•Μαζευτείτε λίγο μπροστά σε άλλους, ντροπή•

«Angel, βόδι, ξύπνα. Είναι ένας Aldo εδώ και σε ψάχνει. Μου φαίνεται τσαντισμένος», με σκουντά ο αδελφός μου τόσο πολύ που σε λίγο θα με εκτοξεύσει σε άλλη διάσταση.

Αμάν δηλαδή. Δεν υπάρχει μια μέρα που να μπορεί ο Nate να με ξυπνήσει φυσιολογικά; Έχω βαρεθεί αυτούς τους βίαιους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ μας κάθε πρωί. Δεν σχολιάζω ότι είναι περίεργο που πάντα ο αδελφός μου ξυπνάει νωρίτερα από μένα· η θεωρία μου είναι ότι είναι βαμπίρ και δεν κοιμάται ποτέ τα βράδια γιατί βγαίνει με τους φίλους του και ψάχνουν θύματα.

«Παράτα με, βλάκα. Δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο Aldo», παραπονιέμαι και κρύβομαι κάτω από το σεντόνι μου θέλοντας να κοιμηθώ και άλλο.

«Σήμερα δεν έχεις αυτή την εκδρομή;» ρωτάει ο Nate χαλαρά και τινάζομαι από το κρεβάτι σε χρόνο μηδέν.

«Τι ώρα είναι;!» φωνάζω πανικόβλητη με τούφες από τα φριζαρισμένα και αχτένιστα μαλλιά μου να πέφτουν στα μάτια και να μου κρύβουν την όραση.

Την στιγμή που πάω να πάρω το κινητό μου από το κομοδίνο, τα αδέξια πόδια μου μπλέκονται σε μια μπλούζα που έχω κάτι μέρες να σηκώσω από το πάτωμα και πέφτω κάτω με το μέτωπο μου να χτυπά την μυτερή άκρη. Ένα επιφώνημα πόνου γλιστρά από τα χείλη μου, όμως το αγνοώ πάνω στο άγχος και αρπάζω το κινητό. Βλέπω πως είναι δώδεκα και είκοσι και παθαίνω εβδομήντα εγκεφαλικά ταυτόχρονα.

Το πως είμαι ακόμη ζωντανή είναι άλυτο μυστήριο.

Με τα πόδια μου να με κρατούν με το ζόρι, πετάγομαι όρθια σαν χάρακας και κοιτάω τον αδελφό μου με μια γκριμάτσα που προσπαθεί να συγκρατήσει το σοκ πίσω από σφραγισμένα χείλη και ορθάνοιχτα μάτια. Νιώθω ότι μια κίνηση μου θα οδηγήσει σε μια σειρά απόλυτων καταστροφών· όχι ότι η ζωή μου δεν είναι ακριβώς αυτό.

«Nate, αδελφούλη», μουρμουρίζω και καταπίνω το σάλιο μου.

«Ωχ». Σουφρώνει τα φρύδια καθώς πίνει μια γουλιά απ' το μιλκσέικ του. Δεν έχει ιδέα τι χαμός γίνεται, έτσι; «Παρεμπιπτόντως το μέτωπο σου αιμορραγεί. Φαίνεται να πονάει. Είσαι καλά;»

«Nate, αδελφούλη», ο τόνος της φωνής μου ανεβαίνει και αρχίζει να γίνεται ξεκάθαρο ότι βρίσκομαι σε μια κατάσταση σοκ και πανικού.

«Angel, αδελφούλα;» προσπαθεί να με μιμηθεί λες και παίζουμε κάποιο παιχνίδι.

Τον σπρώχνω από μπροστά μου με όση δύναμη έχω και βιάζομαι για τον κάτω όροφο. Βρίσκω τον Alex να με περιμένει με τα χέρια στην μέση του σαν τις μανάδες σε όλες εκείνες τις παρωδίες που βλέπω στο YouTube· η παντόφλα και η πιτζάμα του λείπει για να ολοκληρώσει το look. Σταματάω αργά-αργά και του χαρίζω το πιο γοητευτικό μου χαμόγελο. Ξέρω ότι με καμία Παναγία αυτό δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι θέλει να με σκοτώσει, όμως η προσπάθεια μετράει.

«Alex μου. Τι ευχάριστη», κάνω μια παύση για να κουνήσω τα χέρια μου σαν να παρουσιάζω κάτι και μεγαλώνω το χαμόγελο μου, «έκπληξη που πέρασες από το σπίτι μου ενώ θα έπρεπε να είσαι σε ένα λεωφορείο με τους», ξανακάνω παύση για να σκεφτώ κάτι που δεν περιέχει σαρκασμό, «φίλους-προσκόπους σου;» Το σκότωσα. Ειλικρινά δεν μπορούσα να το κάνω χειρότερο απ'ότι ήταν ήδη. Αλλά αυτή είμαι εγώ, η κλασσική Angel που πάντα βρίσκει τρόπο να φέρνει τα πάντα σε καταστροφή· ακόμη και του εαυτού μου.

«Angel, σε περιμέναμε δύο ώρες. Οι υπόλοιποι έπρεπε να φύγουν, γι' αυτό έμεινα πίσω μόνο για να πάρω εσένα και να πάμε με το αυτοκίνητο», εξηγεί και είναι τρομακτικά ανέκφραστος-θυμίζει λίγο Terminator εδώ που τα λέμε-αλλά προσπαθώ να κρατήσω την θετική μου ενέργεια στα ύψη. «Και γιατί αιμορραγεί το μέτωπο σου; Τι έπαθες;»

Με πλησιάζει και απομακρύνει μια τούφα μαλλιών από τα μάτια μου. Τον παρατηρώ με κομμένη ανάσα καθώς κοιτά την πληγή την οποία είμαι πολύ μουδιασμένη να νιώσω και αναστενάζω αργά· όσο λιγότερο αισθησιακά μπορώ, μην με παρεξηγήσει ο άνθρωπος. Κάνει πίσω και με κοιτά σκεφτικός, δημιουργώντας μια μικρή γωνία στα χείλη του σαν να θέλει να χαμογελάσει, αλλά να μην το κάνει.

«Κοίτα, το ξέρω. Ήταν ανεύθυνο από την πλευρά μου να αποκοιμηθώ έτσι και-»

«Γεια σου, Bob», με διακόπτει ο αδελφός μου και περπατά χαλαρός προς την κουζίνα.

Πόσα ονόματα θα δώσει στον Alex για όνομα του Θεού; Τον έχει βαπτίσει ήδη με τρία διαφορετικά. Αυτό θα πει να έχεις μνήμη χρυσόψαρου. Εδώ που τα λέμε, πάντα ήθελα χρυσόψαρο, αλλά μια φορά που πήρα κατάντησε στο grill μετά από ένα πάρτι του Nate. Τεράστιο τραύμα, ειδικά όταν έμαθα πως το έκανα εγώ μεθυσμένη. Δεν ξέρω που κολλάει αυτό, όμως νομίζω πως φταίει ή το γεγονός ότι χτύπησα το κεφάλι ή ακόμη δεν έχω ξυπνήσει καλά ή απλά έχω βλάβη στον εγκέφαλο χρόνια τώρα. Ο Nate θα πόνταρε στο τρίτο σίγουρα. Όσο για τον Alex...

«Angel, τι σκέφτεσαι;» αναρωτιέται ο Alex και με κάνει να καταλάβω ότι τόση ώρα καθρέπτιζα τις σκέψεις μου μέσα από γκριμάτσες. «Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα άμα έφερνες τα πράγματα σου και πηγαίναμε. Είμαστε ήδη αργά, μην το κάνουμε χειρότερο».

«Συγγνώμη, ρε 'συ. Συγγνώμη», λέω απελπισμένα και του χαρίζω το αθώο χαμόγελο μου. «Με συγχωρείς έτσι;»

«Απλά πήγαινε να ετοιμαστείς, Angel».

Φαίνεται πιο ήρεμος από πριν και χαίρομαι γι' αυτό, αν και λίγο δύσκολο να καταλάβεις σε τι κατάσταση βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Ξεφυσάω ανακουφισμένη και κουνάω τα χέρια πέρα-δώθε χαρωπά σαν να είμαι πέντε ετών και να κατάφερα με επιτυχία το πρώτο μου θεατρικό. Τον κοιτάω καλύτερα ενώ κάνω πίσω αργά και αρχίζω να γελάω. Ο Alex σουφρώνει τα φρύδια του πλήρως μπερδεμένος από την χαζεμένη συμπεριφορά μου.

«Πάω, Alex. Πάω», μουρμουρίζω και βλέπω τον Nate να περπατά μπροστά μου με ένα μπολ κορν-φλέικς.

Αγνοεί παντελώς το γεγονός ότι έχει έρθει ένας άγνωστος στο σπίτι του και εγώ αιμορραγώ σαν να με πυροβόλησαν στο κεφάλι. Αράζει στον καναπέ χαλαρά και τρώει με ανοιχτό το στόμα παράγοντας έναν ήχο που ακούς μόνο σε αγροτικές φάρμες. Ειλικρινά θα μπορούσε να μπει μια συμμορία και να με απαγάγει τώρα, ύστερα το FBI να σκάσει εδώ για πόλεμο και ο Nate ακόμη να τρώει ανενόχλητος. Τι ωραία που είμαι ασφαλής μαζί του.

Στρέφω την προσοχή μου ξανά στον Alex με το χαζεμένο χαμόγελο και βάζω τα μαλλιά που πέφτουν μπροστά πίσω από τα αυτιά μου. Αφήνω τους ώμους μου να πέσουν χαλαροί και δημιουργώ μια τρομακτική καμπούρα. Ο Alex γυρίζει την πλάτη και βγαίνει από το σπίτι αφού κοιτάζει λοξά τον αδελφό μου. Τον ακούω να αναστενάζει κουρασμένα και σφραγίζω τα χείλη μου.

Τον απογοήτευσα. Είμαι σίγουρη ότι δεν ήθελε να βρίσκεται στο σπίτι μου και να με νταντεύει-κατά κάποιον τρόπο-επειδή ήμουν αρκετά ανεύθυνη να βάλω ξυπνητήρι και να πάω στην ώρα μου. Εδώ που το σκέφτομαι κιόλας, αυτό που κάνει αυτός δεν θα το έκανα ούτε στον αδελφό μου. Δεν θα έχανα το πιο "γαμάτο" road trip με τους φίλους μου για κάποιον που δεν ξέρω καν.

Ανεβαίνω τα σκαλιά με την απογοήτευση κυριολεκτικά να με κάνει να σέρνομαι και μόλις μπαίνω στο δωμάτιο μου, κλείνω την πόρτα. Ξαπλώνω πάνω της και αναστενάζω, ενώ προσπαθώ να ακουμπήσω την φρέσκια μου πληγή. Με τσούζει μόλις έρχεται σε επαφή με το δάχτυλο μου, γι' αυτό το αφήνω να μείνει έτσι. Δεν ξέρω να το φροντίσω ούτως ή άλλως.

Στρέφω το βλέμμα μου προς την έτοιμη βαλίτσα και αναρωτιέμαι μήπως έχω ξεχάσει κάτι. Καλά σίγουρα θα το έχω κάνει, αλλά σημασία έχει ότι το αλκοόλ, τα προφυλακτικά που έκλεψα από τον Nate και τα σέξι εσώρουχα μου είναι μέσα και περιμένουν όλα να περάσουν καλά. Σιγά που δυο κανόνες του σχολείου θα με σταματήσουν από το να μπουρδελευτώ και να το ζήσω φουλ σε αυτή την εκδρομή.

Γελάω σατανικά με τον εαυτό μου, όταν ξαφνικά ο Alex περνά απ'το μυαλό μου. Σκέφτομαι σε τι δύσκολη θέση τον έφερε η αφέλεια μου σήμερα και είμαι σίγουρη πως θα νιώθω τύψεις άμα ξαναγίνει στην εκδρομή με όλες τι παρανομίες που σκοπεύω να κάνω. Ξύνω το πιγούνι μου-για κάποιο λόγο βοηθάει στη σκέψη, δεν φταίνε τα καρτούν-και αποφασίζω να τα κάνω όλα κρυφά, δηλαδή πίσω από την πλάτη του. Καιρός να γίνω πουτάνα εν κρυφό· δική μου φράση αυτή. Θα γίνει διάσημη, το νιώθω.

Ξεντύνομαι βιαστικά και φοράω τα ρούχα που είχα ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ. Ψέματα. Τώρα τα έψαξα στη γνωστή ντουλαπο-καρέκλα μου και φόρεσα αυτά που μου φάνηκαν πιο σιδερωμένα. Σιγά που θα το έπαιζα και καμιά προσεγμένη. Χτενίζω με τα δάχτυλα το μαλλί μου και αφήνω κάποιες τούφες να κρύψουν την πληγή στο μέτωπο. Έχει φουσκώσει και έχει γίνει χάλια, αλλά λεπτομέρειες.

Με μια πρόχειρη μπλούζα καθαρίζω το αίμα και δεν φαίνεται να βγαίνει άλλο ευτυχώς. Αρπάζω το κινητό μου και το βάζω στην κωλότσεπη ενώ παράλληλα φοράω την δερμάτινη ζακέτα μου. Κοιτάω την βαλίτσα μια, δυο, τρεις και αρχίζω να αναρωτιέμαι μήπως είναι λιγουλάκι μεγάλη. Πως θα κατεβάσω αυτό το θηρίο κάτω; Αυτό ούτε τρεις άντρες δεν το σηκώνουν· θυμίζει φέρετρο ολόκληρο.

«NATE!» φωνάζω και δαγκώνω το κάτω χείλος μου.

Ελπίζω πολλά άμα νομίζω πως ο "κουφός από τα πάρτι του" αδελφός μου θα με ακούσει να γκαρίζω από το δωμάτιο μου. Εισπνέω και φέρνω το κεφάλι πίσω για να κοιτάξω το ταβάνι. Με την εκπνοή κατεβάζω το βλέμμα και κάνω το αντρικό βήμα να κουβαλήσω την βαλίτσα μόνη.

Την αρπάζω από την λαβή και αρχίζω να την σέρνω προς τα έξω. Δεν εξηγώ γιατί μου ξέφυγαν δυο κλανιές μέχρι τα σκαλιά, όμως θα περηφανευτώ που τα κατάφερα ως εδώ. Κάνω μια παύση για να ανασάνω και τα κοιτάω. Πρώτη φορά μου φαίνονται πάρα πολλά, παρόλο που τα ανεβοκατεβαίνω κάθε μέρα. Εδώ σίγουρα θα πέσω και θα σκοτωθώ, αλλά θα πεθάνω τίμια.

Κάνω ένα βήμα κάτω στο σκαλί και αρχίζω να σέρνω την βαλίτσα. Προσπαθεί να ισορροπήσει στην άκρη και την κρατάω με πολύ δύναμη. Η αντίσταση όμως δεν είναι αρκετή και εκείνη γλιστράει από τα χέρια μου και πέφτει με τεράστιο θόρυβο στον πρώτο όροφο. Τρέχω να την προλάβω και μόλις στέκομαι μπροστά της, βλέπω τον αδελφό μου στον καναπέ με το γάλα και τα δημητριακά χυμένα πάνω του να με κοιτά σαν να κατέβηκα από άλλον πλανήτη.

«Με έκανες κυριολεκτικά να χεστώ πάνω μου», δηλώνει και αφήνει το μπολ στο τραπεζάκι, ενώ τινάζει την μπλούζα του με αηδία.

«Όντως;» χαχανίζω και ανοίγω την βαλίτσα να ελέγξω άμα τα ποτά είναι καλά.

«Τι έγινε;» πετάγεται ο Alex από το πουθενά.

Καλά αυτή η πόρτα έτσι ανοιχτή μένει συνεχώς; Σε λίγο θα μπει κάνας άστεγος και μόνο που θα τον δω να κάνει ντους στο μπάνιο. Κάτι πρέπει να γίνει. Σίγουρα αυτό θα μπει στην λίστα παραπόνων που έχω ετοιμάσει για τον μπαμπά, με τον οποίο δεν έχω μιλήσει ακόμη για τον λόγο που πλήρωσε την εκδρομή χωρίς να με ρωτήσει ή έστω να μου πει κάτι. Ο Nate σαν νιφίτσα που είναι, δεν μου λέει τίποτα. Μου είπε μόνο ένα «καλά να περάσεις» και αυτό ήταν.

Ναι, ο Nate. Ο ίδιος που άμα δεν μάθει ακόμη και τις λεπτομέρειες της τρίχας, δεν μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ. Θα βγάλει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του και θα παραμιλάει στον ύπνο του. Αυτή την φορά όμως, τίποτα. Η αντίδραση του καθρέπτιζε το πόσο χέστηκε. Όμως ξέροντας τον αδελφό μου καλύτερα από όλους-καμιά φορά και από τον εαυτό του-είμαι σίγουρη πως κάτι ξέρει και δεν το μοιράζεται.

Εκτός θέματος.

Πανικόβλητη, πέφτω πάνω στην βαλίτσα μου και καταφέρνω να καλύψω το "παράνομο" αλκοόλ, που σκοπεύω να πάρω μαζί μου, από τον Alex. Φυσικά με κοιτά περίεργα γιατί φαίνομαι σαν wannabe μοντέλο του Playman (ψευτοεκδοχή του Playboy με φουλ φωτοσοπαρισμένα μοντέλα και απαίσια γραφιστικά για μια καθόλου καυλωτική εμπειρία), αλλά προσπαθώ να το σώσω με το χαμόγελο μου. Απλά με αυτόν τον άνθρωπο είναι σαν τίποτα να μπαίνει μέσα του και να τον επηρεάζει.

«Τι στο καλό κάνεις;» ρωτάει ο αδελφός μου και σηκώνεται μάλλον για να πάει να αλλάξει την μπλούζα.

Τα βλέμματα των αγοριών με καρφώνουν και ξεκάθαρα περιμένουν απάντηση. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και καθώς το παίζω γλυκιά και καλή, προσπαθώ να σκαρφιστώ ένα σχέδιο. Δεν μπορώ να μπλέξω τον Alex σε αυτό, γιατί για τον αδελφό μου χέστηκα, δεν θα μου πει κάτι. Ο Alex όμως θα το παίξει μαμά και μπλα-μπλα-μπλα· ικανό τον έχω να με καρφώσει και στον διευθυντή για μια τσίχλα.

«Τίποτα. Απλά ξεκουράζομαι», γελάω ψεύτικα και η μούρη του Nate ξινίζει ενώ ο Alex στέκεται στην πόρτα ανέκφραστος.

«Υπάρχουν καναπέδες για αυτό, αδελφούλα», με ειρωνεύεται και βγάζει την μπλούζα του καθώς περπατά προς τα σκαλιά. «Α, ξέχασα να σου πω. Με τα παιδιά αποφασίσαμε να πάμε στην λιμνούλα σου, στο σπίτι του Gavin. Προφανώς ζήλεψαν και κανόνισαν να πάμε κι εμείς».

«Και με το μαγαζί τι θα γίνει;» αναρωτιέμαι.

«Καλά αυτό σε μάρανε», σαρκάζεται και ανεβαίνει τα σκαλιά.

«ΝΑ ΜΗΝ ΣΕ ΔΩ ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΦΤΕΙΣ ΣΕ ΚΑΜΙΑ, NATE», φωνάζω για να ακουστώ και στρέφω την προσοχή μου στον Alex, ο οποίος με πλησιάζει, σίγουρα μόνο για να σταθεί από πάνω μου σαν τον Χάρο και να με υποτιμήσει με το σκοτεινό του βλέμμα.

«Θα σηκωθείς να φύγουμε;» ρωτάει ανέκφραστος και φαίνεται πολύ ανυπόμονος.

«Με αγχώνεις, στάσου πιο πίσω», απαντώ μόνο για να τον διώξω από πάνω μου και μην δει τι κουβαλάω στην πεντακόσιων-κιλών βαλίτσα μου.

Που να φανταστώ η καημένη ότι αυτές οι μπούρδες ζυγίζουν τόσο; Αξίζει όμως.

«Angel», αναστενάζει και το στομάχι μου δένεται κόμπος.

Δεν είναι άγχος αυτό που με έκανε να νιώσω, όχι. Ήταν ένα όμορφο πράγμα το οποίο δεν μπορώ να χαρακτηρίσω, αλλά έκανε τα μάγουλα μου να κοκκινίσουν και ένα αυθόρμητο χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλη μου. Ο Alex λυγίζει κοντά στο πρόσωπο μου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του και με κοιτά στα μάτια.

«Δεν είμαι ηλίθιος. Βλέπω τι έχεις στην βαλίτσα σου», δηλώνει και μεγαλώνω το χαμόγελο αυτή την φορά σατανικά.

«Και δεν θα μου πεις κάτι;» Παριστάνω την έξυπνη με μεγάλη αποτυχία. Εγώ και η εξυπνάδα δεν ταιριάζουμε. Τοξική σχέση.

«Δεν είσαι η ευθύνη ούτε το πρόβλημα μου».

Σηκώνει το σώμα του και μένω μαλάκας. Το χαμόγελο εξαφανίζεται σταδιακά και καθαρίζω τον λαιμό μου με τεράστια αμηχανία. Όχι, δεν με πείραξε αυτό που είπε. Είναι ο Alex, ο ζωντανός και κινούμενος πάγος, χωρίς συναισθήματα για κάποιον ή κάτι. Η Brittany επανειλημμένα μου έλεγε αυτές τις μέρες ότι ο ξάδερφος της είναι τρομακτικά ρομποτικός.

«Καλά», μουρμουρίζω και σηκώνομαι να κλείσω την βαλίτσα.

Μόλις την φτιάξω, στέκομαι μπροστά από τον ακίνητο Alex και τον κοιτάω στα μάτια· εκείνος ανέκφραστος, εγώ κάτι ανάμεσα σε νευριασμένη, προσβεβλημένη και ότι δεν δίνω δεκάρα για πάρτη του. Βάζω τα χέρια στην μέση και σηκώνω το φρύδι προσπαθώντας να τον προκαλέσω, αλλά μόνο σηκώνει την γωνία των χειλιών του.

Νοστιμούλης.

«Καλά ντε, γδυθήκατε με τα μάτια», πετάγεται ο Nate και πρώτη φορά τον βλέπω να δίνει προσοχή στην ύπαρξη του Alex. «Μαζευτείτε λίγο μπροστά σε άλλους, ντροπή».

«Βούλωσ'το, βλάκα. Τίποτα δεν κάναμε», λέω και προσπαθώ να σηκώσω την βαλίτσα. «Μην τολμήσεις και μου μιλήσεις άμα με δεις. Θα φας ξύλο».

«Ό,τι πεις. Να προσέχεις και μην καταντήσω τίποτα 'θείος'».

Θέλω να τον κρεμάσω ανάποδα αυτόν τον βλάκα αδελφό μου. Του χαρίζω ένα απειλητικό βλέμμα, καθώς τα μάγουλα μου φλέγονται από την ντροπή, και με την άκρη του ματιού μου κοιτάω την αντίδραση του Alex. Τίποτα. Καλά αυτός ο άνθρωπος γενικά έρχεται σε επαφή με τα συναισθήματα του ή όχι; Περίεργο το τομάρι του.

Ο Nate μου χαϊδεύει το κεφάλι πειραχτικά και εξαφανίζεται μέσα στην κουζίνα. Εξακολουθώ να προσπαθώ να σύρω την βαλίτσα, ενώ ο άλλος στέκεται να κοιτάει προς το μέρος που πήγε ο αδελφός μου χαμένος. Τον προσπερνάω χωρίς να με καταλάβει, όταν ξαφνικά με πλησιάζει και μου παίρνει την βαλίτσα χαλαρά από το χέρι.

«Ευχάριστος ο αδελφός σου», σκέφτεται φωναχτά και παγώνω ολόκληρη στην θέση μου.

Έλα μου; Πόσο κάτω μπορεί να έχει πέσει σαν άνθρωπος που θεωρεί τον αδελφό μου, τον Nathan O'Connell, ευχάριστο; Μόνο που το σκέφτομαι ανατριχιάζω. Τον παρακολουθώ με το βλέμμα καθώς-με τεράστια ευκολία-σηκώνει την βαλίτσα και βγαίνει από το σπίτι.

«Ο αδελφός μου;» επαναλαμβάνω χαμηλόφωνα με ένα τόνο ερωτηματικό, σχεδόν ειρωνικό. «Αυτό θα κάνω πως δεν το άκουσα για χατίρι όλων μας».

Σκέφτομαι το ότι τα αγόρια θα κατσικωθούν στη λίμνη ενώ εγώ προσκοπίζω εκεί με τους υπόλοιπους. Νιώθω πως δεν είναι τυχαίο που επέλεξαν να έρθουν, αλλά θα ελπίσω πως θα μείνουν μακριά μου. Δεν είναι τεράστιο το μέρος για να είμαι χαλαρή πως θα υπάρξει 0,1% να πέσω πάνω τους· αντιθέτως είναι μικρό και τα πάντα είναι σχετικά κοντά, οπότε όπως μαζεύω μανιτάρια-ή ό,τι κάνουν οι πρόσκοποι τέλος πάντων-παίζει να βρω κανέναν Tyler να πηδιέται πίσω από τον θάμνο.

Αχ, Θεέ μου, σκέτη καταστροφή.

«Δεν θα πεις τίποτα στον Adam για το αλκοόλ;» ρωτάω τον Alex και πλησιάζω το αυτοκίνητο του μπροστά από την είσοδο, ενώ εκείνος παλεύει να βάλει την βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ.

«Σου είπα, Angel, δικό σου το πρόβλημα. Εγώ δεν ξέρω τίποτα», κάνει παύση για να κλείσει και περπατά προς το μέρος μου, σταματώντας λίγα εκατοστά μακριά από το σώμα μου. «Δεν θα πω κάτι, άμα αυτό φοβάσαι, αλλά σε περίπτωση που ανακατευτείς και μου προκαλέσεις προβλήματα, δεν θα είμαι με το μέρος σου».

Κάτι στον αισθησιακό τόνο που έχει η φωνή του, με κάνει να αναστενάξω και να κοιτάξω τα χείλη του καθώς κινούνται σαν να είναι το πιο νόστιμο παγωτό στον πλανήτη. Σηκώνω το βλέμμα για να εστιάσω στο δικό του και συνειδητοποιώ πόσο ψηλός είναι. Και ωραίος. Πολύ ωραίος.

«Μπες», λέει σαν να με διατάζει και του σηκώνω το φρύδι.

Είναι και μαλάκας όμως. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου και αναστενάζω προσβεβλημένη. Εντάξει, φίλος, θα πηδιόμουν μαζί σου, αλλά σου χρωστάω μια μπουνιά στα ωραία μούτρα σου για να συνέλθεις και να καταλάβεις ότι μιλάς σε μένα, την Angel O'Connell.

«Εντάξει, βασίλισσα», μουρμουρίζω με ένα κατσουφιασμένο πρόσωπο και μπαίνω στις πίσω θέσεις μόνο για να τον αποφύγω.

Τον πιάνω να με κοιτά πριν κλείσω την πόρτα και είμαι σίγουρη πως άκουσα κι ένα γελάκι να ξεφεύγει από τα χείλη του, αλλά ναι σιγά που ο Terminator ξέρει από τέτοια. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου και ξαπλώνω πίσω σαν να μου είπε η μαμά-ο Alex στην προκειμένη περίπτωση-πως δεν θα φάμε έξω σήμερα ούτε θα μου αγοράσει γλειφιτζούρι. Ο Alex βολεύεται στην θέση του οδηγού, βάζει την ζώνη και φτιάχνει τον καθρέπτη, όταν τα μάτια μας συναντιούνται μέσω εκείνου.

«Σοβαρά τώρα;» Κοιτάω έξω από το παράθυρο, δείχνοντας του ότι δεν πρόκειται να του δώσω εξηγήσεις· δεν θα κάτσω δίπλα του και τέλος. «Καλά, όπως θες, Angel».

Ξεκινάει την μηχανή και οδηγά εντελώς χαλαρός, κάτι που τον κάνει αψυχολόγητο στα μάτια μου. Δεν καταλαβαίνω άμα μου έχει θυμώσει ή όχι. Μπορεί όντως να μην τον ενδιαφέρει καθόλου και άμα ανοίξω την πόρτα τώρα και πέσω, να συνεχίσει να οδηγεί κανονικά, όμως μπορεί να με παρακολουθεί με κρυμμένες κάμερες και να περιμένει πως και πως την επόμενη κίνηση μου.

Μαζεύομαι αμέσως στο κάθισμα μου και τον νιώθω να με κοιτάει μέσα από τον καθρέπτη. Μόλις σηκώνω το βλέμμα μου, όντως με παρατηρεί και η αμηχανία μεγαλώνει. Παίρνει το τηλέφωνο του και κοιτάει τις επαφές σέρνοντας το δάχτυλο του στην οθόνη. Δεν σχολιάζω πόσα πολλά-σχεδόν άπειρα-άτομα έχει, γι'αυτό παριστάνω πως τα δέντρα έξω στον δρόμο είναι πιο ενδιαφέρον θέαμα. Σε μια φάση ακουμπά το κινητό στο αυτί του με έναν κουρασμένο αναστεναγμό να ξεγλιστρά από τα χείλη του.

Όχι δεν είναι αισθησιακός και ωραίος, βγάλ' τον από το μυαλό σου, Angel.

Ακουμπώ το ένα πόδι πάνω στο άλλο και συγκρατώ τον εαυτό μου να μην κάνω πρόστυχες σκέψεις. Επιμένω πως ο σιχαμερός και γλοιώδης αδελφός μου φταίει γι' αυτό εφόσον τελευταία είναι πολύ ξινός και θέλει υποτίθεται-μην ξεράσω αλά ισπανικά-να επικεντρωθώ στο σχολείο και όχι σε ανωμαλίες.

Ανωμαλία είναι αυτός και της φύσης μάλιστα.

«Καλησπέρα, κύριε Carlson. Πήρα απλά να ενημερώσω ότι έχω συναντηθεί με την Angel και είμαστε καθ' οδόν», ακούω τον Alex να λέει και δεν του δίνω καθόλου σημασία.

Γιατί δεν με ξαφνιάζει που είναι ο γλύφτης των καθηγητών; Το παίζει όλο καλός και ευγενικός, παίζει να γουρλώνει τα μάτια και να τους χαρίζει γοητευτικά χαμόγελα-τρομαχτικό όταν σκέφτομαι ότι μπορεί να κάνει και τέτοια ο Terminator-να παίρνει 'Α+' σε όλες του τις εργασίες και να συζητούν οι καθηγητές για πάρτη του όταν τρώνε το σαντουιτσάκι τους στο διάλλειμα. Παίζει κι εκείνη η στριμμένη η Μαθηματικός να πέφτει στα πόδια του σαν να είναι ο Θεός.

Ο μόνος Θεός που ξέρω είναι το αλκοόλ και όχι ο Alex.

Ακούγομαι σαν να ζηλεύω την προσοχή που έχει. Να είμαι ειλικρινής και μπορεί, εφόσον ποτέ δεν με έβλεπαν με καλό μάτι οι άνθρωποι που δεν με γνώριζαν πολύ προσωπικά. Με τους καθηγητές δεν είχα ποτέ καλή σχέση, γιατί ποιος το γαμάει το διάβασμα και οι περισσότεροι νομίζουν ότι μας μαθαίνουν κάτι τόσο ενδιαφέρον όσο το σεξ, γι' αυτό απαιτούν την ίδια αντίδραση.

Όχι, οι χημικές αντιδράσεις και οι φυσικές εξισώσεις δεν μου προκαλούν οργασμό, ευχαριστώ πάρα πολύ.

Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και αναστενάζω αργά, κάπως να χαλαρώνω με τις σκέψεις μου. Δεν με βοηθούν να νιώσω καλύτερα, όμως κάτι πρέπει να κάνω. Στενοί χώροι με τον Alex τριγύρω κάπως με κάνουν να νιώθω, ειδικά μετά από αυτό που συνέβη τότε στο πάρτι. Ακόμη δεν μπορώ να το εξηγήσω στον εαυτό μου και ντρέπομαι για το επίπεδο που έπεσα να ανάψω με κάποιον σαν τον Robocop από 'δω.

Αφού κλείσει το τηλέφωνο και το παρατήσει στην κενή θέση δίπλα του, είμαστε σιωπηλοί και το εκτιμώ. Ξέρω πως οτιδήποτε συζήτηση κάνω μαζί του θα καταντήσει να με τσαντίζει ή να με κάνει να τον βλέπω σαν να κυκλοφορεί με έναν κάδο σκουπιδιών στο κεφάλι του. Κολλάω το σώμα μου στην πόρτα και γλιστράω πίσω, το μέτωπο μου να ακουμπά πλάγια το παράθυρο.

Με πονάει το κεφάλι τρελά και νομίζω είναι η πληγή μου που με ζαλίζει τόσο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσώ δημιουργώντας υγρασία στο παράθυρο. Την στιγμή που πάω να κλείσω τα μάτια να κοιμηθώ από την βαρεμάρα, ο Alex γυρνάει το τιμόνι και με ταράζει στα πίσω καθίσματα.

Στρέφω τα ορθάνοιχτα μάτια μου προς εκείνον και σηκώνει το χειρόφρενο. Προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει, εφόσον είμαι σίγουρη ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμη στην λίμνη. Κοιτάω έξω από το παράθυρο και βλέπω πως έχουμε σταματήσει σε ένα φαρμακείο, κάτι το οποίο με κάνει να ξαφνιάζομαι. Ο Alex χωρίς να πει κάτι, σηκώνεται και βγαίνει έξω, αφήνοντας με πίσω με τα ερωτηματικά να αιωρούνται πάνω από το κεφάλι μου.

Μήπως του ήρθε η περίοδος και πάει να πάρει ταμπόν;

Βγαίνω έξω και δεν τον προλαβαίνω καν, αφού έχει ήδη μπει μέσα. Κλείνω την πόρτα πίσω μου με έναν κοφτό αναστεναγμό και ξαπλώνω πάνω της, περιμένοντας την χάρη του με σταυρωμένα χέρια. Μα πόσο με εκνευρίζει που δεν λέει κάτι και κάνει τέτοια απότομα χωρίς να μου το πει. Τόσο δύσκολο είναι να μου εξηγήσει ότι θέλει να σταματήσει;

Περιμένω γύρω στα πέντε λεπτά, χαζεύοντας στο Instagram και κοιτώντας που και που τριγύρω μου. Μια στιγμή παρατηρώ ένα ακριβό και ωραίο αυτοκίνητο να παρκάρει ακριβώς δίπλα από του Alex. Βγαίνει ένα ζευγάρι από μέσα και αμέσως καταλαβαίνω πως η κοπέλα έχει πονοκέφαλο-σε καταλαβαίνω, φιλενάδα. Το αγόρι της από την άλλη, ένα ντούκι γυμνασμένο μέχρι το κόκκαλο με πρόσωπο σαν πατημένο φρούτο, γυρνά και με τσεκάρει, κλείνοντας μου το μάτι.

Κλειστό θα το έχεις όταν σου το βγάλω.

Μόλις βλέπω τον Alex να βγαίνει, ανακουφίζομαι διότι έτοιμη ήμουν να κόψω φλέβες από την βαρεμάρα. Το ντούκι του ρίχνει τα μάτια σαν πιτμπουλ έτοιμο για επίθεση και ο Alex από την άλλη του περνά ξυστά, αγνοώντας εντελώς την ύπαρξη του. Περπατά σαν την ντίβα προς το μέρος μου και αισθάνομαι ότι ούτε που τον παρατήρησε τον άλλον.

«Σου πήρα κάτι παυσίπονα για τον πόνο και χανζαπλάστ για την πληγή. Πριν σου το δώσω όμως, κάτσε να το καθαρίσουμε για να μην μολυνθεί και γίνει πιο σοβαρό. Δεν μπορούμε να πάμε στην εκδρομή με σένα να έχεις δεύτερο κεφάλι», λέει και αναφέρεται στο καρούμπαλο που μου έχει δημιουργηθεί.

Ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και μένω απλά να τον παρατηρώ, ενώ ψάχνει την σακούλα. Βγάζει λίγο βαμβάκι και μπεταντίν και στρέφει την προσοχή του προς εμένα, τα μάτια του μόνο εστιασμένα στην πληγή μου. Εγώ δεν μπορώ πάρα να κοιτάω το πόσο συγκεντρωμένος είναι. Διώχνει κάτι μικρές τουφίτσες και ακουμπά το βαμβάκι απαλά στην πληγή, κάνοντας την να τσούξει.

«Πόνεσα», παραπονιέμαι και απλά με αγνοεί.

Νιώθω την ανάσα του πάνω στο πρόσωπο μου, το ύψος του να με κάνει να νιώθω υποτιμητικά κοντά του. Τσιτώνομαι και αρχίζω να παίζω με τα δάχτυλα πίσω από την πλάτη μου, κάθε κίνηση του κοντά μου να με κάνει να αγχώνομαι και να αναπνέω πιο κοφτά. Αγνοώντας την περίεργη αντίδραση μου, ο Alex συνεχίζει να περιποιείται την πληγή μου. Τελειώνει με ένα χαντζαπλάστ και κάνει πίσω για να δει άμα το έκανε σωστά.

Το κάτω μου χείλος τρέμει και δεν θέλω να παραδεχτώ ότι καίνε για ένα φιλί του. Κάτι λέει αλλά το μόνο που παρατηρώ είναι η κίνηση στα σαρκώδη και ζουμερά του χείλη. Νεύει το χέρι μπροστά από το πρόσωπο μου και ανοιγοκλείνω τα μάτια σαν να με είχε υπνωτίσει η απόσταση μεταξύ μας προηγουμένως. Μόλις συνειδητοποιώ πόσο ηλίθια παίζει να φαίνομαι, τινάζομαι πίσω και παίρνω μια τρομαγμένη γκριμάτσα.

Μου μιλούσε και εγώ τον τσέκαρα σαν παιδεραστής;

«Τέλος πάντων. Έχεις κάτι παυσίπονα και ένα μπουκαλάκι νερό μέσα άμα θες», αναστενάζει ο Alex κουρασμένος και από το νεκρικό βλέμμα του ξέρω πως επιλέγει να αγνοήσει την συμπεριφορά μου.

Μου ανοίγει την μπροστά πόρτα του αυτοκινήτου και τον κοιτάω με κατακόκκινα μάγουλα, τα χέρια μου να παίζουν με την άκρη της μπλούζας αμήχανα. Ευτυχώς ο Robocop δεν φαίνεται να με ψυχολογεί πίσω από εκείνο το μονίμως ανέκφραστο πρόσωπο του, γι' αυτό ανακουφίζομαι κάπως. Μπαίνω μέσα χωρίς πολλά-πολλά και μόλις μου κλείνει την πόρτα, κρύβω το πρόσωπο με τις παλάμες μου.

«Τρελάθηκες, Angel; Τι το παριστάνεις, καμιά μεξικάνικη σαπουνόπερα; Ξύπνα, για τον Alex Henderson μιλάμε», μουρμουρίζω με τον εαυτό μου και σηκώνω το κεφάλι για να πάρω μια βαθιά ανάσα.

Παρακολουθώ με τα μάτια μου τον Alex μέχρι που μπαίνει μέσα. Ξεκινάει την μηχανή και ξεπαρκάρει μέσα σε δεύτερα, εγώ να τακτοποιώ την σακούλα από το φαρμακείο και να παίρνω ένα παυσίπονο για τον εαυτό μου. Με πονάει τρελά το κεφάλι και πέρα από την πληγή, θα είναι που αναπνέω το ίδιο οξυγόνο με αυτόν τον κρυόκωλο.

Συνεχίζει να οδηγεί, ενώ εγώ ακολουθώ το παράδειγμα του και φοράω την ζώνη μου. Στο αυτοκίνητο του Nate ανεβαίνω και στο καπό γυμνή, όμως ο Alex φαίνεται πιο αυστηρός με αυτά τα θέματα. Μαζεύομαι προς την πόρτα και κοιτάω έξω από το παράθυρο με μια μελαγχολία να με καταλαμβάνει.

Είναι πολύ περίεργο που αντιδρώ έτσι κάθε φορά γύρω του. Μια έξω από το πάρτι, στο σπίτι μου κάθε φορά που έχει έρθει, σήμερα πάλι· δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί θέλω να προσέχω την συμπεριφορά μου γύρω του. Πάντα είμαι μια σαρκαστική, σπαστική, ανώριμη βλαμμένη-κλεμμένο από το Nate και την αγάπη του αυτό-όμως όταν είμαι με τον Alex, τραυλίζω και σκέφτομαι καλά τι θα πω.

Τα μάτια μου αρχίζουν να κλείνουν μόνα τους και υποθέτω πως το παυσίπονο είναι αυτό που μου προκαλεί την υπνηλία. Ο Alex ανάβει το ραδιόφωνο και χαμηλώνει την μουσική όσο για να μην ενοχλεί, αλλά να απομακρύνει την σιωπή, και αποφασίζω να κοιμηθώ λίγο. Έτσι θα έχω την ευκαιρία και να μην συναναστραφώ μαζί του αλλά και να ξεκουραστώ.

Ούτως ή άλλως τι συζήτηση μπορεί να μου κάνει ένας Alex Henderson, όταν ξεκάθαρα τα μόνα συναισθήματα που τρέφει για μένα είναι αηδία και μίσος, σε σχέση με μένα που μπορεί να νιώθω κάτι περισσότερο...;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top