•Είναι να μην μου πέσεις στα χέρια ενώ χωρισμένος, Angel•

Ανοίγω τα μάτια απότομα. Με το που συνειδητοποιώ τι γίνεται, με ποιον γίνεται και για πόσα δεύτερα γίνεται, πετάγομαι κάμποσα βήματα πίσω. Φέρνω τα δυο χέρια πάνω από τα χείλη μου και τον κοιτάω με ορθάνοιχτα μάτια. Ο Alex φαίνεται τέρμα μπερδεμένος, μην πω σοκαρισμένος κιόλας. Η αμήχανη σιωπή μεταξύ μας για κάμποσα δεύτερα κάνει την κατάσταση χειρότερη απ' ότι είναι ήδη. Το αίμα που έχει ανέβει στο κεφάλι μου από την ντροπή, κοντεύει να μου το σκάσει σαν μπαλόνι.

«Ιου, ιου, ιου», είναι το πρώτο πράγμα που λέω και αρχίζω να καθαρίζω με τα χέρια, τα μανίκια, ό,τι έχω γενικότερα, τα χείλη μου τέρμα αηδιασμένη. «Τι κάνεις εκεί;!»

«Εε;» ξεστομίζει κι άλλο μπερδεμένος, να σουφρώνει τα φρύδια του και να κοιτάει φευγαλέα αλλού αμήχανος. «Τι έκανα;»

Του ρίχνω τα μάτια τσαντισμένη. Προσπαθεί να βολευτεί στην θέση του, αλλά τον βλέπω που δυσκολεύεται, μια ενοχλημένη γκριμάτσα στο πρόσωπο του. Κρατάει μια γραμμή ανάμεσα από τα φρύδια του, πραγματικά ανήμπορος να καταλάβει τι συνέβη μόλις τώρα. Ξέρω καλά τι έκανε. Τον πλησιάζω και με ξανακοιτά, αυτή την φορά να κάνει το σώμα του λίγο πίσω, έτοιμος να με διώξει από πάνω του σε περίπτωση που επιχειρήσω κάτι. Το βλέμμα μου νεκρώνει και εκεί που δεν το περιμένει, του δίνω μια σφαλιάρα, το κεφάλι του να γυρνάει αμέσως στο πλάι.

«Δεν ντρέπεσαι αρραβωνιασμένος άνθρωπος;» γρυλίζω και βάζω τα χέρια στην μέση μου με το βλέμμα μαμάς που έπιασε το παιδί να τρώει μπισκότα πριν το δείπνο.

Ο Alex πεταρίζει τις βλεφαρίδες του σοκαρισμένος. Φέρνει το χέρι στο μάγουλο του να το χαϊδέψει και μου ρίχνει τα μάτια απελπισμένος να καταλάβει τι στο καλό τρέχει. Ξέρω πολύ καλά τι έκανε όμως. Εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ήρθα να τον δω στα μάτια για να με πείσω ότι τον σιχαίνομαι, ότι με αηδιάζει μέχρι αηδίας, για να με φιλήσει. Σαν να μην έφτανε αυτό, δεν ανταπέδωσε για να νομίζω ότι το έκανα εγώ κιόλας. Τον κοιτάω τσαντισμένη, αυτός ακόμη να αναρωτιέται τι συμβαίνει.

«Τι λες, Angel; Τι έκανα εγώ; Εσύ-»

«Σκάσε», τρώει δεύτερη σφαλιάρα πριν τελειώσει την πρόταση και του γυρνάω την πλάτη αμέσως. «Δεν έχεις ίχνος ντροπής πάνω σου. Πως τολμάς και φιλάς άλλες κοπέλες ενώ είσαι δοσμένος σε μια άλλη; Ήξερα ότι είσαι τεράστιο αρχίδι, αλλά όχι κι έτσι».

Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου και κρατάω το κεφάλι ψηλά με το που ξαναστρέφω την προσοχή μου στον Alex. Ξανακαθαρίζω τα χείλη μου αηδιασμένη και τον κοιτάω με ένα τέρμα υποτιμητικό βλέμμα. Αλήθεια, με απογοητεύει. Δεν περίμενα ποτέ να κάνει κίνηση. Ήθελα απλά να τον δω στα μάτια, τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Μην χάσει όμως. Αμέσως εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να ενώσει τα χείλη μας για να με κάνει να υποκύψω. Καλά που το κατάλαβα νωρίς και απομακρύνθηκα.

Χαϊδεύει το άλλο του μάγουλο τώρα και ξαναγυρνάει να δει, αυτή την φορά πιο τσαντισμένος από πριν. Το θράσος να ενοχλείται κιόλας. Κρατάει τα φρύδια σουφρωμένα, αργά να σηκώνει το σώμα του για να έρθει καλύτερα αντιμέτωπος με έμενα. Χάνει για λίγο την ισορροπία του, φέρνοντας το ένα χέρι στο μέτωπο του και κάπως χάνεται μια στιγμή σαν να προσπαθεί να συνέλθει. Φαίνεται λίγο χλωμός, τα δικά μου μάγουλα να έχουν πάρει φωτιά, εφόσον το μπουφάν του είναι πολύ ζεστό.

«Έχεις χαζέψει τελείως;» ρωτάει τσαντισμένος και με το που μου ρίχνει τα κενά του μάτια, καθαρίζω τον λαιμό μου. «Ποιος φίλησε ποιον, Angel;»

«Εσύ εμένα», απαντώ αποφασιστικά και σηκώνω το κεφάλι να έρθω αντιμέτωπη μαζί του.

«Εσύ έκανες κίνηση πρώτη, κοπέλα μου. Θες να με τρελάνεις; Γιατί να σε φιλήσω ενώ είμαι σε σχέση;» δηλώνει και χαϊδεύει το μέτωπο του, η φωνή του σταθερή παρόλο που αρχίζει να χάνει την υπομονή του.

«Γιατί να θέλω εγώ να σε φιλήσω τότε;» αναρωτιέμαι και ξανακαθαρίζω τα χείλη μου με το μανίκι του μπουφάν του. «Αηδία. Είναι σαν να φίλησα την Adriana».

Από το πρωί προσπαθώ να τον αποφεύγω γιατί το όνειρο όσο να 'ναι με έχει επηρεάσει πολύ. Εννοείται πως τον κατηγορώ που εμφανίστηκε σε εκείνο και άρχισε να μου κάνει ό,τι μου έκανε. Αν δεν υπήρχε, δεν θα είχα κανένα πρόβλημα πρωί-πρωί, ούτε θα χρειαζόταν να πω ψέματα στον Nate ότι κατούρησα λίγο το βρακί, γι' αυτό αποφάσισα να κάνω ντους. Ο αδελφός μου με αγνόησε αηδιασμένος και απλά μου έφερε τα ρούχα που του ζήτησα χωρίς πολλά-πολλά.

Μου ήταν δύσκολο να κοιτάω τον Alex χωρίς να μην νιώθω μια αηδία στο στομάχι μου ύστερα. Τον λυπήθηκα όταν τον βρήκα να προσπαθεί να ανάψει το τσιγάρο γιατί του είχαν κάνει τα νεύρα τσατάλια. Κάνει περισσότερη υπομονή απ' ότι πρέπει και δεν μου αρέσει καθόλου, γιατί νιώθω άσχημα που δεν έκανε το ίδιο για όσο ήταν μαζί μου. Τον επηρέαζαν τα λόγια μου περισσότερο από τα δικά της ή των υπολοίπων, εγώ ξαφνικά να νιώθω ότι δεν ήμουν τόσο μοναδική όσο νόμιζα στο πλευρό του. Αξίζει δηλαδή αυτή η γλίτσα περισσότερη υπομονή από εμένα;

Από τότε που τον άφησα να μου χαϊδέψει το κεφάλι για να ηρεμήσει, δεν έχω σταματήσει να έχω ταχυκαρδίες και να αισθάνομαι ότι μου κόβεται η ανάσα με την ύπαρξη του στο ίδιο σπίτι. Κόντευα να τρελαθώ. Δεν βοηθάγανε και οι σπόντες του Gavin τι μπροστά στους άλλους, τι όταν μείναμε οι δυο μας στην κουζίνα μια στιγμή. Κάτι είπε ότι κοιτάω στραβά τον Alex και μου έκατσε η σούπα στον λαιμό. Με τα χίλια ζόρια και κατακόκκινο πρόσωπο κατάφερα να του απαντήσω ότι δεν τον κοιτάω καθόλου περίεργα. Αυτή η γαμημένη ονείρωξη μού έχει κάνει τον εγκέφαλο στραγγιστό γιαούρτι.

Όσο να 'ναι έκανα μια υπόσχεση να φερθώ διαφορετικά και να επανορθώσω, γι' αυτό και του στέκομαι τόσο. Για μένα θα του είχα ρίξει σαύρες στο δωμάτιο, να έχει τρεχάματα με την Adriana που θα προσπαθεί να ξεφύγει από το σόι της. Τον λυπήθηκα για άλλη μια φορά όταν είδα πως ετοιμαζόταν να πάει μόνος του στην αποθήκη. Άμα ήξερα ότι θα κλειδωνόμουν εδώ μαζί του, θα καθόμουν μπροστά από το τζάκι ζεστά-ζεστά τώρα.

Έκανε τα πράγματα χειρότερα στο μυαλό μου όταν με έγδυσε για να μου δώσει το μπουφάν του. Έμεινα σαστισμένη να παίζω ξανά και ξανά αυτή την σκηνή στο μυαλό μου, χωρίς να καταλάβω ότι μπορεί να έχει περάσει μια ολόκληρη ώρα που το σκέφτομαι. Το άρωμα του στο μπουφάν με έχει πεθάνει. Κόντεψα για άλλη μια φορά να τρελαθώ. Ήμουν σίγουρη ότι θέλω τον Thomas, αλλά τι είναι όλες αυτές οι καύλες και οι ταχυκαρδίες κοντά στον Alex; Με ενοχλεί τόσο που κάνω σαν παιδί.

Όταν μου ξαναμίλησε ανατρίχιασα ολόκληρη, ένα γαργαλητό στην κοιλιά μου να με ξυπνάει. Ήμουν τόσο ξαναμμένη από τις σκέψεις που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ήθελα να το σιγουρέψω ότι δεν νοιάζομαι για πάρτη του, με το να τον κοιτάξω στα μάτια. Μετά από αυτό δεν ξέρω τι έγινε μέχρι που με βρήκα να τον φιλάω. Είμαι σίγουρη ότι εκείνος έκανε βήμα γι' αυτό ταράχτηκα τόσο.

«Angel, δεν ξέρω αν προσπαθείς να κάνεις κάποια φάρσα, αλλά να ξέρεις ότι δεν μου αρέσει καθόλου», λέει ο Alex και φέρνει το χέρι στο στόμα του για να βήξει, με το ζόρι να κρατάει τα μάτια ανοιχτά σαν να πονάει κάπου. «Είμαι πρόθυμος να παριστάνω ότι δεν έγινε τίποτα, γι' αυτό κόψε τις βλακείες».

«Σιγά που θα σε φίλαγα. Είσαι τόσο άσχημος και μυρίζεις πατημένη κουράδα. Τα χείλη σου δεν είναι καθόλου σαρκώδη και το σώμα σου είναι απαίσιο. Μην με κάνεις να ξεκινήσω με το στυλ σου», πετάω το ένα μετά το άλλο χωρίς να ανασάνω, το βλέμμα του Alex να νεκρώνει αργά, ενώ οι ώμοι του πέφτουν μπροστά. «Τι να βρω σε εσένα που να θεωρήσω άξιο να σε φιλήσω; Χμ».

Τινάζω το μαλλί μου πίσω και μένω με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Τώρα σίγουρα του την είπα. Ξέρει ότι έχω δίκιο. Δεν υπάρχει τίποτα πάνω του που θα με έλκυε. Η ονείρωξη ήταν ένα ατύχημα. Που το ξέρω ότι δεν μου τα ψιθύριζε στον ύπνο; Αυτός και μόνο αυτός φταίει. Εγώ αποκλείεται να νοιάζομαι τόσο για πάρτη του. Η καρδιά μου ανήκει καθαρά στον Thomas που θα 'ρθει να με δει σε έναν μήνα, σίγουρα για να τα ξαναφτιάξουμε. Ο Alex έχει την σαύρα του, τι να ψάχνω από εκείνον;

«Angel, αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω αν με δουλεύεις ή όχι», σκέφτεται φωναχτά και ξεφυσάει, σηκώνοντας τα χέρια του ως ένδειξη ότι όντως δεν έχει ιδέα. «Εσύ με φίλησες. Δεν ανταπέδωσα, γιατί δεν ξέρω αν το ξεχνάς, αλλά έχω κοπέλα».

«Εγώ-»

Κόβω την πρόταση μου αμέσως. Αστραπιαία με βαράει η ανάμνηση του να λυγίζω και να τον φιλάω. Το πρόσωπο μου ξεκινά να κοκκινίζει από κάτω μέχρι πάνω. Κρύος ιδρώτας με περιλούζει. Κοκαλωμένη στην θέση μου του ρίχνω τα μάτια και με κοιτάει ερωτηματικά, βέβαια τέρμα κουρασμένος. Ξύνει το μάγουλο του. Φέρνω το χέρι στα χείλη μου τέρμα σοκαρισμένη που έπεσα τόσο κάτω σαν άνθρωπος. Ο Alex παρακολουθεί τις κινήσεις μου μπερδεμένος με τις αντιδράσεις μου.

«Ε-Ε-Εγώ-»

Δεν μπορώ να αρθρώσω μια πρόταση. Του γυρνάω την πλάτη και πάω στην πόρτα, τα χέρια στο κεφάλι μου. Λυγίζω τα γόνατα και κάθομαι έτσι χωρίς να ακουμπήσω κάτω. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. Τον-Τον-Τον φίλησα; Όντως, εγώ τον φίλησα. Φρίκαρα τόσο που το έκανα που ο εγκέφαλος μου επέλεξε να το σβήσει αμέσως. Τα σαρκώδη χείλη του στα δικά μου... Ω, Θεέ μου, τι έκανα σε αρραβωνιασμένο άνθρωπο; Πρώτα έχω σεξουαλικές φαντασιώσεις μαζί του και μετά τον φιλάω σαν καμιά διψασμένη;

«Ηρέμησε, Angel. Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι τόσο. Αλήθεια, απλά μπορώ να παριστάνω ότι δεν έγινε ποτέ», ξεφυσάει ο Alex και δεν μπορώ να γυρίσω να τον δω, γιατί θα πέσω κάτω λιπόθυμη, είμαι σίγουρη.

«Εγώ-Εγώ-Εγώ δεν-δεν έκανα κάτι μαζί σου-σου», προσπαθώ να με πείσω, αλλά τραυλίζω τόσο πολύ που πραγματικά ντρέπομαι με τα χάλια μου. «Ηλίθιο, ηλίθιο, ηλίθιο όνειρο! Γιατί έπρεπε να είναι με εσένα;» κλαίγομαι και την στιγμή που συνειδητοποιώ ότι το είπα φωναχτά, ξαναβάζω τα χέρια στο στόμα μου.

«Με μένα; Όνειρο;» ακούω τον Alex να αναρωτιέται και με τα χίλια ζόρια γυρνάω να τον δω.

Το βλέμμα του είναι τόσο σαδιστικό, η διάθεση του να έχει αλλάξει αμέσως με την αναφορά αυτού. Κάθεται πάλι στον κορμό δέντρου, ένα πλάγιο χαμόγελο στα χείλη του και τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Νιώθω την σαδιστική του αύρα να μεγαλώνει όσο με βλέπει ότι είμαι έτοιμη να ξεσπάσω σε κλάματα, με κάποιον τρόπο να βγάλω αυτό το μπάχαλο συναισθημάτων από μέσα μου. Βουρκώνω. Η ντροπή θα με πεθάνει.

«Είχες κάποιο όνειρο με μένα, Angel;» ρωτάει ο Alex, η φωνή του σταθερή, το δάχτυλο του να χαϊδεύει απαλά το κάτω χείλος του. «Τι όνειρο;»

«ΑΑΑ, ΣΚΑΣΕ, ALEX!» φωνάζω και βάζω τα χέρια στα αυτιά μου, αμέσως να ξεκινάω να κλαίω από το άγχος.

Κουλουριάζομαι και άλλο στην γωνία, χτυπώντας τους δείκτες μου μαζί, ενώ μυξοκλαίω. Νομίζω το έχει καταλάβει, αλλά γιατί αισθάνομαι το χαμόγελο του να καίει την πλάτη μου; Γυρνάω να τον δω με την άκρη του ματιού μου και δεν έχει σταματήσει να το διασκεδάζει. Φέρνει την γροθιά στα χείλη του και βήχει άλλη μια φορά, τα μάτια του να ξανακλείνουν ελαφρώς, ακόμη πάνω μου όμως. Γελάει και χαλαρώνει το σώμα του, ακουμπώντας τους αγκώνες στα μπούτια του με αυτόν τον τρόπο να ενώνει τα δάχτυλα μαζί.

«Τι όνειρο είδες, Angel;» επιμένει και κάνει την καρδιά μου να ξαναχτυπήσει γρήγορα, ενώ τραβάω τις μύξες μου.

«Τίποτα», μουρμουρίζω σαν μικρό παιδάκι, το σαδιστικό του βλέμμα να με ανάβει λίγο.

Δεν βοηθάτε, ορμόνες.

«Άρα ήταν σεξουαλικό όνειρο. Ενδιαφέρον», σκέφτεται φωναχτά και με ενοχλεί πόσο χαλαρός είναι με την ιδέα του να τα ξεστομίζει αυτά. «Για πες, για πες. Τι σου έκανα; Ή μήπως μου έκανες;»

Πνίγομαι στον αέρα. Πως τα πετάει έτσι; Καθαρίζω τα δάκρυα μου με τα μανίκια του μπουφάν του και συνεχίζω λυγισμένη στην γωνία μου να χτυπάω τα δάχτυλα μαζί, να κάνω κύκλους, να δαγκώνω το κάτω χείλος μου. Δεν είναι σωστό να τα συζητάω αυτά μαζί του, γιατί σκέφτομαι στα σοβαρά να του απαντήσω; Τινάζω το κεφάλι δεξιά-αριστερά και σηκώνομαι όρθια γιατί άρχισαν να μου μουδιάζουν τα πόδια.

«Μου έκανες-εννοώ, δεν σου έκανα-εννοώ ότι δεν έγινε τίποτα», μπερδεύω τα λόγια μου και χτυπάω το πόδι κάτω. «Αχού, ξέχνα ό,τι άκουσες, Alex Henderson, αλλιώς θα σου κόψω το... το... το...»

Κοκκινίζω μόνο στην προσπάθεια του να το αναφέρω, παρόλο που ξεκίνησα την πρόταση δυναμικά. Κοιτάω αλλού φέρνοντας τα χέρια στην μέση μου, πλησιάζοντας τον παρόλο που δεν νιώθω τα πόδια, τι από το κρύο τι από το μούδιασμα που καθόμουν πάνω τους πριν. Παραμένει λίγο σιωπηλός, αλλά το βλέπω ότι ακόμη χαμογελάει πονηρά με την άκρη του ματιού μου. Καθαρίζω ξανά τα δάκρυα.

«Το ποιο, Angel;» ρωτάει και όσο με τσαντίζει, τόσο με ανάβει η μπάσα φωνή του που μου μιλάει σαν να διατάζει τις απαντήσεις από μέσα μου.

«Τσκ. Σταμάτα να είσαι ενοχλητικός», γρυλίζω και αυτή η περίοδος μου έχει μπει πολύ ανάποδα με τις τόσες αλλαγές στην διάθεση μου. «Το... το... το...», πάλι δυσκολεύομαι και τσαντισμένη, βγάζω το μπουφάν μου από την καρέκλα και κάθομαι, εκείνος στα αριστερά μου.

«Μήπως εννοείς το-»

«ΑΑΑ, μην το πεις», τον διακόπτω αγχωμένη και γυρνάω να βάλω τα χέρια στα χείλη του. «Μπορούμε να μην το συζητήσουμε, Alex; Είναι ήδη αμήχανο».

Κοιτάω αλλού για όσο το λέω αυτό, γιατί τελευταία φορά που επιχείρησα να τον δω στα μάτια μπορεί και να τον φίλησα. Μένω για λίγο έτσι να σιγουρευτώ ότι δεν θα πει κάτι, όμως όταν τον κοιτάω φευγαλέα, το βλέμμα του τον προδίδει ότι δεν σκοπεύει να τα παρατήσει τόσο εύκολα, εφόσον του έχω κερδίσει ήδη την προσοχή. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξεφυσάω κοφτά, βγάζοντας τα χέρια μου από πάνω του αργά.

«Δεν έπρεπε να σε φιλήσω. Κατά λάθος έγινε», λέω και κοιτάω το ταβάνι ανήμπορη να έρθω αντιμέτωπη με το βλέμμα του.

«Τι λες να κάνουμε μια συμφωνία;» προτείνει και μου χαρίζει ένα τέτοιο χαμόγελο που φαίνεται ακόμη και η λευκή οδοντοστοιχία του, η πλάτη μου να ισιώνει αμέσως ενώ ακουμπώ τα μανίκια του μπουφάν του στα χείλη μου. «Θα παριστάνω ότι δεν με φίλησες ποτέ μόνο αν μου πεις τι όνειρο είδες».

«Δεν κερδίζω τίποτα από αυτό», τσαντίζομαι αμέσως και συγκρατώ την ντροπή μου για να του δείξω ότι όντως με ενοχλεί αυτή η συμφωνία.

«Δεν θα το πω στον Nate-»

«Καλά», φρικάρω μόνο στην ιδέα του να κάνει κάτι τέτοιο και ξαπλώνω πίσω στην καρέκλα. «Το υπόσχεσαι να μην πεις τίποτα και να παριστάνεις ότι δεν έγινε αυτό το φιλί;»

«Ξέρεις πολύ καλά ότι τηρώ τις υποσχέσεις μου, Angel», λέει και στηρίζει το πρόσωπο στην παλάμη του, κοιτώντας με μεγάλο ενδιαφέρον.

Καθαρίζω τον λαιμό μου. Αρχίζω να σκέφτομαι πώς να του το πω. Δεν χρειάζονται οι λεπτομέρειες, αυτό είναι σίγουρο. Δεν υπάρχει απολύτως καμιά ανάγκη να ξέρει ότι με φίλαγε, με χάιδευε, με γευόταν στο όνειρό μου σαν να ήμουν το δείπνο του. Μπορώ να πω ότι απλά ανταλλάξαμε δυο φιλιά και κάναμε μια ξεπέτα της πλάκας, η οποία ήταν τέρμα βαρετή. Έτσι όπως με κοιτάει όμως είναι έτοιμος να με ψυχολογήσει σε περίπτωση που πω ψέματα ότι ήμουν παντελώς αδιάφορη. Εφόσον δεν κατάλαβε τίποτα το πρωί βασικά, δεν νομίζω να καταλάβει κάτι τώρα.

«Δεν είναι κάτι, βρε Alex», γελάω αμήχανα και σηκώνω τους ώμους μου. «Μια ξεπέτα της πλάκας ήταν».

«Χαχαχα, ναι, εντάξει. Τις λεπτομέρειες θέλω να μάθω», παριστάνει ότι γελάει στα ψεύτικα και λυγίζει άλλο λίγο μπροστά τα μάτια του να γουρλώνουν από το ενδιαφέρον.

«Λεπτομέρειες;» αναρωτιέμαι και αρχίζω να αγχώνομαι. «Δεν έγινε κάτι ιδιαίτερο. Απλά με άγγιξες και μετά το κάναμε... με μένα... μπρούμυτα», καταφέρνω να πω με τα χίλια ζόρια, τα μανίκια του μπουφάν του να καλύπτουν το πρόσωπο μου ντροπαλά.

«Ξενέρωτο όνειρο ακούγεται», ξεφυσά πλέον αδιάφορος και κατεβάζω τα χέρια για να τον δω. «Αυτό αρκούσε να σε ανάψει, Angel;»

«Τι-Τι πάει να πει αυτό;» ενοχλούμαι από τα λόγια του, τα μάγουλα μου κατακόκκινα ακόμη.

«Έχουμε κάνει σεξ για να ξέρεις ότι δεν είμαι τόσο», κάνει μια παύση για να κλείσει κάπως το μάτια να με δει με ένα πονηρό βλέμμα, το χαμόγελο του να μεγαλώνει, «βαρετός».

«Τι λες, αγόρι μου;! Πως τα πετάς αυτά έτσι; Εσύ δεν υποτίθεται ότι είσαι αρραβωνιασμένος;» του υπενθυμίζω κάπως πανικόβλητη, γνωρίζοντας κατά βάθος ότι έχει πολύ δίκιο.

Άμα ήταν να το πάω ρεαλιστικά, θα βασάνιζε το σώμα μου πριν μπει μέσα. Θα με έκανε να τον παρακαλάω για περισσότερο, για οδυνηρή απόλαυση που μόνο εκείνος μου έχει προσφέρει. Ακουμπώ τα χέρια κάπως τρομοκρατημένη στα μάγουλα μου και το κάνω εικόνα. Η ονείρωξη δεν έχει μία μπροστά στον πραγματικό τρόπο που θα το κάναμε. Του ρίχνω τα μάτια και το καταλαβαίνω αμέσως ότι ξέρει πως το σκέφτομαι αυτό που είπε.

«Δεν είναι ψέματα όμως», κουλουριάζεται και μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι σε σχέση με μένα που έχω πάρει φωτιά αυτός κρυώνει με ένα πουλόβερ και μια ζακέτα. «Είναι να μην μου πέσεις στα χέρια ενώ χωρισμένος, Angel».

«Σκάσε! Δεν ντρέπεσαι καθόλου;» τον μαλώνω και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου. «Είσαι πολύ ξετσίπωτος».

«Λέει εκείνη που είχε ονείρωξη μαζί μου και ύστερα με φιλάει», συνεχίζει ο αθεόφοβος και πραγματικά άμα τον άκουγε κάποιος άλλος, θα είχε τον μπελά του τώρα. «Δεν είπαμε ότι θα παριστάνουμε ότι δεν έγινε τίποτα εδώ; Ας μιλήσουμε ελεύθερα τουλάχιστον».

«Νόμιζα ότι δεν θα μιλάγαμε μόνο για το φιλί», μουρμουρίζω και τον κοιτάω καχύποπτα.

«Μου λες ότι θες να πας να πεις στην Adriana και στον αδελφό σου ότι είμαστε μία ώρα παγιδευμένοι εδώ και δεν έγινε τίποτα; Καλή τύχη να τους πείσεις διαφορετικά», δηλώνει ο Alex και η αλήθεια είναι ότι ο άτιμος έχει δίκιο.

Δεν μπορώ απλά να πω στον αδελφό μου, πόσο μάλλον στην μάγισσα Addie, ότι έμεινα με τον Alex παγιδευμένη τόση ώρα εδώ. Σίγουρα ο Nate θα με κοιτάξει στραβά και θα αμφισβητήσει ότι δεν έγινε κάτι. Θα το πει στον Gavin και ο άλλος θα συνεχίσει τα δικά του πειράγματα, τα οποία δεν θα τελειώνουν ποτέ. Η Adriana είμαι σίγουρη ότι θα τα παίξει από την ζήλεια. Την είχα να αφήνει τα προφυλακτικά να τα δω, την είχα μονίμως να μου τρίβει στα μούτρα ότι παίρνει εσώρουχα για τον Alex και όλες τις σχετικές βλακείες. Δεν θέλω να φανταστώ τι θα κάνει αν μάθει ότι φόραγα το μπουφάν του, ήμουν στον ίδιο κλειστό χώρο μαζί του και πόσο μάλλον ότι τον φίλησα.

«Συγγνώμη πάντως», σκέφτομαι φωναχτά και ξύνω το μάγουλο μου. «Σε έβαλα στην δύσκολη θέση να κρατάς αυτό το μυστικό από την Adriana».

«Δεν πειράζει, Angel. Άσε εμένα να ασχοληθώ με το κομμάτι της σχέσης μου. Απλά να μην νομίζεις ότι τα κάνω με την οποιαδήποτε αυτά», γελάει στο τέλος και μου κλείνει το μάτι με νόημα, η ανάσα μου να κόβεται αμέσως. «Πραγματικά νομίζω μας έχουν ξεχάσει».

«Alex, κρυώνεις;» ρωτάω και κοιτάει αλλού αμέσως ενώ καθαρίζει τον λαιμό του.

«Όχι».

«Για να δω».

Αρπάζω τα χέρια του και έχει ξεπαγιάσει, τα δικά μου ζεστά. Κατεβάζω το φερμουάρ του μπουφάν και το βγάζω, εκείνος να σουφρώνει τα φρύδια. Πάει να πει κάτι, αλλά τον πιάνει βήχας και φέρνει το χέρι στον πληγωμένο πνεύμονα του. Ανήσυχη, του πετάω το μπουφάν στους ώμους και τον βλέπω που σφίγγει τα μάτια κλειστά, να προσπαθεί μάλλον να αντέξει τον πόνο. Πιάνω πάλι τα χέρια του και προσπαθώ να τα ζεστάνω, εκείνος να χαμογελάει ενώ χλομιάζει.

«Κράτα εσύ το μπουφάν», λέει με τα χίλια ζόρια και μόλις κάνει να το βγάλει, εγώ του το ξαναφοράω.

«Ξέχνα το. Έχεις τα χάλια σου, Alex», επιμένω και δεν θέλω να τον βλέπω έτσι, με το ζόρι να ανασάνει.

«Καλά είμαι».

«Πω, κόψε τα ψέματα μαζί μου. Το βλέπω ότι με το ζόρι αναπνέεις, ηλίθιε», ανησυχώ και τον ξαναπιάνει βήχας.

«Πρέπει... να βγούμε από... εδώ», λέει ο Alex και βγάζει αργά τα χέρια του από τα δικά μου. «Μάλλον θα σπάσουμε την», κάνει παύση να βήξει πάλι, πραγματικά να δίνει ψυχή ο άνθρωπος, «πόρτα».

«Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να περιμένουμε άλλο, οπότε ας κάνουμε αυτό. Υπάρχει κάποιος τρόπος;» ρωτάω και σηκώνομαι, φορώντας την ζακέτα μου που δεν έχει στεγνώσει, και ύστερα το μπουφάν μου.

Καμία σχέση με του Alex, αλλά δεν μπορώ να του το κρατήσω όταν βήχει έτσι και έχει χλομιάσει με αυτόν τον τρόπο. Ανησυχώ πολύ μην καταρρεύσει. Ήμουν τόσο απασχολημένη πριν να περνάω τις ορμονικές μου φάσεις που δεν παρατήρησα ότι σιγά-σιγά έχανε τις αισθήσεις του. Μπορώ να μείνω και με αυτά τα ρούχα, μέχρι που να πάμε σπίτι. Το μέρος αστράφτει και η καταιγίδα με τινάζει ελαφρώς από την θέση μου, εφόσον δεν το περίμενα. Ο Alex, από την άλλη, φορά το μπουφάν του αργά, τα μάτια του κενά και κουρασμένα.

«Έχει ένα τσεκούρι εδώ. Θα σπάσω την πόρτα με αυτό», δηλώνει ο Alex και σηκώνει το σώμα του.

Για δεύτερη φορά χάνει την ισορροπία του, εγώ να φέρνω τα χέρια μου γύρω του για να τον κρατήσω όρθιο. Έχει χλομιάσει πάρα πολύ. Ξέρω ότι κάτι δεν πάει καλά, ό,τι και να λέει. Φέρνει το χέρι του στο μέτωπο και όταν καταλαβαίνω ότι μπορεί να σταθεί μόνος του, κάνω ένα βήμα πίσω με κόκκινα μάγουλα. Δεν μπορώ να αφήσω το γεγονός ότι η απόσταση μεταξύ μας με κάνει να νιώθω περίεργα, το στομάχι μου να γαργαλιέται αμέσως.

Βλέπω τον Alex να κοιτάει τριγύρω και ρίχνει τα μάτια πίσω του. Τον βλέπω που με τα χίλια ζόρια λυγίζει κάτω και παίρνει ένα τσεκούρι. Βήχει μια και στέκεται να συνέλθει. Κρατάει το τσεκούρι με τέτοια άνεση που πραγματικά ποτέ δεν θα μπορούσα εγώ. Ανήσυχη τον ακολουθώ που κουτσαίνει μέχρι την πόρτα. Το ξέρω ότι προσπαθεί να φανεί δυνατός και να μην μου γίνει βάρος, αυτό να μην σημαίνει ότι είναι καλά.

«Κάνε πίσω. Δεν θέλω να σε χτυπήσω», λέει εκείνος και κουνάω το κεφάλι καταφατικά.

Κρατάω τεράστια απόσταση. Μια λάμψη με κάνει να προετοιμαστώ για την επόμενη βροντή. Αυτή κουνάει και το έδαφος. Ο καιρός έχει χαλάσει πάρα πολύ. Ο Alex μαζεύει ό,τι δύναμη του έχει απομείνει και χτυπάει με το τσεκούρι την ξύλινη πόρτα. Στην αρχή δεν καταφέρνει τίποτα. Δυο-τρεις-τέσσερις φορές και επιτέλους καταφέρνει να σπάσει την άκρη, έτσι να την ξεκολλάει από τον τοίχο. Το τσεκούρι γλιστράει από τα χέρια του και μένει να βήχει για λίγο, εγώ αμέσως να τον πλησιάζω.

«Alex, σε παρακαλώ, κάνε υπομονή», τον ενθαρρύνω και μου ρίχνει τα μάτια κουρασμένος.

Κουνάει το κεφάλι καταφατικά. Του χαρίζω ένα χαμόγελο, εκείνος να ανταποδίδει εξουθενωμένος. Αρχίζω να νιώθω άσχημα. Το μόνο που του είμαι είναι βάρος. Δεν τον έχω βοηθήσει ούτε λίγο, αυτός να είναι ο ανώτερος μου σκοπός από τότε που επέστρεψα. Μόνο τον καθυστέρησα, τον τραυμάτισα, τον κούρασα και τον αρρώστησα. Κάνω λίγο πιο πέρα, εκείνος να παίρνει φόρα. Σπρώχνει την πόρτα δυο φορές και καταφέρνει να την ρίξει κάτω.

«Έπρεπε να το είχαμε κάνει νωρίτερα αυτό», γελάω αμήχανα και φοράω την κουκούλα μου.

«Έχε χάρη που έχω την αδρεναλίνη τώρα γιατί το πόδι μου με πέθαινε πριν», απαντά εκείνος στα σοβαρά και φοράει την δική του κουκούλα. «Angel, σίγουρα δεν θες το...»

Τα λόγια του αρχίζουν να χάνονται. Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν αργά και πραγματικά νομίζω ότι πάει να λιποθυμήσει όταν το σώμα του φεύγει μπροστά. Τον προλαβαίνω πριν πέσει. Κολλάω το σώμα μου στο δικό του, βάζοντας το χέρι του στους ώμους μου. Το χέρι του είναι τόσο κρύο, που είμαι σίγουρη ότι δεν το αποφεύγει το κρυολόγημα. Ξέρω ότι έχει αδύναμο πνεύμονα οπότε φοβάμαι μην σοβαρέψει η κατάσταση εξαιτίας του.

«Alex, στηρίξου πάνω μου», του λέω και φέρνει το χέρι του στο μέτωπο, κουνώντας το κεφάλι καταφατικά.

Θα πρέπει να είναι σκατά για να έφτασε στο σημείο να αποδέχεται την βοήθεια μου. Ξαναβήχει, αυτή την φορά τόσο πολύ που νομίζω ότι θα ξεράσει αίμα. Τον κρατάω κοντά μου, το υπέροχο του άρωμα να με μαλακώνει, να μου δίνει κουράγιο να τον κρατήσω μέχρι το σπίτι. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή που τον έχω σχεδόν στην αγκαλιά μου. Ανακαλούμαι στιγμιαία το φιλί που δεν ανταπέδωσε και τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. Δεν είναι η ώρα για τέτοια.

Τελευταία στιγμή ο Alex αρπάζει έναν κομμένο κορμό δέντρου και τον κρατάει με το ένα χέρι κάτω από την μασχάλη. Με κοιτά σαν να μου λέει ότι τουλάχιστον ας κάνει τον κόπο να πάρει ένα, εφόσον για αυτόν τον λόγο ήρθαμε και μείναμε ως εδώ. Ανταποδίδω το χαμόγελο ζορισμένα και τον ξανακρατάω κοντά μου.

Πατάω πάνω στην πόρτα με τον Alex να κουτσαίνει ελαφρώς. Ο δυνατός αέρας με σπρώχνει και με βρίσκω να δυσκολεύομαι να περπατήσω σωστά. Η βροχή μαστιγώνει το εκτεθειμένο δέρμα μου. Φέρνω το χέρι στην μέση του Alex και τον κρατάω κοντά μου για να μην πέσει. Με το άλλο, προσπαθώ να του φέρω κοντά το μπουφάν, εφόσον δεν έχει κλείσει το φερμουάρ, έτσι να μην τον χτυπάει το κρύο. Πάει να του γλιστρήσει το χέρι από τους ώμους μου, γι' αυτό το κρατάω πάλι, η επαφή να με ανατριχιάζει.

Μου φαίνεται πραγματικά ένας αιώνας μέχρι που φτάνουμε στο κατώφλι της πόρτας. Ανακουφίζομαι αμέσως. Ξεφυσάω κουρασμένη, γιατί όσο να 'ναι τι το βάρος του Alex, τι η βροχή, τι ο αέρας δημιουργούσαν τεράστια αντίσταση το ένα στο άλλο, που έπρεπε να βάλω όλες μου τις δυνάμεις. Ανοίγω την πόρτα και τα φώτα είναι κλειστά. Κοιτάω στην κουζίνα, τίποτα. Τα χαρτιά και οι μάρκες του πόκερ είναι στην τραπεζαρία ακόμη, κάτω παρατημένα τα μπουκάλια μπύρες που κατέβαζαν τα αγόρια. Ο καναπές είναι επίσης άδειος, η φωτιά να σβήνει αργά.

«Δεν θα μας έβρισκαν μέχρι το πρωί», κάνω την παρατήρηση, εφόσον φαίνεται όλοι να είχαν πάει για ύπνο.

«Ευτυχώς που καταφέραμε να σπάσουμε την πόρτα», σκέφτεται φωναχτά και βήχει, εγώ να του παίρνω το ξύλο από το χέρι.

«Σε παρακαλώ, έλα κάτσε στον καναπέ. Μην ζορίζεσαι άλλο».

Βοηθάω τον Alex να βγάλει το μπουφάν και το παρατάω σε μια καρέκλα πιο πέρα. Η ζακέτα του δεν έχει βραχεί παραπάνω απ' ότι είχε βραχεί όταν είχα εγώ το μπουφάν του, αλλά σίγουρα θέλει αλλαγή. Ξεδένω τα κορδόνια των παπουτσιών του και του τα βγάζω, εκείνος να με κοιτάει κάπως ξαφνιασμένος με την εξυπηρέτηση που του κάνω. Βλέπω πως το παντελόνι του έχει γίνει μούσκεμα, γι' αυτό πρέπει να πάω πάνω να του πάρω αλλαξιά. Δεν έχω όρεξη να έρθω αντιμέτωπη με την Adriana, αλλά δεν γίνεται να τον αφήσω έτσι.

«Κάτσε κάτω είπα», επιμένω και ξεκινώ να τον σπρώχνω προς τον καναπέ, εκείνος να γελά κάπως αμήχανα.

«Σε ευχαριστώ, Angel», μουρμουρίζει και κάθεται στον καναπέ.

Δεν τον αφήνω έτσι. Αρπάζω την κουβέρτα που βρίσκω παρατημένη στην πλάτη του καναπέ-ευτυχώς είναι ακόμη εδώ όπως την άφησα-και την ρίχνω πάνω στον Alex. Τραβάω το ένα σκαμπό κοντά και αφότου αρπάξω ένα από τα μαξιλάρια για να το βάλω επάνω, ακουμπώ το τραυματισμένο πόδι του Alex. Του βγάζω την κάλτσα και παρατηρώ ότι η μελανιά έχει καλύψει όλο του το πόδι. Λυπάμαι που έπρεπε να ανέχεται τέτοιον πόνο τόσην ώρα παγιδευμένος εκεί.

«Γιατί δεν είπες τίποτα;» θλίβομαι που με κράταγε στην απ' έξω με το πόσο πονάει στ' αλήθεια.

«Δεν ήθελα να ανησυχήσεις. Σημασία είχε να είσαι εσύ καλά», μουρμουρίζει ο Alex και κατεβάζει την κουβέρτα, επίτηδες να την ρίχνει πάνω από το πόδι του. «Καλά είμαι, απλά βάλε το ξύλο στο τζάκι να ζεσταθούμε».

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Μια ζωή τα ίδια με αυτόν τον άνθρωπο. Πότε θα καταλάβει ότι κι εκείνος έχει σημασία; Παρατάει την υγεία του, τα συναισθήματα του, μην πω και την ζωή του την ίδια για τους γύρω του και δεν προσπαθεί καν να δει τα χάλια του. Ενώ ανησυχούσε για μένα, όχι μόνο κρυολόγησε, αλλά και προσπάθησε να καταπιεί τον πόνο που του προκαλούσε το πόδι του.

Βγάζω το μπουφάν και την ζακέτα μου για να τα αφήσω πάνω από το μπουφάν του Alex. Παρατάω τα παπούτσια σε μια άκρη και πετάω τις κάλτσες επάνω τους. Νιώθω υπέροχα που επιτέλους τις βγάζω γιατί είχαν ξεπαγιάσει τα πόδια μου τόσην ώρα. Παίρνω το ξύλο και το κουβαλάω με τα χίλια ζόρια, σε σχέση με τον Alex που το είχε σαν να είναι πούπουλο στο χέρι του. Το ρίχνω στο τζάκι και το φτιάχνω έτσι ώστε να πάρει μπρος πάλι η φωτιά. Αργεί λίγο, αλλά τα καταφέρνει.

Ξεφυσάω και γυρνάω να δω τον Alex. Βήχει για πολλοστή φορά και χαϊδεύει το μέτωπο του. Φαίνεται πολύ κουρασμένος, σχεδόν νυσταγμένος. Πρέπει να του βρω αλλαξιά ρούχων. Δεν ξέρω αν θα μπορέσει να ανέβει τα σκαλιά να πάει στο δωμάτιο του να κοιμηθεί. Στην χειρότερη, μήπως να του στρώσω εδώ;

«Με πονάει το κεφάλι. Έχουμε κάποιο χάπι για τον πονοκέφαλο;» ρωτάει και τρίβει τα μάτια με τα δυο του χέρια.

«Θα σου φέρω σε λίγο. Περίμενε εδώ», απαντώ και τον βλέπω που βολεύει το σώμα στον καναπέ καλύτερα, αυτή την φορά ξαπλωμένος.

«Πάρε τον χρόνο σου», μουρμουρίζει και ξαναβήχει.

Δεν μπορώ να τον ακούω να βήχει έτσι. Όσες φορές το κάνει, τόσες μου θυμίζει τότε στον αγώνα μπάσκετ που κατέρρευσε και πνιγόταν στο ίδιο του το αίμα. Δεν θέλω να τον ξαναδώ σε αυτήν την κατάσταση. Ξέρω ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ τόσο για εκείνον, όμως είναι... φίλος μου. Ανακαλούμαι όλα τα πειράγματα του, τα σχόλια και τα υπονοούμενα που έχει ρίξει, ακόμη και την υπόσχεση που μου έδωσε να μην πει κάτι. Θα είμαι απαίσιος άνθρωπος αν τον παρατήσω τώρα σε αυτή την κατάσταση.

Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και τον προσπερνάω, τα μάτια του να ανοιγοκλείνουν αργά. Ανεβαίνω τα σκαλιά και πάω πρώτο πράγμα στο δωμάτιο μου. Ο Nate με τον Gavin έχουν ήδη ξαπλώσει και κοιμούνται σαν τα κοπρόσκυλα που είναι. Θέλω να πάρω τώρα ένα μαξιλάρι και να τους πνίξω και τους δυο. Δεν σκέφτηκαν καθόλου να έρθουν να βοηθήσουν; Αντιθέτως ρίχνουν τον ύπνο της ζωής τους σαν να μην σημαίνει τίποτα το ότι αργήσαμε να επιστρέψουμε σπίτι. Βασικά, που να το ήξεραν κιόλας όταν είναι στο τρίτο όνειρο;

Δεν κάνω καθόλου φασαρία. Σαν νίντζα, αρπάζω μια αλλαξιά ρούχων και πάω στο μπάνιο να πετάξω στα άπλυτα αυτά που έχω ήδη και να φορέσω τα άλλα. Το ότι αλλάζω σε ζεστά στεγνά ρούχα μού φαίνεται παράδεισος. Μένω για λίγο να ευχαριστηθώ που επιτέλους αρχίζω να ζεσταίνομαι. Με κοιτάω στον καθρέπτη και δείχνω κι εγώ λίγο χλομή, όχι όσο τον Alex βέβαια· εκείνος έχει τα χάλια του. Ψάχνω τριγύρω να βρω το κουτί πρώτων βοηθειών και το αρπάζω από ένα συρτάρι. Βγάζω έναν επίδεσμο και ελπίζω αυτό να αρκεί να δέσω το πόδι του για να μην τον πονάει.

Επιστρέφω στο δωμάτιο και ψάχνω την τσάντα μου για κάποιο χάπι για τον πονοκέφαλο. Ευτυχώς καλά θυμόμουν ότι είχα πάρει μαζί μου. Παίρνω κι αυτό και τώρα μένει μόνο να του βρω στεγνά ρούχα. Θα μπορούσα να κλέψω κάτι από αυτούς του ηλίθιους να του το δώσω, έτσι να αποφύγω και την Adriana, αλλά δεν νομίζω να συμφωνήσει ο ίδιος ο Alex. Ξεφυσάω. Θα πρέπει να την κάνω την θυσία. Δένω τα μαλλιά μου έναν κότσο και χτυπάω την πόρτα της με την γροθιά μου απαλά. Τίποτα. Χτυπάω άλλη μία.

«Τι;» ρωτάει η Adriana πρώτο πράγμα με το που ανοίγει την πόρτα και με βλέπει.

«Εεε», ξεκινάω να πω αλά δεν το θεώρησα σημαντικό να σκεφτώ καλά τι θα της πω. «Ο Alex ζητάει στεγνά ρούχα. Βράχηκε έξω στην βροχή και-»

«Τι κάνει πάλι αυτός ο ηλίθιος; Δεν μπορεί να έρθει απλά για ύπνο;» με διακόπτει για να βρίσει κάτω από την ανάσα της. «Δεν φτάνει που τον περιμένω κιόλας».

«Είναι κάτω. Έχει χτυπήσει το πόδι του», μουρμουρίζω και ξύνω το μάγουλο μου τέρμα αμήχανη που με κοιτάει σαν της φταίω εγώ που δεν ανεβαίνει ο Alex, «άμα θες να πας να τον δει».

«Να μου λείπει. Ας κάτσει να περάσει καλά μαζί σας», γρυλίζει τέρμα τσαντισμένη και πάει να κλείσει την πόρτα, όμως σταματάει τελευταία στιγμή. «Άμα θέλει ρούχα, να έρθει να τα πάρει μόνος του. Τι είμαι, η υπηρέτρια του;»

Κοπανάει την πόρτα κλειστή και ακριβώς μπροστά στα μούτρα μου. Μένω για λίγο σαστισμένη. Τι στο καλό; Εκεί που μου χαρίζει το άρωμα και νομίζω ότι έχει έστω λίγη ανθρωπιά μέσα της, πετάει αυτές τις αναίσθητες μαλακίες για τον ίδιο της τον αρραβωνιαστικό. Ένα ψυχωτικό, γεμάτο νεύρα χαμόγελο δημιουργείται στα χείλη μου. Ξαναχτυπάω την πόρτα και περιμένω έτσι.

«Τι πάλι;» ρωτάει και κλείνω τα μάτια, το χαμόγελο να μεγαλώνει κι άλλο.

«Σε πήρα με το καλό, αλλά αν δεν μου δώσεις μια αλλαξιά για τον Alex, σ' το ορκίζομαι ότι θα σου παραμορφώσω τα μούτρα τόσο, που καμία περιποίηση δεν θα σου τα φτιάξει», την εκβιάζω ήρεμα και καλά. «Δεν έχω την υπομονή να ασχολούμαι, γι' αυτό τελείωνε», γρυλίζω αυτή την φορά και το βλέπω στα μάτια της ότι ξέρει πολύ καλά την θέση της απέναντι μου τώρα.

«Τσκ, τέλος πάντων», μουρμουρίζει ηττημένα και κλείνει την πόρτα ξανά.

Το ξέρω ότι δεν έχει τα κότσια να μην μου τα δώσει, γιατί εννοούσα την κάθε λέξη. Το πολύ-πολύ να της δώσω δύο λεπτά. Άμα δεν κάνει κίνηση να μου τα δώσει, θα φροντίσω να τα πάρω μόνη μου και να της δώσω το μαλλί τρίχα-τρίχα στο χέρι να το κάνει πουλόβερ. Δεν είμαι πρόθυμη να αφήσω τον Alex να πάθει κάτι εξαιτίας μου. Άμα δεν μου έδινε το μπουφάν του, μπορεί να μην δυσκολευόταν τόσο να ανασάνει, μπορεί να μην χτύπαγε το πόδι του βασικά αν δεν πήγαινα. Νιώθω υπεύθυνη για την κατάσταση του και γι' αυτό θα του σταθώ. Είναι φίλος μου. Αυτό κάνουν οι φίλοι, σωστά;

Η πόρτα ανοίγει την στιγμή που αρχίζω να χάνω την υπομονή μου. Μου πετάει ένα μάτσο ρούχα, τα οποία προλαβαίνω τελευταία στιγμή να πιάσω στον αέρα και ξανακλείνει, αυτή την φορά η θρασύτατη να κλειδώνει πίσω της. Αυτός είναι ο τρόπος της νομίζω να πει ότι δεν επρόκειτο να ανοίξει πάλι, πόσο μάλλον και στον Alex. Ξεφυσάω. Έχε χάρη που μου έδωσε τα ρούχα του, αλλιώς δεν θα την έβγαζε καθαρή να κοπανάει πόρτες σαν να της ανήκει το σπίτι.

Κατεβαίνω τα σκαλιά αργά. Βρίσκω τον Alex να βήχει ενώ είναι καθισμένος στον καναπέ. Η φωτιά έχει ανάψει, αλλά δεν είναι τόσο δυνατή όσο θα ήθελα. Το σαλόνι σε σχέση με πάνω είναι πιο κρύο, γι' αυτό αρχίζω να ανησυχώ αν είναι καλή ιδέα τελικά να τον έχω εδώ και όχι πάνω. Με την Adriana να κλειδώνει πόρτες, ανησυχώ ότι το κρεβάτι μου θα είναι η καλύτερη επιλογή, εννοείται εγώ να κοιμηθώ στον καναπέ. Δεν θέλω περίεργες εμπειρίες ή όνειρα.

«Σου πήρα ρούχα να αλλάξεις», λέω και γυρνάει να με δει καθώς χαϊδεύει το στήθος του. «Σου έφερα και ένα χάπι για τον πονοκέφαλο. Θες νερό;»

«Δεν χρειάζεται», απαντά και αφού του δώσω την ταμπλέτα και αφήσω τα ρούχα δίπλα του, λυγίζω στο πόδι του να του το δέσω.

«Βρήκα αυτόν τον επίδεσμο στο μπάνιο. Ελπίζω να βοηθήσει», του χαρίζω ένα χαμόγελο, εκείνος απλά να με κοιτά κάπως ανέκφραστος.

«Πως έπεισες την Addie να σου δώσει τα ρούχα;» ρωτάει και εστιάζω στο πόδι του, γελώντας αμήχανα.

«Μπορεί να την εκβίασα. Όπως το πάρει ο καθένας», μουρμουρίζω και ξεκινώ να του περιποιούμαι το πόδι.

Η αλήθεια είναι ότι ο Thomas ήταν ο λόγος που άρχισε να μου αρέσει η ιδέα του να προσέχω τους άλλους. Εξαιτίας του δημιούργησα συνήθειες, όπως το να κάνω δουλειές, το να οργανώνομαι, το να είμαι πρακτική και κυρίως το να ξέρω πώς να φροντίζω τα άτομα που αγαπώ. Με κάθε κρυολόγημα του, στην αρχή θα ήμουν αδιάφορη, όμως μετά θα του στεκόμουν δίπλα έτοιμη για όλα. Μου έμαθε να νοιάζομαι μέσα από τις πράξεις μου και όχι μόνο από τα λόγια μου. Γι' αυτό τον αγαπώ τόσο. Τον ευγνωμονώ κάθε μέρα της ζωής μου που μπήκε σε αυτήν και με άλλαξε.

«Συγγνώμη αν σε πείραξε», λέω και βάζω μια τούφα μαλλιών που πέφτει μπροστά πίσω από το αυτί μου.

«Δεν πειράζει», ξεφυσάει και ξαπλώνει πίσω στον καναπέ, τα μάτια του κολλημένα στο τζάκι. «Να της φέρεσαι όπως επιθυμείς. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ σαν να είναι το παιδί μου. Μεγάλη γυναίκα είναι».

Του χαμογελώ ζόρικα. Συνεχίζω με το να του σφίγγω τον επίδεσμο όσο-όσο, εκείνος να κοιτάει αλλού με τα μάγουλα του κόκκινα. Ελπίζω να μην κάνει πυρετό. Βήχει άλλη μια φορά και αμέσως κάνει το σώμα μπροστά σαν αυτό να του πόνεσε περισσότερο από όλες τις άλλες φορές. Τελειώνω με τον επίδεσμο και σηκώνω το σώμα, εκείνος να κάνει το ίδιο.

«Πως είναι;» ρωτάω και το πατάει κάτω.

«Καλύτερα από πριν πάντως», απαντά ο Alex.

Εκεί που δεν το περιμένω, με τραβάει κοντά και με χώνει στην αγκαλιά του. Κρατάει το ένα χέρι στο κεφάλι μου το οποίο έχει κολλήσει στο στήθος του και το άλλο στην πλάτη μου. Νιώθω την καρδιά του που χτυπάει αργά και σταθερά, η δική μου να κοντεύει να πέσει κάτω. Ακουμπάει το πηγούνι του στο κεφάλι μου και μένει για λίγο έτσι, εγώ να έχω γίνει κόκκινη σαν ντομάτα.

«Σε ευχαριστώ, Angel», λέει εκείνος και με κάνει να συνειδητοποιήσω ότι τώρα είναι η ευκαιρία να τον αγκαλιάσω, η επόμενη να μην ξέρω πότε θα είναι, «για όλα».

Τυλίγω τα χέρια μου γύρω στην μέση του και ανταποδίδω, τα μάτια μου ορθάνοιχτα και τα μάγουλα μου κατακόκκινα. Μου αρέσει. Απολαμβάνω την αγκαλιά του περισσότερο απ' ότι περίμενα. Δεν είχα ιδέα ότι την χρειαζόμουν τόσο πολύ, η αλήθεια είναι. Τον κρατάω σφιχτά, γραπώνοντας την ζακέτα του ελαφρώς. Το άρωμα του είναι υπέροχο, ακόμη καλύτερο από αυτό που μύριζα στο μπουφάν του.

Εγώ σε ευχαριστώ, Alex, γιατί δεν είχα ιδέα πόσο το χρειαζόμουν αυτό. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top