•Ο Χωρισμός|Part 2•

Alex's Pov

«Κύριε Henderson, είστε σίγουρα καλά;» με ρωτάει ο φρουρός αφότου καθαρίσει τον λαιμό του, τα χέρια πίσω από την πλάτη του.

«Θέλω να πεθάνω», κλαίγομαι και κοιτάω το απέραντο, κουλουριασμένος στην γωνία του γραφείου μου, καθώς αγκαλιάζω τα πόδια μου. «Βασικά έχω πεθάνει ήδη. Μέσα μου έχω πεθάνει. Χωρίς την Angel τίποτα δεν έχει νόημα».

«Μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε με κάποιον τρόπο; Γιατί τα λέτε αυτά τα λόγια;» πετάγεται ο άλλος δίπλα του και με τα χίλια ζόρια συγκρατούνται να μην φανούν ανήσυχοι.

«Απάτησα την κοπέλα μου. Τίποτα δεν έχει νόημα», λέω τέρμα κενός και αγγίζω τον κρόταφο στο τζάμι δίπλα μου. «Άμα είμαι σκουπίδι στα μάτια της, τότε δεν υπάρχει λόγος να ζω. Καλύτερα ας με αποτελειώσετε τώρα, μια και καλή».

«Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο, κύριε Henderson», με πληροφορεί ο τρίτος και καθαρίζει τον ιδρώτα του με το λευκό μαντήλι, «αλλά μπορούμε να σας βοηθήσουμε. Μου επιτρέπετε να ρωτήσω τι σας συνέβη;»

Έχω κάτι ώρες σε αυτή την γωνία και δεν λέω να σηκωθώ. Ποιος γαμάει τις συνελεύσεις και την δουλειά. Εδώ ο κόσμος μου καταρρέει. Όλο μου το σύμπαν έχει πάρει φωτιά. Τίποτα δεν έχει ουσία χωρίς την Angel. Άμα αυτή με μισεί, τότε πραγματικά ποιος ο λόγος να ζω; Κουλουριάζομαι καλύτερα στην γωνία μου και ακουμπώ το μέτωπο στα γόνατα μου, έτσι πάλι να με πιάνουν τα κλάματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την απάτησα και ότι αυτή δεν θα με παρατήσει. Σίγουρα θα το κάνει. Ήταν ξεκάθαρη.

«Κύριε Henderson;» ρωτάει ο πρώτος φρουρός-Mat τον λένε-και καταλαβαίνω την ανησυχία του στην φωνή του. «Συνέβη κάτι στην κυρία σας; Θέλετε να στείλουμε κάποιον να ελέγξει τι κάνει;»

«Καλά είναι. Εγώ δεν είμαι», απαντώ και σηκώνω το κεφάλι μου για να τον δω.

Βγάζει από την τσέπη του μαύρου σακακιού του ένα μαντήλι και μου το δίνει. Το παίρνω για να καθαρίσω την μύτη μου και τον βλέπω που μου χαμογελά με ελαφρώς κόκκινα μάγουλα. Εκεί που δεν το περιμένω, με πιάνουν πάλι τα κλάματα καθώς την σκέφτομαι να μου χαμογελά με τον ίδιο τρόπο. Το εννοώ ότι την αγαπάω όσο δεν πάει άλλο. Είναι η ομορφότερη και καλύτερη γυναίκα στον κόσμο. Την λατρεύω ισάξια με την μαμά μου. Τι θα κάνω αν δεν θέλει να με βλέπει; Πώς θα ζήσω χωρίς τα αγγίγματα και τα φιλιά της;

Η Alexei όταν άνοιξε την πόρτα να με ρωτήσει αν θα παρευρεθώ στην συνάντηση που θα γινόταν, εφόσον όλοι με περίμεναν, με βρήκε καθισμένο εδώ. Με τον κρόταφο στο τζάμι και ένα κενό βλέμμα, τα μάτια κόκκινα από το κλάμα, άφησε τα πάντα σοκαρισμένη και προσπέρασε το ακατάστατο γραφείο μου για να έρθει να με βρει. Εφόσον δεν επικοινωνούσα καθόλου, κάλεσε αμέσως την φρουρά μου να έρθει να με βρει, εξ ου και ο λόγος που τους έχω να στέκονται μπροστά μου, ο Mat, ο Richard που με το ζόρι κρατιέται να μην με χώσει στην αγκαλιά του εφόσον με έχει αδυναμία και ο Luke, ο οποίος καθαρίζει ακόμη τον ιδρώτα του.

«Τι θα κάνω χωρίς την Angel;» ρωτάω και καθαρίζω πάλι την μύτη μου στο μαντήλι του Mat. «Πως μπόρεσα να επιτρέψω να συμβεί κάτι τέτοιο; Την αγαπάω τόσο που αφήνω να γίνει αυτό;» αρπάζω τον Mat από τον γιακά που είναι λυγισμένος από πάνω μου και τον τραβάω κοντά μου. «Τελικά είμαι όντως ένα σκουπίδι. Δεν με αξίζει».

«Κύριε Henderson, συγχωρέστε με που είμαι αδιάκριτος, αλλά», γελά πλήρως αμήχανα ο Richard καθώς χτυπά τους δείκτες του ντροπαλά, «γιατί είστε σε αυτή την κατάσταση; Τι έγινε με την κυρία σας;»

«Την απάτησα», δηλώνω και το σοκ στα πρόσωπα τους είναι τεράστιο, ο Luke να καθαρίζει πάλι τον ιδρώτα του τρομοκρατημένος σχεδόν.

«Ε-Εσείς;» ρωτάει ο Mat ακόμη λυγισμένος μπροστά εφόσον δεν του έχω αφήσει τον γιακά. «Το αποκλείω. Κάποια παρεξήγηση θα έχει συμβεί».

«Συμφωνώ! Εσείς, κύριε Henderson, είστε παραδειγματικός άντρας. Δεν αγγίζετε ποτέ άλλη γυναίκα ενώ είστε σε σχέση», πετάγεται ο Richard και φέρνει τις γροθιές του κοντά στον θώρακα του.

«Κι όμως», στεναχωριέμαι πάλι και αφήνω τον γιακά του Mat για να ακουμπήσω το χέρι μου στον ώμο του. «Δεν είμαι καλύτερος από τον κάθε κάδο σκουπιδιών αυτή την στιγμή. Τόλμησα να αγγίξω στήθος άλλης γυναίκας ενώ είμαι με αυτόν τον άγγελο. Πρέπει να με αφανίσετε. Δεν αξίζω να υπάρχω σε αυτόν τον πλανήτη».

Οι φρουροί μου δεν προσπαθούν να κρύψουν το σοκ. Του Mat κοντεύουν να του πέσουν τα μαύρα γυαλιά, γι' αυτό τα φτιάχνει κάπως αγχωμένος. Ο Richard φέρνει την παλάμη στα χείλη του ενώ ο Luke βάζει το μαντήλι πίσω στην τσέπη του σακακιού του. Κανείς τους δεν λέει κάτι. Ξέρουν ότι δεν λέω ψέματα, ούτε έχω λόγο να το κάνω. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω, τα δάκρυα να στεγνώνουν σιγά-σιγά στα μάγουλα μου. Ο Mat κάνει πίσω να σταθεί όρθιος και απλά φτιάχνει το σακάκι του, εγώ να αγκαλιάζω τα πόδια μου καλύτερα ενώ ακόμη κουλουριασμένος στην γωνία μου.

«Ήρθε η Adriana να με βρει, η πρώην μου», ξεκινώ να εξηγώ και ακουμπώ τον κρόταφο στο τζάμι, «και ξαφνικά γδύθηκε μπροστά μου και έφερε τα χέρια μου στο στήθος της για να το χουφτώσω. Τι θα κάνω τώρα, αφότου η Angel ήταν ξεκάθαρη ότι μια γωνία στήθος άλλης γυναίκας να αγγίξω, θα με παρατήσει; Δεν θέλω να την χάσω, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω!»

«Κύριε Henderson, με συγχωρείτε για τον τρόπο που θα μιλήσω, αλλά η δεσποινίδα Adriana φταίει, όχι εσείς. Ξεκάθαρα σας ανάγκασε να κάνετε κάτι που δεν θέλετε, εφόσον ξέρει πόσο αυστηρός είστε με τις σχέσεις σας», λέει ο Mat σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος του, οι άλλοι δυο να κουνάνε τα κεφάλια καταφατικά. «Η κυρία σας σίγουρα θα καταλάβει».

«Όχι, δεν την ξέρετε. Με παράτησε στο νοσοκομείο επειδή νόμιζε ότι είχα φιλήσει άλλη γυναίκα. Τότε όντως δεν έγινε κάτι, τώρα που έγινε δηλαδή, τι θα κάνει; Ω, Θεέ μου, το βλέπω. Θα πεθάνω μόνος τώρα που νόμιζα ότι βρήκα ευτυχία».

«Δεν θα πεθάνετε, κύριε Henderson», πετάγεται ο Richard και σπρώχνει τον Mat από μπροστά του για να λυγίσει κοντά μου. Αρπάζει τα χέρια μου στα δικά του με το ένα γόνατο κάτω και νιώθω που με κοιτάει επίμονα πίσω από τα μαύρα γυαλιά του. «Η κυρία σας είναι καλόκαρδη και σας αγαπάει. Δεν θα σας αφήσει για κάτι τέτοιο», δηλώνει και μου σφίγγει τα χέρια, εγώ να τον κοιτάω ξαφνιασμένος. «Στην χειρότερη, θα της μιλήσω, θα της εξηγήσω ο ίδιος ότι η δεσποινίδα Adriana σας έβαλε να κάνετε κάτι τόσο χυδαίο με το ζόρι!»

«Να της μιλήσεις ο ίδιος;» γελάω ελαφρώς και βλέπω και τους τρεις που κουνάνε τα κεφάλια τους καταφατικά.

«Μας γνώρισε στην Ιταλία. Εμείς ήμασταν στην ντουλάπα σας με τον James για εκείνην την βάρδια», με πληροφορεί ο Luke και δείχνει τον εαυτό του και τον Mat.

«Αν θυμάστε εγώ ήμουν κάτω από το κρεβάτι σας», μουρμουρίζει ο Richard και ανακαλούμαι όντως την ημέρα που η Angel κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι μου όταν ήρθε ο Lucas να με βρει.

Μπορεί να έπιασε την Angel ημίγυμνη, αλλά ξέρω ότι όλοι μου οι φρουροί σέβονται αυτό το κομμάτι της ζωής μου τόσο που δεν θα κοιτάξουν ποτέ.

«Η κυρία σας είναι καλόκαρδη και σας δίνεται πλήρως, οπότε σίγουρα δεν θα ασχοληθεί να σας χωρίσει για κάτι τέτοιο», γελάει ελαφρώς ο Mat για να απαλύνει το κλίμα.

«Να μην με χωρίσει για κάτι τέτοιο;» αναρωτιέμαι και το βλέμμα μου σκοτεινιάζει, βγάζοντας τα χέρια μου από του Richard. «Δεν την ξέρετε. Εκείνη θα με παρατήσει πάλι. Το έκανε δυο φορές, γιατί να μην το κάνει τρίτη;»

«Επειδή δεν φταίτε εσείς σε αυτή την περίπτωση!» επιμένει ο Richard και με πιάνει από τον γιακά του πουκαμίσου μου. «Η δεσποινίδα Adriana τόλμησε να σας αναγκάσει. Είστε αθώος, κύριε Henderson, είστε αθώος! Η κυρία σας-»

«Richard, ηρέμησε» γελάει αμήχανα ο Luke και του βάζει το χέρι στον ώμο, έτσι να σταματάει να με ταρακουνάει.

«Χίλια συγγνώμη, κύριε Henderson. Σας άγγιξα-»

«Δεν πειράζει», ξεφυσάω και τον βλέπω που κάνει πίσω για να σταθεί ανάμεσα στους άλλους δυο. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Δεν έκανα κάτι. Ποτέ μου δεν κάνω. Αυτό που με αγχώνει, είναι το πώς θα το πάρει εκείνη. Δεν θέλω να με χωρίσει. Δεν θα το αντέξω ξανά. Μόνο ο Lucas κι εσείς ξέρετε τι τράβηξα να την ξεπεράσω. Δεν θέλω να το ξανακάνω».

«Κύριε Henderson, γιατί δεν το συζητάτε μαζί της τότε; Άμα ανακαλούμαι σωστά οι φορές που σας παράτησε ήταν επειδή δεν της ανοιχτήκατε-όπως με την δίδυμη αδελφή σας-ή επειδή το έμαθε πριν προλάβετε να της το πείτε-όπως με εκείνο το βίντεο που μεθύσατε. Αν το μάθει από εσάς τώρα που μόλις έγινε, μπορεί να μην σας παρατήσει. Στην χειρότερη να σας κρατήσει για λίγο μούτρα», λέει ο Luke και πραγματικά δεν περίμενα να πει κάτι τόσο έξυπνο.

«Έχεις πολύ δίκιο», σκέφτομαι φωναχτά. «Ισχύει ότι και τις δυο φορές με άφησε γιατί δεν μπορούσα να της πω για την Nina και ύστερα επειδή είδε το βίντεο. Αν», σηκώνομαι όρθιος, εφόσον πιάστηκα σε αυτή την γωνία, «της το πω πρώτος δεν θα αντιδράσει τόσο άσχημα. Πρέπει να το κάνω. Πρόδωσα τα βυζιά της, θα πρέπει να είναι τόσο στεναχωρημένα».

«Αυτό», μουρμουρίζει άβολα ο Mat και ξύνει τον σβέρκο του.

Κοιτάω τους τρεις φρουρούς μου, όλοι ντυμένοι με μαύρα κοστούμια και γυαλιά, τα ακουστικά στο ένα αυτί τους. Όλοι είναι πανύψηλοι και γεροδεμένοι, τα μπράτσα τους να φαίνονται κάτω από τα σακάκια που φοράνε. Ο Mat έχει μαύρο μαλλί λίγο μακρύ, καταγάλανα μάτια και δεν λέω, ελκυστικός είναι από τους τρεις. Ο Richard είναι κατάξανθος με λερωμένο μούσι από τα τσιγάρα, ενώ ο Luke είναι φαλακρός με ένα τεράστιο σημάδι στο δεξί του μάγουλο. Αν δεν τους ήξερα προσωπικά, ειλικρινά θα με τρόμαζαν. Όχι όσο τον Nate. Ακόμη και αυτοί τον φοβούνται.

«Έχετε δίκιο. Θα της ζητήσω να έρθει να με βρει από κοντά και θα το συζητήσω μαζί της», χτυπάω την γροθιά στην παλάμη μου και αφήνω τους ώμους μου να πέσουν μπροστά, ακουμπώντας το χέρι στο μέτωπο μου. «Πόσο βλάκας είμαι που δεν το σκέφτηκα;»

«Δεν πειράζει, κύριε Henderson. Είστε λίγο ευαίσθητος από τότε που ξεκινήσατε την σχέση σας με την κυρία σας, οπότε μην βρίζετε τον εαυτό σας», λέει ο Mat με τα χέρια στην μέση του και ένα χαμόγελο στα σαρκώδη χείλη του.

«Είμαι;» αναρωτιέμαι κάπως απογοητευμένος.

«Πάντα είστε, γιατί θέλετε να είστε μαλακός μαζί της», κάνει την παρατήρηση ο Luke και χαμογελάει, αυτό μόνο όταν είναι γύρω μου, αλλιώς είναι πάντα ανέκφραστος και σοβαρός.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω κάπως ανακουφισμένος. Η αλήθεια είναι ότι με βοήθησε λίγο που μου μίλησαν. Αυτοί οι τρεις είναι οι υπεύθυνοι κύριοι φρουροί μου, πέρα από τον μαλάκα τον Jake, που του εύχομαι να πνιγεί και να πεθάνει κάπου. Ναι μεν, παίρνουν τις διαταγές από αυτό το καθίκι, αλλά σε σχέση με εκείνον, κάνουν την δουλειά τους με το να είναι στο πλευρό μου. Ο άλλος τα ξύνει στην Washington και με καλεί μόνο για να μου σπάσει τα νεύρα, εγώ εννοείται να μην του το σηκώνω γιατί άλλη δουλειά δεν έχω από το να παριστάνω ότι τον συμπαθώ.

Φέρνω το ένα χέρι στον Mat, το άλλο στον Luke και αγγίζοντας το μέτωπο μου στον ώμο του Richard, τους τραβάω κοντά για μια αγκαλιά. Σε σχέση με τους άλλους φρουρούς μου που είναι τέρμα τυπικοί και ρομποτικοί, αυτοί οι τρεις έχουν μια άλλη ελευθερία με μένα, εφόσον με ξέρουν χρόνια τώρα, από την πρώτη φορά που κέρδισε την προεδρία η μαμά. Στην αρχή δεν τους έδινα βάση, αλλά μετά παρατήρησα πόσο με πρόσεχαν και με αγαπούσαν, οπότε τους το ανταπέδωσα. Προσπαθούν να είναι τυπικοί, αλλά προτιμώ όταν με βλέπουν ως φίλο τους.

«Σας ευχαριστώ», λέω κάπως συγκινημένος.

Πέρα από τον Lucas, εκείνοι ξέρουν αρκετά πράγματα για την ζωή μου, άθελα τους βέβαια. Έχουν ζήσει τις στεναχώριες μου, τους χωρισμούς μου-πόσες φορές με έχουν μαζέψει μεθυσμένο-, τις χαρές μου και τα διλλήματα μου. Τους νοιάζομαι αρκετά και εκτιμώ πόσο κουράζονται για να με προστατεύουν και όχι μόνο, αλλά να κρατούν και την διάθεση μου φτιαγμένη. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και αποτραβιέμαι, εκείνοι να με κοιτάνε κάπως σαστισμένοι, μάλλον επειδή δεν το περίμεναν.

«Είπαμε, έγινα ευαίσθητος», γελάω, τα μάτια μου κουρασμένα που δεν σταμάτησα να κλαίω με το παραμικρό πριν. «Πάντως, όπως και να έχει, το εκτιμώ που με βοηθάτε τόσο».

«Μην το συζητάτε, κύριε Henderson», ενθουσιάζεται ο Richard και δεν προσπαθεί να το κρύψει καθόλου πόσο την χάρηκε αυτή την αγκαλιά, ο Mat να κοιτά αλλού ντροπαλά, ενώ ο Luke καθαρίζει τον ιδρώτα του με κατακόκκινα μάγουλα.

«Λοιπόν», λέω αποφασιστικά και περπατάω προς το γραφείο μου που είναι ακόμη σε άθλια κατάσταση. «Πρώτο βήμα: καλώ την Angel».

Παίρνω το τηλέφωνο μου από εκεί και με την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Είμαι τόσο αγχωμένος. Τα χέρια μου αρχίζουν να ξεπαγιάζουν, κρύος ιδρώτας να με περιλούζει. Δεν ξέρω πως θα αντιδράσει ή τι θα πει. Εννοείται δεν σκοπεύω να της το πω από το τηλέφωνο, γι' αυτό θα την καλέσω στο γραφείο μου να τα πούμε από κοντά. Πατάω να την καλέσω και φέρνω το τηλέφωνο στο αυτί μου. Μου βγαίνει ότι είναι απασχολημένη και γι' αυτό το κλείνω. Ρίχνω το σώμα μου στην καρέκλα και κάθομαι για λίγο να καθαρίσω το μυαλό μου.

Μήπως το έμαθε ήδη;

Μου έρχεται αμέσως μήνυμα και βλέπω ότι είναι από εκείνην. Μου γράφει ότι δεν μπορεί να μιλήσει τώρα και με ρωτάει αν θέλω κάτι. Ξεκινώ να πληκτρολογώ ότι θέλω να τα πούμε από κοντά και θα το εκτιμούσα αν πέρναγε από την δουλειά μου. Απαντά ότι θα περάσει σε καμιά ώρα και το αφήνει εκεί. Καμία καρδούλα, κανένα χαμογελάκι, τίποτα. Δεν θέλω να είμαι υπερβολικός με τις σκέψεις μου, όμως σίγουρα δεν ήταν η ιδέα μου ότι ήταν κάπως κρύα. Στέλνω με την καρδιά μου να χτυπά γρήγορα ένα μήνυμα όπου την ρωτάω αν όλα είναι καλά. Το βλέπει και όσο περιμένω, τόσο δεν απαντάει.

«Το ήξερα», μουρμουρίζω και φέρνω την παλάμη στα χείλη μου σοκαρισμένος. «Το έμαθε. Δεν μου μιλάει».

«Μπορεί απλά να είναι απασχολημένη», λέει ο Mat σκεφτικός και κοιτάει το τηλέφωνο του, το ίδιο να κάνουν και οι άλλοι δυο.

Ξεχνάω ότι έχουν πρόσβαση στο κινητό μου και βλέπουν ό,τι βλέπω.

«Α, απάντησε», πετάγεται ο Richard και αμέσως κοιτάω το τηλέφωνο μου για να δω τι απάντησε.

Αχα. Ένα σκέτο «αχα». Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ. Το ήξερα ότι όλα θα πάνε στραβά. Τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα. Η καρδιά μου είναι έτοιμη να πέσει στο πάτωμα. Μπορεί να ηρέμησα πριν, αλλά τώρα αισθάνομαι ότι ξεκινάω από το μηδέν. Εκείνη η θλίψη επιστρέφει, το βάρος στο στήθος μου, το κενό στην ψυχή μου. Την στιγμή που είμαι έτοιμος να βουρκώσω, νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου και γυρνάω να δω τον Mat.

«Μην ανησυχείτε. Ξέρετε ότι η κυρία σας είναι οξύθυμη. Μπορεί να έγινε κάτι άλλο και να την πείραξε. Μην το παίρνετε κατάκαρδα, κύριε Henderson», δηλώνει εκείνος με ένα χαμόγελο και κουνάω το κεφάλι καταφατικά σκεφτικός.

«Έχεις δίκιο, έτσι είναι η Angel. Τις προάλλες τσαντίστηκε επειδή κάποιος την κουτούλησε στο σουπερμάρκετ», ξεφυσάω και κάνω ένα μασάζ στο μέτωπο μου. «Ελπίζω να είναι αυτό».

«Εφόσον θα έρθει, θα το συζητήσετε. Δεν είπε ότι σε καμιά ώρα θα είναι εδώ;» γελά ο Richard και κουνά το χέρι σαν να διώχνει μύγα από το πρόσωπο του, ο Luke δίπλα του να καθαρίζει τον ιδρώτα του.

«Γιατί δεν κάνετε κάτι να κρατήσετε τον εαυτό σας απασχολημένο μέχρι τότε;» αναρωτιέται ο Mat και κάνει πίσω για να σηκώσει τους ώμους του. «Θα σας βοηθήσει να μην εστιάζετε τόσο σε ό,τι έγινε. Θα έχετε και καθαρό μυαλό να της εξηγηθείτε καλύτερα».

«Έχεις δίκιο υποθέτω», ξεφυσάω και σηκώνομαι. «Πρέπει να κάνω κάτι. Τι μου αρέσει να κάνω; Τι θα με κρατήσει απασχολημένο;»

Ακουμπώ τα χέρια στο γραφείο μου και τότε το κοιτάω. Είναι άνω-κάτω. Ούτε που ασχολήθηκα να το φτιάξω αφότου έφυγε η Adriana, έτσι σοκαρισμένος που ήμουν. Χώθηκα αμέσως στην βολική μου γωνία και έμεινα εκεί μέχρι τώρα που με συνέφεραν οι φρουροί μου. Σκέφτηκα να πάρω τον Lucas, αλλά εκείνος απλά θα με έβριζε ή θα ξεφυσούσε και θα ερχόταν πίσω με μια αηδία στο πρόσωπο του. Παρηγοριά θέλω τώρα, όχι να νιώσω κι άλλο σκατά.

«Το βρήκα», χαμογελώ πλάγια και γυρνάω να δω τους φρουρούς μου ενθουσιασμένος. «Θα καθαρίσουμε! Η εταιρία πρέπει να λάμπει όταν έρθει η Angel. Μόνο έτσι θα μπορώ να συγκεντρωθώ σε κάτι άλλο».

«Μάλιστα, κύριε Henderson», λένε ομόφωνα.

Βγάζουν από την πλάτη τους, μέσα από τα σακάκι τους, ροζ ποδιές και τις φοράνε στο δευτερόλεπτο. Από τις εσωτερικές τσέπες βγάζουν από μια μάσκα προσώπου και μπλε πανιά καθαρισμού. Ο Luke τέρμα σοβαρός φέρνει το δάχτυλο στο ακουστικό του και καθαρίζει τον λαιμό του, οι άλλοι δυο να φοράνε τις ποδιές και να ετοιμάζονται.

«Φέρτε τα εργαλεία», προστάζει ο Luke τους άλλους φρουρούς και μέσα σε ένα λεπτό, μπουκάρουν μέσα δυο άτομα που κρατάνε στα χέρια τους εξοπλισμό καθαρισμού.

Ο ένας από αυτούς μου τείνει την δική μου ποδιά και την παίρνω με ένα χαμόγελο. Την τινάζω και μυρίζει φρεσκάδα. Την φοράω, ύστερα το μαντήλι στο κεφάλι και τέλος την μάσκα. Με το ξεσκονόπανο στο χέρι γυρνάω να δω τους φρουρούς μου τόσο ευτυχισμένος. Δεν μπορώ να κρύψω τον παιδικό μου ενθουσιασμό. Λατρεύω να καθαρίζω και αφότου έφυγε η Angel την πρώτη φορά από την ζωή μου, άρχισα να γίνομαι μανιακός, με έναν τρόπο να ξεσπάω έτσι. Εκείνοι μένουν σοβαροί, τα μάτια τους να καθρεπτίζουν το πόσο αποφασισμένοι είναι να με βοηθήσουν.

«Αγόρια», δηλώνω και το χαμόγελο μου μεγαλώνει, «δεν θέλω κόκκο σκόνης σε αυτόν τον όροφο!»

«Μάλιστα, κύριε Henderson», λένε και οι τρεις.

Αποστολή: Alex. Προσπάθησε να επιζήσεις μέχρι που να μάθει η Angel τι έγινε. Αν είναι, επέζησε και αφότου μάθει.

~•~

«Ό-Όλα καλά, κύριε Alex;» ρωτάει η Alexei και με κοιτάει τελείως χαμένη.

«Ποτέ μου δεν υπήρξα καλύτερα!» απαντώ με έναν ενθουσιασμό και συνεχίζω να ξεσκονίζω πάνω από την τρίμετρη βιβλιοθήκη που έχω στο γραφείο.

Η Alexei ρίχνει τα μάτια στους άλλους τρεις που καθαρίζουν με την ίδια μανία με μένα, ο Mat κάτω από το γραφείο μου, ο Richard και ο Luke το τζάμι από πίσω. Παρατηρώ κάποιους άλλους εργάτες που προσπαθούν να κοιτάξουν μέσα, τέρμα εντυπωσιασμένοι με το πόσο γυαλίζει το γραφείο μου. Τα μάτια τους παραμένουν γουρλωμένα, εγώ εννοείται να το παίρνω επάνω μου και να χαχανίζω για όσο κάνω την δουλειά μου. Η Alexei φτιάχνει τα γυαλιά της και ύστερα αγκαλιάζει το μπλοκάκι της κάπως στεναχωρημένη που δεν μπορεί να καταλάβει τι στο καλό συμβαίνει.

Περιττό να πω ότι πριν σχεδόν δυο ώρες ξεκινήσαμε να καθαρίζουμε και έξω από το γραφείο μου. Μπλέχτηκα στα πόδια των εργατών μου και έπιασα την κάθε γωνία. Ξαφνιάστηκα με το πόσο καθαρό ήταν το μέρος, αλλά θυμήθηκα ύστερα ότι εγώ είμαι αυτός που παρατηρώ την κάθε βρωμιά και εστιάζω τόσο ψυχωτικά σε αυτήν που με έχουν πάρει χαμπάρι όλοι και προσπαθούν να κρατάνε το μέρος καθαρό. Εννοείται πως δεν είναι η πρώτη φορά που ξεκινώ καθάρισμα, γι' αυτό δεν μου δίνουν τόσο σημασία. Αυτή την φορά όμως, το πήρα πολύ πάνω μου να το κάνω το μέρος σαν καινούριο.

Είχα την Alexei να με κυνηγάει παντού για να κανονίσουμε τα επόμενα μου ραντεβού και τις συναντήσεις για την δουλειά. Έχασα ήδη μια συνάντηση επειδή έβαλα τα κλάματα στο γραφείο μου πριν και έπρεπε να την κανονίσουν για άλλη μέρα. Η Margie ευτυχώς δεν ήταν εδώ, γιατί της έδωσα άδεια σήμερα το πρωί να πάει στην γυναίκα της που ήταν άρρωστη. Η ίδια βασικά μου το ζήτησε-ψέματα, απλά μου είπε ότι φεύγει να πάει στο πλευρό της, ούτε που με ρώτησε. Αν ήταν εδώ, θα με είχε σκοτώσει που έχασα μια τόσο σημαντική συνέλευση, εφόσον η ίδια δεν μπορούσε να παραβρεθεί.

Τέλος πάντων. Για όσο γλιστρούσα κάτω από τα τραπέζια των εργατών μου και καθάριζα όλες τις γωνίες που μπορεί να είχαν σκονιστεί ή να είχαν λερωθεί κατά λάθος, εκείνοι με κοίταγαν κάπως ερωτηματικά. Οι φρουροί μου ήταν υπεύθυνοι να γυαλίσουν τα τζάμια και τους πάγκους, εγώ όλα τα υπόλοιπα. Από σκούπα, σε σφουγγάρισμα, σε ξεσκόνισμα και τακτοποίηση. Δεν άφησα τίποτα χωρίς να κάνω, η ώρα να περνάει τόσο γρήγορα που ούτε που κατάλαβα ότι αντί για μια ώρα, έχουν περάσει δυο. Η Angel εννοείται είναι άφαντη. Αν ήταν εδώ, δεν θα είχα πέσει με τα μούτρα να ξεσκονίσω την ήδη καθαρή βιβλιοθήκη.

«Κύριε Henderson!» πετάγεται ένας φρουρός και μπαίνει μέσα βιαστικά, να στέκεται πίσω από την Alexei, η οποία τον κοιτά μπερδεμένη. «Η κύρια σας μόλις έφτασε με ταξί κάτω από την εταιρία».

«ΤΙ;!» σοκάρομαι τόσο που κοντεύω να πέσω από την σκάλα.

Οι τρεις φρουροί μου αμέσως γλιστράνε προς το μέρος μου και είναι έτοιμοι να με πιάσουν, αλλά ευτυχώς κατεβαίνω χωρίς να σπάσω το κεφάλι μου. Βγάζω πανικόβλητος την ποδιά μου, το μαντήλι από το κεφάλι και την μάσκα. Ο Luke βγάζει έναν καθρέπτη από την τσέπη του και ξεκινώ να φτιάχνω το μαλλί μου. Ο Mat μου φοράει το μαύρο σακάκι και τινάζω τον γιακά του πουκαμίσου μου. Καθαρίζω τον λαιμό μου και γυρνάω να δω τους φρουρούς μου, τόσο σοβαροί που δεν τους αρμόζει όταν φοράνε ροζ ποδιές και μαντήλια στα κεφάλια τους.

«Πως είμαι;» ρωτάω και σηκώνουν τους αντίχειρες τους.

«Υπέροχος, κύριε Henderson», δηλώνει ο Richard και μου χαρίζουν τα γοητευτικά τους χαμόγελα.

«Μακάρι να πάνε όλα καλά», μουρμουρίζω και περπατώ κάπως κακόκεφος όταν ανακαλούμαι τον λόγο που την έφερα εδώ.

Άγγιξα άλλο στήθος...

Ο Richard βγάζει την κολόνια που έχω φτιάξει στον εαυτό μου για να φοράω και να έχω μια μοναδική μυρωδιά-δεν το πήρα από το τετράδιο της Nina αλλά είναι καθαρά δική μου ιδέα-και μου ρίχνει λίγο επάνω μου. Η πίστη τους ότι όλα θα πάνε καλά με παρηγορεί κάπως. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω αποφασιστικά. Περπατάω προς την πόρτα και κουνάω το χέρι για να διώξω τους εργάτες μου, βέβαια εκείνοι να το κάνουν από μόνοι τους. Η Alexei ξεκινά να με ακολουθεί για όσο προχωράω προς το ασανσέρ.

«Πάντως, όπως μου ζητήσατε, η κυρία σας φαινόταν κάπως καλοδιάθετη», ανακοινώνει ο φρουρός που έρχεται από πίσω μου και ακουμπώ το χέρι στην καρδιά μου ανακουφισμένος ενώ ξεφυσάω.

«Καλώς. Ευχαριστώ. Είσαι ελεύθερος να πας πίσω στον αεραγωγό», μουρμουρίζω και τον διώχνω χωρίς να τον κοιτάξω, εκείνος να εξαφανίζεται στο δευτερόλεπτο.

«Κύριε Alex, έχω άλλο ένα ραντεβού που πρέπει να σας κανονίσω. Είστε ελεύθερος-»

«Alexei, καλή μου», την διακόπτω και της ακουμπώ τα μπράτσα για να με δει καλά στα μάτια. «Δεν. Με. Ενδιαφέρει. Κανόνισε ό,τι θες, όπως θες. Τώρα έρχεται η Angel και δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. Εντάξει, ομορφιά μου;»

«Μ-Μ-Μάλιστα, κύριε Henderson», τραυλίζει αγχωμένη και την αφήνω για να ηρεμήσω τον εαυτό μου λίγο από την υπερένταση. «Συγγνώμη».

«Μην ζητάς συγγνώμη», μουρμουρίζω και κοιτάω το πάτωμα, το ασανσέρ να ανεβαίνει. «Είμαι απλά λίγο τσιτωμένος. Μην μου δίνεις σημασία».

«Ελπίζω να νιώθετε καλύτερα απλά. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας βοηθήσω», λέει και σπρώχνει τα γυαλιά της πίσω, τα μάτια της να με κοιτούν αποφασιστικά.

Της χαμογελώ πλάγια και της χαϊδεύω το κεφάλι κουρασμένος. Κάνει πίσω ευχαριστημένη και πάει να κάτσει στο γραφείο της, το οποίο είναι ανάμεσα από την είσοδο και το γραφείο μου. Απέναντι από το δικό της είναι των άλλων εργατών μου που είναι υπεύθυνοι για τα λογιστικά, το μάρκετινγκ πιο πέρα, την επικοινωνία με συνεργάτες ή πελάτες, το διαφημιστικό και κάπου στην γωνία το γραφείο της Margie. Η ρεσεψιόν επίσης στα αριστερά μου μιλάει στο τηλέφωνο και κάτι σημειώνει, η καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή.

Είμαι τόσο αγχωμένος. Πραγματικά φοβάμαι την αντίδραση της Angel. Φοβάμαι την ίδια. Μπορεί να είναι μικροκαμωμένη, χαριτωμένη και μια σκέτη γλύκα, αλλά ξέρω επίσης ότι μπορεί να γίνει τέρμα τρομαχτική. Αυτές τις ημέρες που ζω μαζί της, έχω δει όλες τις πτυχές της και πραγματικά ξαφνιάστηκα με το πόσα νεύρα έχει μια μικρούλα που είναι. Με χτυπάει και συχνά, γι' αυτό πρέπει να κρατάω την Emily κοντά για να μην το κάνει. Το τηλέφωνο μου δονείται και το βγάζω από την τσέπη του παντελονιού μου.

Γιατί με καλεί ο Gavin, αυτό το απόβρασμα;

Του το κλείνω αδιάφορος. Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει και με το που βλέπω την Angel, μου κόβεται η ανάσα σαν να μην την έχω δει ημέρες τώρα. Βάζω το τηλέφωνο στην τσέπη του παντελονιού μου και κρατάω ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου. Φοράει ένα λευκό πουκάμισο και μια μαύρη φούστα από κάτω που φτάνει μέχρι τα γόνατα της. Έχει ρίξει μια δερμάτινη ζακέτα στους ώμους της και έχει αφήσει τα κατσαρά μαλλιά της κάτω. Έχει βαφτεί ελαφρώς και δείχνει πραγματικά πανέμορφη, να λιώνω με το που την αντικρίζω, εκείνα τα πανέμορφα χείλη της βυσσινί και σαρκώδη.

«Αγαπούλα μου», χαίρομαι και προσπαθώ να την πάρω με το καλό. «Τι όμορφη που είσαι σήμερα».

«Άσε τα κομπλιμέντα, Alex», ξεφυσάει εκείνη και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη, τείνοντας μου ύστερα μια σακούλα με δυο μεγάλα κουτιά από ζαχαροπλαστείο. «Πάρε αυτά. Τα έφερα για τους εργάτες σου. Πρώτη φορά έρχομαι στην δουλειά σου και θέλω να αφήσω μια καλή εντύπωση».

«Αχ, ναι, ισχύει», γελάω εγώ και την βλέπω που στέκεται μπροστά μου με ροδοκόκκινα μάγουλα. «Alexei!»

Η γραμματέας μου πετάγεται από την θέση της εκείνη την στιγμή, με αποτέλεσμα να της πέσουν τα γυαλιά στο γραφείο της. Τα ψάχνει αγχωμένη και όταν τα βρίσκει, μας πλησιάζει πανικόβλητη. Προσπαθεί να φορέσει τα γυαλιά της, εγώ να τα αρπάζω για να τα καθαρίσω με ένα πανί γυαλιών που κρατάω πάντα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μου, η σακούλα με τα κεράσματα κρεμασμένη στον αγκώνα μου. Τα γυαλίζω μανιωδώς και της τα φοράω ξανά, η Angel να με κοιτά σαν να θέλει να με μαλώσει. Ξέρω ότι την έχει κουράσει η μανία μου με την καθαριότητα, αλλά τι να κάνω. Μου έχει γίνει συνήθεια.

«Μάλιστα, κύριε Alex;»

«Να σου γνωρίσω την κοπέλα μου. Αυτή», τραβάω την Angel από την μέση και την κολλάω πάνω μου, «είναι η Angel O'Connell. Αν δεν κάνω κάτι, σημαίνει ότι κάνω αυτήν», γελάω και αισθάνομαι την αγκωνιά της στο στομάχι μου. «Angel, αγάπη μου, αυτή είναι η Alexei, η γραμματέας μου».

«Χάρηκα τόσο πολύ που σας γνωρίζω από κοντά, κυρία Angel!» ενθουσιάζεται η Alexei και της τείνει το χέρι, η Angel να το σφίγγει με το δικό της ύστερα.

«Επίσης-»

«Αχ, είστε πανέμορφη από κοντά», την διακόπτει η γραμματέας μου και γουρλώνει τα μάτια, «και ταιριάζετε τόσο. Είστε υπέροχοι μαζί», συγκρατεί τα τσιρίγματα και τα χοροπηδήματα της. Ξαφνικά αρπάζει τα χέρια της Angel και την κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. «Διαβάζετε Webcomic, κυρία Angel; Εγώ και ο άντρας μου φτιάχνουμε στον ελεύθερο μας χρόνο. Βέβαια εκείνα είναι yaoi και κυρίως εμπνευσμένα από τον κύριο Alex και τον κύριο Lucas-»

«Alexei», πετάγομαι για να διακόψω την συζήτηση, εφόσον είμαι τέρμα αδιάφορος για αυτά που λέει και το μυαλό μου μένει στο να πω στην Angel την αλήθεια, ακριβώς ό,τι έγινε πριν, «πάρε αυτά τα γλυκά και κέρασε το όροφο εδώ και το χημικό αν γίνεται. Να πεις ότι είναι από την Angel, σε παρακαλώ».

«Μάλιστα, κύριε Alex».

Παίρνει την σακούλα από το χέρι μου και σπρώχνω την Angel να περπατήσει μπροστά μου. Εκείνη είναι ακόμη σαστισμένη από τα λόγια της γραμματέως μου, αλλά της κάνω νόημα με μια γκριμάτσα να μην δώσει σημασία. Περπατά ντροπαλά προς το γραφείο μου και εννοείται της ανοίγω την πόρτα να περάσει μέσα. Εκείνη χαζεύει λίγο γύρω της πριν μπει εντυπωσιασμένη, κάποιοι από τους εργάτες να μας κοιτάνε και μάλλον να μας κουτσομπολεύουν. Δεν φαίνεται να κακολογούν γιατί όλοι έχουν τα μάτια τους γουρλωμένα και δείχνουν να μας θεωρούν ωραίους μαζί. Τι γλυκοί και υποστηρικτικοί που είναι.

«Τι όμορφα και... καθαρά που είναι. Εντυπωσιακό», σχολιάζει η Angel την στιγμή που μπαίνει μέσα και μόλις τα μάτια της πέφτουν στους τρεις φρουρούς μου, που πλέον επιστρέφουν στο σοβαρό και ανέκφραστο πρόσωπο τους, εκείνη πετάει την τσάντα της στα μούτρα μου για να τρέξει προς το μέρος τους. «ΑΧΑΧΑ, RICHARD!»

Τους αγκαλιάζει και τους τρεις ταυτόχρονα όπως έκανα εγώ πριν, το ένα πόδι της σηκωμένο ελαφρώς πίσω. Γελάει, ενώ οι άλλοι τρεις στέκονται με κόκκινα μάγουλα καθώς τους αγκαλιάζει. Εγώ αφήνω την τσάντα της στην πολυθρόνα και περπατώ προς το γραφείο μου. Έχουν ήδη μαζέψει για όσο εγώ ήμουν έξω και πέρα από τις ποδιές που φοράνε, δεν βλέπω τον υπόλοιπο εξοπλισμό. Είναι τόσο γρήγοροι και διακριτικοί πάντα.

«Γιατί σας έχει ντύσει ο Alex σαν υπηρέτριες του;» τσαντίζεται η Angel ελαφρώς και φέρνει τα χέρια στην μέση της. «Όι, βλάκα. Είναι φρουροί σου, όχι στρίπερ. Τι τους έβαλες να κάνουν για εσένα;»

«Βρε αγάπη μου, δεν έκανα κάτι», χαχανίζω τέρμα αμήχανος και χτυπάω τους δείκτες μου μαζί με κόκκινα μάγουλα.

«Ω, Θεέ μου, σας έβαλε να καθαρίσετε;» το καταλαβαίνει αμέσως εκείνη και κουνάνε τα κεφάλια τους καταφατικά. «Είσαι πολύ μανιακός όμως», μουρμουρίζει με παράπονο και γυρνάει να τους δει με ένα χαμόγελο πάλι. «Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω πάντως. Έχω να σας δω από την Ιταλία. Πως είστε; Σας ενοχλεί ο Alex; Να μου πείτε να τον κανονίσω».

«Κ-Καλά», παίρνει τα ηνία ο Mat και καθαρίζει τον λαιμό του. «Δεν μας ενοχλεί, ο κύριος Henderson. Είναι σωστός κύριος».

«Και ειλικρινής», προσθέτει ο Luke με την βαριά φωνή του.

«Και αξιόπιστος», πετάγεται ο Richard. «Είναι και πολύ καλός».

Αγόρια, συγκινούμαι. Ευχαριστώ...

«Τέλος πάντων», ξεφυσάει κάπως καχύποπτα η Angel και φέρνει τα χέρια στην μέση της. «Αφού είστε καλά, αυτό έχει σημασία. Μπορείτε όμως τώρα να μας αφήσετε τους δυο μας; Θέλω να μιλήσω με τον κύριο Henderson».

Καταπίνω το σάλιο μου τρομοκρατημένος. Ο τρόπος που τόνισε το όνομα μου με φοβίζει. Κάνω νόημα στους φρουρούς μου να φύγουν και αποφεύγω να κοιτάξω την Angel που περπατά προς το μέρος μου. Χωρίς να τους παρατηρήσει εκείνη, μου σηκώνουν τους αντίχειρες πριν κλείσουν την πόρτα και ζωγραφίζουν χαμόγελα στα χείλη τους. Βέβαια, αυτά πέρα από εμένα δεν τα δείχνουν πουθενά. Ανακουφίζομαι κάπως και μόλις κλείνουν πίσω τους, βλέπω την Angel που βολεύεται πάνω στο γραφείο μου και ακριβώς μπροστά μου.

«Τις ομορφιές σου έχεις σήμερα», την φιλοφρονώ, βέβαια εννοώντας τα λόγια μου. «Άργησες να έρθεις πάντως».

«Αχ, ναι, άσε», ξεφυσάει και ξεκινά να ανοίγει τα συρτάρια του γραφείου μου. «Πήγα σπίτι να αλλάξω ρούχα και ασχολήθηκα λίγο με την Emily, γι' αυτό ξεχάστηκα. Δεν ήθελα να με δουν οι εργάτες σου σαν άστεγη, ξέρεις. Θέλω να αφήσω καλή εντύπωση».

«Εντυπωσιακό. Η Addie τους αγνοούσε τελείως-»

«Τι μου την θυμίζεις αυτήν και με συγχύζεις, Alex μου;» τσαντίζεται η Angel και βγάζει από το δεύτερο μου συρτάρι ένα πακέτο υγρά μαντηλάκι. «Τι βλαμμένη που είναι! Πολυλογού και σπαστική. Ήθελα να της τρίψω την σαλάτα στα μούτρα».

Από την αδιαφορία μου το ξέχασα τελείως ότι ήταν και η Angel στο μεσημεριανό που θα έβγαινε ο Lucas με την Adriana. Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά σαν τρελή. Φοβάμαι. Φοβάμαι τόσο πολύ. Εκείνη καθαρίζει τα χείλη της κάπως αηδιασμένη και αφαιρεί το κραγιόν της. Αποφεύγω να την κοιτάξω στα ίσα. Δεν μου έχει τύχει ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο· να παραδεχτώ σε κοπέλα μου ότι την έχω απατήσει. Δεν τα κάνω ποτέ αυτά.

«Α, ναι, είχατε βγει μαζί... Και-Και τι είπατε;» ρωτάω, ο κρύος ιδρώτας να με περιλούζει για όσο φέρνω την καρέκλα κοντά στο σώμα της και τοποθετώ τα χέρια στο γραφείο ώστε να την έχω ακριβώς στην μέση.

«Τίποτα το ιδιαίτερο», απαντά και συνεχίζει μέχρι που να σιγουρευτεί ότι έχει καθαρίσει καλά τα χείλη της. «Σε κάποια φάση ευτυχώς άκουγε ο Lucas τι έλεγε γιατί εγώ απλά ήθελα να την σκοτώσω. Πως είχες αυτόν τον δαίμονα για αρραβωνιαστικιά; Με ξαφνιάζεις με τις επιλογές σου».

«Ναι, οι επιλογές μου», μουρμουρίζω και κατεβάζω το κεφάλι βουρκωμένος για να μην με δει. «Angel, θέλω να μιλήσουμε».

«Τι έγινε;» αναρωτιέται εκείνη και το ακούω στην φωνή της ότι ξαφνιάστηκε με την απότομη αλλαγή στην διάθεση μου. «Alex, κοίτα με», φέρνει τα χέρια της στα μάγουλα μου και με αναγκάζει να την κοιτάξω. «Τι έπαθες, αγάπη μου;»

«Angel», βουρκώνω κι άλλο τέρμα πληγωμένος, εφόσον είμαι πλέον σίγουρος ότι θα με παρατήσει. «Έκανα κάτι κακό. Δεν μπορώ να με δικαιολογήσω, δεν μπορώ να με κάνω να φανώ καλύτερος, αλλά να ξέρεις ότι σε αγαπάω όσο τίποτα άλλο σε αυτόν τον κόσμο», της φιλάω τα χέρια και τα κρατάω στα δικά μου. «Αλήθεια, σε αγαπάω πάρα πολύ».

«Alex, τι-»

Κόβει την πρόταση της, εγώ να μην μπορώ να την κοιτάξω στα μάτια. Βγάζει τα χέρια της από πάνω μου και η καρδιά μου σπάει σε χίλια κομμάτια. Το ήξερα. Το ένιωθα μέσα μου ότι δεν θα θέλει να με βλέπει μετά. Όσο να 'ναι, ήταν ξεκάθαρη. Σφίγγω τα χέρια σε γροθιές και κλείνω τα μάτια σφιχτά, ένα δάκρυ να κυλά κατά λάθος στο μάγουλο μου. Εκεί που δεν το περιμένω, ακούω ένα χαχανητό και ύστερα την Angel να ξεσπάει σε δυνατά γέλια. Γυρνάω να την δω και έχει φέρει τα χέρια στην κοιλιά της από το πόσο γελάει και δεν αντέχει άλλο. Καθαρίζω το δάκρυ αμέσως.

«Ω, Θεέ μου, Alex, μην μου πεις», προσπαθεί να πει και φέρνει το ένα χέρι της στον ώμο μου, «ότι με αυτό το «κακό» εννοείς ότι η Addie σε ανάγκασε να της χουφτώσεις τα βυζιά. Θα με πεθάνεις, άντρα μου», συνεχίζει να γελάει, δάκρυα να δημιουργούνται στα μάτια της. «Και το είπε, η καριόλα, ότι θα σε επηρέαζε πολύ, αλλά όχι ότι θα έβαζες τα κλάματα».

«Τι; Θα με επηρέαζε;» ρωτάω τέρμα σοκαρισμένος και σπρώχνει τα μαλλιά της πίσω, με τα χέρια της να κάνει αέρα στο πρόσωπο της.

«Μου είπε ότι ήρθε να σε βρει και τι σου έκανε. Το δικαιολόγησε ότι ήθελε να σε εκδικηθεί. Ξέρει-με βάση τα λεγόμενα της-ότι μου άγγιζες το στήθος ενώ ήσασταν μαζί και ήθελε να σε κάνει να νιώσεις σκατά για έστω λίγο. Μου ζήτησε συγγνώμη και ότι δεν την νοιάζει να ασχοληθεί παραπέρα, γι' αυτό αποφάσισα να κάτσω πάλι πίσω στην θέση μου και να μην της βγάλω το μαλλί τρίχα-τρίχα», εξηγεί η Angel και φέρνει τα χέρια της στα μάγουλα μου για να με δει στα μάτια. «Τα μάτια σου είναι κόκκινα. Έκλαψες έτσι δεν είναι;»

«Τι; Όχι! Ούτε καν», ψεύδομαι, αλλά εφόσον είμαι σκατά στα ψέματα το καταλαβαίνει. Της γουρλώνω τα μάτια και την κοιτάω σαν κουτάβι. «Νόμιζα ότι θα με χώριζες. Μου είχες πει ότι αν τόλμαγα να κάνω κάτι τέτοιο, θα με παράταγες».

«Χαζούλη», τινάζει το δάχτυλο της στο μέτωπο μου-μια συνήθεια μου αυτή-και γελάει. «Δεν θα σε χώριζα για κάτι τέτοιο. Ξέρω ότι δεν είσαι ικανός να με απατήσεις, απλά σε προειδοποιούσα. Γλυκέ μου, εγώ σε αγαπάω πολύ. Είμαι όντως αποφασισμένη να μείνω μαζί σου, οπότε δεν θα αφήσω μια φάρσα της Adriana να μπει ανάμεσα μας».

«Το εννοείς; Δεν θα με χωρίσεις;» αναρωτιέμαι και φέρνει το κεφάλι μου στο στήθος της, εγώ αμέσως να χουφτώνω το ένα βυζί, κάτι το οποίο με ηρεμεί.

«Ναι, Alex μου, γι' αυτό σταμάτα να κλαις», γελάει ελαφρώς και χαϊδεύει την πλάτη μου. «Σε ευχαριστώ που με κάλεσες πρώτο πράγμα να μου το πεις πάντως. Μαθαίνεις από τα λάθη σου, βλέπω».

«Τι πάει να πει αυτό;» ρωτάω με ένα παράπονο και σηκώνω το κεφάλι να την δω, ακόμη χωμένος ανάμεσα από τα βυζιά της.

«Ότι είσαι ένας γλύκας και σε αγαπώ».

Φέρνει τα χείλη της στα δικά μου και νιώθω την γεύση του λεμονιού από το υγρό μαντηλάκι με το οποίο τα καθάριζε πριν. Ο τρόπος που με φιλάει με κάνει να καταλάβω ότι το κάνει από καθαρή αγάπη. Κρατάω τα μάτια ελαφρώς ανοιχτά, να την δω πόσο όμορφη είναι. Το εννοεί ότι με θέλει ακόμη και με αγαπάει. Σηκώνομαι από την καρέκλα και παίρνω το πάνω χέρι. Την τραβάω κοντά μου και βαθύνω το φιλί αμέσως.

«Τι θα έλεγες», προτείνω με κομμένη την ανάσα, «να κάναμε σεξ ακριβώς εδώ; Θέλω να γιορτάσω το ότι δεν χωρίσαμε».

«Θα μας ακούσουν», ψιθυρίζει εκείνη και τα μάγουλα της έχουν κοκκινίσει τόσο που ξέρω ότι κατά βάθος θέλει να γίνει κάτι μεταξύ μας εδώ.

«Μην ανησυχείς. Δεν ακούγεται τίποτα», ξεκινώ να της φιλάω τον λαιμό, το χέρι μου στην τσέπη του παντελονιού. «Τελείωσαν οι ημέρες σου, έτσι;»

«Ν-Ναι», καταφέρνει να πει ξαναμμένη από τον τρόπο που την πειράζω, το τηλέφωνο να το φέρνω πίσω από την πλάτη της για να γράψω στους φρουρούς μου να μην αφήσουν κανέναν να μπει μέσα στο γραφείο μου.

«Τέλεια», χαμογελώ πλάγια και παρατάω το τηλέφωνο στο συρτάρι, το οποίο κλείνω ύστερα. «Σήμερα να πεις στους δικούς σου ότι δεν θα πας σπίτι».

«Γιατί;» της ξεφεύγει ένα επιφώνημα, εγώ να της βγάζω την ζακέτα.

«Επειδή θα σε πάω στο σπίτι του Lucas να σου μαγειρέψω και ύστερα να σου κάνω σεξ», απαντώ και ξεκουμπώνω το πουκάμισο της έτσι ώστε να μπορώ να μεταφέρω τα φιλιά μου στο στήθος της.

«Στο σπίτι... του Lucas;»

«Μμμ, ναι», λέω την στιγμή πριν ακουμπήσω τα χείλη μου στην πανέμορφη ροζ ρώγα της. «Θα είναι άδειο και μου έδωσε το πάσο. Τι λες;»

«Εννοείται... σε παρακαλώ να... πάμε. Με το ζόρι-αχ, ναι, Alex-κρατιέμαι... αυτές τις ημέρες», χαχανίζει αλλοπαρμένη από τον τρόπο που την ρουφάω και την δαγκώνω.

«Ωραία, λοιπόν».

Αποτραβιέμαι και την αρπάζω από τον καρπό. Την κατεβάζω από το γραφείο μου, εκείνη σαστισμένη να πεταρίζει τα βλέφαρα της. Γυρίζω την Angel με πλάτη εμένα και την στιγμή που την κολλάω πάνω στο γραφείο μου, ένα αισθησιακό επιφώνημα ξεγλιστρά από τα χείλη της. Βγάζω την άκρη της γλώσσας στο πλάι προς το πάνω χείλος και βλέπω την στάση της. Νιώθω τα μάγουλα μου να φλέγονται, το φούσκωμα στο παντελόνι μου. Ξεφυσάω ανακουφισμένος το ένα χέρι στα χείλη μου, το άλλο στο γραφείο.

Πόσο χαίρομαι που δεν με χώρισε...

«Alex;» με φέρνει πίσω στην πραγματικότητα η Angel και ξεκινώ να κατεβάζω το φερμουάρ της φούστας της, πλέον η προσοχή μου επάνω της.

«Ναι, αγάπη μου;» ρωτάω καθώς με τα δάχτυλα μου κατεβάζω την φούστα στα πόδια της.

«Είσαι σίγουρος ότι θες να το κάνουμε εδώ και τώρα;» αναρωτιέται και με κάνει να γελάσω την στιγμή που ρίχνω το εσώρουχο της κάτω. «Μήπως μας ακούσουν;»

«Ας ακούσουν, Angel. Ας ξέρουν ότι είμαι όλος δικός σου, δεν με νοιάζει».

Η ανάσα μου γίνεται κοφτή την στιγμή που ξεκινώ να χαϊδεύω την υγρή της περιοχή. Βάζω δυο δάχτυλα μέσα της αργά και δεν μου παίρνει πολύ να την κάνω να ανοίξει. Προσπαθεί μεν να κρύψει τα επιφωνήματα της, αλλά εγώ τα ακούω και μου αρέσουν. Κρατάω ένα ανακουφισμένο χαμόγελο στα χείλη μου, τόσο ευτυχισμένος που την έχω να μπορώ να κάνω σεξ μαζί της, να την αγαπάω τόσο που θα ξεχνάω τα πάντα στο πλευρό της.

Βγάζω τα δάχτυλα μου αφότου την μουσκέψω καλά και εκεί που δεν το περιμένει, τα βάζω στην πίσω τρύπα. Τινάζεται όλο το σώμα της και σφίγγεται τόσο που με κάνει να γελάσω. Εννοείται πως αυτό το επιφώνημα δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει. Προσπαθώ αργά να την προετοιμάσω για να μπορώ να μπω μέσα της, αλλά μόνο την βλέπω να μαζεύεται από τον πόνο, οι αρθρώσεις των δαχτύλων της ολόασπρες έτσι όπως σφίγγει τις γροθιές της.

«Δεν το αντέχεις;» ψιθυρίζω στο αυτί της και επίτηδες ακουμπώ το φούσκωμα μου στο αριστερό μπούτι της, να νιώσει και να καταλάβει πόσο με έχει ανάψει. «Θες να σταματήσω μήπως;»

Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά και σφίγγεται κι άλλο. Όσο της αρέσει τόσο πονάει. Δαγκώνει το κάτω χείλος της και βλέπω τα ματάκια της να δακρύζουν. Τα μάγουλα της είναι τόσο κόκκινα όμως. Μα τι ωραία έκφραση. Βγάζω την ζώνη και ανοίγω το φερμουάρ, αμέσως να ετοιμάζω το μόριο μου. Πριν λυγίσω στο συρτάρι να πάρω ένα προφυλακτικό-ναι, κρατάω παντού και σε όποιο μέρος συχνάζω γιατί ειδικά με την Angel τα πράγματα ξεφεύγουν εύκολα-τρίβω το μόριο μου στην υγρή περιοχή της και με το ζόρι κρατιέται.

Σκίζω το προφυλακτικό με τα δόντια μου εφόσον το άλλο μου χέρι είναι απασχολημένο. Το φοράω στον εαυτό μου και βγάζω τα δάχτυλα από μέσα της, εφόσον είναι πλέον έτοιμη να με υποδεχτεί. Ακουμπώ και τις δυο παλάμες στο γραφείο, το σώμα της ανάμεσα τους, για όσο η κεφαλή μου έχει εισχωρήσει ελαφρώς. Κλείνω τα μάτια και η τριβή με έχει καυλώσει τόσο που με το ζόρι αντέχω για τον εαυτό μου. Λυγίζω στο αυτί της, εκείνη να μην μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα της, η απόλαυση καθαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.

«Σε αγαπώ και σε ευχαριστώ που δεν με χώρισες», ψιθυρίζω και βγάζω την γλώσσα να γλύψω με την άκρη το αυτί της Angel.

«Κι εγ-ΑΑΑLEX!»

Η Angel αναστενάζει που μπαίνω μέσα της λίγο απότομα και σίγουρα το άκουσαν όλοι αυτό. Ευχαριστημένος ξεκινώ τις κινήσεις μου, η περιοχή της λιγότερο σφιγμένη από αυτό που θυμάμαι στην Ιταλία. Ξέρει τι την περιμένει γι' αυτό έχει χαλαρώσει πλήρως. Δεν την πάω γρήγορα για να πονάει κι άλλο. Ξεκινώ να της φιλάω τον σβέρκο, τον ώμο, το μπράτσο. Την λατρεύω. Την αγαπώ. Την θέλω όσο τίποτα άλλο. Είναι η γυναίκα της ζωής μου, η μοναδική στα μάτια μου.

«Αυτό», μουρμουρίζω και βγάζω το σακάκι μου να το πετάξω στην καρέκλα, με το καθαρό μου δάχτυλο να ανοίγω το πουκάμισο, εφόσον η θερμοκρασία του σώματος μου έχει ανέβει πάρα πολύ, «δεν θα είναι τίποτα, αγάπη μου. Είναι μόνο η αρχή».

Και κάπως έτσι, εγώ και η Angel θα παντρευτούμε και θα κάνουμε τρία παιδιά, τίποτα πλέον να μην μας χωρίζει...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top