•Απέχεις δυο βυζιά και ένα μουνί από το να με πηδήξεις•

Alex's POV

Κοιτάω δεξιά και αριστερά με μια ανησυχία στο πρόσωπο μου. Κουλουριασμένος με την κουβέρτα να με καλύπτει από πάνω μέχρι κάτω, κρατάω τα δάχτυλα μπερδεμένα στα μαλλιά μου. Δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει. Την μια στιγμή είμαι καλά, την άλλη βλέπω το δωμάτιο να λιώνει. Καμιά φορά δεν μπορώ να διακρίνω αν κοιμάμαι ή όχι, με τόσα εφιαλτικά πράγματα που βλέπω. Από την Hayami, την Nina ως ακόμη και την μαμά βουτηγμένη στο αίμα της, πετάγομαι από το κρεβάτι ιδρωμένος και προσπαθώ να καταλάβω τι μου γίνεται.

Η Angel κοιμόταν στο πλευρό μου όλο το βράδυ, αλλά δεν ξύπναγε ακόμη και αν την σκούνταγα. Στιγμές δεν ήμουν καθόλου καλά, όμως δεν νομίζω να με άκουγε που την καλούσα. Κουλουριαζόμουν στην αγκαλιά της ύστερα και με το ένα χέρι στο βυζί της, θα κοιμόμουν ξανά. Μου αρκούσε να την έχω κοντά μου και τόσο ήθελα να ηρεμήσω, έτσι να αποκοιμηθώ ξανά πιο ήρεμος. Εξ ου και ο λόγος που αισθάνομαι τόσο κουρασμένος τώρα και σαν να μην έχω κοιμηθεί ούτε ένα μισάωρο συνολικά.

Το παράθυρο στο υπνοδωμάτιο είναι ανοιχτό. Το κρύο αεράκι μπαίνει μέσα και μπορώ να ακούσω τα δέντρα απ' έξω, τα κλαδιά τους να πασχίζουν να σταθούν σε ένα σημείο, αλλά μόνο να μπερδεύονται μεταξύ τους. Τα φύλλα παράγουν ήχους σαν να σχίζονται, βασικά σαν πολλά φίδια μέσα στο κεφάλι μου. Κατεβάζω τα χέρια και τα φέρνω στα αυτιά μου για να σταματήσω να τα ακούω. Άκουσα την Angel που το άνοιξε το πρωί ενώ βγήκε να χαιρετήσει τον Nate, οπότε σίγουρα θα το ξέχασε έτσι. Κάνει απίστευτο κρύο και έχω ανατριχιάσει ολόκληρος, όμως δεν θέλω να βγω από τα σκεπάσματα.

Χαίρομαι που ο Nate επέστρεψε παραμονή Χριστουγέννων. Όχι μόνο έκανε την γιορτή καλύτερη για την αδελφή του, αλλά πλέον δεν χρειάζεται να ανησυχώ για την Emily ενώ βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση. Δεν μου έχουν πει κάτι, όμως είμαι σίγουρος ότι γνωρίζουν. Δεν μου ξέφυγαν τα λόγια της Angel χθες στον Nate. Έχει καταντήσει κουραστικό να μου κρύβουν μονίμως σημαντικές πληροφορίες. Είμαι πρόθυμος να το υποστώ μόνο επειδή καταλαβαίνω ότι δεν είμαι και στα καλύτερα μου. Το γεγονός ότι έχω πάλι παραισθήσεις με τρομάζει.

Ο αέρας σταματά. Κατεβάζω τα σκεπάσματα όσο για να δω έξω από το παράθυρο. Είμαι σίγουρος ότι θα βρέξει. Βλέπω την συννεφιά και τα πουλιά που πετούν χαμηλά, σχεδόν ίσα με την σκεπή των σπιτιών. Η Angel έχει πάει στον αδελφό της για πρωινό. Την άκουσα να το λέει στην Brittany που μίλαγαν στο τηλέφωνο ενώ ντυνόταν. Δεν ξέρω τι έχει απογίνει ο Lucas, αλλά με βάση την ώρα που έχει πάει, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έχει πάει στην δουλειά. Βέβαια, τα μάτια του δεν έχουν θεραπευτεί, αλλά τόσο τρελός που είναι, δεν θα την άφηνε με τίποτα για κάτι τόσο μικρό.

Ξεφυσάω. Για να μην ακούω κάτι πέρα από τα δέντρα που θυμίζουν ταινία τρόμου, μόνος μου θα είμαι. Σηκώνω τον θώρακα μου για να μείνω καθιστός στην θέση μου. Με πονάει το κεφάλι τόσο πολύ. Όσο και να ξέρω ότι η γρήγορη ανάρρωση απαιτεί το μυαλό μου να είναι καθαρό, δεν μπορώ να μην σκέφτομαι ό,τι έχει γίνει. Ανακαλούμαι τα λόγια του Jake. Εννοείται πως γνωρίζω την Loy Collins. Δεν είχα ιδέα ότι έπασχε από διαταραχή προσωπικότητας, ούτε γνώριζα πως είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας στο όνομα της Nina.

Θυμάμαι την Nina να μου την αναφέρει δυο-τρεις φορές. Δεν έδειχνε κάποια συμπάθεια προς εκείνην, όμως το ήξερα ότι απλά το έλεγε γιατί δυσκολευόταν να είχε φίλες και της άρεσε να το παίζει δύσκολη. Δεν έδινα σημασία, εφόσον ήξερα ότι ήταν η κόρη του κύριου Collins, καλού φίλου της μαμάς μου. Όταν ήμασταν στο νηπιαγωγείο, η μαμά μού είχε πει ότι ήμασταν στην ίδια τάξη με εκείνην, αλλά δεν την θυμόταν κανείς μας, ούτε ο Lucas με την Brittany. Πάνε είκοσι χρόνια, οπότε το θεωρώ λογικό για εμάς, ειδικά με τον πόνο που περάσαμε. Η Nina σίγουρα θα την θυμόταν.

Η αλήθεια είναι ότι όταν έμαθα την ταυτότητα της, δεν ξαφνιάστηκα που ήταν κάποια τόσο κοντά με την αδελφή μου. Ήξερε πράγματα για εμένα και λεπτομέρειες για την Nina σαν να είχε ζήσει μαζί μας χρόνια. Εξηγείται και ο λόγος που με μισεί τόσο, παρόλο που κατά βάθος ακόμη αισθάνομαι μια σπίθα έρωτα για εμένα. Είναι σαν να παλεύει το μίσος και η αγάπη μέσα της, να καταλάβει αν τελικά με θέλει νεκρό, δικό της ή απλά κατεστραμμένο. Αν ήταν σίγουρη για την απόφαση της, δεν θα περίμενε τόσα χρόνια. Είχε τόσες ευκαιρίες να με αποτελειώσει.

Σηκώνομαι από το κρεβάτι και φοράω τις παντόφλες που κρατάω πάντα δίπλα. Από την καρέκλα του γραφείου αρπάζω το μπουρνούζι μου και το φοράω σχεδόν βαριεστημένα. Πρώτο πράγμα κλείνω το παράθυρο, οι δρόμοι έξω άδειοι παρόλο που είναι Χριστούγεννα. Σκέφτομαι ότι σήμερα είναι εκείνη η δεξίωση που μας ζήτησε η μαμά να πάμε, αλλά αλήθεια δεν νομίζω να τα καταφέρω να πάω μόνος εκεί δίχως τον Lucas ή την μαμά. Για να δείξω στην Loy ότι δεν έχω μάθει την ταυτότητα της ακόμη, πρέπει να συνεχίσω την ζωή μου κανονικά όμως.

Το στομάχι μου γουργουρίζει, γι' αυτό ξέρω ότι καλό θα ήταν να πάω κάτω να φτιάξω ένα πρωινό για τον εαυτό μου. Με είχαν με ορό και οξυγόνο χθες, οπότε δεν έχω φάει και πολλά για να ανακτήσω πλήρως τις δυνάμεις μου. Ψάχνω για λίγο το τηλέφωνο μου, όμως ανακαλούμαι ότι το βρήκα σπασμένο, οπότε μάταιο. Θα πρέπει για πολλοστή φορά να αγοράσω άλλο. Έχω αρχίσει και το βαριέμαι πολύ να αλλάζω τηλέφωνα περισσότερο από ότι έχω αλλάξει κοπέλες στην ζωή μου.

Η πόρτα είναι ανοιχτή. Μια ανησυχία με κατατρώει για κάποιον λόγο. Για ένα δεύτερο ζαλίζομαι, τα πράγματα γύρω μου να θολώνουν. Στέκομαι στην στροφή για τα σκαλιά, να πάρω μια βαθιά ανάσα και να συνέλθω, τα αυτιά μου να βουίζουν. Την στιγμή που κάνω ένα βήμα, πέφτω πάνω σε κάποιον και σαν να μην μου έφτανε, κουτουλάμε και τα μέτωπα μας τόσο δυνατά που πάω ένα βήμα πίσω με το χέρι στο μέτωπο.

«Αουτς, τι στο καλό;» γκρινιάζω εφόσον με το που ένιωσα λίγο καλύτερα, ταράχτηκα τόσο πολύ.

«Καλά είσαι; Αουτς», παραπονιέται ο Lucas και ο ίδιος έχει πέσει ένα σκαλί πιο κάτω από εκεί που κουτουλήσαμε. «Από τι είναι φτιαγμένο το κεφάλι σου, Alex;»

«Το ίδιο θα σε ρώταγα», αντιλέγω και τρίβω τα μάτια μου κουρασμένος. «Που πας με τέτοια φόρα;»

«Ερχόμουν να σε ξυπνήσω. Έγινε κάτι και πρέπει να το δεις οπωσδήποτε», απαντά σοβαρός.

Με το που πάω να τον ειρωνευτώ, με αρπάζει από τον καρπό του χεριού. Με τραβάει στα σκαλιά και προς το σαλόνι. Η τηλεόραση είναι ανοιχτή και παίζουν διαφημίσεις. Ο Lucas με αφήνει να σταθώ μπροστά της, ενώ ξεκινά να ψάχνει κάτι γύρω του. Βρίσκει το τηλεκοντρόλ στον καναπέ και επιστρέφει στο πλευρό μου. Του ρίχνω τα μάτια μπερδεμένος και συνεχίζω να χαϊδεύω το μέτωπο μου. Ο Lucas αλλάζει κανάλι και με το που βρίσκει αυτό που επιθυμεί, ανεβάζει την φωνή και με κάνει να εστιάσω στην τηλεόραση.

«Ένα πράγμα έχω να πω», λέει η Hayami με μια σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο της, από πίσω να βλέπω το μαγαζί της. «Δεν γνωρίζω τον κύριο Henderson ούτε έχω κάποια σχέση μαζί του. Αποδείχθηκε από την Προεδρική φρουρά ότι το τηλέφωνο του κύριου Henderson ήταν κλεμμένο και το χρησιμοποίησε ο πραγματικός δράστης για να τον βάλει στο στόχαστρο. Γι' αυτό θα επιθυμούσα όλη αυτή η έχθρα να τελειώσει. Ο κύριος Henderson έχει κάνει για τον λαό της Αμερικής όσα έχει κάνει η κυρία Πρόεδρος», επιμένει, ο θυμός να φαίνεται ξεκάθαρος στο πρόσωπο της. «Επαναλαμβάνω ότι δεν έχω καμία ανάμειξη φιλική, ερωτική ή οποιαδήποτε με τον κύριο Alex Henderson. Με συγχωρείτε, αλλά τώρα πρέπει να πάω να σταθώ στο πλευρό των εργατών μου που τραυματίστηκαν. Ελπίζω η αστυνομία να βρει τον δράστη και να τον τιμωρήσει για το κακό που μας έκανε, τι σε εμένα, τι στον κύριο Henderson».

«Δεσποινίδα Hayami», φωνάζουν οι δημοσιογράφοι μέχρι που το πλάνο επιστρέφει στην παρουσιάστρια.

«Ευτυχώς είναι καλά», είναι το πρώτο πράγμα που λέω ανακουφισμένος και ξεφυσάω για να βγάλω το βάρος από μέσα μου. «Πότε έγινε αυτό;»

«Σήμερα το πρωί», απαντά ο Lucas και πατάει σίγαση την τηλεόραση. «Χθες βγήκε η κυρία Πρόεδρος να ενημερώσει ότι το τηλέφωνο σου έχει κλαπεί και ότι δεν είσαι υπεύθυνος για ό,τι είπες ή έδειξες. Ειλικρινά», κάθεται στην πολυθρόνα, «δεν μου φάνηκε να έκανε κάτι χθες, όμως η Hayami τα άλλαξε όλα με την κατάθεση της».

«Ευτυχώς που το κατάλαβαν ότι δεν έκανα κάτι τέτοιο. Τσκ, πόσο ενοχλητική αυτή η κατάσταση», μουρμουρίζω και ρίχνω το σώμα μου στον καναπέ κουρασμένος, ο Lucas να σταυρώνει το ένα πόδι πάνω από το άλλο. «Τι νόμιζε ότι θα γινόταν αν μου το έκανε αυτό;»

«Ότι θα φοβόσουν να μείνεις μόνος», λέει εκείνος και του ρίχνω τα μάτια, απλώνοντας στην στιγμή τα πόδια μου μπροστά.

Σφραγίζω τα χείλη μου. Φοβόμουν πολύ να μην χάσω την Angel, η αλήθεια είναι. Είναι η συντροφική μοναξιά που φοβόμουν ότι θα είχα. Μου έχει ξεφύγει τόσες φορές από τα δάχτυλα που δεν νομίζω να άντεχα να υπάρξει κι άλλη φορά. Ήθελα η φωνή μου, ο πόνος μου, τα συναισθήματα μου να φτάσουν στην καρδιά της. Ήθελα να με ακούσει πριν μου γυρίσει την πλάτη. Στην ζωή μου έχω μάθει να είμαι μόνος και να μην στηρίζομαι σε σχεδόν κανέναν. Δεν θα με ξάφνιαζε να βρισκόμουν πάλι σε αυτή την κατάσταση.

Ευτυχώς αυτή την φορά τα λόγια μου άγγιξαν την Angel. Αυτό με πείθει ότι τα συναισθήματα της είναι δυνατά και όχι μόνο, αλλά είναι έτοιμη να τα ζήσει όλα μαζί μου, ακριβώς όπως ένιωθα κι εγώ για εκείνην έξι χρόνια πριν. Ήθελα να τα θυσιάσω όλα για το χαμόγελο και την ευτυχία της, όμως για άλλη μια φορά με βρήκα στην στενή, παγιδευμένος στα δίχτυα ενός ανθρώπου που εκμεταλλευόταν τον πόνο μου. Τι ο Christian τότε, τι η Loy τώρα δεν διαφέρουν. Είναι τα ίδια καθίκια που βγάζουν τις ανασφάλειες τους επάνω μου και προσπαθούν να με αποδυναμώσουν, ελπίζοντας έτσι ότι θα φτάσουν στο επίπεδο μου.

Γελάστηκαν. Δεν έπεσα τότε, δεν θα πέσω τώρα. Μπορεί όντως να ήμουν αδύναμος συναισθηματικά, αλλά δεν είμαι πλέον. Θα κρατήσω την γυναίκα που αγαπώ κοντά μου, δεν θα επιτρέψω στους φίλους και την οικογένεια μου να πληγωθούν και κυρίως, θα την βγάλω καθαρή με το κεφάλι ψηλά. Μπορεί να είμαι καλός και ευγενικός με τους άλλους, τουλάχιστον σε όποιον θεωρώ ότι το αξίζει, όμως ως εκεί. Αν κανείς τολμήσει να πληγώσει αυτούς που αγαπώ ή να με ρίξει πίσω στον βάλτο που σιχαίνομαι, θα δει την πλευρά μου που δεν λυπάται κανέναν.

«Υποθέτω μου έκανες εξετάσεις χθες. Πως βγήκαν;» τον ρωτάω με το χέρι στο μέτωπο και το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω στην πλάτη του καναπέ.

«Βρέθηκαν ίχνη υπνωτικού στην μύτη σου και», κάνει μια παύση για να καθαρίσει τον λαιμό του, «ισχυρό παραισθησιογόνο στο στόμα σου. Η δόση είναι ανησυχητική, αλλά θα περάσει με αποτοξίνωση».

«Θα το έκανε αφότου έπεσα λιπόθυμος», σκέφτομαι φωναχτά και κλείνω τα μάτια. «Δεν περίμενα να παίξει τόσο βρώμικα με το που συναντηθήκαμε».

«Alex, ειλικρινά, τρελάθηκες;» τσαντίζεται ξαφνικά ο Lucas και με κάνει να σηκώσω το κεφάλι να τον δω. «Πως πας και βρίσκεσαι μαζί της όταν είσαι τόσο αδύναμος σωματικά; Λογικό είναι να σου επιτεθεί. Με μια απότομη μυρωδιά, μπορεί να σε ρίξει κάτω ο καθένας!»

«Εντάξει, μαμά, φτάνει. Δεν είμαι πέντε χρονών να μου λες τι να κάνω συνέχεια», ενοχλούμαι και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος. «Μπορείς να μου πεις μια φορά, «μπράβο, Alex, η θυσία σου είναι δεχτή και καλά έκανες που μας έφερες ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια»; Όχι, πρέπει να με κατακρίνεις και να μου φωνάζεις».

«Ναι, επειδή πέρα από τον γιατρό σου, είμαι ο καλύτερος σου φίλος. Ανησυχώ για εσένα όταν έρχεσαι σπίτι με παραισθησιογόνο και ξυπνάς το βράδυ νομίζοντας ότι σε κυνηγάνε φαντάσματα!»

Πέφτει σιωπή στο σαλόνι και επιλέγω να μην ανοίξω το στόμα μου. Θα φανώ κακός να του την πω, όταν εκείνος το μόνο που κάνει για μένα είναι απλά να νοιάζεται. Πόσα χρόνια πάνε τώρα που με βρίσκει σε χάλια κατάσταση και με υπομονή μου στέκεται δίπλα να με γιατρέψει; Σίγουρα όλα τα χρόνια που είμαστε φίλοι. Του ρίχνω τα μάτια απογοητευμένος με τον εαυτό μου που μίλησα και φέρθηκα εγωιστικά. Ακουμπώ τους αγκώνες στα μπούτια μου, το κεφάλι ακόμη να με πεθαίνει.

«Συγγνώμη. Έχεις δίκιο ότι φέρθηκα απερίσκεπτα», λέω με σταθερό τόνο φωνής και του ρίχνω τα μάτια, τα δικά του ήδη επάνω μου. «Σημασία έχει ότι ο Jake κατάφερε να την ταυτοποιήσει και να μάθει την αλήθεια πίσω από την ιστορία της. Το καθίκι είναι το μεγαλύτερο τέρας που έχω συναντήσει, αλλά κανείς δεν τον περνά όσον αφορά την δουλειά. Πως κατάφερε να δει κόκκινη λάσπη στα παπούτσια της και πως πρόλαβε να τα μάθει όλα αυτά σε κάτι ώρες; Είναι τόσο περίεργος».

«Θα προτιμούσα να είσαι εσύ καλά, παρά να ξέρω ποια στο καλό είναι αυτή η γυναίκα όμως», μουρμουρίζει ο Lucas και κατεβάζει το βλέμμα του στο τραπεζάκι μπροστά μου. «Πότε θα το καταλάβεις ότι βαρέθηκα να φοβάμαι για την υγεία σου κάθε φορά που βγαίνεις από το σπίτι;» Φαίνεται τόσο πληγωμένος που πραγματικά πρώτη φορά τον βλέπω να ραγίζει μπροστά μου. «Και να σου πω να μου υποσχεθείς ότι δεν θα το κάνεις ξανά, είμαι σίγουρος ότι με την πρώτη ευκαιρία θα μπεις μπροστά να φας την σφαίρα».

«Γι' αυτό μην με βάλεις να το κάνω, Lucas», πετάγομαι με την πρώτη ευκαιρία και καταπίνω το σάλιο μου. «Αυτός είμαι. Για όσο αναπνέω, αυτό σημαίνει πως ζω. Αν μπορώ να χρησιμοποιήσω το σώμα μου για να προστατεύσω αυτούς που αγαπώ, θα το κάνω. Δεν φοβάμαι κανέναν πνεύμονα, καμιά σφαίρα, ούτε κάποια δηλητηρίαση», δηλώνω με αποφασιστικότητα και στο τέλος της πρότασης σηκώνει το βλέμμα του να με δει, εγώ αμέσως να φωτίζω το πρόσωπο με ένα χαμόγελο. «Θέλω να ζήσω πάντως, αν αυτό σε καθησυχάζει. Θα κάνω τα πάντα για να μείνω ζωντανός και να γεράσω στο πλευρό της γυναίκας που πάλεψα χρόνια να έχω κοντά μου».

«Είσαι τόσο βλάκας που αρχίζω να συνειδητοποιώ γιατί σε θαυμάζω από μικρός», γελάει και κατεβάζει το κεφάλι κρατώντας το χαμόγελο στα χείλη του. «Επειδή έχεις το θάρρος που δεν είχα ποτέ μου. Δεν νομίζω να μπορούσα ποτέ να κάνω αυτό που κάνεις εσύ. Υποθέτω είμαι απλά ένας δειλός».

Σηκώνομαι αργά από τον καναπέ. Σέρνω την παλάμη στο πρόσωπο μου και ύστερα γελάω. Ποτέ δεν θα σταματήσει να με ξαφνιάζει ο Lucas. Όσο έξυπνος είναι, τόσο ηλίθιος γίνεται κάμποσες φορές. Τον πλησιάζω και λυγίζω ακριβώς μπροστά από το πρόσωπο του. Σφαλιαρίζω τις παλάμες μου στα δυο του μάγουλα και τα κρατάω γερά, εκείνος να πετάγεται ελαφρώς από την θέση του. Τον βλέπω στα μάτια, τα οποία είναι λιγότερο κόκκινα ευτυχώς, εκείνος να κάνει το ίδιο ξαφνιασμένος.

«Δεν είσαι δειλός, είσαι ο Lucas Bennett», λέω αργά και καθαρά για να μπορεί να το βάλει καλά στο μυαλό του. «Είσαι ο λόγος που δεν ξέχασα ποτέ ποιος είμαι και θα παραμείνεις ο μοναδικός άνθρωπος που ποτέ δεν με παρεξήγησε, ούτε με κατηγόρησε, ούτε με παράτησε. Ξέρω ότι πάντα με πρόσεχες και με προστάτευες, αυτό ας σήμαινε ότι θα πληγώνει εσένα. Η υπομονή που έχεις δείξει μαζί μου είναι τεράστια, ενώ κανένας άλλος δεν με περίμενε, ούτε στεκόταν δίπλα μου». Τα μάτια του γουρλώνουν από την απόσταση μεταξύ μας, να αισθάνομαι το μάγουλα του που φλέγονται. «Lucas, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Είσαι ό,τι μου έχει απομείνει από τα καλύτερα μου χρόνια και θέλω να σε έχω κοντά μου για να παίρνω το κουράγιο που χρειάζομαι για να συνεχίσω. Είσαι ο μοναδικός που μπορώ να στηριχθώ και αυτό από μόνο του δείχνει ότι είσαι δυνατός αρκετά για να μπορώ να σε εμπιστευτώ».

Ο Lucas απλά με κοιτάει χαμένος, σαν να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σε ό,τι του λέω αυτή την στιγμή. Εκπνέω κοφτά από την μύτη ευχαριστημένος που το έβγαλα από μέσα μου και του χαρίζω ένα χαμόγελο, από εκείνα τα σπάνια που επιλέγω να είμαι τέρμα γλυκός από μόνος μου. Εκείνος δεν κουνιέται καθόλου σαν να μην έχει ιδέα τι πρέπει να κάνει με αυτή την απόσταση που έχουμε μεταξύ μας. Το χαμόγελο μου γίνεται ξαφνικά πονηρό και τα ελαφρώς κλειστά μου μάτια έρχονται αντιμέτωπα με τα ορθάνοιχτα δικά του.

«Βλάκα», γελάω ελαφρώς και αποτραβιέμαι, τινάζοντας τον δείκτη στο μέτωπο του. «Έχεις πλάκα όταν επηρεάζεσαι τόσο εύκολα».

«Τσκ», ενοχλείται και τινάζει το σακάκι του, αμέσως μετά να μου διώχνει το δάχτυλο από πάνω του. «Δεν επηρεάζομαι καθόλου».

Με το που πάω να τον κοροϊδέψω, η όρεξη μου να το πειράξω να μεγαλώνει σταδιακά, το κουδούνι της πόρτας χτυπάει και με κάνει να σφραγίσω τα χείλη μου. Βάζω τα χέρια στις τσέπες του μπουρνουζιού μου και πριν τον προσπεράσω, φέρνω ξανά το πρόσωπο μου κοντά του. Ο Lucas με κοιτάει ερωτηματικά, παραμένοντας σοβαρός και ενοχλημένος στην έκφραση του όμως. Μεγαλώνω το χαμόγελο, το κουδούνι να ξαναχτυπάει. Όσο και να κρύβεται, ξέρω ότι κατά βάθος με θαυμάζει πάρα πολύ.

«Δεν θα πας να ανοίξεις;» ρωτάει πιο χαλαρός από πριν, εγώ να σταυρώνω τα χέρια στο στήθος μου.

«Στιγμές αναρωτιέμαι».

Σηκώνει το φρύδι και περιμένει την συνέχεια της πρότασης μου, αλλά δεν υπάρχει. Το αφήνω με τόσο. Ισιώνω την πλάτη μου και ενοχλημένος περπατώ προς την πόρτα, που δεν λέει να σταματήσει να χτυπάει. Χτενίζω τα μαλλιά μου πίσω και με το κεφάλι να βουίζει, ξεκλειδώνω, ο Lucas να με κοιτάει ερωτηματικά.

«Τι;» ρωτάει μπερδεμένος, αλλά ούτε που ασχολούμαι να απαντήσω.

Με το που ανοίγω την πόρτα έρχομαι αντιμέτωπος με την Hayami. Το σοκ στο πρόσωπο μου είναι απερίγραπτο. Όχι μόνο βρήκε την διεύθυνση μου, αλλά στέκεται ντυμένη στα μαύρα με κουκούλα και μάσκα. Την αναγνώρισα από τα σχιστά μάτια, πόσο μάλλον το άρωμα της που είναι μοναδικό σε σχέση με τα άλλα. Κοιτάω δεξιά-αριστερά απ' έξω και της κάνω νόημα να περάσει, εφόσον δεν λέει να βγάλει άχνα για όσο με κοιτάει στο κατώφλι. Λυγίζει μπροστά ως ένδειξη σεβασμού και κάνει ακριβώς αυτό.

«Καλημέρα σας, κύριε Henderson», λέει πρώτο πράγμα με το που βγάλει την μάσκα της. «Συγγνώμη που εισβάλλω στο σπίτι σας με αυτόν τον αγενέστατο τρόπο, αλλά προτιμώ να τα πω μαζί σας κάπου να είμαι ασφαλής».

«Καλά έκανες. Ούτως ή άλλως, θα έβρισκα τρόπο να επικοινωνήσω μαζί σου σύντομα. Πέρνα μέσα».

Η Hayami βγάζει τα παπούτσια με ένα ζορισμένο χαμόγελο. Κατεβάζει την κουκούλα και τινάζει τα μαύρα μαλλιά της πίσω. Παρατηρώ ένα κόψιμο στον λαιμό της αλλά δεν είναι βαθύ, ούτε σοβαρό για να ανησυχήσω. Φαίνεται λεπτό και ευθύγραμμο που σημαίνει ότι είναι από μαχαίρι. Ξεφυσάω, εκείνη την στιγμή να με κοιτάει με την άκρη του ματιού της. Φέρνει το μαλλί μπροστά και το καλύπτει, σαν να μην θέλει να το δω. Ο Lucas σηκώνεται από την πολυθρόνα, στο πρόσωπο του να φαίνεται ενοχλημένος ακόμη. Κοιταζόμαστε για ένα δεύτερο, σαν να τον προειδοποιώ να μην πει κάτι, εκείνος απλά να ξεφυσά.

«Καλημέρα σας, κύριε Bennett», τον χαιρετά εκείνη και λυγίζει μπροστά ως ένδειξη σεβασμού. «Ελπίζω να μην διέκοψα το πρωινό σας καφέ».

«Όχι, μην ανησυχείς. Δεν πίναμε καφέ. Ακόμη», σχολιάζω γελώντας και τινάζω το χέρι μου, ο τόνος της φωνής μου να κρύβει ένα υπονοούμενο που μόνο ο Lucas καταλαβαίνει. «Πέρνα στην κουζίνα να σου φτιάξω έναν. Σου το χρωστάω».

«Α, είδατε την συνέντευξη ήδη;» ρωτάει εκείνη αμήχανη και την παρατηρώ με ενδιαφέρον από πάνω μέχρι κάτω.

Ήταν κάτι άλλο με το κιμονό, αλλά αυτά τα ρούχα την κάνουν να δείχνει πόσο κομψή είναι στ' αλήθεια. Φέρνω τα χέρια πίσω από την πλάτη μου και η αλήθεια είναι ότι στεναχωριέμαι για την Hayami. Έχει περάσει δύσκολα και φαίνεται όπου και να πάει, απλά τα βρίσκει δυσκολότερα. Δεν την ξέρω χρόνια, όμως αισθάνομαι ότι την έχω μάθει ήδη και μπορώ να εμπιστευτώ ότι θα είναι ο εαυτός της μπροστά μου. Τόσο μπορώ να το εκτιμήσω σε έναν άνθρωπο.

«Η δεσποινίδα σας, κύριε Henderson;» ρωτάει η Hayami και φέρνει το χέρι μπροστά από τα χείλη της, σαν να θέλει να κρύψει το πρόσωπο της πίσω από κάτι.

«Με την οικογένεια της», απαντώ και την αφήνω να με ακολουθήσει στην κουζίνα, ο Lucas να κάνει το ίδιο σιωπηλός, πλήρως αγνοώντας τα λόγια της Hayami. «Λυπάμαι για ό,τι έγινε στο μαγαζί σου. Δεν μπορώ να επανορθώσω για την ζημιά που προκλήθηκε σε εσένα και στους εργάτες σου, όμως ό,τι χρειαστείς να το ξέρεις ότι δεν θα το σκεφτώ δυο φορές να σου το δώσω. Όπως γνωρίζεις», ξεκινώ την μηχανή του καφέ, αφότου της κάνω νόημα να κάτσει στην τραπεζαρία, «τα λεφτά δεν έχουν κάποια αξία για να με νοιάζει».

Τοποθετώ την κάψουλα και γυρνάω να την δω με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Με το που γυρνάω μπροστά, το κεφάλι μου ξεκινά πάλι να βουίζει. Ακουμπώ το ένα χέρι στον πάγκο της κουζίνας, το άλλο στο μέτωπο. Για λίγο μου κόβεται η ανάσα. Ακούω σαν κάτι να στάζει πίσω μου και γι' αυτό γυρνάω το κεφάλι πολύ αργά. Έρχομαι αντιμέτωπος με το πτώμα της Nina, το οποίο με κοιτά κατάματα, ξαπλωμένο στον πάγκο πίσω μου. Το αίμα της στάζει κάτω, η καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή με το θέαμα που αντικρίζω.

«Alex;» πετάγεται ο Lucas ήρεμος και του ρίχνω τα μάτια με ανησυχία. «Όλα καλά;»

Γυρνάω το κεφάλι μπροστά. Σφίγγω το χέρι σε γροθιά πάνω στον πάγκο και κλείνω τα μάτια. Πάλι έχω παραισθήσεις. Πρέπει να ηρεμήσω. Φταίει η μεγάλη ποσότητα παραισθησιογόνου και τίποτα άλλο. Η Nina είναι νεκρή και σίγουρα το νεκρό της σώμα δεν με κυνηγάει. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, άλλη μια και στο τέλος ανοίγω τα μάτια. Με τα χέρια μου να τρέμουν βγάζω τρία φλιτζάνια από το ράφι πάνω μου και τα αφήνω μπροστά από την μηχανή του καφέ.

«Θες ζάχαρη;» ρωτάω την Hayami με σταθερό-ευτυχώς-τόνο φωνής.

«Όχι, ευχαριστώ», απαντά και βολεύεται πίσω στην καρέκλα της, το ένα πόδι σταυρωμένο πάνω από το άλλο. «Όμορφο σπίτι έχετε, κύριε Henderson».

«Σε ευχαριστώ. Μόλις μετακόμισα εδώ», συνεχίζω την συζήτηση, καταφέρνοντας να ξεφύγω από την φάση πριν.

Πέφτει σιωπή στην κουζίνα. Φτιάχνω τους καφέδες δίχως να πω κάτι. Ρίχνω τα μάτια πίσω που και που και απλά βλέπω τον Lucas να στέκεται όρθιος με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του. Δεν λέει να βγάλει το αυστηρό του βλέμμα από την Hayami, εκείνη απλά να κοιτάει το τραπέζι ανέκφραστη. Πάντα έτσι είναι ο Lucas. Σε περίπτωση που συναντήσει κάποιον που ξέρει τρόπο να με καταστρέψει, θα τους κοιτά με καχυποψία, παρακολουθώντας τις κινήσεις τους σαν αετός.

«Ορίστε», του τείνω τον καφέ με ένα παράπονο στο πρόσωπο, εκείνος να το παίρνει με ένα ζορισμένο χαμόγελο.

«Ευχαριστώ, Alex».

Αφήνω τους άλλους δυο καφέδες στο τραπέζι όπου κάθεται η Hayami, έναν μπροστά της και έναν κοντά μου στο πλευρό της. Κατεβάζει ελαφρώς το κεφάλι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και εγώ κάθομαι στην καρέκλα. Ακούω τον Lucas να ξεροβήχει ξαφνικά και απλά χαμογελώ, δίχως να του ρίξω τα μάτια. Φέρνω το φλιτζάνι στα χείλη μου αδιάφορος στο βλέμμα, η Hayami να το παρατηρεί.

«Alex, δεν έβαλες ζάχαρη στον καφέ μου;»

«Ουπς, ξέχασα», μουρμουρίζω και πίνω μια γουλιά.

«Τσκ», με προσπερνά με παράπονο και χαμογελώ αυτάρεσκα με το που τον βλέπω να πηγαίνει στον πάγκο της κουζίνας.

«Έχει πλάκα να τον πειράζω», ψιθυρίζω στην Hayami, η οποία ζορίζει ένα χαμόγελο. «Α, πριν το ξεχάσω».

Σηκώνομαι από την θέση μου και πάω στο σαλόνι. Το βράδυ θυμήθηκα να πάρω τα πράγματα της Hayami από το αυτοκίνητο μου, οπότε καλό θα ήταν να της τα έδινα πίσω. Ούτως ή άλλως εμένα δεν μου χρησιμεύουν σε κάτι. Τα είχα αφήσει στο συρτάρι του κομοδίνου πίσω από τον καναπέ. Τα παίρνω και επιστρέφω στην κουζίνα, τοποθετώντας τα στο τραπέζι μπροστά από την Hayami. Τα μάτια της γουρλώνουν αμέσως από την χαρά.

«Συγγνώμη για την πίπα, δεν μπορούσα να κάνω κάτι για εκείνην, αλλά τουλάχιστον η βεντάλια σου είναι εντάξει», λέω με ένα χαμόγελο.

Η Hayami ανοίγει την βεντάλια της και ξεφυσά ανακουφισμένη. Νομίζω το έχει συνήθειο να κρατά κάτι μπροστά από τα χείλη της. Μου ρίχνει το βλέμμα της και το καταλαβαίνω από τα μάτια ότι μου χαμογελάει. Κάθομαι πάλι στην θέση μου κουρασμένος από το κεφάλι που με πεθαίνει. Δεν νομίζω να καταφέρω να ξεκουραστώ σήμερα έτσι όπως ξεκινάει η ημέρα. Συγκρατιέμαι να μην χασμουρηθώ και κοιτάω τον καφέ μου.

«Για να έχετε τα αντικείμενα μου, υποθέτω ότι βρεθήκατε κι εσείς μαζί της».

«Ναι», απαντώ κοφτά και την κοιτάω που κρατάει την βεντάλια μπροστά από το στόμα της. «Μου είπε ότι ήσουν νεκρή, γι' αυτό ανησύχησα. Δεν είχα ιδέα ότι σου έκαψε το μαγαζί».

«Κύριε Henderson, θα σας μιλήσω ειλικρινά», δηλώνει η Hayami. «Αυτό το μαγαζί ήταν ό,τι είχα. Τα τελευταία μου λεφτά, η τελευταία μου ελπίδα για να ξεκινήσω από την αρχή. Όταν ήρθε εκείνη η γυναίκα και με βρήκε, αλήθεια, δεν είχα δει κάτι πιο τρομαχτικό. Κοκάλωσα και δεν μπόρεσα να προστατεύσω ό,τι είχα χτίσει. Πέρα του ότι απογοήτευσα τον εαυτό μου, πληγώθηκαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι». Κάνει μια παύση για να προλάβει την ανάσα της. «Δεν φταίτε εσείς πάντως. Δεν θέλω να νιώθετε υπεύθυνος, ούτε χρειάζομαι τα λεφτά σας. Έχω παλέψει από την αρχή της ζωής μου και δεν φοβάμαι να το κάνω πάλι».

Παρατηρώ τον Lucas που λυγίζει μπροστά στον πάγκο της κουζίνας και κοιτάει την Hayami ενώ ανακατεύει τον καφέ του. Τα μάτια του φαίνονται καλύτερα, παρόλο που μέσα παραμένουν κάπως κόκκινα. Σε λίγο δεν θα φαίνεται καν ότι του επιτέθηκε η Angel. Άλλο κι εκείνο. Τουλάχιστον φαίνεται να το έχουν λύσει μεταξύ τους, γιατί χθες γελάγανε και μιλάγανε φυσιολογικά. Κάτι είναι κι αυτό. Δεν χρειάζεται να δίνω άλλο βάση. Ούτως ή άλλως μεγάλοι άνθρωποι είναι.

«Όπως και να έχει, σε ευχαριστώ που βγήκες και είπες όλους ότι δεν έχω κάποια ανάμειξη. Λυπάμαι που σε έφερα σε αυτή την δύσκολη θέση», απολογούμαι και χτυπάω το δάχτυλο στο φλιτζάνι μου. «Δεν θα το έκαναν όλοι αυτό».

«Κύριε Henderson, εσείς έχετε την ζωή μπροστά σας. Είστε λαμπρός και καλός άνθρωπος, οπότε αξίζει την θυσία. Η δική μου τελείωσε πολλά χρόνια πριν, οπότε τίποτα δεν με ρίχνει», λέει και παρατηρώ ξανά από τα μάτια της ότι μου χαμογελάει. «Σας ευχαριστώ όμως και εκτιμώ τα λόγια σας».

«Μου φέρεσαι με πολύ σεβασμό και με κάνεις να κοκκινίζω», την πειράζω, εκείνη να γελάει. «Υπόσχομαι να την βρω και να την τιμωρήσω. Μέχρι τότε θα σου δώσω τα λεφτά να-»

«Η αλήθεια είναι ότι αυτός ήταν ο λόγος που ήρθα να σας βρω», με διακόπτει και κατεβάζει ελαφρώς το κεφάλι, σαν να ζητά έτσι συγγνώμη που με σταμάτησε απότομα. «Αλήθεια, με κάνετε να νιώθω περήφανη που έχω καταφέρει να αξίζω τον σεβασμό σας, όμως θα αρνηθώ. Δεν θέλω τα λεφτά σας». Σηκώνει πάλι το κεφάλι και κλείνει την βεντάλια. «Έχω μάθει να κερδίζω το χρήμα με τον κόπο μου και μέχρι το τέλος, θα το τηρήσω. Έχω αφήσει πίσω την ζωή που είχα στην Ιαπωνία και ο μόνος λόγος που επανήρθα ήταν για εσάς. Δεν έχω άλλες ευκαιρίες».

«Ευκαιρίες;» πετάγεται ξαφνικά ο Lucas και εκείνη τινάζει την βεντάλια ξανά ανοιχτή. «Ξεμένεις από ζωές πλέον;»

«Δεν θα το έθετα έτσι, κύριε Bennett, αλλά», γυρνά να τον δει με ένα πονηρό βλέμμα, «το μυαλό σας δεν σταματά να με ξαφνιάζει. Είστε άντρας με πολλά προσόντα».

«Ένας κυνηγός ξέρει μια αλεπού όταν την βλέπει», γελά με ειρωνεία εκείνος και ακουμπά τον καφέ στον πάγκο, «ειδικά όταν αυτή έχει εννιά ουρές».

«Κυνηγός», μουρμουρίζει και κλείνει την βεντάλια. «Δεν είστε αυτό που δείχνετε».

«Τέλος πάντων», ενοχλούμαι από αυτή την συζήτηση όλο υπονοούμενα. «Τι θες από εμένα, Hayami;»

«Θέλω δουλειά», απαντά και φέρνει τον καφέ για να πιει μια γερή γουλιά, σαν να είναι νερό ένα πράγμα. «Έχετε αρκετές διασυνδέσεις και έχετε δει τον φάκελο μου. Ξέρετε σε τι είμαι καλή και σε τι όχι. Θέλω να μαζέψω λεφτά να χτίσω το Asian Trip από την αρχή, όμως θέλω να το κάνω έντιμα και δίχως να επανέρχομαι σε έναν τρόπο ζωής που υποσχέθηκα να μην το κάνω».

«Μάλιστα», ξεφυσώ και χαϊδεύω το μέτωπο μου κουρασμένος. «Θα φροντίσω να δω το ζήτημα και να σε βοηθήσω με τον τρόπο που έκανες εσύ εμένα».

«Σας ευχαριστώ, εκτιμώ-»

«Μην με ευχαριστείς τόσο». Σηκώνομαι από την καρέκλα ως ένδειξη ότι η συζήτηση μας φτάνει στο τέλος της. «Είπες ότι η ζωή σου τελείωσε χρόνια πριν. Καιρός τότε να ξεκινήσεις άλλη». Την πλησιάζω και της χαϊδεύω το κεφάλι, εκείνη να με κοιτά σοκαρισμένη ενώ πεταρίζει τις βλεφαρίδες της. «Για όσο αναπνέεις, ζεις. Αξιοποίησε το να κάνεις κάτι καινούριο για σένα ή για τους ανθρώπους που αγαπάς. Μην τα παρατάς, όσο απογοητευτική και να είναι η συνέχεια. Σημασία έχει να έχεις πάντα έναν στόχο και να μην περπατάς στα τυφλά. Όλα αποκτούν νόημα ύστερα».

Η Hayami κοκκινίζει ολόκληρη. Ένα γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου. Είναι αστείο που με περνάει αρκετά χρόνια, όμως εγώ είμαι αυτός που της υπενθυμίζει κάτι που έπρεπε να ξέρει η ίδια. Γνωρίζω τον πόνο και την απογοήτευση της, μπορεί όχι πρώτο χέρι, όμως την συμπονώ. Θλίβομαι για το βάρος στην ψυχή της και εκτιμώ που θέλει να αλλάξει, ακόμη και αν τόσοι θα της έλεγαν ότι είναι αργά πλέον. Δεν με νοιάζει από τι προσπαθεί να ξεφύγει, ούτε τι έχει κάνει στην Ιαπωνία. Μου αρκεί που με βοήθησε να καθαρίσω το όνομα μου και δεν χρειάζομαι κάτι παραπάνω για να την θεωρώ... φίλη μου.

«Τα λόγια σας με συγκινούν, κύριε Henderson». Η Hayami σηκώνεται όρθια και σφίγγει την κλειστή βεντάλια στην γροθιά της. «Σας ευχαριστώ που πιστεύετε σε εμένα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την καλοσύνη σας. Ελπίζω στο μέλλον, να σας δω πιο συχνά στο Asian Trip».

«Εννοείται. Θα γίνει το νέο μου στέκι», γελάω και βάζω τα χέρια στις τσέπες μου.

«Σας εύχομαι καλή ανάρρωση», λέει εκείνη και κοιτάει την σπασμένη πίπα, όμως δεν την παίρνει. «Μπορείτε να την πετάξετε. Δεν νομίζω να την χρησιμοποιήσω».

«Όπως επιθυμείς, καλή μου». Μεγαλώνω το χαμόγελο μου, με την άκρη του ματιού μου να παρατηρώ τον Lucas που πίνει από τον καφέ του κάπως ευχαριστημένος. «Να σε συνοδέψω-»

«Όχι, μην σας κουράζω. Θα βγω μόνη μου. Ευχαριστώ για τον καφέ, κύριε Henderson. Ελπίζω να σας ξαναδώ σύντομα. Έχετε τον αριθμό μου».

«Μάλιστα. Καλή συνέχεια τότε».

Η Hayami λυγίζει μπροστά και ύστερα με προσπερνά. Κατεβάζει λίγο το κεφάλι στον Lucas, εκείνος να μην κουνιέται καθόλου με το φλιτζάνι στα χείλη του. Παίρνω το δικό μου και ακολουθώ την Hayami τηρώντας μια απόσταση. Λυγίζω στον τοίχο, ακουμπώντας το μπράτσο σε αυτόν και πίνω λίγο από τον καφέ. Η Hayami φοράει τα παπούτσια και ύστερα βγαίνει από το σπίτι χωρίς να δει πίσω της. Κλείνει την πόρτα και τότε βλέπω τον Lucas που στέκεται ακριβώς δίπλα μου με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του.

«Το φλερτ σου είναι απίστευτο», ειρωνεύεται πρώτο πράγμα και με κάνει να γελάσω.

«Είναι έμφυτο».

«Μαλακίες. Απλά δεν αντέχεις να μην επηρεάζεις κάποιον για πέντε λεπτά».

«Μαλακίες», τραγουδάω και πίνω μια γουλιά από τον καφέ μου. «Ζηλεύεις».

«Ναι, ζηλεύω τόσο που», γυρνάει επίτηδες το σώμα να με δει, «παντρεύομαι την ξαδέρφη σου από εκδίκηση».

«Ικανό σε έχω».

«Δεν είμαι εσύ, Alex».

«Τσκ, τίποτα δεν ξεχνάς», μουρμουρίζω κάπως ενοχλημένος, να διασκεδάζω με την συζήτηση όμως περισσότερο απ' ότι περίμενα.

«Τέλος πάντων», τινάζει το χέρι αδιάφορος και ύστερα με κοιτά σοβαρός. «Είσαι σίγουρα καλά; Είχες χλομιάσει πολύ πριν».

«Θα πρέπει να το συνηθίσω», απαντώ και καθαρίζω τον λαιμό μου.

Ξέρω ότι οι παρενέργειες δεν θα περάσουν γρήγορα, οπότε μένει να κάνω υπομονή μέχρι που να μου περάσει. Θα ενδιαφερθώ και για την αποτοξίνωση, έτσι να μην έχω πρόβλημα αργότερα στην ζωή μου. Είναι δύσκολο και το ξέρω εφόσον νεότερος έπαιρνα χάπια, τα οποία άφησα για χάρη της Angel. Όταν έφυγε από την ζωή μου, με βρήκα να επιστρέφω σε εκείνα και αν δεν ήταν για τον Lucas, είμαι σίγουρος ότι ο εθισμός μου θα ήταν ένα πρόβλημα που δύσκολα πλέον θα έλυνα στην ζωή μου.

«Με το που τελειώσει αυτό το χάος που επικρατεί, θα περάσεις από το νοσοκομείο να σου κάνω καλύτερες εξετάσεις. Δεν μπορώ να κοιμηθώ από την ανησυχία», σκέφτεται φωναχτά και αμέσως σουφρώνει τα φρύδια όταν συνειδητοποιεί ότι το άκουσα κι εγώ. «Εννοώ ότι δεν θέλω να χειροτερέψει η κατάσταση σου».

«Απέχεις δυο βυζιά και ένα μουνί από το να με πηδήξεις, Lucas», του την λέω και του έρχεται τόσο απότομα που πνίγεται στο σάλιο του. «Ξεκίνησες ήδη να πνίγεσαι και δεν έβαλα κάτι-»

«Alex, φτάνει», με διακόπτει σοκαρισμένος. «Ξύπνησες από την λάθος πλευρά του κρεβατιού;»

«Απλά μου φτιάχνει την διάθεση να σε πειράζω. Καλά Χριστούγεννα», χαχανίζω σατανικά και τον βλέπω που με προσπερνά με την αηδία ξεκάθαρη στο πρόσωπο του.

«Πάω στην δουλειά και θα φροντίσω να καλέσω την Angel-»

«ΘΑ ΠΑΣ ΠΟΥ;» πετάγομαι αμέσως και παρατάω τον καφέ στο κομοδίνο για να μπω μπροστά του με τα χέρια ανοιχτά στο πλάι. «Θες να με αφήσεις μόνο υπό επιρροή παραισθησιογόνου; Δεν μπορείς».

«Το να είμαι μαζί σου σε αυτή την κατάσταση είναι χειρότερο», αντιλέγει και με κοιτά έτοιμος να τρέξει αν αυτό σημαίνει ότι θα σώσει το τομάρι του. «Πρέπει να πάω στο νοσοκομείο. Έχω δυο ραντεβού-»

«Όχι», επιμένω αποφασιστικά και σταυρώνω τα χέρια στο στήθος. «Εγώ είμαι ο πιο σημαντικός ασθενής σου και πρέπει να με προσέξεις».

«Είσαι, αλλά η κατάσταση σου έχει καλυτερεύσει οπότε δεν χρειάζεται να είμαι πάνω από το κεφάλι σου. Δεν είσαι μικρός», δηλώνει ο Lucas τσαντισμένος.

Την στιγμή που με προσπερνά, χτυπάει τον ώμο του στον δικό μου. Ένα νευριασμένο γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου. Το θράσος που έχει καμιά φορά είναι απίστευτο. Μέσα σε τρία δεύτερα, έχω γυρίσει το μπράτσο του και τον έχω ρίξει κάτω. Εκείνος εννοείται πως παλεύει να ξεφύγει, εγώ να φέρνω το γόνατο στην πλάτη του.

«Άσε με να φύγω, Alex. Έχω σε μια δουλειά να πάω», παραπονιέται και προσπαθεί να αποτραβήξει το χέρι που του έχω κολλήσει στην πλάτη.

«Όχι. Δεν θα με αφήσεις μόνο. Δεν», κάνω μια παύση, «θέλω να μείνω μόνος στο σπίτι».

«Κάνεις σαν να είσαι η κοπέλα μου, Alex», ειρωνεύεται ο Lucas και ξεφυσά ύστερα, παρατώντας τα. «Τι έχετε πάθει με την Angel και όλο με χτυπάτε;»

Θλίβομαι για λίγο. Αισθάνομαι να χάνω τον έλεγχο καμιά φορά, σαν να τσιτώνεται το νευρικό μου σύστημα από τον φόβο. Ξαφνικά εκείνη η ζαλάδα επιστρέφει. Αφήνω το χέρι του Lucas, εκείνος να το φέρνει μπροστά. Σηκώνω το γόνατο, αλλά το σώμα μου είναι βαρύ. Με το που γυρνάει ανάσκελα, στο πρόσωπο του φαίνεται ξεκάθαρα πόσο νευριασμένος είναι με την συμπεριφορά μου. Με το που κάνει να σηκωθεί, πέφτω πάνω του και ίσα-ίσα που καταφέρνω να κρατήσω το σώμα μου καθιστό στην μέση του.

«Alex;»

Πάω να πέσω τελείως πάνω του, αλλά φέρνω το χέρι μου στον αριστερό καρπό του. Ο Lucas μένει παγωμένος από κάτω μου και με κοιτάει ανήσυχος. Παρατηρεί ότι δεν είμαι καλά. Το κεφάλι μου βουίζει από τον πόνο. Φέρνω το ελεύθερο χέρι μου στο μέτωπο και το τρίβω με τον καρπό μου. Αισθάνομαι ξαφνικά τα μάτια κάποιου πίσω μου, γι' αυτό για πολλοστή φορά με ορθάνοιχτα μάτια γυρνάω να δω ποιος είναι. Την βλέπω στα σκαλιά καθισμένη, να με κοιτά με εκείνο το νεκρό της βλέμμα.

«Lucas, είναι πάλι εδώ», λυγίζω στο πρόσωπο του να ψιθυρίσω τρομαγμένος και σφίγγω τον καρπό του.

«Ποιος;» ρωτάει και σηκώνει το κεφάλι να δει πίσω μου. «Δεν είναι κανείς εκεί. Σήκω από πάνω μου».

«Είναι εκεί», λέω τρομοκρατημένος και αρχίζω να τρέμω, τα μάτια μου να βουρκώνουν δίχως λόγο.

«Alex, είσαι καλά;» ανησυχεί ο Lucas και φέρνει το ελεύθερο χέρι του στο μπράτσο μου να με ταρακουνήσει. «Σύνελθε. Βλέπεις πάλι πράγματα. Δεν είναι κανείς εκ-»

«Σσσς», τον διακόπτω με το να φέρνω την παλάμη στα χείλη του, να λυγίζω ξανά πάνω του, η απόσταση μεταξύ μας τόσο μικρή που τα μαλλιά μου χαϊδεύουν το μέτωπο του. «Θα σε ακούσει».

Το κεφάλι μου με πεθαίνει. Είναι σαν να με έχει βαρέσει κάποιος τόσο δυνατά που απλά μονίμως ζαλίζομαι. Φταίει και που είχα τον χειρότερο ύπνο της ζωής μου. Ο Lucas σφίγγει το μπράτσο μου, τα μάτια του ορθάνοιχτα. Με ταράσσει άλλο λίγο και κάτι μουρμουρίζει, όμως δεν μπορώ να καταλάβω. Η όραση μου θολώνει, γι' αυτό βγάζω το χέρι από τα χείλη του και το φέρνω πάνω από αριστερό μου φρύδι. Ο πόνος απλά χειροτερεύει, να αισθάνομαι τα μάγουλα μου να φλέγονται.

«Alex, τι έπαθες; Φαίνεσαι χά-»

Η πόρτα ξεκλειδώνει και σηκώνω το κουρασμένο βλέμμα να δω ποιος ήρθε. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω αν απλά το φαντάζομαι, όταν όμως βλέπω τον Lucas να κοιτάει πίσω, ξέρω πως όντως κάποιος ήρθε σπίτι. Πρώτη μπαίνει η Angel, από πίσω ένα ζευγάρι το οποίο δεν μπορώ να διακρίνω εξαιτίας της θολής μου όρασης. Όλοι παγώνουν στις θέσεις τους, τα χαμόγελα τους να κόβονται με το που βλέπουν εμένα με τον Lucas. Πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου μπερδεμένος και κατεβάζω το χέρι από το μέτωπο μου.

«Μαμά; Μπαμπά;» λέω ξαφνιασμένος και σουφρώνω τα φρύδια.

Σιωπή... Κατεβάζω το βλέμμα και κοιτάω τον Lucas κάτω από το σώμα μου. Μου παίρνει λίγο να συνειδητοποιήσω τι στο καλό γίνεται και γιατί οι δικοί μου με κοιτάνε έτσι. Σηκώνω το κεφάλι σοκαρισμένος και το κουνάω αρνητικά, οι εξηγήσεις να μην βγαίνουν από το στόμα μου με τίποτα. Η Angel δεν ξέρει τι να πρωτοσχολιάσει αποβλακωμένη, η μαμά έχει γίνει παγοκολόνα και ο μπαμπάς απλά σουφρώνει τα φρύδια τέρμα μπερδεμένος.

«Γιατί στέκεστε-»

Την εμφάνιση του κάνει ο Gavin και με το που μας βλέπει, παγώνει στην θέση του σοκαρισμένος. Φέρνει την παλάμη στα χείλη του, αλλά το παρατηρώ ότι με το ζόρι προσπαθεί να συγκρατήσει το γέλιο του. Αμέσως μετά έρχεται η Brittany και πριν προλάβει να μας δει καλά, ο Gavin της κλείνει τα μάτια με το χέρι του. Κατεβάζω το κεφάλι απογοητευμένος και ξεφυσάω κοφτά. Ο Lucas ακουμπά τα χέρια στο πρόσωπο του και κρύβει έτσι την ντροπή του.

Η αμηχανία είναι απερίγραπτη... Πως το εξηγώ αυτό;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top