•Δεν είσαι αυτό το είδος ανθρώπου, Alex•

Alex's POV

Ο ουρανός είναι καθαρός. Το αεράκι είναι κρύο. Ο καιρός γενικότερα είναι ισορροπημένος σήμερα. Κλείνω τα μάτια και παίρνω μια βαθιά ανάσα, το κεφάλι μου ακόμη να κοιτάει πάνω. Χαϊδεύω τον σβέρκο μου απαλά και ανοίγω τα μάτια. Τα ρίχνω κάτω στο καθαρό χώμα και στα φρέσκα λουλούδια. Με την γλώσσα μου παίζω με το τσιγάρο ανάμεσα από τα χείλη μου και βάζω τα χέρια στις τσέπες του μαύρου φούτερ μου. Τα μαλλιά μου ακατάστατα πλέον ακολουθούν τις τάσεις του αέρα, αλλά δεν προσπαθώ καν να τα φτιάξω. Τα αφήνω ελεύθερα.

Κοιτάω την φωτογραφία της Nina ανέκφραστος. Πρώτη φορά μπορεί να έρχομαι χωρίς να έχω κάτι να πω ή να ξεσπάσω ή να κλάψω ή να της δείξω ότι είμαι καλά. Δεν θα ήταν χαζό να μιλάω με μια νεκρή; Όσο κοιτάω, τόσο πιο κενός αισθάνομαι μέσα μου. Δεν ήρθα να κρυφτώ πίσω της ούτε να βρω δικαιολογία να αυτοτιμωρηθώ. Ξεφυσάω τον καπνό του τσιγάρου από την μύτη και εκείνος χάνεται μέσα σε δεύτερα εξαιτίας του αέρα.

Σιωπή. Ακούω βήματα και κλάματα. Όταν ήρθα, είδα ότι κήδευαν κάποιον λίγο πιο πέρα, οπότε υποθέτω τελείωσαν και τώρα φεύγουν. Βγάζω το τσιγάρο από τα χείλη μου και ξεφυσάω. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω την οικογένεια που απομακρύνεται. Οι δυο σωματοφύλακες μου δημιουργούν ένα άνοιγμα για να περάσουν, αλλά είναι όλοι τόσο απασχολημένοι που δεν δίνουν καν σημασία σε αυτούς και για ποιον λόγο στέκονται εκεί.

Τα ανέκφραστα μάτια μου συναντιούνται με μια κοπέλα. Κρατάει το μπράτσο μιας κυρίας, μάλλον η σύζυγος ή αδελφή του αποθανόντος. Τα δικά της μάτια είναι κόκκινα και κουρασμένα από το κλάμα, από την αϋπνία και σίγουρα από την κούραση. Οι πρώτες μέρες είναι κόλαση, ισχύει. Δεν πιστεύεις τον χαμό και αναρωτιέσαι άμα τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά άμα ζούσε λίγο παραπάνω, να του έλεγες πόσο τον αγαπάς και τον χρειάζεσαι. Φτάνεις στην κηδεία και το συνειδητοποιείς ότι η τελευταία φορά που θα δεις αυτό το άτομo θα είναι σε αυτή την φωτογραφία του τάφου του.

Φαίνεται νέα, μπορεί δεκαπέντε ή δεκαέξι. Με το μανίκι της ζακέτας της καθαρίζει τα βουρκωμένα μάτια και μάλλον με αναγνωρίζει γιατί το σοκ στο πρόσωπο της γίνεται εμφανέστατο. Λυγίζει στο πρόσωπο κοντά της κυρίας και κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί, κουνώντας το μπράτσο της. Η άλλη καθαρίζει την μύτη της και γυρνάει να με δει, έχοντας σταθεί στην έξοδο του νεκροταφείου. Φέρνει το μαντίλι στο στόμα της σοκαρισμένη. Αυτή η κίνηση τραβάει την προσοχή ενός από τους σωματοφύλακες μου και άμα συνεχίζουν να δίνουν τόσο έμφαση σε μένα, ικανό τον έχω να τις πετάξει έξω με τις κλωτσιές. Φτιάχνει το σακάκι του και κάνει ένα βήμα πιο κοντά τους.

Αφήνω το τσιγάρο στο μάρμαρο του τάφου της Nina και περπατάω προς το μέρος τους. Πριν γίνει κάποια σκηνή και τα πράγματα γίνουν χειρότερα απ' ότι ήδη είναι, ζωγραφίζω ένα ψεύτικο χαμόγελο, από εκείνα που τόσο καιρό έχω μάθει να κάνω να φαίνονται αληθινά, και στέκομαι μπροστά από την κυριούλα που έχασε μόλις τον αγαπημένο της. Οι δυο τους με βλέπουν σαν να κατέβηκε ο ίδιος ο Θεός. Τα μάτια κάποιων καλεσμένων πέφτουν πάνω μου, κάποιοι με προσπερνούν αδιάφοροι, κάποιοι σχολιάζουν χαμηλόφωνα, κάποιοι με αναγνωρίζουν. Φέρνω το χέρι της ανάμεσα από τα ζεστά δικά μου και την κοιτώ στα κουρασμένα μελί μάτια.

«Λυπάμαι πολύ για τον αγαπημένο σας. Ελπίζω να ζήσετε και να τον θυμάστε», λέω χαμηλόφωνα, η φωνή μου ήρεμη και απαλή.

Τα μάγουλα και των δυο έχουν κοκκινίσει τέρμα. Μένουν άφωνες για λίγα δεύτερα. Ο σωματοφύλακας μου κάνει πίσω και αφήνει εμένα να χειριστώ την κατάσταση ευτυχώς. Δεν ξέρω τι θα γινόταν άμα είχε παρέμβει προηγουμένως. Η κυρία σπάει την σιωπή με το να γελάει ελαφρώς με τα χίλια ζόρια και να φέρνει το άλλο χέρι της πάνω από το δικό μου για να το χαϊδέψει. Ρίχνω τα μάτια στην νεαρή δίπλα της και τεντώνει το σώμα της αμέσως, το γεγονός ότι έχει την προσοχή μου να είναι τέρμα σημαντικό για εκείνην.

«Σας ευχαριστώ, κύριε Henderson», απαντά η κυρία και με αφήνει ελεύθερο, κάπως να χάνεται στις σκέψεις της, χωρίς να δίνει πλέον έμφαση στο ποιος είμαι.

Τραβάει την κοπέλα κοντά της και βγαίνουν έξω, ευτυχώς χωρίς να γίνεται κάποια σκηνή με τον σωματοφύλακα μου να τις πετάει με κλωτσιές μακριά μου με την δικαιολογία ότι με κοιτάνε ύποπτα. Ξεφυσάω. Τις βλέπω μέχρι που μπαίνουν στα αυτοκίνητα τους και ύστερα ρίχνω τα μάτια σε εκείνον που πήγε να κάνει το πρώτο βήμα να τις διώξει. Χάνω σταδιακά το χαμόγελο και μένω ανέκφραστος να τον κοιτώ, αλλά δεν επηρεάζεται καθόλου. Για αυτούς δεν έχει σημασία αν κάποιος πονάει, ζητάει βοήθεια ή απλά θέλει μια παρηγοριά· το μόνο που ξέρουν είναι να ακολουθούν τις διαταγές της μαμάς.

Μένω μόνος. Βάζω τα χέρια πίσω στις τσέπες του φούτερ και επιστρέφω στον τάφο της Nina. Είναι δύσκολο πλέον για μένα να κάνω μια ήρεμη ζωή, το έχω παραδεχτεί. Ακόμη και μια βόλτα τραβάει τα μάτια των άλλων πάνω μου και δεν με αφήνουν σε ησυχία. Όσο πλησιάζει η αποφοίτηση, τόσο πιο πολύ έχουν την προσοχή στραμμένη πάνω μου. Περιμένουν να δουν τι θα κάνω, ποιος θα γίνω, τα άτομα που θα επιλέξω να έχω γύρω μου, τα βήματα που θα ακολουθήσω.

Τα αεράκι για άλλη μια φορά κάνει τα μαλλιά μου να μπερδευτούν στο μέτωπο μου. Το τσιγάρο κάνει γύρους στο μάρμαρο, ο καπνός του να χάνεται γρήγορα από τον αέρα. Μόλις πάει να πέσει κάτω, φέρνω την αρβύλα μου και το πατάω πάνω στο μάρμαρο. Κοιτάω την φωτογραφία της Nina, χαμογελαστή και όμορφη όσο την θυμάμαι από πάντα. Δεν μπορώ ποτέ να πω ότι δεν ήταν. Πατάω το τσιγάρο κι άλλο για όσο σφίγγω το σαγόνι μου.

Το εννοώ, δεν έχω τίποτα να της πω. Για μένα πλέον δεν έχει σημασία να μιλάω σε μια νεκρή. Δεν μπορεί να με προστατέψει, δεν μπορεί να με παρηγορήσει, αλήθεια τι να την κάνω; Όσο πιο πολύ της μιλάω, τόσο πιο πολύ αισθάνομαι ότι με τραβάει στο χώμα μαζί της, δεν με αφήνει να παραδεχτώ ότι δεν φταίω εγώ που τα ψέματα της την οδήγησαν στην καταστροφή της. Δεν χρειάζεται να καταστρέφομαι εγώ για τις δικές της επιλογές. Βαρέθηκα να το κάνω. Βαρέθηκα να την παρακαλάω να με προστατεύσει όπως έκανε πάντα.

Βγάζω την αρβύλα από το μάρμαρο και αφήνω πίσω το πατικωμένο τσιγάρο. Το παίρνει ο αέρας αμέσως αλλά έχει αφήσει πάνω έναν μαύρο λεκέ. Κάποτε θα με ένοιαζε να το καθαρίσω, πλέον ούτε αυτό δεν έχω διάθεση να κάνω. Στέκομαι άλλο λίγο να την κοιτάξω. Μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που έρχομαι να το κάνω. Σύντομα θα φύγω μακριά από όλους και τα πάντα, δεν χρειάζεται να την έχω δικαιολογία να με τραβάει πίσω σε αυτή την πόλη. Φτάνει. Το έχει κάνει ήδη αρκετά και κουράστηκα να προσπαθώ τόσο, μόνο για να πληγώνομαι ακριβώς μετά.

Δεν λέω τίποτα. Γυρνάω την πλάτη και απομακρύνομαι. Ο μόνος λόγος που αποφάσισα να έρθω ήταν εξαρχής για να καταλάβω γιατί σπάραζα και πόναγα τόσο κάθε φορά που θυμόμουν ότι ήταν νεκρή. Γιατί ερχόμουν πάντα σε αυτήν όταν ήθελα παρηγοριά; Χαμογελώ πλάγια και κλείνω τα μάτια για λίγα δεύτερα. Επειδή είμαι ηλίθιος, γι' αυτό.

Όσο ζούσε, το μόνο άτομο που με έκανε να νιώθω προστατευμένος ήταν εκείνη. Ήξερα ότι με παρηγορούσε ό,τι και να έκανα. Ας ήμουν μεθυσμένος, ας με είχαν παρατήσει, ας μην είχα επιτυχία με κάποια κοπέλα, ας είχα το ένα πρόβλημα ή το άλλο, εκείνη δεν θα ρώταγε. Θα με έπαιρνε στην αγκαλιά της και θα με κράταγε εκεί. Θα με άφηνε να ξαπλώσω στον ώμο της και να αποκοιμηθώ μια-δυο ώρες όταν επέστρεφα από κουραστικές προπονήσεις, χωρίς να κουνηθεί ρούπι από την θέση της. Θα διάβαζε το βιβλίο της ή θα χάζευε τον κήπο, καμιά φορά θα κράταγε και το χέρι της στο δικό μου.

Με προστάτευε τόσο πολύ, που το είχα δεδομένο ότι κάθε φορά που θα πήγαινα σε εκείνην, θα το έκανε χωρίς να το ζητήσω.

Όμως ο Gavin με έκανε να καταλάβω ότι κανείς δεν με προστάτευε πλέον. Είχα τα χάλια μου. Ερχόμουν εδώ δύο ολόκληρα χρόνια και νόμιζα ότι συνέχιζε να με κρατάει στην αγκαλιά της όταν ένιωθα μόνος και πληγωμένος. Δεν το έκανε όμως. Για όσο δεν το έκανε, έπεφτα σε ένα ατελείωτο σκοτάδι και πνιγόμουν σε εκείνο. Πίστευα ότι κυνηγούσα το φως στο τέλος, αλλά μόνο έπεφτα και απομακρυνόμουν από εκείνο.

Προσπερνάω τους σωματοφύλακες μου και αμέσως με ακολουθούν. Ο ένας μπαίνει μπροστά για να ανοίξει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου ενώ ο άλλος στέκεται από πίσω. Αφού μπαίνω μέσα και βάζω ζώνη, εκείνοι έχουν μπει στις μπροστινές θέσεις και ξεκινούν το αυτοκίνητο. Κοιτάω έξω από το παράθυρο και ύστερα εκείνους με την άκρη του ματιού. Ούτε συζήτηση δεν ξεκινούν. Από τότε που τους έστειλε η μαμά το μόνο που κάνουν είναι να κινούνται σαν ρομπότ, να ακολουθούν το καθήκον τους αυστηρά.

Άλλο πρόβλημα κι αυτό. Δεν γινόταν να μην την καλέσει ο κύριος Carlson χθες και να της πει τι συνέβη. Από τότε που το έμαθε, η Sophia μου είπε ότι είναι τέρμα τσαντισμένη με την συμπεριφορά μου και ότι πρώτη φορά στην ζωή μου με βάζει τιμωρία. Εφόσον έφαγα μια ολόκληρη εβδομάδα αποβολή, είμαι αναγκασμένος να μένω σπίτι και μου επιτρέπεται μόνο μια ώρα εξόδου στις δυο μέρες, χωρίς τηλέφωνο κιόλας. Εξ ου και ο λόγος που με φρουρούν έτσι. Δεν με έχει πάρει τηλέφωνο και σίγουρα το αποφεύγει γιατί θέλει να τα πούμε από κοντά όταν τελειώσει τις δουλειές της.

Αποφάσισα να μην πω κάτι. Κατέβασα το κεφάλι και αποδέχτηκα την κάθε τιμωρία, τι του κύριου Carlson, τι της μαμάς, τι του Gavin. Ναι, έπρεπε κι εκείνος να μου βάλει μια. Η δική του βέβαια είναι ότι θα με σκοτώσει άμα φτάσω πάλι στο σημείο να δείρω κάποιον, αλλά εντάξει. Χαζεύω έξω από το παράθυρο και κάποια στιγμή ξεφυσάω κουρασμένος από όλο αυτό.

Ήταν μια αρκετά δύσκολη μέρα χθες, ειδικά για την Sophia. Έπρεπε να διαχειριστεί όλες τι κλήσεις που ερχόντουσαν από το σχολείο και την μαμά. Ο Gavin εννοείται ότι με κοίταγε περίεργα ενώ καθάριζε το μαχαίρι να κόψει ένα μήλο, αλλά δεν έχει εκδηλώσει καθόλου από εκείνη την μια φορά τον σκοτεινό εαυτό του. Καταλαβαίνω γιατί επιλέγει να μην το κάνει, οπότε κρατάω κι εγώ το στόμα μου κλειστό, όσο και να με τρώει να ρωτήσω τους άλλους άμα την έχουν δει. Ήταν τόσο τρομαχτική, ακόμη και για μένα.

Έχει κανονιστεί την Δευτέρα να γίνει μια συνάντηση μεταξύ γονέων, όποτε δεν γίνεται να αποφύγω να συναναστραφώ με την μαμά στην τελική. Η Sophia μού ζήτησε συγγνώμη και μου έδωσε μια αγκαλιά όταν δεν μπόρεσε να φτιάξει την κατάσταση, κάτι το οποίο με έκανε να νιώθω άσχημα που την τράβηξα σε όλο αυτό. Έχω αποδεχτεί τις τιμωρίες μου. Δεν με νοιάζει που δεν μπορώ να βγαίνω από το σπίτι συχνά, δεν με νοιάζει που δεν θα συμμετάσχω στο θεατρικό, ούτε δίνω δεκάρα που θα χάσω κάτι προπονήσεις. Μου αρέσει να κάτσω σπίτι στην ησυχία μου. Δεν θα έχω το κινητό να χτυπάει κάθε πέντε λεπτά και θα μπορώ να κοιμάμαι όλη μέρα χωρίς να χρειάζεται να επιστρέψω στο να βλέπω τα μούτρα του Christian.

Φέρνω στο μυαλό μου την Angel. Είμαι σίγουρος ότι θα έχει ανησυχήσει, αλλά αποκλείεται ο Gavin να μην της έχει εξηγήσει τον λόγο που δεν της απαντάω τα μηνύματα. Έχει κι εκείνη τα δικά της να ανησυχεί, όπως την υγεία του Nate. Της έγινα άλλο ένα πρόβλημα. Πάντως έχει περάσει μια ολόκληρη μέρα και δεν έχει περάσει από το σπίτι μου, ούτε έχει δώσει στον Gavin κάποιο μήνυμα για μένα.

Απορώ τι σκέφτηκε όταν έμαθε τι έγινε. Γνωρίζοντας την Brittany, ξεζούμισε όλες τις πληροφορίες από την Sophia, η οποία δυστυχώς έμαθε την αλήθεια αλλά ευτυχώς δεν την σχολίασε, και ύστερα τις μοιράστηκε με την Angel. Αισθάνομαι ότι αυτός είναι ο λόγος που αποφεύγει να έρθει σε επικοινωνία μαζί μου. Μπορεί να την πείραξε που έφτασα σε αυτό το σημείο εξαιτίας της Trish. Δεν το εκφράζει, αλλά το βλέπω στα μάτια της ότι την πείραζε πάντα αυτή η φιλία. Προσπαθεί τόσο να κρατήσει την σχέση, που δεν κάνει κάποια σκηνή ζηλοτυπίας, ούτε με πιέζει να ξεκόψω.

Μου λείπει όμως. Μου λείπει το άγγιγμα της, ο τρόπος που πειράζει τα μαλλιά της, ο τρόπος που μου χαμογελάει, τα νάζια που κάνει όταν θέλει την προσοχή μου. Φέρνω το χέρι στην καρδιά μου. Χτυπάει αργά και σταθερά. Μπορεί να είναι καλύτερα όμως έτσι. Την έχω πληγώσει τόσες φορές που δεν έχω το περιθώριο να το ξανακάνω. Απορώ την υπομονή που έχει να το κάνει, αν και μου έχει δείξει ότι δεν έχει αρκετή, απλά με αγαπάει τόσο που φοβάται να με χάσει.

Ακουμπώ το κεφάλι στο τζάμι και κλείνω τα μάτια. Η ζωή μου όσο πάει και χειροτερεύει. Δεν ξέρω πώς να νιώσω πλέον. Δεν μετανιώνω ούτε δευτερόλεπτο που τους έδειρα, δεν με νοιάζει. Ήθελα να το κάνω και το έκανα. Άμα μπορούσα θα το έκανα ξανά και ξανά. Εκείνα τα καθάρματα το άξιζαν. Η ζωή μου είναι γραφτό να πάει κατά Διαόλου, οπότε ας πάρω μαζί μου όλα τα σκουπίδια.

Ανοίγω τα μάτια και βλέπω τα σύννεφα που πλησιάζουν. Ο ήλιος έχει χαθεί ήδη και σε λίγο αποκλείεται να μην βρέξει. Μου θυμίζει ακριβώς εκείνη την ημέρα πριν δυο χρόνια, την ίδια που υποσχέθηκα στον Gavin να αλλάξω. Δεν θα πω ψέματα ότι δεν την είχα ξεχάσει. Χαμογελάω ελαφρώς. Από πάντα με προστάτευε με τον δικό του περίεργο τρόπο, ας προσπαθούσα να τον αποβάλλω από την ζωή μου εγώ. Ακόμη μου την δίνει εκείνος ο χαζοχαρούμενος εαυτός του αλλά το να ξέρω ότι κατά βάθος ξέρει τι κάνει και μάλιστα προστατεύει αυτούς που νοιάζεται, με κάνει κάπως να ηρεμήσω.

Μου έχουν αποτυπωθεί τα λόγια του. Με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι είμαι όντως άχρηστος. Δεν μπορώ να προστατέψω κανέναν με αυτά τα χάλια και δεν είναι απαραίτητα κακό. Απλά πρέπει να ζω για τον εαυτό μου. Πρέπει να προστατεύσω τον εαυτό μου από όλο αυτό το κακό που με περιτριγυρίζει, πρέπει να μάθω να χαμογελώ γιατί εγώ θέλω και όχι επειδή είμαι ο γιος της Προέδρου ή γιατί είμαι το παραδειγματικό παιδί. Θέλω να ζω όπως επιθυμώ εγώ, να είμαι ελεύθερος και να μην χρειάζεται να είμαι τέλειος.

Στην τελική, ποιος αλήθεια νοιάζεται για μένα;

FLASHBACK

Οι σταγόνες νερού πέφτουν στα μάγουλα μου και γλιστρούν κάτω, στον λαιμό και πάνω στο πουκάμισο μου. Βαριανασαίνω, αλλά τα μάτια μου μένουν ανέκφραστα. Το χέρι μου είναι ακόμη σφιγμένο σε γροθιά. Περίμενα η καρδιά μου να χτυπάει αργά, αλλά αντιθέτως η αδρεναλίνη με κάνει να θέλω να συνεχίσω. Ένα πλάγιο χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη μου και μου ξεφεύγει ένα γελάκι, κουρασμένο εφόσον ακόμη προσπαθώ να ανασάνω, αλλά γεμάτο απόλαυση.

«Συγγνώμη, το εννοώ», κλαψουρίζει ο άλλος και σιγά που τα λόγια του φτάνουν στο μυαλό μου.

Ό,τι και να πει είναι άχρηστο μπροστά στην θέληση μου να τον κάνω αγνώριστο, να τον πετάξω στον κάδο σκουπιδιών και να τον αφήσω να μείνει εκεί για πάντα. Κάνω ένα βήμα κοντά του και αυτός σπρώχνει το σώμα του πίσω μέχρι που ακουμπά τον τοίχο. Πέφτει μια καταιγίδα και κάνει το έδαφος να τρέμει. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει, για τώρα αργά, αλλά σίγουρα ύστερα θα μαστιγώνει το εκτεθειμένο δέρμα μου.

Τα μαλλιά μου έχουν πέσει στα μάτια μου. Έπρεπε να συμφωνήσω με την Sophia να μου τα κόψουν, γιατί πάει αρκετός καιρός από τότε που πρόσεξα τον εαυτό μου ή έστω νοιάστηκα να το κάνω. Εξαρχής δεν το αξίζω. Τι αξίζει ένα σκουπίδι σαν εμένα εφόσον ούτε την αδελφή μου δεν μπορούσα να σώσω; Κατεβάζω το κεφάλι και κλείνω τα βουρκωμένα μάτια μου τόσο σφιχτά που αρχίζουν να πονάνε. Θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα, θέλω αυτό το βάρος στο στήθος μου να φύγει, θέλω να αναπνεύσω.

Με την ματωμένη γροθιά μου καθαρίζω τα δάκρυα παρόλο που δεν φαίνονται εξαιτίας της βροχής που με έχει κάνει μούσκεμα. Ανοίγω τα μάτια και τον βλέπω να προσπαθεί να ξεφύγει, αλλά χτυπάω το πόδι με δύναμη στον τοίχο μπροστά στο πρόσωπο του και τον κάνω να παγώσει στην θέση του. Μου ρίχνει τα μάτια και πραγματικά είναι ό,τι πιο αξιολύπητο έχω δει στην ζωή μου.

«Νομίζεις ότι χρειάζομαι την συγγνώμη σου; Νομίζεις ότι σε λυπάμαι;» λυγίζω κοντά του και του ζουλάω τα μάγουλα με τα δάχτυλα μου, αναγκάζοντας τον να με δει. «Δεν είσαι παρά ένας δειλός, εσύ και οι φίλοι σου».

Οι άλλοι δυο έχουν πέσει στο έδαφος ήδη αναίσθητοι. Τους ρίχνει τα μάτια και σαν τώρα να συνειδητοποιεί ότι έκανε μεγάλο λάθος που έμπλεξε μαζί μου και το μετανιώνει. Δεν είναι αρκετό όμως. Το αίμα από την μύτη του έχει φτάσει μέχρι την μπλούζα του και το μάτι του έχει αρχίσει να πρήζεται. Τον αφήνω ελεύθερο και σηκώνω το σώμα μου όρθιο. Περιμένω λίγο να αναπνεύσει και εκεί που δεν το περιμένει τον βαράω με την γροθιά μου. Αρχίζει να κλαίει. Γυρνάω το κεφάλι πίσω μου και βλέπω πόσες πολλές καταιγίδες πέφτουν ανέκφραστος.

Πόσες μέρες πάνε, μπορεί μήνες, που έχω να βγω από το σπίτι; Ήταν οι άνθρωποι τόσο μαλάκες από πάντα; Νόμιζα ότι ο καθαρός αέρας θα μου έκανε καλό, αλλά άμα είναι να αναπνέω τον ίδιο με αυτούς του ανθρώπους τότε δεν θέλω. Προτιμώ να με κάνουν να εισπνεύσω δηλητήριο. Με τα δάχτυλα μου διώχνω τα μαλλιά από τα μάτια μου. Μόλις τα αφήνω πέφτουν πάλι στα μάτια μου. Μα πόσο έχουν μακρύνει πια; Πόσες μέρες πάνε αλήθεια, μέσα στο δωμάτιο μου;

Στρέφω την προσοχή μου πίσω σε αυτόν. Φοβάται, το βλέπω στα μάτια του. Παρόλο που μπορεί να με περνάει σε ηλικία, το γεγονός ότι με κοιτάει έτσι, τον κάνει να δείχνει αξιολύπητο. Τον λυπάμαι λίγο. Φέρνει το χέρι του στο σαγόνι και το χαϊδεύει. Τα ρούχα του έχουν λασπωθεί και η βροχή τον ταράζει, κάνοντας τον να ανοιγοκλείσει τα μάτια συνεχώς. Σέρνει το σώμα του λίγο πιο πέρα και τον αφήνω.

Την στιγμή που φωτίζει ο τόπος λευκός, χαμογελάω. Η δυνατή βροντή ταράζει το έδαφος και κάνει τον τύπο να αναπηδήσει πίσω τρομαγμένος στο θέαμα του προσώπου μου, που απολαμβάνει να τον βλέπει να υποφέρει. Ήθελε να ξεκινήσει τσαμπουκά στην γωνιά μαζί μου πριν με τους φίλους του και ήξερε να πατήσει τα κουμπιά μου όταν ειρωνεύτηκε αν με έχει παρατήσει η γκόμενα μου και έχω αυτά τα μαύρα χάλια. Θα μου έφτανε να του δώσω το πορτοφόλι μου και να με αφήσει ήσυχο, αλλά ήθελαν να το συνεχίσουν, να πετάξουν το ποτό μου κάτω, να με σπρώξουν και να με βαρέσουν, μάλλον για να ξεσπάσουν τα νεύρα τους.

Που να ήξεραν ότι εγώ έχω περισσότερα να ξεσπάσω...

Δεν άντεξα. Δεν μπορούσα να το κρατήσω μέσα μου. Είμαι έτοιμος να σπάσω όπου να' ναι, το παραμικρό με κάνει να θέλω να ξεσπάσω. Στην σκέψη αυτού ανακαλούμαι πάλι την Nina. Μου λείπει. Πότε θα επιστρέψει σπίτι; Πότε θα μπορώ να την αγκαλιάσω πάλι; Γιατί έφυγε πάλι, δεν μπορώ να θυμηθώ...

Φέρνω την παλάμη του χεριού μου στο πρόσωπο μου και μπερδεύω τα δάχτυλα μου στα μαλλιά. Νιώθω ξαφνικά πολύ κουρασμένος. Νυστάζω λίγο. Γυρνάω το σώμα μου προς τα πίσω και κοιτάω τον ουρανό. Η βροχή με χτυπάει στο πρόσωπο, ενώ εγώ με το ένα μάτι χαζεύω τις καταιγίδες. Γιατί βγήκα πάλι από το σπίτι; Τι ήθελα να κάνω; Πόσες μέρες πάνε που ήμουν κλειδωμένος στο δωμάτιο μου;

«Alex!» ακούω την φωνή του Gavin να με καλεί και γυρνάω να τον δω.

Προχωρά προς το μέρος μου κρατώντας μια ομπρέλα. Με κοιτάει από πάνω ως κάτω. Σηκώνει το πληγωμένο χέρι μου να το δει και το αφήνει ελεύθερο. Δεν σχολιάζει τίποτα. Κοιτάει τον τύπο που τρέμει από τον φόβο και μάλλον το κρύο εφόσον έχει γίνει μούσκεμα, και ύστερα ξεφυσάει. Το πρόσωπο του σοβαρεύει απότομα και φαίνεται, μπορώ να πω, αρκετά τσαντισμένος. Με βάζει να κρατήσω την ομπρέλα και βγάζει το πορτοφόλι του. Επιλέγει μια χούφτα δολάρια και τα πετάει στον άλλον.

«Αυτά για να κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, αλλιώς-», το βλέμμα που του χαρίζει είναι αρκετό για να τον κάνει να κουνήσει απλά το κεφάλι καταφατικά.

Παίρνει τα λεφτά πριν βραχούν και τα κρύβει στο εσωτερικό της ζακέτας του. Την στιγμή που ανταλλάσουμε βλέμματα, το καταλαβαίνω ότι δεν επρόκειτο να ανοίξει το στόμα του, τόσο που φοβάται. Του αρκούν κάτι χιλιάρικα που του πέταξε ο Gavin από το να μπλέξει χειρότερα. Κοιτάει αλλού και ύστερα σέρνεται πιο πέρα να ξυπνήσει τους φίλους του, που έπεσαν ξεροί με μια μπουνιά μόνο.

«Προχώρα εσύ», ακούω τον Gavin να γρυλίζει και αρπάζει την ομπρέλα από το χέρι μου.

Την κρατάει μόνο για τον εαυτό του. Ξεκινά να περπατά προς τον δρόμο και έξω από το στενάκι. Αργώ να τον ακολουθήσω αλλά το κάνω κάποια στιγμή. Ακόμη νιώθω λίγο χαμένος. Μισοκλείνω τα μάτια εξαιτίας των μαλλιών μου που πέφτουν σε αυτά και κοιτάω το έδαφος με θολή όραση. Βάζω τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού μου και συνεχίζω να βαδίζω αργά και σταθερά, το βλέμμα μου χαμένο ακριβώς όπως το μυαλό μου.

Αλήθεια τι κάνω εδώ; Δεν θυμάμαι τίποτα. Αισθάνομαι κουρασμένος και μου πονάει το κεφάλι. Θέλω να πάω πίσω στην Nina. Μήπως με περιμένει σπίτι; Στην σκέψη αυτήν βουρκώνω. Γιατί βουρκώνω όμως; Γιατί αισθάνομαι αυτό το κενό στο στήθος μου; Γιατί με πονάει τόσο; Χάνομαι κι άλλο στις σκέψεις μου.

Ξαφνικά ακούω μια πόρτα να ανοίγει. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω τον Gavin να έχει ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου του, το οποίο έχει παρκάρει τσαπατσούλικα στην άκρη του δρόμου. Κάνω να τον κοιτάξω, αλλά έχει γυρισμένη την πλάτη του και δεν γνωρίζω ούτε την έκφραση που μπορεί να έχει στο πρόσωπο του. Παρόλο που δεν καταλαβαίνω τι νιώθω, ξέρω ότι φοβάμαι λίγο.

Μπαίνω μέσα και όταν κάθομαι, βαράει την πόρτα κλειστή. Κοιτάω τα χέρια μου. Έχουν ματώσει και πονάνε τώρα που δεν με χτυπάει η βροχή σε όλο μου το σώμα. Έχω ανοίξει μικρές πληγές και σχισίματα, ενώ έχουν μουδιάσει και με το ζόρι τα κουνάω. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και βλέπω τα ρούχα μου που είναι μούσκεμα. Όταν πάω σπίτι πρέπει να τα αλλάξω οπωσδήποτε. Ξεφυσάω όταν ανοίγει η πόρτα από την πλευρά του Gavin. Έχει ήδη βάλει την ομπρέλα στο πορτμπαγκάζ, γιατί άκουγα την φασαρία πίσω.

Σε σχέση με μένα, εκείνος είναι μια χαρά, ντυμένος, φτιαγμένος και παρφουμαρισμένος τόσο που θέλω να ανοίξω το παράθυρο για μια βαθιά ανάσα. Μένει σιωπηλός. Η βροχή χτυπάει το τζάμι μπροστά και έχει θολώσει τα πάντα. Ο Gavin βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και βάζει ένα στο στόμα του. Το ανάβει και ύστερα πετάει το πακέτο σε μένα. Το κοιτάω μπερδεμένος και προσπαθώ να καταλάβω γιατί το έκανε αυτό.

«Πάρε ένα», λέει και δεν με κοιτάει καν.

«Δεν καπνίζω», του υπενθυμίζω και κάνω να του το δώσω πίσω.

Η δυνατή μυρωδιά του τσιγάρου του κάνει το κεφάλι μου να πονέσει περισσότερο. Ζαλίζομαι λιγάκι, αλλά προτιμώ να μην του πω τίποτα. Είναι διαφορετικός από τις άλλες φορές, πιο σοβαρός, πιο απότομος. Το βλέμμα του έχει σκοτεινιάσει κιόλας, όμως δεν είμαι σε φάση να του δώσω σημασία. Για κάποιον λόγο νιώθω αδύναμος, σαν να μην μπορώ να σηκώσω το ίδιο μου το σώμα. Έχω πυρετό; Κρυολόγησα; Κουράστηκα; Δεν ξέρω.

«Πάρε ένα», επαναλαμβάνει κρύα και με κάνει να σουφρώσω τα φρύδια.

«Gavin-»

Κόβω την πρόταση μου την στιγμή που μου δίνει το δικό του. Ξεφυσά τον καπνό και ακόμη δεν γυρνάει να με δει. Το παίρνω. Δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο. Η Nina σιχαίνεται τον καπνό... η Nina... Είναι νεκρή. Δεν θα επιστρέψει. Κοιτάω το τσιγάρο χαμένος στις σκέψεις μου και το κενό στην καρδιά μου μεγαλώνει όσο συνειδητοποιώ ότι η Nina δεν θα με περιμένει στο σπίτι.

«Έχω πει χίλιες φορές στην μαμά σου να κόψεις τα χάπια, αλλά υποθέτω πρέπει να φτάνουμε σε αυτό το σημείο για να καταλάβει πόσο λάθος κάνει», σκέφτεται φωναχτά και φέρνει τα χέρια του στο τιμόνι.

«Χάπια;» αναρωτιέμαι.

Έχει δίκιο. Πάνε μήνες που παίρνω συνέχεια χάπια. Δεν ξέρω τι κάνουν, αλλά η μαμά λέει ότι θα με βοηθήσουν να σταματήσω να πονάω, γιατί πονάω, πονάω πολύ. Είμαι κουρασμένος. Οι αναμνήσεις με πονούν. Τα χέρια μου είναι βαμμένα με αίμα. Και εκείνο το βράδυ και τώρα. Σταγόνες νερού από τα μαλλιά μου πέφτουν στην μπλούζα μου. Φέρνω το τσιγάρο στα χείλη μου και εισπνέω τον καπνό. Η γεύση είναι πικρή, αλλά δεν με κάνει να αηδιάσω, όπως τα χάπια. Τα μάτια μου είναι βουρκωμένα.

«Σιχαίνομαι εκείνο το βλέμμα στα μάτια σου», σχολιάζει ο Gavin. «Δεν είσαι αυτό το είδος ανθρώπου, Alex».

Κοιτάω τα πληγωμένα χέρια μου. Μου άρεσε η αλήθεια είναι. Με έσπρωξαν οι ίδιοι, θα μπορούσα να φύγω ή να καλέσω κάποιον, ο οποίος μέσα σε δεύτερα θα τους εξαφάνιζε από προσώπου Γης, αλλά η ιδέα του να το κάνω ο ίδιος μου άρεσε. Γιατί όμως; Γιατί μου αρέσει ακόμη και τώρα; Χαμογελάω ελαφρώς όσο κρατάω το τσιγάρο στα χείλη μου. Η γλώσσα μου καίει από τον καπνό, αλλά δεν με νοιάζει.

«Βγάλε αυτή την ηλίθια έκφραση από το πρόσωπο σου, βλάκα!» φωνάζει ο Gavin και με αρπάζει από τον γιακά, φέρνοντας το πρόσωπο μου κοντά στο δικό του.

Φαίνεται τσαντισμένος. Τον κοιτάω χαμένος. Δεν καταλαβαίνω τι τον έπιασε. Ποια έκφραση μου μισεί; Ανοιγοκλείνω τα μάτια κουρασμένος. Είναι βουρκωμένα και καίνε τόσο που με πονάνε μόλις θέλω να τα κρατήσω για λίγο κλειστά. Με αφήνει ελεύθερο και παίρνει μια βαθιά ανάσα. Αρπάζει το τσιγάρο από τα χείλη μου και τραβάει μια τζούρα όλο νεύρα.

«Δεν είσαι τέρας, Alex, ούτε φταις εσύ», μουρμουρίζει και ξαναφέρνει τα χέρια στο τιμόνι.

Δυσκολεύομαι να καταλάβω τι του συμβαίνει. Ο ίδιος βασικά είμαι τόσο κουρασμένος και ζαλισμένος. Ήλπιζα να φτάσω σπίτι από την βόλτα μου πριν επιδράσει το χάπι, αλλά υποθέτω μου έστριψε λίγο όταν εκείνοι οι νταήδες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν λέξεις που έκαναν το μυαλό μου να σβήσει για λίγο και να σκοτεινιάσει. Δεν θα πω ψέματα ότι δεν το απολάμβανα, η αίσθηση ήταν υπέροχη, σαν να με βοήθησε να βγάλω όλο αυτό το μίσος που πηγάζει μέσα μου, που έχει δηλητηριάσει όλο το αίμα μου.

«Υποσχέσου μου ότι δεν θα βαρέσεις ποτέ ξανά κανέναν, ακόμη και αν είναι η τελευταία σου επιλογή».

Σφραγίζω τα χείλη μου. Κοιτάω το πακέτο τσιγάρα και παρόλο που μου πήρε λίγο, καταλαβαίνω τι προσπαθεί να κάνει. Κλείνω τα μάτια και παίρνω μια πολύ βαθιά ανάσα, να γεμίσω τους πνεύμονες μου, παρόλο που είναι μόνο με τον καπνό του τσιγάρου. Δεν πρέπει να είμαι τέρας, όχι. Δεν πρέπει να φτάνω στο σημείο να απολαμβάνω να πληγώνω άλλους, όχι όταν δεν μπόρεσα να προστατεύσω την ίδια μου την αδελφή. Το μυαλό μου κάπως καθαρίζει, αρχίζω να θυμάμαι, να ανακαλούμαι την βροχερή εκείνη ημέρα σαν την σημερινή.

Έχασα την Nina για πάντα...

Φέρνω το χέρι στο στήθος μου και αρπάζω το ρούχο, σφίγγοντας το στην γροθιά μου. Ξεσπάω σε κλάματα. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι τόσο κουρασμένος, έχω χάσει τον εαυτό μου, έχω γίνει ένα τέρας. Πως γίνεται να έκανα κάτι τέτοιο και να μου άρεσε; Έχω μείνει μόνος μου και έχασα το μοναδικό άτομο που με έβλεπε γι' αυτό που πραγματικά είμαι, εξαιτίας της δικής μου μαλακίας.

Νιώθω το χέρι του Gavin να τραβάει το κεφάλι μου μέχρι που το ακουμπά απαλά στον ώμο του. Δεν σταματάω να κλαίω, δεν με νοιάζει να με δει έτσι ούτως ή άλλως. Πονάω τόσο που δεν μπορώ ούτε να αναπνεύσω. Αισθάνομαι πνιγμένος, χαμένος σε ένα σκοτάδι που δεν τελειώνει ποτέ. Μου λείπει τόσο που δεν μπορώ άλλο να βρω λόγο να ζω. Γιατί να μην ήμουν εγώ; Γιατί να μην ήταν το δικό μου αυτοκίνητο; Ποιος ο λόγος να ζει κάποιος σαν εμένα;

«Δεν φταις εσύ», μουρμουρίζει ο Gavin και κάτι στον τόνο της φωνής του με κάνει να νιώθω ότι το εννοεί, ότι με καταλαβαίνει και ότι θέλει να με προστατεύσει.

Γιατί να θέλει κανείς να προστατεύσει κάποιον σαν εμένα; Το μόνο που κάνω είναι να κοιτάω έξω από το παράθυρο του δωματίου μου, να παίρνω τα χάπια μου και να κουνάω το κεφάλι καταφατικά κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος. Δεν χρησιμεύω σε τίποτα. Είμαι άχρηστος. Είμαι ηλίθιος. Δεν αξίζω να ζω, ούτε την παρηγοριά κανενός. Γιατί όμως δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω; Γιατί δεν θέλω να απομακρυνθώ από αυτή την ζεστασιά και την παρηγοριά που μου προσφέρει ο Gavin;

Φοβάμαι μόνος μου... Φοβάμαι τόσο...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top