•Κάδος είσαι και φαίνεσαι•

Alex's POV

Χασμουριέμαι. Τεντώνομαι ενώ κατεβαίνω τα σκαλιά και έχω να χαρώ τέτοιον ύπνο κάτι εβδομάδες τώρα. Είναι πολύ δύσκολο να μπορώ να χαλαρώσω όταν ξέρω ότι έχω δέκα φρουρούς στο δωμάτιο να με νταντεύουν και να με παρακολουθούν. Το κρεβάτι του κύριου O'Connell ήταν ό,τι χρειαζόμουν τον τελευταίο μήνα για να χαλαρώσω λίγο από αυτή την ένταση μέσα μου, αυτό το άγχος ότι μπορεί κάποιος να με σκοτώσει. Όχι ότι είναι κάποιας ποιότητας, αλλά ήταν τόσο ήρεμα και δεν ένιωθα μόνος επιτέλους. Κρατάω το χαμόγελο στα χείλη μου και περπατώ προς την κουζίνα.

Μυρίζει υπέροχα. Άκουσα τον Nate που ξύπνησε νωρίς το πρωί και ενώ άλλαζα ρούχα, να φορέσω κάτι καλύτερο εφόσον θα πάω με την πρώτη στην δουλειά-η Margie θα με περιμένει σίγουρα στην πόρτα με μαχαίρι να με σκοτώσει που έχω να εμφανιστώ ακριβώς έναν μήνα-, μπορούσα να μυρίσω το πρωινό που έφτιαχνε. Του το δίνω του Nate. Μαγειρεύει καλύτερα κι από εμένα. Με έχει κάνει να πεινάω και τέσσερα χρόνια τώρα δεν τρώω ποτέ πρωινό, εκτός όταν μένω με την μαμά και με ταΐζει με τα χίλια ζόρια όλα τα γεύματα της ημέρας.

Βρίσκω τον Nate να κάθεται ήδη στην κεφαλή του τραπεζιού. Φοράει ένα κλειστό μπλε κοστούμι, στολισμένος και φτιαγμένος, έτοιμος για δουλειά. Αν δεν ήξερα ότι ασχολείται με τις επιχειρήσεις του Gavin, θα πούλαγα την ψυχή μου ότι αυτός είναι αρχηγός κάποιας μαφίας και ότι έχει δει περισσότερους θανάτους από τις ημέρες ζωής μου. Φοράει στρογγυλά γυαλιά με λεπτό σκελετό και διαβάζει μια εφημερίδα, κάτι το οποίο νόμιζα ότι μόνο ο μπαμπάς μου και η Sophia έχουν ως συνήθεια να κάνουν κάθε πρωί. Κάθομαι στην καρέκλα με πλάτη την είσοδο της κουζίνας και ρίχνω τα μάτια στον Nate.

«Καλημέρα, προεδρόπαιδο», λέει εκείνος και ούτε που με κοιτάει για όσο διαβάζει τα νέα της ημέρας. «Πως κοιμήθηκες;»

«Υπέροχα, ευχαριστώ», απαντώ αμήχανα και συνειδητοποιώ ότι η Angel ακόμη δεν έχει κατέβει.

«Οι φρουροί σου έχουν πλάκα. Τους βλέπω που τριγυρνάνε απ' έξω και παριστάνουν ότι είναι απλοί άνθρωποι», γελάει κάπως ειρωνικά ο Nate και γυρνάει την σελίδα της εφημερίδας. «Νομίζουν ότι δεν ξέρω τους γείτονες μου; Δεν μου ξεφεύγει τίποτα».

«Την δουλειά τους κάνουν», μουρμουρίζω και κοιτάω το πιάτο μπροστά μου.

Έχει τελειώσει το δικό του πρωινό, εφόσον το πιάτο του είναι άδειο. Στο δικό μου και της Angel ακριβώς απέναντι από την θέση μου, έχει βάλει από ένα αυγό πάνω από δυο φέτες ψωμί, μάλλον ψημένες στον φούρνο. Μέσα είναι γεμάτες με τυρί, μπέικον, ντομάτα και άλλο τυρί. Με το που τις κόβω με το μαχαίρι, ο κρόκος αυγού ξεχειλώνει στο πιάτο και μέσα στην γέμιση, το στομάχι μου να γουργουρίζει ήδη. Με το που φέρνω ένα κομμάτι στο στόμα μου, νιώθω ότι γεύομαι τον Παράδεισο. Η αρμονία στις γεύσεις, η τέλεια ποσότητα όλων των υλικών, τα μυρωδικά που φρεσκάρουν την γλώσσα μου.

Τι ταλέντο είναι αυτό στην κουζίνα, Θεέ μου;

«Με το που άνοιξα την πόρτα, ήταν ένας και με περίμενε με την εφημερίδα στο χέρι. Πες τους δεν είμαι εκατό χρονών. Μπορώ να λυγίσω μπροστά να την πάρω και μόνος μου», ξεφυσά ο Nate και ευτυχώς δεν με βλέπει που κοντεύω να φτάσω σε οργασμό με αυτό το πρωινό, το στόμα μου μπουκωμένο και γεμάτο. «Μην πνιγείς και νομίζουν ότι ήθελα να σε σκοτώσω ή κάτι».

«Είναι πεντανόστιμο», μουρμουρίζω συγκινημένος και φέρνω το χέρι στο στόμα μου, ο Nate να κατεβάζει λίγο την εφημερίδα για να με δει με σουφρωμένα φρύδια.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να σε λυπάμαι που δεν σε ταΐζουν ή που φαίνεται να τρως πρωινό πριν την δουλειά πρώτη φορά», ξεφυσά εκείνος και παίρνει το φλιτζάνι καφέ του για να πιει μια γουλιά.

«Η Adriana δεν ήθελε να μαγειρεύω το πρωί για να μην μυρίζει το μέρος, συν ότι σιχαινόταν την φασαρία, οπότε», καταπίνω την μπουκιά μου και καθαρίζω ύστερα τα χείλη μου με ένα χαρτί κουζίνας που βρίσκω στο κέντρο του τραπεζιού, «είχα συνηθίσει να τρώω στην δουλειά κάτι στα γρήγορα».

«Ναι, δεν περίμενα τίποτα καλύτερο από τον Σατανά», σκέφτεται φωναχτά και σηκώνει για λίγο τα φρύδια του. «Στο σπίτι μου δεν έχει να φύγεις χωρίς πρωινό πάντως. Είναι το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας, οπότε πάντα να σηκώνεσαι στην ώρα σου».

«Μάλιστα», χαμογελώ και γεμίζω το φλιτζάνι μου με ζεστό καφέ. Ακόμη και αυτός μυρίζει υπέροχα. «Για πες μου τώρα, Nate. Τι σου χρωστάω που με κρατάς στο σπίτι σου;»

«Χρωστάς;» κατεβάζει την εφημερίδα να με δει και σκάει στα γέλια ύστερα. «Πω, καμιά φορά ξεχνάω ότι σου αρέσει να λες αστεία», πίνει λίγο από τον καφέ του και ύστερα τον αφήνει απαλά στο τραπέζι, ρίχνοντας μου τα μάτια. «Δεν θέλω τίποτα από εσένα. Αρκετά έχεις κάνει με το να υπάρχεις».

«Τι εννοείς; Να το πάρω για καλό ή για κακό αυτό;»

«Πάρ' το όπως θες, δεν με ενδιαφέρει ούτε λίγο».

Κρύβεται πάλι πίσω από την εφημερίδα του και καθαρίζω τον λαιμό μου κάπως αμήχανα. Θα το πάρω για καλό υποθέτω. Δεν μπορώ να ξέρω με τον Nate. Ο μόνος που τον γνωρίζει καλύτερα από όλους είναι ο Gavin, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω τόσο κάτω ώστε να ανταλλάξω μια σοβαρή κουβέντα μαζί του. Θα κάνω υπομονή, κάτι που μου ζήτησε και εχθές να κάνω. Έχει τους λόγους του, μην το ξεχνάω αυτό. Πίνω λίγο από τον καφέ μου, εφόσον τελείωσα ήδη το πρωινό και στηρίζω το μάγουλο στην γροθιά μου.

«Είμαστε φίλοι, δεν θέλω τα λεφτά σου και τις χάρες σου», πετάγεται ξαφνικά ο Nate και κατεβάζει την εφημερίδα με μια ενοχλημένη έκφραση στο πρόσωπο του. «Οι φίλοι είναι εκεί όταν κάποιος τους χρειάζεται. Σε αυτή την περίπτωση, ο Gavin μου ζήτησε να τον βοηθήσω να σε ξεφορτωθεί και έκανα ακριβώς αυτό».

«Α, ο Gavin», σκέφτομαι φωναχτά με έναν ξενερωμένο τόνο φωνής και ξαναπίνω λίγο από τον καφέ μου.

Ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι της εξώπορτας και σουφρώνω τα φρύδια. Ρίχνω τα μάτια στο ρολόι στον δεξί καρπό μου και αναρωτιέμαι ποιος είναι τέτοια ώρα το πρωί. Ο Nate φαίνεται ανενόχλητος για όσο φτιάχνει τα γυαλιά του και συνεχίζει να διαβάζει. Δεν είναι το σπίτι μου για να σηκωθώ να ανοίξω κιόλας. Πίνω λίγο από τον καφέ μου, το κουδούνι να ξαναχτυπάει.

«Σήκω να ανοίξεις. Τι στρογγυλοκάθεσαι;» ειρωνεύεται αμέσως ο Nate και φαίνεται αρκετά ενοχλημένος από το άτομο που δεν λέει να σταματήσει να χτυπάει. «Κάνε καμιά δουλειά, άντε».

«Περιμένετε κάποιον;» ρωτάω όταν σέρνω την καρέκλα πίσω για να σηκωθώ.

«Ξέρω 'γω. Θα δεις όταν ανοίξεις αν περιμένουμε κάποιον», λέει αδιάφορος και συνεχίζει τον καφέ του.

Πραγματικά αυτά ανέχεται η Angel κάθε μέρα μαζί του; Δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει τίποτα εκτός από την δουλειά και το φαγητό που έχει μπροστά του. Έχει μονίμως αυτό το νεκρό βλέμμα και την ειρωνεία να στάζει από το στόμα του σαν μέλι. Μόνο που μαγειρεύει έτσι όμως, είμαι πρόθυμος να κάνω ό,τι δουλειά μου ζητήσει. Δεν νομίζω και ο ίδιος να έχω φτιάξει κάτι τόσο καλό για πρωινό. Θα μπορέσω επιτέλους να πάω στην δουλειά με γεμάτο στομάχι, να μην τρέχω από την μια συνάντηση στην άλλη με μια φέτα ψωμί στο στόμα.

Περπατώ προς την εξώπορτα και κοιτάω να δω ποιος είναι από το τζάμι στο πλάι, αλλά βλέπω θολούρα μόνο. Ξεφυσάω. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω έναν τύπο να στέκεται ακριβώς μπροστά μου. Είναι πιο κοντός από μένα, το καστανόξανθο μαλλί του χτενισμένο πίσω με στυλ. Έχει σχιστά μάτια και με το που χαμογελάει, παρατηρώ πόσο του ταιριάζει να κάνει ακριβώς αυτό, μια ελιά πάνω στο ζυγωματικό του. Εκπέμπει μια ήρεμη αύρα σαν άνθρωπος που με κάνει να ανταποδώσω στο χαμόγελο του με ένα ερωτηματικό δικό μου.

«Να σε βοηθήσω;» ρωτάω κάπως αμήχανα, εφόσον δεν τον έχω ξαναδεί αυτόν τον άνθρωπο στην ζωή μου.

«Εδώ είναι η οικεία O'Connell;» αναρωτιέται με μια έντονη προφορά Νέας Υόρκης και δεν φαίνεται λιγότερο αμήχανος από εμένα.

Γιατί είναι τόσο άβολο αυτό;

«Αναλόγως. Γιατί την ψάχνεις;» φαίνομαι επιφυλακτικός και παρατηρώ έναν από τους φρουρούς μου που παριστάνει ότι κάνει κάτι ανοίγματα στον πεζόδρομο, να βγάζει το τηλέφωνο από την τσέπη του.

«Μου έδωσε η Angel αυτή την διεύθυνση. Μπορεί να κάνω και λάθος. Δεν θέλω να σας ενοχλώ. Μήπως ξέρετε αν είναι εδώ τριγύρω;» σκέφτεται φωναχτά και μου χαμογελάει τόσο που δεν μπορώ να μην ανταποδώσω.

«Στην σωστή διεύθυνση είσαι», ξεφυσάω και τον βλέπω που κάνει το ίδιο ανακουφισμένος. «Μπορείς απλά να μου δώσεις ένα λεπτό;»

«Εννοείται. Ευχαριστώ πολύ».

Του κλείνω την πόρτα στα μούτρα. Ποιος είναι αυτός; Τι κάνει τέτοια ώρα στο σπίτι και γιατί ζητάει την Angel; Παίρνω μια βαθιά ανάσα και όταν γυρνάω να πάω στην κουζίνα να ρωτήσω τον Nate τι κάνει ένας τόσο ευγενικός και ευχάριστος άνθρωπος έξω από την πόρτα τους, τον βρίσκω να στέκεται με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, λυγισμένος πίσω στον τοίχο ακριβώς δίπλα από τα σκαλιά. Φοράει ακόμη τα γυαλιά, ένα πλάγιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του. Τον πλησιάζω ενώ ακούγεται τρελή φασαρία στον δεύτερο όροφο, σαν κάποιος να τσακώνεται με ένα μάτσο γάτες.

«Τον γνώρισες;» ρωτάει και βγάζει τα γυαλιά, ακουμπώντας την άκρη τους στα χείλη του. «Πως σου φάνηκε;»

«Ευγενικός, υποθέτω. Γιατί ρωτάς;»

«Θα σε ρωτήσω πάλι μετά αν είναι», ξεφυσάει και μια πόρτα πάνω ανοίγει με τέτοια φόρα που δεν ξέρω αν πρέπει να ανησυχήσω. «3», ξεκινά την αντίστροφη μέτρηση ο Nate χαλαρός, εγώ να σουφρώνω τα φρύδια μπερδεμένος, «2», συνεχίζει, την εμφάνιση της πάνω στα σκαλιά να κάνει μια Angel που γλιστράει στο πλάι από την ταχύτητα που τρέχει, «1».

«Alex;!» φωνάζει η Angel και τα μάτια της γουρλώνουν με το που με παρατηρεί να στέκομαι.

Εκεί που δεν το περιμένω, τρέχει κάτω τα σκαλιά και πηδάει πάνω μου. Χάνω την ισορροπία μου και πέφτω πίσω, εκείνη ακριβώς επάνω μου. Τυλίγει τα χέρια της στον λαιμό μου τόσο πολύ που κοντεύω να πνιγώ. Δεν προσπαθώ να την βγάλω από πάνω μου όμως, γι' αυτό απλά ακουμπώ τις παλάμες μου πίσω και στηρίζω έτσι το σώμα μου. Με βρίσκω να γελάω ελαφρώς, ο Nate να μην έχει σταματήσει να χαμογελάει. Μας ρίχνει τα μάτια φευγαλέα και για ένα δεύτερο, μου φαίνεται τόσο ανακουφισμένος και ευτυχισμένος που μας βλέπει μαζί. Μας προσπερνά χωρίς να πει κάτι.

«Πότε ήρθες;!» ρωτάει η Angel και αποτραβιέται με κόκκινα μάγουλα για να με δει στα μάτια. «Δεν-Δεν σε περίμενα, αλλά χάρηκα τόσο που σε ξαναείδα», φέρνει τις παλάμες στα μάγουλα μου και τα ζουλάει. «Μου έλειψες. Πως είσαι; Δεν έπαθες κάτι έτσι;»

«Καλά είμαι», απαντώ με τα χείλη μου να είναι ακόμη ζουλιγμένα σαν ψάρι. «Σου έλειψα;»

«Στην αρχή νόμιζα ότι θα ηρεμήσουν τα αυτιά μου μακριά σου, αλλά πραγματικά μου έλειψες. Δεν μου έστειλες ούτε ένα μήνυμα, ούτε έδειξες σημάδια ζωής. Πέθανα από την ανησυχία. Εγώ και ο Lucas βγαίναμε να τα πιούμε από την κατάθλιψη. Εγωιστικό καθίκι, μην μας παρατάς έτσι!» φλυαρεί η Angel και απλά πεταρίζω τα βλέφαρα μου τέρμα μπερδεμένος που της έχει κοπεί η ανάσα να μιλάει τόσο γρήγορα. «Κάτσε, αν είσαι εσύ εδώ, τότε ποιος είναι στην πόρτα και μιλάει με τον Nate;» σουφρώνει τα φρύδια, όταν το πρόσωπο της χλομιάζει και σηκώνεται από πάνω μου σε ταχύτητα φωτός. «Σήκω, σήκω!»

«Τι έγινε;» γελάω αμήχανα, ακόμη να μην μπορώ να συντονιστώ με την ταχύτητα στην οποία λειτουργεί.

«Ο πρώην μου», μουρμουρίζει και τινάζει τα χέρια πάνω κάτω, εγώ να ξεσκονίζω τα ρούχα μου. «Εννοώ ο άλλος μου πρώην, όχι εσύ. Εκείνος που θέλω ακόμη», μπερδεύει την γλώσσα της και με αρπάζει ξαφνικά από τον γιακά για να με ταρακουνήσει με δύναμη. «Τώρα βρήκες να έρθεις; Το είχατε συνεννοημένο; Δεν μπορούσες να περιμένεις λίγο; Αχ, βλάκα».

«Angel, τι;» ενοχλούμαι λίγο που δεν με αφήνει σε ησυχία και αρπάζω τα χέρια της για να τα βγάλω απαλά από πάνω μου. «Ο Nate μου είπε να έρθω να μείνω εδώ κάτι μέρες, γιατί δεν έχω που να-»

«ΤΙ;! Δεν μπορείς να μείνεις μαζί μας! Τρελάθηκε εκείνος ο ηλίθιος;» πανικοβάλλεται αμέσως και πραγματικά δεν ξέρω τι να σχολιάσω πιο πρώτα.

Ο πρώην της; Εκείνος που θέλει ακόμη; Το στομάχι μου δένεται κόμπος και η διάθεση μου χαλάει αμέσως. Τώρα εξηγείται ο υπερβολικός ενθουσιασμός και ο λόγος που τρέχει εδώ και 'κει πρωί-πρωί. Τα μάγουλα της είναι τόσο ροδοκοκκινισμένα σαν να στεκόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Δαγκώνει το νύχι της αγχωμένη, το χέρι της γραπωμένο στο μαύρο φούτερ μου. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου ανέκφραστος και δεν το κρύβω ότι είμαι ενοχλημένος. Με πεθαίνει στην αγκαλιά της και μου λέει ότι τα κλαίει με τον Lucas, μόνο για να πει ύστερα ότι έχει κουβαλήσει τον πρώην της εδώ; Δηλαδή όντως δεν με βλέπει ως κάτι παραπάνω από φίλο;

Το χαμόγελο μου κόβεται αμέσως. Δεν το δείχνω, αλλά είμαι κομμάτια. Περίμενα να με θελήσει έστω λίγο. Τι είναι αυτό; Γιατί ξαφνικά έχει αγχωθεί τόσο με τον Nate που μιλάει στον άλλον στην πόρτα-Tom, Thomas, Timothy, δεν θυμάμαι καν πως τον λένε. Βγάζει το χέρι από πάνω μου και φτιάχνει την αλογοουρά της, διώχνοντας κάποιες τρίχες που πέφτουν στο πρόσωπο της. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και εκπνέει αργά, εγώ να την κοιτάω τέρμα ανέκφραστος, τόσο πληγωμένος που δεν μπορώ παρά να σταθώ έτσι στα πόδια μου και να παριστάνω ότι δεν με νοιάζει.

Ώστε έκανες την επιλογή σου, Angel;

«Πως είμαι, Alex; Όμορφη; Άσχημη; Μήπως φαίνομαι χοντρή;» πανικοβάλλεται και με το που μου ρίχνει τα μάτια, ένα ρίγος με διαπερνά σε όλο μου το σώμα.

«Είσαι υπέροχη», μουρμουρίζω και της ζορίζω ένα χαμόγελο.

Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ να την μισήσω. Ακόμη και που την βλέπω να αγχώνεται τόσο για τον πρώην της, ακόμη και που την άκουσα να λέει ότι τον θέλει, δεν μου αρκούν αυτά να σταματήσω να την αγαπώ. Συγκρατώ τον εαυτό μου με το να σφίγγω τα μπράτσα μου και καταπίνω το σάλιο μου, κάπως έτσι να μην δείχνω τόσο πληγωμένος, πόσο μάλλον ενοχλημένος με την όλη κατάσταση.

Η Angel με αρπάζει ξαφνικά από τον γιακά και με φέρνει κοντά στο πρόσωπο της. Έχει σουφρώσει τα φρύδια, δημιουργώντας μια γραμμή ανάμεσα από τα φρύδια της. Φαίνεται πολύ αποφασισμένη και σοβαρή. Παρόλο που πρέπει να νιώθω σκατά για την κατάσταση στην οποία βρίσκομαι, ρίχνω τα μάτια στα χείλη της και με βρίσκω να τα επιθυμώ όσο τίποτα άλλο. Μου έχει λείψει τόσο να την φιλάω, που μόνο στην ιδέα, η καρδιά μου ξεκινά να χτυπά γρήγορα.

«Φέρσου φυσιολογικά και θα τα πούμε μετά οι δυο μας. Άκου εκεί να συζήσουμε», δηλώνει χαμηλόφωνα, εγώ να αποτραβιέμαι τόσο τσαντισμένος που δεν της ξεφεύγει, το βλέπω στα μάτια της.

«Φυσιολογικά φέρομαι».

«Να φερθείς περισσότερο τότε», αντιλέγει.

Ο Nate κάνει νόημα στον άλλον να περάσει μέσα. Λυγίζω πίσω στον καναπέ και κρατάω τα χέρια σταυρωμένα, μόνο έτσι να μπορώ να ξεσπάσω δίχως να με δουν. Η καρδιά μου βαραίνει στο στήθος μου όταν βλέπω το χαμόγελο του Nate προς τον άλλον. Εμένα μόνο με ειρωνεύεται. Η Angel φτιάχνει την ζακέτα της-ασχολίαστο ότι είναι η δική μου-και μεγαλώνει το χαμόγελο της τόσο πολύ που πραγματικά θέλω να ξεράσω το πρωινό που μόλις έφαγα. Ρίχνω τα ανέκφραστα, κενά μου μάτια στον πρώην της και πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι του βρήκε.

Πέρα του ότι είναι ευγενικός και ήρεμος άνθρωπος.

«Thomas μου! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω», ενθουσιάζεται η Angel και τον πλησιάζει.

«Καλημέρα, Angel», λέει εκείνος και της τείνει το χέρι, αλλά εκείνη το αγνοεί επίτηδες, πλησιάζοντας τον για μια αγκαλιά.

Τα έντερα μου βράζουν από την ζήλεια. Μόνο που βλέπω πώς κολλάει το στήθος της στο δικό του και τινάζει τα οπίσθια της πίσω, δεν μπορώ παρά να χαμογελάσω ψυχωτικά. Η αηδία θα μου κάτσει στον λαιμό, το νιώθω. Εκείνος γελάει αμήχανα με την αγκαλιά και την ανταποδίδει τυπικά, χωρίς να δίνει κάποια σημασία. Η Angel αποτραβιέται και μόνο τότε βλέπω τον Nate που μου κάνει νόημα να τους δω καλά ενώ περπατά προς το μέρος μου.

Τι θέλει κι αυτός; Να ξεράσω με το ζόρι το πρωινό που ετοίμασε;

«Κουράστηκες; Πως ήταν η πτήση; Θες να βάλω λίγο καφέ; Μας πρόλαβες στο πρωινό», κάνει την γλυκιά της φωνή η Angel και φέρνω το χέρι στο στόμα για να συγκρατήσω τον εμετό.

«Δεν ήθελα να ενοχλήσω τέτοια ώρα. Χίλια συγγνώμη», δηλώνει εκείνος και παρόλο που δεν θέλω να τον βλέπω, ακούγεται πραγματικά ευγενικός άνθρωπος.

Μήπως δεν είμαι αρκετά ευγενικός, γι' αυτό δεν με θέλει;

«Ας μην ερχόσουν αν δεν ήθελες να ενοχλήσεις», σχολιάζω με έναν ανέκφραστο τόνο φωνής και καθαρίζω ύστερα τον λαιμό μου.

«Alex, σκάσε. Γίνεται;» γελάει ψυχωτικά η Angel και γυρνάει να με δει με ορθάνοιχτα μάτια, τα χέρια της στον θώρακα του Thomas της.

«Δεν γνωριστήκαμε ποτέ τώρα που το σκέφτομαι», πετάγεται εκείνος και με ένα χαμόγελο βγάζει αργά τα χέρια της Angel από πάνω του, σαν να έβρισκε δικαιολογία να το κάνει. «Είμαι ο Thomas, φίλος της Angel. Εσύ είσαι ο;»

Μου τείνει το χέρι και το κοιτάω αδιάφορος. Του ρίχνω τα μάτια κάπως αηδιασμένος, όταν εκείνα πέφτουν στον Nate που με το ζόρι κρατιέται να μην πεθάνει στα γέλια. Η Angel δίπλα στον Thomas μου κάνει νοήματα ότι θα με σκοτώσει, θα μου κόψει το κεφάλι και θα με θάψει έξω στον κήπο. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν έχω ιδέα τι στο καλό κάνω εδώ και γιατί συμφώνησα να μείνω με αυτά τα αδέλφια. Ο ένας περνάει καλά με το να κάνει την αδελφή του να υποφέρει, η άλλη είναι ικανή να με σκοτώσει με αυτό το σκοτεινό της βλέμμα, όταν μόλις πριν λίγο με αγκάλιαζε. Εγώ απλά στέκομαι εδώ σαν τον ηλίθιο, να θέλω ακόμη την πρώην μου και να ζηλεύω που ένας κοντοστούπης την έχει κάνει δικιά του.

Τι περίμενα, ο βλάκας; Να με θέλει ξανά;

«Ο Alex είναι», πετάγεται η Angel όταν βλέπει πως δεν σκοπεύω να απαντήσω, πόσο μάλλον να του δώσω το χέρι. «Είναι μακρινός μας ξάδερφος και ήρθε για διακοπές στο Beverly Hills».

«Κάπως γνώριμος μου φαίνεσαι. Σε έχω πετύχει κάπου;» ρωτάει ο Thomas και χαϊδεύει το πηγούνι του σκεφτικός, απομακρύνοντας το χέρι του από κοντά μου, εφόσον καταλαβαίνει κι εκείνος ότι δεν θα του το σφίξω.

«Του το λένε συχνά, μην δίνεις σημασία», γελάει η Angel και χτυπάει τους δείκτες της μαζί ντροπαλά.

«Ναι, ένας απλός ξάδερφος είμαι», αναστενάζω κάπως ενοχλημένος και σφίγγω κι άλλο τα μπράτσα μου γιατί δεν με βλέπω να κρατιέμαι για πολύ.

«Είμαι σίγουρος όμως-»

«Θες να σου βάλω καφέ; Έλα, πάμε στην κουζίνα», τον διακόπτει η Angel και τυλίγει τα χέρια της στο μπράτσο του για να τον τραβήξει προς εκεί.

Μόνο που τον αγγίζει, το στομάχι μου σφίγγεται κόμπος. Δεν μπορώ να σταματήσω να ζηλεύω. Τα μάγουλα της παραμένουν κόκκινα και γελάει με κάτι που της λέει, αμέσως να ακουμπά το κεφάλι στον ώμο του. Τα μάτια της γουρλώνουν και φαίνεται... ευτυχισμένη. Εμένα δεν με έχει κοιτάξει ποτέ έτσι, ούτε μου έχει μιλήσει με τέτοια ηρεμία και αγάπη. Οι ανάσες μου γίνονται κοφτές και πραγματικά τρέμω από τα νεύρα για όσο τους βλέπω έτσι μαζί να πάνε προς την κουζίνα.

«Τι λες, λοιπόν, ξάδερφε; Πως σου φαίνεται ο Thomas;» ρωτάει ξαφνικά ο Nate και δεν μπορώ να βγάλω το βλέμμα μου από το χαμόγελο της Angel μέχρι που χάνεται μέσα στην κουζίνα.

«Θέλω να τον σκοτώσω», γρυλίζω και φέρνω το χέρι στο μέτωπο ενώ κατεβάζω το κεφάλι να δω το πάτωμα. «Γιατί είναι τόσο τέλειος; Τι κάνω λάθος;»

«Είναι όντως από τα λίγα φυσιολογικά αγόρια που φέρνει σπίτι η Angel. Πολύ ευγενικός, καλός και ήρεμος άνθρωπος. Είδες πόσο προσεχτικός ήταν με τον τρόπο που άγγιζε την Angel;» λέει χαλαρός ο Nate και πρώτη φορά μου έρχεται να πάρω την γλώσσα και να του την κόψω. «Κρίμα που δεν την θέλει, δεν λες;»

Σηκώνω αμέσως το κεφάλι να τον δω που στέκεται δίπλα μου λυγισμένος κι εκείνος στην πλάτη του καναπέ. Έχει φορέσει τα γυαλιά του και μου χαμογελά πλάγια. Τον κοιτάω κάπως σοκαρισμένος με το τελευταίο που ξεστόμισε. Εκείνος γελάει ελαφρώς και φέρνει το χέρι στο κεφάλι μου ξαφνικά για να το χαϊδέψει. Είναι περίεργο που θέλω να τον έχω για μπαμπά μου, εφόσον ο βιολογικός μου είναι απλά άχρηστος;

«Τι-Τι εννοείς;»

«Άσε λίγο τα βυζιά της αδελφής μου και κοίτα εκείνον. Είναι τόσο αμήχανος κοντά της. Το έχει στο μέτωπο του γραμμένο ότι ήρθε να την παρατήσει μια και καλή. Απλά είναι πολύ ευγενικός και καλός για να φανεί απότομος», ξεφυσά ο Nate και βάζει το κεφάλι μου κάτω από την μασχάλη του, εμένα τα μάγουλα να κοκκινίζουν που με αγκαλιάζει με αυτόν τον τρόπο. «Θα της το πάει αργά για να μην πληγωθεί πολύ, εφόσον τον θέλει ακόμη. Ή έτσι νομίζει. Αχ, να είχε να μου μοιάσει λίγο».

«Δεν την θέλει;» αναρωτιέμαι και τώρα που το σκέφτομαι, έχει ένα δίκιο ότι ήταν αμήχανος και προσπαθούσε να τηρεί μια απόσταση.

«Όπως το περίμενα, ξάδερφε», σκέφτεται φωναχτά και σταματάει να μου πειράζει τα μαλλιά, το χέρι του να μένει κρεμασμένο στους ώμους μου όμως. «Πω, ποιος την ανέχεται να μυξοκλαίει τώρα; Θα πω στον Gavin να της κάνει παρέα για να αποφύγω τα δράματα. Είμαι μεγάλος να ασχολούμαι με τέτοια».

«Ασ' το σε εμένα», πετάγομαι αμέσως και τον κοιτάω με γουρλωμένα μάτια, τα δικά του να με εξετάζουν σκεφτικά. «Θα της κάνω εγώ παρέα».

«Ναι, εννοείται πως θα της κάνεις, βλάκα. Γιατί νομίζεις ότι σε έβαλα στο σπίτι μου; Για να σε έχω διακοσμητική γλάστρα;» ειρωνεύεται ο Nate και ζουλάει την άρθρωση του δείκτη του στο μέτωπο μου. «Ειλικρινά, Alex», με αφήνει ελεύθερο ο Nate για όσο εγώ χαϊδεύω το μέτωπο μου πονεμένα, τα μάτια μου παραμένουν σε εκείνον, «μόνο εσένα εμπιστεύομαι πλέον ότι θα την φροντίσεις όπως πρέπει, γι' αυτό κράτα την. Στην αρχή μπορεί να κάνει σαν γάτα και να σε γρατζουνίσει, αλλά ξέρω ότι θα φανεί φρόνιμη ύστερα. Δυστυχώς, η αδελφή μου είναι τέρμα ηλίθια και γι' αυτό δεν ταιριάζει με όλους, μην πω με κανέναν πέρα από εσένα».

Τον κοιτάω κάπως αποβλακωμένος, η καρδιά μου να χτυπά γρήγορα. Το βλέπω στα μάτια του ότι θλίβεται για την Angel που θα πρέπει να υποστεί κάτι τέτοιο από τον Thomas. Μου χαρίζει ένα χαμόγελο τόσο καλοσυνάτο που γεμίζει η ψυχή μου. Όντως με συμπαθεί. Όντως με θεωρεί την καλύτερη επιλογή για εκείνην. Όλες αυτές τις φορές που μου έδινε το πάσο, το έκανε γιατί είχε καταλάβει ότι την αγαπάω όσο το σύμπαν ολόκληρο. Φτιάχνω το μαλλί μου και ανταποδίδω το χαμόγελο, αποφασισμένος να μην τον απογοητεύσω και να ακολουθήσω την συμβουλή του. Μου χαϊδεύει το κεφάλι ξανά σαν να είμαι μικρό παιδί.

«Πάμε τώρα, ξάδερφε Alex. Άλλο λίγο να μιλήσω για τις πραγματικές σκέψεις μου και νομίζω θα ξεράσω», αηδιάζει ο Nate και σπρώχνει τα γυαλιά του πίσω με το δάχτυλο του. «Τι με βάζεις να ζω, Angel;»

«Υπόσχομαι να μην την πληγώσω, Nate. Αλήθεια την αγαπάω. Θέλω να την κάνω ευτυχισμένη και να την βλέπω να χαμογελάει κάθε πρωί που ξυπνάει», πετάγομαι να πω αποφασιστικά, αναγκάζοντας τον να σταματήσει ακριβώς μπροστά μου.

«Βλάκα, το ξέρω», ξεφυσάει κουρασμένος και γυρνάει μόνο το κεφάλι να με δει με το ένα χέρι στην τσέπη του παντελονιού του. «Εγώ για σένα ανησυχώ περισσότερο που ερωτεύτηκες αυτήν την τρελή. Το ξέρεις ότι θα σε πληγώσει και να, που στέκεσαι σαν τον ηλίθιο να μου λες εμετικές, ρομαντικές βλακείες. Είσαι χαμένη υπόθεση».

Σηκώνει τους ώμους του με μένα να γελάω αμήχανα για όσο ξύνω τον σβέρκο μου. Δεν έχει καθόλου άδικο, ότι την θέλω ακόμη και που ξέρω ότι θα με πληγώσει. Με τραβάει από το φούτερ ξαφνικά και μου το φτιάχνει με το ένα χέρι ύστερα ενώ περπατάμε προς την κουζίνα. Δεν θέλει να το δείχνει ποτέ του, αλλά με νοιάζεται και με αγαπάει τόσο πολύ. Μόνο που σκέφτομαι αυτά τα λίγα και σπάνια χαμόγελα που μου χάρισε σήμερα, τόσο καλοσυνάτα, ξέρω ότι όντως με εμπιστεύεται. Ανακουφίζομαι. Το να είμαι καλά με τον αδελφό της Angel ήταν πάντα ο στόχος μου, γι' αυτό και συνέχισα να κάνω παρέα μαζί του ακόμη και όταν χωρίσαμε.

Περπατάμε σιωπηλοί στην κουζίνα, το χαμόγελο να μην φεύγει από τα χείλη μου. Για μένα ο Nate είναι ο μεγάλος αδελφός που ποτέ δεν είχα. Τον θαυμάζω με όλη μου την καρδιά. Είναι τόσο δυναμικός και έξυπνος. Καταλαβαίνει τα πάντα γύρω του και δεν αφήνει τίποτα να του ξεφύγει. Προστατεύει τα άτομα που αγαπάει και κάνει τόσα πολλά για εκείνους, να μην τον νοιάζει τόσο αν το καταλαβαίνουν ή όχι. Του αρκεί να είναι καλά.

Το ίδιο έκανε και με μένα όταν ήμουν με την Adriana, είμαι σίγουρος.

«Θα ήθελα να έχω έναν μπαμπά σαν εσένα», λέω και μου παίρνει λίγο να συνειδητοποιήσω ότι το είπα φωναχτά αυτό, τα ορθάνοιχτα μάτια μου να συναντιούνται με τα μπερδεμένα-λίγο αηδιασμένα επίσης-δικά του.

Ενώ η Angel προσπαθεί να πείσει τον Thomas να φάει το κομμάτι κέικ που του τείνει, η εξώπορτα ανοίγει και κλείνει. Ο Nate συνεχίζει να με κοιτάει σαν να με λυπάται που ξεστόμισα κάτι τόσο πραγματικά αξιολύπητο. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του και ξεφυσάει ύστερα, μάλλον γιατί επιλέγει για το καλό μου να το αγνοήσει. Χαϊδεύει το μέτωπο του, καθώς γελάω αμήχανα.

«ALEX!» φωνάζει ξαφνικά ο Gavin την στιγμή που πάμε να κάτσουμε στο τραπέζι και τρέχει προς το μέρος μου συγκεκριμένα.

«Α, καλώς-»

Προσπερνάει τον Nate και ορμάει κατά πάνω μου. Τυλίγει το μπράτσο του στον λαιμό μου και αρχίζει να με πνίγει, εγώ ακόμη σοκαρισμένος με το τι έπαθε πρωί-πρωί. Αρπάζει το πιάτο κέικ από το χέρι της Angel που τάιζε τον Thomas και το φέρνει στο πρόσωπο μου, τρίβοντας το κιόλας καλά-καλά. Τσαντισμένος κι εγώ τώρα, τον χτυπάω στο στομάχι και με το που απελευθερώνει την λαβή του, ξεφεύγω και του γυρνάω το χέρι, φέρνοντας τον ανάμεσα στο ζευγαράκι και κολλώντας το πρόσωπο του πάνω στο πρωινό της Angel.

«Είσαι ηλίθιος;» τσαντίζομαι και προσπαθώ να καθαρίσω το κέικ από το πρόσωπο μου. «Τι έπαθες πρωί-πρωί;»

«Τολμάς να κλέψεις τον Nate από εμένα; Πάρε την Angel, αλλά μείνε μακριά του! Το ένιωσα με την τηλεπάθεια μου ότι τον θαύμασες και τον αγάπησες για λίγο», φλυαρεί τις ασυναρτησίες του, εγώ να τον αφήνω ελεύθερο.

«Να πάρει την Angel;» αναρωτιέται ο Thomas τέρμα μπερδεμένος και γελάει για να απαλύνει λίγο το κλίμα.

«Όι, ηλίθιοι, τι κάνετε;» γρυλίζουν ταυτόχρονα τα αδέλφια O'Connell, τα βλέμματα τους να έχουν σκοτεινιάσει τόσο που μαζί με τον Gavin τρομοκρατούμαστε.

«Τολμάτε να χαραμίζετε φαγητό στην οικία μου;» είναι ο Nate αυτός που αρπάζει τον Gavin από τον γιακά και τον φέρνει κοντά στο πρόσωπο του, να βγάζει φωτιά από τα νεύρα.

«Μην δίνεις σημασία, Thomas. Είναι παιχνίδια που παίζουμε από μικρά σαν ξαδέρφια», χαμογελάει η Angel στον Thomas και σηκώνεται αργά όρθια, τα ορθάνοιχτα τσαντισμένα μάτια της πάνω μου. «Έτσι δεν είναι, Alex;» με αρπάζει κι εκείνη από τον γιακά, εγώ αμέσως να καταπίνω το σάλιο μου.

«Ν-Ναι. Ξαδέρφια», απαντώ τρομοκρατημένος.

Τα δύο αδέλφια μας σέρνουν σαν κουρέλια προς την εξώπορτα. Πρώτος πετάει ο Nate τον Gavin και ύστερα η Angel εμένα. Εγώ και ο γαμπρός μου στεκόμαστε στο κατώφλι σοκαρισμένοι που μας έδιωξαν έτσι απλά. Κλείνουν την πόρτα πίσω τους με δύναμη, δίχως πολλές εξηγήσεις. Ανοίγει πάλι και ο Nate μου πετάει κάτι κλειδιά ανέκφραστος. Τα πιάνω στον αέρα και τα βάζω στην τσέπη μου.

«Πάρε αυτά για τώρα. Είναι της Angel, οπότε πρόσεξε τα», δηλώνει ανέκφραστος και κλείνει ξανά την πόρτα.

«Κοίτα τι έκανες τώρα!» τσαντίζεται ο Gavin και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος του, το αυγό κολλημένο ακόμη στο μάγουλο του.

«Εγώ ή εσύ, σίχαμα;» αντιλέγω και με ένα αποκρότημα των δαχτύλων μου, ένας φρουρός εμφανίζεται και μου τείνει ένα υγρό μαντηλάκι.

Πολύ γρήγοροι έχουν γίνει.

«Δεν σου φτάνει η Angel; Θες να σου δώσουμε όλο το σόι;» σαρκάζεται και με πλησιάζει στον πεζόδρομο που στέκομαι πλέον. «Μου δίνεις κι εμένα ένα, σε παρακαλώ;»

Ρίχνω τα μάτια στον φρουρό που βάζει το χέρι στο εσωτερικού του σακακιού του. Του χαρίζω ένα τέρμα ψυχωτικό χαμόγελο να καταλάβει ότι θα τον σκοτώσω σε περίπτωση που τολμήσει να δώσει ένα μαντηλάκι στον Gavin. Καταπίνει το σάλιο του τρομοκρατημένος. Κουνάει το κεφάλι καταφατικά και κάνει πίσω να πάει πάλι να κρυφτεί σε κάποιον θάμνο. Χαμογελάω θριαμβευτικά, ο Gavin να σφίγγει την γροθιά του με ένα τσαντισμένο βλέμμα.

«Πάρε», του τείνω το υγρό μαντηλάκι μου, αφότου έχω καθαριστεί πλήρως. «Ένα σκουπίδι για τον κάδο σκουπιδιών, ακριβώς όπως σου αρμόζει».

Εκεί που δεν το περιμένω, σηκώνει το πόδι και με χτυπάει ακριβώς στον ανδρισμό μου. Λυγίζω μπροστά αμέσως από τον πόνο, το χέρι μου να ακουμπάει εκεί και το άλλο στο αυτοκίνητο του Nate παρκαρισμένο ακριβώς δίπλα μου στον πεζόδρομο. Τον βλέπω που γελάει σατανικά ενώ σφίγγει το υγρό μαντηλάκι στην γροθιά του, το βλέμμα του κενό και τέρμα δολοφονικό.

«Κάδος είσαι και φαίνεσαι. Σε βαρέθηκα να με κακομεταχειρίζεσαι, καθίκι. Πραγματικά τράβα να καείς στην κόλαση-»

Μαζεύω ό,τι δύναμη έχω και του ρίχνω την μπουνιά μου στον δικό του ανδρισμό. Αμέσως διπλώνεται μπροστά και ύστερα πέφτει στα γόνατα του. Εγώ ακουμπώ την πλάτη πίσω στο καπό του αυτοκινήτου και προσπαθώ να ανασάνω από τον πόνο, εκείνος να έχει κοκκινίσει στο πρόσωπο. Μουγκρίζουμε και οι δυο από τον πόνο, ο Gavin να χτυπάει την γροθιά του στον πεζόδρομο.

«Αν είναι... να καώ στην κόλαση... θα σε πάρω μαζί μου», γρυλίζω και του ορμάω για να τον πνίξω από τα νεύρα μου.

Εκείνος καταφέρνει να μου κρατήσει τα χέρια και κάπως έτσι κατρακυλάμε στο γρασίδι μπροστά από το σπίτι του Nate. Παίρνει το πάνω χέρι και με κλωτσάει στο στομάχι. Δεν τα παρατάω. Αγνοώ την κυρία που κάνει πρωινό τζόκινγκ και μας κοιτάει περίεργα και γυρνάω τον Gavin να σταθώ από πάνω του. Τυλίγω τα χέρια μου στον λαιμό του και εκείνος αρχίζει να μου τα χτυπάει για να τον απελευθερώσω, εγώ να σφίγγω και άλλο.

«Θείε Alex; Μπαμπά;» ακούω την φωνή της ανιψιάς μου Vivian και σταματάω την γροθιά μου που ήταν έτοιμη να φιληθεί με το πρόσωπο αυτού του ηλίθιου, τα μάτια μου ορθάνοιχτα.

«Viv; Τι κάνεις εδώ;» ρωτάω και γελάω αμήχανα, η γροθιά μου να κατεβαίνει αργά κάτω.

Την βλέπω που στέκεται στον πεζόδρομο αγκαλιά με τον αρκούδο που της έκανα δώρο στα γενέθλια. Φοράει ένα βιολετί φόρεμα και έχει αφήσει τα μακριά μαλλιά της κάτω, μια λευκή στέκα να τα κρατάει μακριά από το πρόσωπο της. Φαίνεται λίγο τρομαγμένη, γι' αυτό φτιάχνω τον γιακά του Gavin και του χαμογελάω ψυχωτικά, εκείνος να ανταποδίδει τα συναισθήματα αηδίας.

«Μου-Μου είπε η μαμά να έρθω να-να πω στον μπαμπά να με πάει σχολείο», μουρμουρίζει εκείνη και αγκαλιάζει τον αρκούδο περισσότερο. «Γιατί τσακώνεστε, θείε Alex; Δεν αγαπάς τον μπαμπά μου;»

«Τον λατρεύω, καλή μου. Απλά είχε κάτι στο πρόσωπο του και του το έβγαζα», ψεύδομαι και σηκώνομαι αργά από πάνω του, ο πόνος κάτω να μου κόβει για λίγο την ανάσα. «Δεν είναι κάτι».

«Καλά λέει ο θείος σου, πριγκίπισσα μου, δεν τσακωνο-» πατάω το στομάχι του για να τον προσπεράσω και πλησιάζω την ανιψιά μου με ένα χαμόγελο, λυγίζοντας στα γόνατα μου.

«Θείε, μου έλειψες. Έφυγες και δεν μας πήρες ένα τηλέφωνο», είναι έτοιμη να κλάψει η Vivian, το ίδιο κι εγώ από τον πόνο.

«Συγγνώμη, ομορφιά μου. Δεν θα το ξανακάνω», γελάω αμήχανα και της αφήνω ένα φιλί στο μέτωπο, όταν ξαφνικά ο Gavin με τραβάει από την κουκούλα για να με σύρει πίσω και μακριά από την κόρη του.

Τολμάει, το καθίκι, να με απομακρύνει από την ανιψιά μου;

«Πάμε, Vivs. Μην αργήσει η πριγκίπισσα του μπαμπά στο σχολείο, εε;» χαχανίζει και την σπρώχνει στον πεζόδρομο, εκείνη κάπως μπερδεμένη. «Θα τα πούμε μετά, Alex. Να περάσεις να σε ταΐσουμε ποντικοφάρμακο».

«Μπαμπά, τι είναι το ποντικοφάρμακο;» ρωτάει η Viv και φεύγουν τόσο απλά με μένα να κάθομαι στο γρασίδι και να ανταποδίδω το ψυχωτικό χαμόγελο του Gavin.

Ξαπλώνω πίσω κουρασμένος και κλείνω για λίγο τα μάτια. Τα ανοίγω ανέκφραστος. Δεν μου έχει λείψει τελικά καθόλου το Beverly Hills. Η γυναίκα που αγαπάω τρέχει πίσω από τον αδιάφορο πρώην της, κάπως κατέληξα να το παριστάνω ο ξάδερφος της, ο γαμπρός μου κοντεύει να με σκοτώσει στα μάτια της ανιψιάς μου και... τι άλλο με περιμένει αλήθεια; Κοιτάω τον ουρανό και ξαφνικά νιώθω μια ψιχάλα στο μέτωπο μου. Ξεφυσάω. Σοβαρά τώρα; Σηκώνομαι όρθιος και ξεσκονίζω τα ρούχα μου. Κοιτάω πίσω την οικεία O'Connell και κάπως θλίβομαι. Στην αρχή χάρηκα με εκείνην την αγκαλιά της, όμως το μίσος της ύστερα...

«Φέρτε μου κάποιος τα κλειδιά του αυτοκινήτου», φωνάζω ανυπόμονα και μέσα σε ένα λεπτό, ένας φρουρός εμφανίζεται με κομμένη την ανάσα για να τα αφήσει στην παλάμη μου. «Ευχαριστώ».

Θα την κερδίσω πίσω και θα κάνω τα πάντα. Το πήρα απόφαση.

Θα δεις, Angel O'Connell.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top