ένα γελάκι από τα χείλη του και μένω να τον κοιτάω αποβλακωμένος, να μην πιστεύω ακόμη ότι βλέπω αυτή την τρομαχτική πλευρά του εαυτού του. «Κάτσε να σκεφτείς τώρα τα λάθη σου και φρόντισε να μην ξαναδώ εκείνη την έκφραση στο πρόσωπο σου, Alex μου».
Με αυτό, βγαίνει από το δωμάτιο και κλείνει την πόρτα πίσω του. Μένω να κοιτάω παγωμένος στην θέση μου, ανήμπορος να συνέλθω. Την στιγμή που πάει να πέσει το τσιγάρο, το προλαβαίνω και το ακουμπώ ξανά στα χείλη μου. Το χέρι μου τρέμει. Το κρατάω με το άλλο και κλείνω τα μάτια να πάρω μια βαθιά ανάσα. Ξεφυσώ από την μύτη και βγάζω τον καπνό του τσιγάρου.
Τι στο καλό ήταν αυτό;
Ρίχνω φευγαλέα τα μάτια στην πόρτα και πραγματικά αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό; Για όσο περπάταγε στο δωμάτιο μου, ένιωθα την καρδιά μου να χτυπά τόσο έντονα. Δεν μπορούσα να βγάλω άχνα. Ήμουν ένα σκουπίδι μπροστά του. Ήταν σαν να κράταγε όλο τον Πλανήτη στην παλάμη του χεριού του. Δεν περίμενα ποτέ η σκοτεινή πλευρά του Gavin να είναι τόσο αυταρχική, έντονη και τρομοκρατική. Πέρα από αυτό, ένιωθα ότι μπορούσε να με διαβάσει τόσο καλά, σαν να ήταν ένα απλό παιχνίδι για εκείνον, να μην είχε καμιά σημασία ο τοίχος που έχω φτιάξει να προστατεύω τον εαυτό μου.
Ποιον θέλεις να προστατεύσεις όταν δεν μπορείς να προστατεύσεις τον ίδιο σου τον εαυτό; Με αυτά τα χάλια θα πας να τρέξεις να σώσεις αυτούς που αγαπάς;
Τα λόγια του είναι αποτυπωμένα στο μυαλό μου. Φέρνω την παλάμη του χεριού μου στο πρόσωπο και προσπαθώ να ηρεμήσω, να καθαρίσω το μυαλό μου, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο μετά από μια τόσο έντονη συνάντηση με τον Gavin. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο Διάβολος ή το δεξί του χέρι. Πόσο τρομαχτικός... Δεν του το είχα ποτέ. Έτσι όπως συμπεριφερόταν κάθε φορά που τον εκβίαζα ή ξέσπαγα τα νεύρα μου, δεν θα μάντευα ποτέ ότι μπορεί να φτάσει στο σημείο αυτό. Πάντα τον νόμιζα χαζοχαρούμενο, μια χνουδωτή μπάλα που κλαίει με κινούμενα σχέδια και δεν κάνει τίποτα με την ζωή του, παρά να κοιμάται σε καναπέδες και να μου σπάει τα νεύρα κάθε ξημέρωμα.
Καταφέρνω να συνέλθω κάπως. Κοιτάω για λίγο έξω από το παράθυρο και τινάζω το τσιγάρο στο περβάζι. Το φέρνω στα χείλη μου και ξαπλώνω πίσω στο πάτωμα κουρασμένος. Ακουμπώ το πίσω μέρος του χεριού μου στο μέτωπο και κοιτάω απ' έξω, τα σύννεφα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Ο ήλιος είναι ακόμη δυνατός και φωτίζει το δωμάτιο, αλλά δεν μπορώ να τον δω από 'δω. Χαζεύω τον καπνό του τσιγάρου που εξαφανίζεται μόλις φτάνει το παράθυρο.
Ποιον θέλεις να προστατεύσεις όταν δεν μπορείς να προστατεύσεις τον ίδιο σου τον εαυτό; Με αυτά τα χάλια θα πας να τρέξεις να σώσεις αυτούς που αγαπάς;
Κλείνω τα μάτια. Γιατί δεν μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου; Τα ανοίγω ελαφρώς και τα πάντα φαίνονται σκοτεινιασμένα. Είμαι κουρασμένος. Τι προσπαθώ αλήθεια να προστατεύσω; Την αδελφή μου; Τους φίλους μου; Την οικογένεια μου; Τον εαυτό μου; Δεν ξέρω ούτε εγώ πλέον για ποιον προσπαθώ. Είναι όντως οι αποφάσεις που έχω πάρει για το καλό των άλλων ή το δικό μου;
Έχει δίκιο. Το απολάμβανα να βάζω εκείνο το σκουπίδι στην θέση του, να τους δείχνω ότι τα έχουν βάλει με το λάθος άτομο. Το έκανα όμως για την Trish ή γιατί ήθελα να προστατεύσω τον εαυτό μου από τις παρενοχλήσεις τους; Αλήθεια, μήπως βρίσκω δικαιολογίες για να δρω με τον δικό μου εγωιστικό τρόπο και όχι επειδή με νοιάζει πως σκέφτονται οι άλλοι; Τι μπέρδεμα.
Ξεφυσάω τόσο καπνό που για λίγο δεν μπορώ να δω απ' έξω. Διώχνω τον καπνό με το χέρι και μένω να το κοιτάω για λίγο. Βλέπω κόκκινους λεκέδες. Μέσα σε δεύτερα ανακαλούμαι την στιγμή εκείνη. Μου άρεσε. Μου άρεσε τόσο που επιτέλους ξέσπασα τα απωθημένα μου πάνω τους. Τους είχα βαρεθεί. Δεν άντεχα να μου καταστρέφουν τα πάντα, να εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να μου κάνουν την ζωή δύσκολη.
Βαρέθηκα τα πάντα.
Ο ουρανός είναι καθαρός. Αυτό θέλω. Να σηκώνω το κεφάλι μου και να δω καθαρό ουρανό. Θέλω να φύγω. Θέλω να σταματήσω να είμαι το παιχνίδι των άλλων. Βαρέθηκα τα χάπια, τους αγώνες, τους έρωτες, τις φιλίες, τα πάντα. Ακουμπώ την καρδιά μου και χτυπάει αργά και σταθερά. Θέλω την ησυχία μου. Δεν μπορώ να ανησυχώ για άλλους, ούτε να τους προστατεύσω. Τι προσπαθώ να κάνω; Ο Gavin έχει δίκιο. Δεν μπορώ να προστατεύσω κανέναν, όταν δεν μπορώ να το κάνω για τον εαυτό μου. Κρύβομαι πίσω από την δικαιολογία ότι το κάνω για τους άλλους, αλλά το ξέρω ότι είναι ψέματα. Δεν δίνω δεκάρα. Δεν νιώθω τίποτα. Απλά έχω κουραστεί να πληγώνομαι, να με προδίδουν, να με εξαπατούν, να με παρενοχλούν, να με περιπαίζουν.
Ξαφνικά δεν σκέφτομαι τίποτα. Το μυαλό μου πρώτη φορά είναι άδειο. Απλά ακούω την καρδιά στο στήθος μου. Τι όμορφη αυτή η ηρεμία. Ο ήλιος χάνεται. Σκοτεινιάζει ο τόπος απότομα. Ο καπνός του τσιγάρου γλιστρά αργά από τα χείλη μου και η μοναδική του γεύση με κάνει να μην θέλω να σταματήσω. Δεν συγκρίνεται με το συναίσθημα του να βάζω τον άλλον στην θέση του, αλλά είναι ένα καλό υποκατάστατο. Καταλαβαίνω γιατί να μου το δώσει ο Gavin.
Χαμογελώ. Νομίζω πρώτη φορά είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου. Ποιος το περίμενε ότι ο Gavin θα κατάφερνε να διαβάσει την ίδια μου την ψυχή; Δεν τον ευχαριστώ, όχι όταν ήρθε και με εκβίασε με αυτόν τον τρόπο, αλλά σίγουρα τον καταλαβαίνω. Σε σχέση με μένα, αυτός όντως προστατεύει ό,τι του είναι σημαντικό και το αγαπάει. Εγώ δεν προστατεύω τίποτα. Δεν προσπαθώ καν. Άμα το έκανα δεν θα τους πλήγωνα κάθε φορά, όπως με την Angel, την Trish, την μαμά, την Nina, τον Lucas, την Brit, όλους αυτούς. Δεν θέλω να προστατεύσω κανέναν πλέον. Κουράστηκα. Θέλω για μια φορά στην ζωή μου να νιώσω ότι με προστατεύουν.
Ποιος το περίμενε ότι ο πρώτος θα ήταν ο Gavin...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top