•Έχω όρεξη να φερθώ άσχημα... και άγρια•
Alex's POV
Κάθομαι στην καρέκλα του γραφείου με το κομικ κολλημένο στο πρόσωπο μου και τα πόδια μου στο γραφείο, ακόμη να σκέφτομαι τον καυγά με την μαμά, όταν ακούω μια τσιρίδα. Δεν ταράσσομαι καθόλου. Ξέρω ότι είναι του Gavin. Μόνο αυτός τσιρίζει με αυτόν τον τρόπο. Ακούω ένα σκυλί να γαβγίζει, οπότε το κάνω εικόνα την Lucy να κυνηγάει να δαγκώσει τον Gavin. Είμαι τόσο σίγουρος ότι δεν θα του πάρει πάνω από πέντε λεπτά και θα πέσει λιπόθυμος. Το φοβάται αυτό το σκυλί τόσο που η ψυχή φεύγει από το σώμα του.
Βγάζω το κόμικ από το πρόσωπο μου με ένα χαμόγελο όσο τον κάνω εικόνα πεσμένο κάτω με την Sophia να προσπαθεί να τον συνεφέρει. Καλά, η Brit θα αδιαφορήσει τελείως. Παίζει να δώσει μπισκοτάκι στην Lucy ως έπαινο που τον έβγαλε από την άκρη. Η Sophia είναι πολύ αθώα για να καταλάβει κάτι τέτοιο. Πω, θα ήθελα να ήμουν τόσο σε μια γωνία να τους έβλεπα.
Κοιτάω το ρολόι στο κομοδίνο μου και κοντεύει έξι. Αφήνω το σώμα μου ελεύθερο, το κεφάλι μου να κρέμεται πίσω. Κοιτάω την ντουλάπα μου ανάποδα και ξεφυσάω βαριεστημένα. Το κεφάλι μου αυτή την στιγμή είναι ένα μπουρδέλο. Φέρνω το πίσω μέρος του χεριού στο μέτωπο μου και κλείνω τα μάτια. Δεν έχω σταματήσει να σκέφτομαι τον καυγά μου με την μαμά. Ξέρω ότι φέρθηκα απαίσια και ήμουν απότομος, όμως δεν μπορώ να καταλάβω την δική της στάση. Αισθάνομαι ότι της συμβαίνει κάτι και δεν το μοιράζεται μαζί μας.
Ελπίζω να μην είναι κάτι σοβαρό και απλά να έχει να κάνει με την δουλειά της.
Έχω δει εκείνη την πλευρά της μητέρας μου και άλλες φορές. Συνήθως είναι γλυκιά με τους άλλους γιατί δεν της φταίνε σε κάτι, όμως υπάρχουν στιγμές που έχει κάτι στο μυαλό της τόσες μέρες που ξεσπάει εκεί που δεν το περιμένει κανείς και με τον ίδιο τρόπο όπως αυτό το πρωί. Δεν με πειράζει τόσο η τιμωρία της ή το γεγονός ότι την έχω απογοητεύσει όσο με πειράζουν αυτά που της είπα. Ήμουν ακόμη αναστατωμένος με τον Christian που δεν φίλτραρα καθόλου τα λόγια μου.
Ξεφυσάω. Σταυρώνω τα πόδια πάνω στο γραφείο και κουνάω την μέση όσο-όσο για να γυρνάω δεξιά-αριστερά στην καρέκλα. Βαριέμαι. Όσο κάθομαι εδώ, τόσο πιο πολύ σκέφτομαι. Σκέφτομαι τόσο που πλέον το θεωρώ νορμάλ. Αρχίζει να με τρελαίνει όμως. Με το ζόρι άντεξα το σαββατοκύριακο, το άγχος που είχα για την συνάντηση να με καταπνίγει. Μπορεί να ηρέμησα κάπως, όμως δεν γίνεται να αγνοήσω αυτά που είπα στην μαμά.
Ανοίγω τα μάτια και κοιτάω θλιμμένος την ντουλάπα. Νιώθω το αίμα στο κεφάλι μου να κατεβαίνει από την στάση που έχω. Ξεφυσάω για πολλοστή φορά. Δεν ακούω φασαρία κάτω οπότε υποθέτω πήγαν στο σαλόνι για να ηρεμήσουν τον Gavin. Δεν το κρύβω ότι ζηλεύω τους άλλους που μπορούν να κινούνται ελεύθερα. Πρώτη φορά συνειδητοποιώ πόσο καλά περνάω με τους φίλους μου, με την οικογένεια μου, ακόμη και με την Angel. Μου λείπουν οι προπονήσεις, οι βόλτες, ακόμη και εκείνα τα γελοία βράδια που βλέπαμε παιδικά με τον Gavin και τον είχα να καθαρίζει τις μύξες του συγκινημένος στην μπλούζα μου.
Η πόρτα ανοίγει και γυρνάω μόνο τα μάτια να δω ποιος είναι. Ένας από τους μπράβους μου μπαίνει μέσα και στέκεται με τα χέρια πίσω από την πλάτη. Καθαρίζει τον λαιμό του. Βγάζει από το εσωτερικό του σακακιού του το τηλέφωνο μου και το αφήνει πάνω στο γραφείο, εγώ να τον κοιτάω ερωτηματικά.
«Η μητέρα σας με ενημέρωσε πως σήμερα έχετε το πάσο να κινηθείτε όπου επιθυμείτε μέχρι τα μεσάνυχτα», ανακοινώνει.
Εννοείται πως αυτό με κάνει να ξεβολευτώ με τέτοια ταχύτητα που κοντεύω να πέσω κάτω. Τεντώνομαι όρθιος και τον κοιτάω ερωτηματικά, αφού φτιάξω την μπλούζα μου. Εκείνος κατεβάζει λίγο το κεφάλι ως ένδειξη σεβασμού και βγαίνει από το δωμάτιο, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω του. Μένω για λίγο σοκαρισμένος. Έχω το πάσο; Τι θα πει αυτό;
Ρίχνω το σώμα μου σκεφτικός στο κρεβάτι. Ήταν τόσο απότομη το πρωί που είχα αποδεχτεί την τιμωρία. Μήπως αυτός είναι ο τρόπος της να μου δείξει ότι με νοιάζεται ακόμη και μετά από τον καυγά; Αρχίζω να νιώθω άσχημα. Δεν το δικαιούμαι και τόσο. Μπερδεύω τα μαλλιά μου και ξεφυσάω αποφασισμένος. Δεν είμαι άξιος για το πάσο, όμως θα το εκμεταλλευτώ όσο μπορώ. Θα είμαι σπίτι για το υπόλοιπο της εβδομάδας, απομονωμένος από τους άλλους, οπότε θα κάνω ό,τι μπορώ να το ευχαριστηθώ σήμερα.
Παίρνω το τηλέφωνο στα χέρια μου και βλέπω πως έχει κλείσει από μπαταρία. Υπέροχα. Το βάζω να φορτίσει και το αφήνω στο κομοδίνο. Για τώρα θα πάω κάτω να βρω την Sophia και την Brittany, τις οποίες τόσο μου έχει λείψει να δω. Ανοίγω την πόρτα αργά στην αρχή και βλέπω πως οι μπράβοι δεν κάθονται στις καρέκλες έξω από την πόρτα μου, οπότε ανακουφίζομαι. Βγαίνω έξω ενώ χασμουριέμαι και τεντώνομαι. Δεν έχω κοιμηθεί και τόσο καλά και δεν γίνεται να πάω για ύπνο σαν να μην έγινε τίποτα.
Με πονάει το κεφάλι κιόλας από την αϋπνία. Φέρνω το χέρι στο πρόσωπο μου και για ένα δευτερόλεπτο στέκομαι στην θέση μου να ηρεμήσω. Όσο και να θέλω να κατέβω, νιώθω άσχημα να το κάνω. Πως το αξίζω μετά από αυτά που είπα; Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω πως έφτασα στο σημείο να μιλήσω στην ίδια μου την μαμά έτσι; Γιατί να θέλει να με χαπακώνει για να μου κλείσει το στόμα για την Nina; Κανείς δεν πονάει περισσότερο από την ίδια που έχασε το παιδί της.
Εκεί που δεν το περιμένω, κάποιος πέφτει πάνω στην αγκαλιά μου και χάνω την ισορροπία μου με αποτέλεσμα να πέσω στο πάτωμα. Μου παίρνει λίγο να συνειδητοποιήσω τι γίνεται, όταν τα χείλη της Angel ακουμπούν τα δικά μου. Μαλακώνω στο άγγιγμα της. Πριν προλάβω να ευχαριστηθώ την αίσθηση της, εκείνη αποτραβιέται και τυλίγει τα χέρια της γύρω μου να με αγκαλιάσει. Ανταποδίδω με ένα χαμόγελο στα χείλη μου.
«Μου έλειψες», λέει εκείνη και μένω χωμένος στην αγκαλιά της, με ένα αυθόρμητο χαμόγελο.
«Κι εμένα», μουρμουρίζω.
Ανακουφίζομαι. Την αγκαλιάζω άλλο λίγο, ακόμη καθισμένος στο πάτωμα. Το υπέροχο άρωμα της γεμίζει την καρδιά μου. Την αισθάνομαι που χτυπάει έντονα στο στήθος μου. Τα δάχτυλα της Angel γραπώνουν την μπλούζα μου και για ένα δεύτερο αναρωτιέμαι πόσο δύσκολο θα της ήταν κι εκείνης να περιμένει να ακούσει νέα μου. Το γεγονός ότι έπεσε έτσι στην αγκαλιά μου πάντως σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να ανησυχώ άμα με εμπιστεύεται ή όχι.
Ανοίγω τα μάτια απότομα όταν συνειδητοποιώ τι συμβαίνει. Άμα η Angel είναι εδώ, τότε σημαίνει ότι αυτή είναι ο λόγος που η μαμά με άφησε να βγω από το δωμάτιο μου. Μήπως βρέθηκαν κάποια στιγμή; Δεν θα με ξάφνιαζε άμα ναι. Η Angel αποτραβιέται και φέρνει τα χέρια της στα μάγουλα μου να τα ζουλήξει, εγώ αποσυντονισμένος εφόσον σκεφτόμουν την μαμά. Ενώνει τα χείλη μας για λίγα δεύτερα και με κοιτά στα μάτια.
Τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. Την κοιτάω μαγεμένος. Νιώθω ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος πέρα από εμένα και αυτήν. Η καρδιά μου χτυπάει και άλλο γρήγορα. Χαμογελάει στην έκφραση του προσώπου μου και μου αφήνει ένα φιλί στο μέτωπο. Κάτι μέσα μου κάνει 'κλικ'. Την λατρεύω. Ανακαλούμαι όλες τις φορές μικρός που η μαμά μού έδινε ένα φιλί στο μέτωπο κάθε φορά που χτυπούσα και έκλαιγα.
«Όλα θα πάνε καλά», λέει εκείνη και για ένα δεύτερο επιστρέφω στα παιδικά μου χρόνια.
Φέρνει το κεφάλι μου στο στήθος της και με αγκαλιάζει. Έχω παγώσει στην θέση μου. Βουρκώνω. Τι είναι όλα αυτά τα συναισθήματα που προσπαθούν να δραπετεύσουν; Οι τύψεις με κάνουν ανίκανο να αναπνεύσω. Φέρνω τα χέρια μου στην μέση της Angel και γραπώνω την μπλούζα της. Νιώθω απαίσια. Όσο και να το κρύβω από τον εαυτό μου, πιστεύω αυτά που είπα στην μαμά και με κάνει να νιώθω τύψεις. Την αγαπώ, όμως της το κρατάω ότι προσπέρασε τον θάνατο της Nina για την καριέρα της. Όχι μόνο, αλλά όσο κρατούσα το βάρος στην ψυχή μου, μου έδιναν ακόμη περισσότερα χάπια.
«Σε ευχαριστώ», καταφέρνω να ηρεμήσω και κλείνω τα μάτια για να συνέρθω τελείως.
Αφού χαμογελάσω, αποτραβιέμαι να την δω καλύτερα, να στρέψω την προσοχή μου πάνω της. Ο τρόπος που με αγαπά είναι τόσο αγνός και ειλικρινής. Με κάνει να αισθάνομαι μια σιγουριά στην αγκαλιά της, ότι μπορώ να γελάσω, να κλάψω ή ακόμη και να ηρεμήσω σε αυτήν. Την χρειάζομαι περισσότερο απ΄ ότι νομίζω ο ίδιος. Χαίρομαι τόσο που ήρθε και χαίρομαι ακόμη περισσότερο που μπορώ να την δω.
«Συγγνώμη, έπεσα με τα μούτρα πάνω σου», γελάει εκείνη και σηκώνεται αργά, τα μάγουλα της ροδοκοκκινισμένα, η έκφραση του προσώπου της χαριτωμένη.
«Δεν με πειράζει», μουρμουρίζω και σηκώνομαι κι εγώ, ζωγραφίζοντας ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη μου. «Δεν με πειράζει να σε έχω πάνω μου».
Μου χτυπάει το μπράτσο και με κάνει να γελάσω. Δεν σταματάω να πνίγομαι κατά βάθος, γιατί οι σκέψεις υπάρχουν, είναι εκεί, όμως για όσο την έχω δίπλα μου δεν μπορώ να εστιάσω σε τίποτα άλλο. Φέρνω το χέρι μου στο δικό της και μπλέκω τα δάχτυλα μας. Το άγγιγμα της με ηρεμεί. Νιώθω πολύ καλύτερα ήδη. Ακουμπώ το άλλο μου χέρι στο κεφάλι της και το χαϊδεύω απαλά, εκείνη για ένα δεύτερο να κοιτάει αλλού ντροπαλά. Σηκώνω το πιγούνι της και ενώνω τα χείλη μας για άλλη μια φορά για ένα φιλί διάρκειας, ήρεμο και όσο να με κάνει να την ευχαριστηθώ.
«Μην κάνεις τέτοια και μετά δεν θα μπορέσω να περιμένω να τελειώσει η τιμωρία σου», παραπονιέται εκείνη και χτυπάει δυο φορές το στήθος μου απαλά με την γροθιά της. «Ηλίθιε».
«Δεν μπορώ να αντισταθώ», χαχανίζω ακόμη μαγεμένος από το πόσο υπέροχη είναι και αυτό την κάνει να ντραπεί και άλλο όταν παρατηρεί πως την κοιτάω.
«Χαίρομαι που σε βλέπω πάντως. Ανησυχούσα για σένα όλη μέρα, αν όχι όλο το σαββατοκύριακο. Που πήγες και έμπλεξες έτσι;» με μαλώνει και με αρπάζει από το αυτί να κατεβάσει το πρόσωπο μου στο ύψος της. «Την επόμενη φορά που θα το παίξεις ιππότης, να φωνάξεις κι εμένα να σε βοηθήσω».
«Σιγά που θα σε τράβαγα μαζί μου σε αυτό το χάλι», πετάγομαι και με αφήνει ελεύθερο να σταυρώσει τα χέρια στο στήθος της με νάζι.
«Δεν σε ρώτησα. Την επόμενη φορά θα το κάνεις. Έχω κι εγώ νεύρα να ξεσπάσω σε καθάρματα», επιμένει η Angel και δείχνει τόσο όμορφη ακόμη και νευριασμένη.
Με βρίσκω να γελάω ελαφρώς. Φέρνω το χέρι στο μέτωπο μου μήπως και το μασάζ καταφέρει να ηρεμήσει τον πονοκέφαλο, όταν η Angel αρπάζει το άλλο χέρι μου και με τραβάει πίσω στο δωμάτιο. Το μόνο μέρος που μπορούμε να έχουμε ένα είδος ελευθερίας είναι εδώ. Ποτέ δεν ξέρουμε πότε ο Gavin θα είναι σε μια γωνία να μας σχολιάζει ή να πετύχουμε την Sophia με τους γονείς μου, οι οποίοι έρχονται όποτε να 'ναι. Ρίχνει το σώμα μου στην καρέκλα και κλείνει την πόρτα πίσω της. Δεν θέλω να της πω ότι έχω βαρεθεί να είμαι εδώ μέσα και βγήκα για να ξεσκάσω, οπότε σφραγίζω τα χείλη μου.
«Alex, το εννοώ. Θέλω όταν έχεις κάποιο πρόβλημα να το μοιράζεσαι μαζί μου. Δεν θέλω να φτάσουμε πάλι σε αυτό το σημείο», σοβαρεύει εκείνη και την κοιτάω στα μάτια, ενώ παίρνει το χέρι μου να το εξετάσει, οι πληγές να είναι κάπως καλύτερα. «Βλάκα». Χτυπάει το μέτωπο μου με την παλάμη της.
«Το εκτιμώ, όμως είναι κάποια πράγματα που καλύτερα να τα κάνω μόνος μου».
Βγάζω το χέρι μου από το δικό της αργά και εκείνη στριφογυρίζει τα μάτια της. Ό,τι και να είναι αυτό που θέλει να πει, δεν το λέει. Προτιμά να σφραγίσει τα χείλη της και να εστιάσει στα πράγματα στο γραφείο μου. Χαζεύει τα κόμικς, τις σημειώσεις που έχω κάνει για τα διαβάσματα, τις ασκήσεις που λύνω εφόσον δεν κάνω στο σχολείο και το πρόχειρο τηλέφωνο που έχω όσο για μουσική, εφόσον τόσο τουλάχιστον μού επιτρέπεται.
«Πως περνάς;» ρωτάει με έναν τόνο ειρωνείας και ξαπλώνω πίσω στην καρέκλα μου.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα παραπάνω από το να βαριέμαι», απαντάω και την ακολουθώ με τα μάτια μου για όσο συνεχίζει στο υπόλοιπο του δωματίου. «Ψάχνεις κάτι;»
«Όχι», λέει και κοιτάει κάτω από το κρεβάτι μου.
Δεν λέω κάτι. Την έχω συνηθίσει να κάνει τέτοια περίεργα. Ούτως ή άλλως δεν μου κρατάει ποτέ κάτι κρυφό, οπότε όταν το τελειώσει το ψάξιμο θα μου πει ούτως ή άλλως. Σταυρώνω τα χέρια στο στήθος και φέρνω το ένα πόδι πάνω από το άλλο. Συνεχίζω να την κοιτάω που ψάχνει τα συρτάρια στο κομοδίνο μου.
Πώς να της πω κάτι όταν είναι τόσο χαριτωμένη;
«Έχει έρθει η Brittany;» ρωτάω για να ξεκινήσω άλλη συζήτηση και γυρνάει να με δει πεσμένη στα γόνατα της δίπλα από το κρεβάτι μου, το βλέμμα της κάπως ξενερωμένο.
«Μόλις έφυγε. Θα πήγαινε για βόλεϊ με την αδερφή της και δεν μπορούσε να κάτσει πολύ. Συν ότι ο Gavin λιποθύμησε εξαιτίας της Lucy και δεν ήθελε να στεναχωρήσει την Sophia».
Δεν ξαφνιάζομαι με αυτόν τον βλάκα. Λυπάμαι που δεν πρόλαβα την Brittany πάντως. Μπορεί μέχρι τα μεσάνυχτα να προλάβω. Έχω σχεδόν έξι ώρες μπροστά μου. Με βλέπω τις περισσότερες να τις περνάω με την Angel, οπότε δεν με χαλάει. Θα πρέπει να περιμένει μέχρι το Σάββατο υποθέτω. Το ξέρω ότι το πρώτο πράγμα που θα κάνει είναι να με βαρέσει που την στεναχώρησα, που στεναχώρησα τους πάντες γύρω μου, όμως μετά θα με αγκαλιάσει και θα με παρηγορήσει. Δεν έχει την καρδιά να είναι κακή μαζί μου.
«Τι έχεις και χαμογελάς; Τα λουλούδια λείπουν γύρω σου», σαρκάζεται η Angel και για κάποιον λόγο έχει μπει ολόκληρη στην ντουλάπα μου.
«Με την Trish έχεις μιλήσει;» ρωτάω κάπως επιφυλακτικά, γιατί δεν γνωρίζω την αντίδραση της.
Μόλις ακούω ένα 'αουτς' κάνω να τιναχτώ από την θέση μου, όμως δεν το κάνω επειδή την βλέπω να βγαίνει από μόνη της από την ντουλάπα. Φαίνεται να χτύπησε το κεφάλι στο ξύλο πάνω της. Χαϊδεύει εκείνη την περιοχή και με κοιτάει με ένα κάπως ανέκφραστο βλέμμα. Σηκώνομαι να το χαϊδέψω κι εγώ και αφού ξεφυσήσει, επιστρέφει στο ψάξιμο της.
«Δεν έχει έρθει στο σχολείο. Έμαθα από την Mia πάντως ότι είναι ακόμη κάπως», λέει η Angel, ο τόνος της φωνής της αδιάφορος.
«Συγγνώμη αν σε έβαλα σε δύσκολη θέση», μουρμουρίζω και στέκομαι πίσω της, να πιάσω τα ρούχα που πετάει πίσω της για όσο ψάχνει τα συρτάρια της ντουλάπας μου. «Απλά μετά από αυτό, δεν θα της είναι όλα τόσο εύκολα».
«Αλήθεια», κάνει μια παύση και γυρνάει να με δει, εγώ να έχω στοιβάξει τα εσώρουχα, τις κάλτσες και τα τιραντάκια στα χέρια μου, «τι συνέβη εκείνη την ημέρα; Θέλω να το ακούσω από το στόμα σου, μήπως και έτσι ηρεμήσω κάπως. Δεν μου αρκούν τα κουτσομπολιά, ξέρεις».
Αρχίζω να βάζω τα ρούχα πίσω στην θέση τους. Παραμένω λίγο σκεφτικός. Δεν έχω μιλήσει ακόμη σε κάποιον για ό,τι έγινε πραγματικά. Περίμενα να ήταν η μαμά η πρώτη που θα της το έλεγα, όμως εκείνη δεν με ρώτησε ποτέ οπότε δεν χρειάστηκε να το κάνω. Δεν ξέρω τι να πω στην Angel. Κατά βάθος φοβάμαι να μην με παρεξηγήσει. Όσο και να το κρύβει, μπορεί και από τον ίδιο της τον εαυτό, τσαντίζεται με την Trish. Δεν αντέχει την ιδέα να έχω να κάνω κάτι με αυτήν.
Τι χαριτωμένο όταν ζηλεύει.
Σηκώνει το σώμα της αφού έχει ανοίξει όλα τα συρτάρια και φέρνει το χέρι στο πηγούνι της σκεφτική. Βάζω τα ρούχα πίσω στην θέση τους, τακτοποιημένα ακριβώς όπως τα βρήκε πριν αρχίσει να τα πετάει πέρα-δώθε. Βάζω και το τελευταίο εσώρουχο μου που είχε πέσει στο κεφάλι μου και κλείνω τα συρτάρια. Η Angel έχει ήδη ξεκινήσει με το ράφι που κρατάω τα βιβλία μου, εγώ να την ακολουθώ με ένα χαμόγελο που δεν λέει να φύγει από τα χείλη μου.
Μου αρκεί που την έχω εδώ.
«Ο Christian προσπάθησε να με εκδικηθεί αγγίζοντας την Trish. Ξέφυγα λίγο όταν την φίλησε», λέω λυγισμένος στα γόνατα μου ακριβώς δίπλα της.
Το βλέμμα μου χάνεται στο κενό. Ανακαλούμαι εκείνη την στιγμή και το αίμα μου ξεκινά να βράζει. Κατεβάζω το κεφάλι και κρύβω το χαμόγελο που δημιουργείται στα χείλη μου όταν θυμάμαι το απελπισμένο πρόσωπο του Christian. Φέρνω το χέρι μου να το κρύψω. Δεν θέλω να ξέρει η Angel τον ενθουσιασμό που έχει αρχίσει να μου προκαλεί αυτό το πράγμα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ξεφυσάω από την μύτη και επιστρέφω την προσοχή μου στην Angel, η οποία ήδη με κοιτάει.
«Τι ήταν αυτό;»
«Ποιο;»
«Αυτό που έκρυψες με το χέρι σου».
«Τίποτα».
«Alex».
«Αλήθεια, δεν ήταν κάτι».
«Τόλμα να μου κρύψεις κάτι, θα σε πατήσω», με εκβιάζει και της χαμογελάω αμήχανα.
«Ό,τι θες να μου κάνεις», χαζεύω την ομορφιά της και γυρίζει το κεφάλι της από την άλλη ή προσπαθώντας να κρύψει το πόσο περίεργο το θεωρεί όλο αυτό ή το πόσο ντρέπεται να με βλέπει να την λατρεύω τόσο.
«Σε έχουν κλείσει τόσες μέρες μέσα στο σπίτι που σου έχουν ξεφύγει κάτι βίδες».
Γελάω. Μπορεί και ναι, να φταίει αυτό. Νιώθω πολύ διαφορετικά από εκείνη την ημέρα. Την στιγμή που πάτησα το πόδι και απελευθερώθηκα από τα χέρια της παρέας του Christian, δεν μπορώ να σταματήσω να έχω μια έξαψη κάπου βαθιά μέσα μου. Ας είμαι στεναχωρημένος, ας σκέφτομαι το λόγια που είπα στην μαμά, ας είμαι τιμωρία, εκείνο με κρατάει ζωντανό. Είναι σαν μια ελπίδα που δεν πεθαίνει μέσα μου και έχω πιαστεί από 'κει για τώρα, μέχρι που να μπορέσω να βρω τι θέλω να ακολουθήσω.
Η Angel ισιώνει το σώμα της και κάνω το ίδιο. Εκείνη επιστρέφει στο γραφείο μου, γι' αυτό κάθομαι ξανά στην καρέκλα. Ακουμπώ το μάγουλο στην γροθιά μου και την χαζεύω με ένα πλάγιο χαμόγελο. Έχει φορέσει μια μπλούζα του Nate και ένα κολλητό κοντό παντελόνι. Ξέρω ότι δεν φοράει σουτιέν γιατί το κατάλαβα πριν στην αγκαλιά της. Δεν με χαλάει. Πάντα της λέω ότι είναι λιγότερα ρούχα για μένα να γδύσω.
«Να το», πετάγεται ξαφνικά και εκεί που είχα χαθεί στις φαντασιώσεις μου, ρίχνει όλο το βάρος της πάνω μου και σε ένα μέρος του σώματος μου που πονάει περισσότερο, για να καθίσει.
Σφραγίζω τα χείλη και ύστερα δαγκώνω το κάτω για να μην μου ξεφύγει κάποιο επιφώνημα πόνου. Εκείνη βολεύεται ανάμεσα από τα πόδια μου, εγώ να ακουμπώ το μέτωπο μου στον ώμο της και να κλείνω τα μάτια. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και προσπαθώ να συνέλθω, να δω τι στο καλό ήταν αυτό που έψαχνε τόση ώρα χωρίς να δείχνω ότι με έχουν μαχαιρώσει στο στομάχι.
«Η Nina είναι αυτή;» ρωτάει και σηκώνω το κεφάλι.
Μου τείνει την κορνίζα και πραγματικά είχα ξεχάσει να την βγάλω από το συρτάρι τόσον καιρό. Την παίρνω στο χέρι μου και την κοιτάω. Είναι περίεργο να την βλέπω μετά από τόσες ημέρες, ειδικά μετά τα τελευταία. Η Angel δεν έχει καταλάβει ότι με έχει χτυπήσει γι' αυτό κοιτάει το ζορισμένο χαμόγελο μου ερωτηματικά. Δεν θέλω να την στεναχωρήσω ότι με πόνεσε.
«Ναι», καταφέρνω να απαντήσω με μια εκπνοή.
«Δεν μοιάζετε και τόσο», σχολιάζει και την παίρνει από το χέρι μου να την εξετάσει καλύτερα. «Είμαι σίγουρη ότι ούτε σε χαρακτήρα ταιριάζετε».
Σηκώνεται όρθια ακόμη κοιτώντας την φωτογραφία και βρίσκω την ευκαιρία να μαζευτώ και να ξεσπάσω τον πόνο σφίγγοντας την γροθιά μου και ακουμπώντας την στο γραφείο. Ξεφυσάω αργά. Μόλις γυρνάει η Angel παριστάνω ότι είμαι καλά σταυρώνοντας το ένα πόδι στο άλλο και κοιτώντας την με ένα απλό χαμόγελο.
«Δεν νομίζω να την συμπαθούσα να σου πω την αλήθεια», λέει η Angel και κουνάω το κεφάλι καταφατικά. «Τι, δεν έχεις κάτι να πεις;»
«Τι θες ακριβώς να πω; Δεν με πειράζει. Δεν θα σε πιέζω να συμπαθείς την Nina άμα δεν θες», απαντώ ειλικρινά.
Δεν με ενδιαφέρει να συμπαθεί την Nina. Και να ήταν ζωντανή πάλι δεν θα με ενοχλούσε. Ποτέ δεν ρωτούσα τις κοπέλες μου άμα συμπαθούσαν τις αδελφές μου. Μου αρκούσε που ως ένα σημείο τις σεβόντουσαν και τέλος. Με εμένα έκαναν σχέση, όχι με τις αδελφές μου. Εννοείται πως άμα πραγματικά τις συμπαθούσαν πέρναγα λίγο καλύτερα, αλλά για την Angel δεν με ενδιαφέρει. Όσο την αγαπώ και εκείνη το ίδιο, το ξέρω ότι δεν θα έκανε κάτι να στεναχωρήσει την οικογένεια μου.
«Πρέπει να είσαι λίγο πιο αυστηρός μαζί μου», σκέφτεται φωναχτά εκείνη και ξαπλώνει πίσω στο κρεβάτι μου, ακουμπώντας την κορνίζα της Nina στο κομοδίνο δίπλα. «Και πιο άγριος».
«Δεν είμαι αρκετά άγριος μαζί σου;» αναρωτιέμαι και την κοιτάω με ένα αυστηρό βλέμμα.
«Πω, η μαμά σου είναι υπέροχη πάντως. Τι καλή και ευγενική», πετάγεται να σχολιάζει, μάλλον γιατί δεν έδωσε σημασία στα λόγια μου.
Κλείνω τα μάτια για να πάρω μια βαθιά ανάσα και τα ανοίγω εκνευρισμένος μόλις ξεφυσάω. Ξαπλώνω πίσω στην καρέκλα γραφείου με σταυρωμένα χέρια και προσπαθώ να καταλάβω αυτό από πού προέκυψε. Βέβαια, η καημένη δεν ξέρει τι έγινε με την μαμά σήμερα και πόσο φρέσκια είναι η πληγή για να την ξύνει, οπότε δεν λέω κάτι.
«Τα χέρια της είναι τόσο απαλά και το άρωμα της υπέροχο», συνεχίζει και σηκώνεται για να κάτσει πάνω στο κρεβάτι, τα μάτια της να γυαλίζουν από τον θαυμασμό.
«Αχα», συμφωνώ και γυρνάω την καρέκλα από την άλλη, να μην βλέπει τα μάτια μου που βουρκώνουν.
«Η αγκαλιά της είναι σαν μαξιλάρι, σαν να πέταγα στα σύννεφα».
Με πονάει. Έχω να την αγκαλιάσω τόσον καιρό και την μοναδική ευκαιρία που είχα να το κάνω, την χαράμισα με το να ξεστομίζω μαλακίες. Φέρνω τις παλάμες στο πρόσωπο μου να το κρύψω. Δεν κρύβω ότι είμαι έτοιμος να κλάψω με αυτά που λέει, γιατί είναι σαν να μου υπενθυμίζει τι έκανα σήμερα και να μην με αφήνει να ηρεμήσω ή να το ξεχάσω.
«Μακάρι να είχα την μαμά σου», αναστενάζει, «ή μαμά γενικότερα».
Με το τελευταίο γυρνάω την καρέκλα λίγο στο πλάι να την δω σοκαρισμένος. Δεν περίμενα να πει κάτι τέτοιο. Έχει κατεβάσει το κεφάλι και κοιτάει τα δάχτυλα της πάνω στο πάπλωμα μου. Τα μάτια μου είναι ακόμη βουρκωμένα από τις δικές μου σκέψεις, όμως αυτό που λέει η Angel σπάει την καρδιά μου και άλλο. Είναι σαν να με μαχαίρωσαν στην καρδιά.
«Βλέπεις τι εννοώ ότι είσαι πολύ ευαίσθητος και συμπονετικός;» δηλώνει και σηκώνει το κεφάλι με ένα ξενερωμένο βλέμμα για να με δει. «Είσαι έτοιμος να κλάψεις μόνο που ανέφερα την μαμά σου μετά από τον καυγά σας. Θα μπορούσες να μου πεις να το βουλώσω, Alex, δεν θα με πείραζε».
Η έκφραση του προσώπου μου από σοκαρισμένη γίνεται ανέκφραστη. Κάτι τέτοιες στιγμές αναρωτιέμαι τι κάνω με αυτόν τον Διάολο για κοπέλα μου. Είναι σαν να βρίσκει την ευκαιρία να με πειράξει με το γεγονός ότι της εμπιστεύομαι τα συναισθήματα μου. Μα την θέλω, γι' αυτό είμαι έτσι μαζί της. Άμα δεν της κάνω το χατίρι ή άμα δεν την συμπονώ θα νιώθω άσχημα για το επόμενο της ημέρας, δεν μπορώ.
«Θα πρέπει να ήσουν πολύ σέξι όταν τσαντίστηκες. Δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι», αναστενάζει και γυρνάω πάλι να την δω.
Σηκώνω το φρύδι μου. Τα μάτια μας συναντιούνται για ένα δεύτερο. Έχει ξαπλώσει μπρούμυτα, τα πόδια της στον αέρα, το πηγούνι της στηριγμένο στην παλάμη της. Μου χαρίζει ένα χαμόγελο, τόσο χαριτωμένο και γλυκό που γιατρεύει την καρδιά μου. Γυρνάω την καρέκλα προς το μέρος της με ανέκφραστο πρόσωπο για να μην μπορεί να καταλάβει πόσο γλυκούλα την θεωρώ και καθαρίζω τον λαιμό μου.
Καταλαβαίνω τώρα τι εννοεί. Ισχύει ότι έχω μαλακώσει πολύ, ειδικά μαζί της. Δεν υπάρχει λόγος να είμαι άγριος και απόμακρος όταν την θέλω. Φέρνω το χέρι στο πηγούνι. Τώρα που το σκέφτομαι, θυμάμαι στις αρχές όταν ήμουν απόμακρος για τους δικούς μου λόγους, εκείνη άναβε με ένα άγγιγμα μου. Λατρεύει να την βάζω κάτω. Της ρίχνω τα μάτια μου με ένα πλάγιο πονηρό χαμόγελο και αυτό την κάνει να με δει ερωτηματικά.
«Τι;» ρωτάει η Angel.
«Πήγαινε να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό», λέω σαν να την διατάζω.
«Ναι, καλά. Τι είμαι, η δούλα σου; Να πας να το πάρεις μόνος σου», απαντά και κοιτάει τα νύχια της.
«Ναι, αγάπη μου, πάω να το πάρω μόνος μου», μουρμουρίζω όλο χαρά εφόσον δεν μπορώ να της χαλάσω χατίρι και όταν πάω να σηκωθώ συνειδητοποιώ ότι απλά προσπαθούσα να φανώ λίγο πιο άγριος στα μάτια της. Κάθομαι πίσω στην καρέκλα, καθαρίζω τον λαιμό μου νευριασμένος και σταυρώνω ξανά τα χέρια στο στήθος μου. «Δεν διψάω».
«Τότε τι ζητάς νερό; Πραγματικά δεν σου κάνει καλό να σε κλειδώνουν μέσα εσένα», σχολιάζει η Angel βαριεστημένα. «Τέλος πάντων. Τα αγόρια του Brentwood φεύγουν σήμερα».
Σφίγγω το χέρι στο μπράτσο μου με την αναφορά αυτού. Κατεβάζω το κεφάλι και ασυνείδητα ζωγραφίζω ένα χαμόγελο στα χείλη μου ξανά. Τι με νοιάζει; Να φύγουν. Αυτό ήθελα εξαρχής. Άμα δεν ήταν εκείνοι, δεν θα βρισκόμουν κλειδωμένος στο δωμάτιο μου, δεν θα χρειαζόταν να κάνω παρέα μόνο με τον Gavin, ούτε θα έλεγα εκείνα τα σκληρά λόγια στην μαμά μου. Εξαιτίας τους αντί να χαίρομαι τους αγαπημένους μου, κάθομαι κλεισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους που έχω σιχαθεί.
«Ο Lucas με τον Casper με συνόδευσαν μέχρι το σπίτι κιόλας», με ενημερώνει η Angel, αλλά το μόνο που καταφέρνει να κάνει είναι να με τσαντίσει περισσότερο. «Στεναχωριέμαι που θα φύγουν. Είναι πολύ-»
«Σκάσε», την διακόπτω απότομα, η φωνή μου σταθερή και απόλυτη. «Δεν με ενδιαφέρει τι κάνουν αυτά τα καθάρματα του Brentwood. Πολύ τους πήρε να φύγουν κιόλας».
Η Angel δεν λέει κάτι. Σιωπή. Δεν μιλάει κανείς μας. Συνειδητοποιώ ότι ακόμη σφίγγω το μπράτσο μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και καταφέρνω να ηρεμήσω κάπως. Δεν μπορώ να συγκρατηθώ καθόλου. Όταν ακούω για αυτούς ξαφνικά το αίμα μου βράζει. Μπορεί ο Christian να ευθύνεται περισσότερο και η παρέα του, όμως δεν γίνεται να αγνοήσω ότι ο Lucas βρίσκεται ανάμεσα τους. Άλλο κάθαρμα και αυτός.
Τολμάει και πλησιάζει την κοπέλα μου; Σηκώνω το σώμα μου από την καρέκλα. Την συνοδεύει σπίτι της; Από την ντουλάπα μου αρπάζω μια γραβάτα. Της μιλάει σαν να μην τρέχει τίποτα; Κλειδώνω την πόρτα του δωματίου μου. Ξεχνάει ποιος είναι απέναντι μου; Πλησιάζω την Angel, η οποία είναι ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Ξεχνάει τι με έκανε να περάσω; Ρίχνω το σκοτεινό βλέμμα μου στην Angel, ενώ την ίδια στιγμή φέρνω με δύναμη το πόδι μου στην άκρη του κρεβατιού, τεντώνοντας την γραβάτα η οποία είναι μπερδεμένη στα χέρια μου.
«Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να μιλάς για τον Lucas μπροστά μου;» ρωτάω αγριεμένος και με κοιτάει τελείως μπερδεμένη, να καταλαβαίνει αμέσως όμως ότι έχω το πάνω χέρι στην κατάσταση και ότι μάλλον με έχει τσαντίσει πολύ αυτή την στιγμή.
Ανοίγει το στόμα της να πει κάτι, αλλά δεν μπορεί. Φοβάται μην πει κάτι λάθος και με τσαντίσει περισσότερο. Καλώς. Το χαμόγελο μου μεγαλώνει, τα μάτια μου να παραμένουν σκοτεινά. Σφίγγω την γραβάτα στα χέρια μου και όσο την βλέπω, όσο τσεκάρω το σώμα της, τόσο πιο πολύ θέλω να της δείξω ποιον αποκαλεί ευαισθητούλη.
«Θα προσέχεις καλά τα λόγια σου», δηλώνω και κατεβάζω το πόδι μου. «Σήκω πάνω».
Στην αρχή διστάζει, όμως το κάνει σιωπηλά. Ξέρει τι ακολουθεί και το βλέπω στις κινήσεις της ότι αρχίζει να ενθουσιάζεται. Είμαι εντάξει με όλα τα άλλα, όμως το θράσος να ξαπλώνει στο κρεβάτι μου και να αναφέρει αυτά τα καθάρματα σαν να δίνω δεκάρα γι' αυτούς, με ξεπερνάει. Έχω κι εγώ τα όρια μου. Τι, υποτίθεται ότι πρέπει να τους λυπηθώ; Τους ήθελα μακριά από το σχολείο μου εξαρχής, όμως κανείς δεν με άκουγε.
Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού μου και ακουμπώ τους αγκώνες στα μπούτια μου. Το αίμα μου βράζει. Σηκώνω τα μάτια μου να την δω και απλά περιμένει τι θα της πω σιωπηλά. Τα μάγουλα της αρχίζουν να κοκκινίζουν. Μέσα από την μπλούζα βλέπω το στήθος της να πρήζεται για ένα άγγιγμα μου.
«Ό-Όλα καλά, Alex;» καταφέρνει να ρωτήσει, η φωνή της να βγαίνει τόσο αισθησιακά που είμαι σίγουρος ότι θα είναι πολύ υγρή.
«Δεν σου είπα να μιλήσεις», την διατάζω. «Είμαι ακόμη τσαντισμένος μαζί σου. Την μια ότι δεν είμαι αρκετά άγριος, την άλλη να μου αναφέρεις αυτά τα σκουπίδια». Την κοιτάω με ένα κενό βλέμμα. «Βγάλε την μπλούζα σου».
Το κάνει σιωπηλά. Οι ανάσες της γίνονται κοφτές. Μου είχε λείψει αυτό το θέαμα. Δαγκώνει το κάτω χείλος της. Την τραβάω κοντά μου γλείφοντας το κάτω χείλος μου. Φέρνω το δάχτυλο μου στο κενό ανάμεσα από το στήθος της και απαλά το σέρνω μέχρι τον αφαλό της. Ανατριχιάζει. Συνεχίζω πιο κάτω και σταματάω όταν το μισό δάχτυλο μου βρίσκεται μέσα στο παντελόνι της. Η έκφραση στο πρόσωπο της είναι υπέροχη. Αρχίζω να μαλακώνω, γιατί όσο να 'ναι έχω την Angel μπροστά μου και την νοιάζομαι.
Είναι σαν να το κάνει επίτηδες. Θέλει να με τσαντίζει κάθε φορά για να με φτάσει στο σημείο που θα είμαι άγριος μαζί της. Βλέπω τι εννοεί. Μόλις συνειδητοποιώ ότι έχω αυτήν απέναντι μου θέλω να της φέρομαι καλά και ήρεμα, φοβούμενος μην την πληγώσω. Στην προκειμένη περίπτωση της τα έχω μαζεμένα λίγο που συνεχίζει να του μιλάει και να είναι τόσο φιλικοί. Προσπαθώ να μην ζηλεύω, αλλά στο τέλος απλά μου βράζει το αίμα, ειδικά μετά από αυτά που έγιναν. Όποιος και να είναι του Brentwood, είναι ορκισμένος εχθρός μου. Όλοι τους θα υποφέρουν στο χέρι μου.
Το βλέμμα μου έχει σκοτεινιάσει περισσότερο από τις άλλες φορές και το καταλαβαίνω από την ανησυχία της Angel άμα είμαι όντως καλά για να το κάνω αυτό ή όχι. Βγάζω το δάχτυλο μου από πάνω της και βάζω την γραβάτα μου γύρω από την γυμνή της μέση. Την τραβάω απότομα κοντά μου. Χαμογελάω. Το εκτεθειμένο δέρμα της ανατριχιάζει, ένα επιφώνημα να ξεγλιστρά από τα χείλη της. Η θερμοκρασία του σώματος της ανεβαίνει και οι ανάσες της γίνονται κοφτές.
Την βάζω να κάτσει μπροστά μου, η πλάτη της κολλημένη πάνω μου. Βολεύεται σχετικά γρήγορα. Αφήνει το κεφάλι της να ξεκουραστεί στον αριστερό μου ώμο. Κρατάω την γραβάτα στην μέση της λίγο πιο πάνω από τον αφαλό. Κρατάει τα μπούτια της σφιγμένα κλειστά. Λατρεύω τόσο να την βλέπω έτσι.
Αφήνω ένα φιλί στον λαιμό της αισθησιακά και ξεδένω τον κότσο της, με αποτέλεσμα να αφήσω τα μαλλιά της να πέσουν στους ώμους της και στον δικό μου. Τα βάζω στην άκρη για να της ξαναδώσω ένα φιλί. Αφήνω την γραβάτα ελεύθερη τελείως και φέρνω τα χέρια μου στην κοιλιά της. Τα ανεβάζω αργά, προσπερνώντας το στήθος της. Την καθοδηγώ να σηκώσει τα χέρια της και να τα αφήσει στον σβέρκο μου. Δεν τα κουνάει από 'κει οπότε επιστρέφω στην γραβάτα. Ακουμπώ τα χείλη μου στον λαιμό της και τα αφήνω εκεί, ένα πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο μου. Σέρνω την γραβάτα μέχρι πάνω και σταματάω στους καρπούς των χεριών της.
«Έχω όρεξη να φερθώ άσχημα», σφίγγω τον κόμπο της γραβάτας για να μην μπορεί να ξεφύγει και φέρνω τα χείλη μου στο αυτί της, «και άγρια».
Λιώνει ολόκληρη. Έχει ήδη κλείσει τα μάτια και ευχαριστιέται το κάθε δεύτερο που την πειράζω. Αφού με θέλει άγριο και αυστηρό, έτσι θα με έχει. Βέβαια θα με έχει μονίμως έτσι άμα συνεχίσει να μου υπενθυμίζει πράγματα που με τσαντίζουν. Γραπώνω το στήθος της με τέτοια δύναμη που δεν αντέχει να μην αναστενάξει. Τα νύχια της με καρφώνουν πάνω από την μπλούζα στο σβέρκο και τρελαίνομαι όταν το κάνει αυτό.
Χαμογελώ κι άλλο αυταρχικά. Μαζί της πάντα θα έχω το πάνω χέρι, όμως ξέρει πώς να με κατευθύνει σε αυτά που της αρέσουν, χωρίς να με ξενερώσει κι εμένα. Την βρίσκω χαριτωμένη ακόμη και τώρα, τα μάγουλα της ροδοκοκκινισμένα, τα χείλη της κόκκινα και υγρά τόσο που τα δαγκώνει, το στήθος της πρησμένο και η περιοχή της τόσο υγρή. Την λατρεύω. Δεν θέλω να την σπάσω, να την πληγώσω ή να την αλλάξω. Την λατρεύω όπως είναι.
Έχω αρχίσει ήδη να την χαϊδεύω μέσα από το ρούχο της και με το ζόρι κρατιέται. Το ευχαριστιέμαι να την βλέπω να με υπακούει πιστά για όσο εγώ απλά την πειράζω, προετοιμάζοντας την για ό,τι θα έρθει μετά. Σιγά που θα την άφηνα χωρίς να βγάλω το άχτι αυτών των ημερών πάνω στο υπέροχο σώμα της. Σταματάω να την πειράζω πριν φτάσει σε οργασμό και ανασάνει τόσο βαριά που ελπίζω να μην την κούρασα ήδη γιατί έχω πολλά ακόμη να της κάνω. Φέρνω τα δάχτυλα μου στα χείλη της και χαμογελάω ευχαριστημένος.
Κανείς δεν έρχεται στον χώρο μου και μου λέει τι να κάνω. Κανείς δεν τα βάζει με τον Alex Henderson.
~•~
Κοιτάω το τηλέφωνο μου ανέκφραστος. Πατάω την κλήση και το φέρνω στο αυτί μου. Βλέπω έξω από το παράθυρο και κάτω προς τον κήπο. Χτυπάει. Περιμένω λίγο στην σιωπή. Η Angel από πίσω ροχαλίζει, τα μαλλιά της μπερδεμένα στο πρόσωπο της, το γυμνό της στήθος να ανεβοκατεβαίνει με κάθε ανάσα. Χαριτωμένο. Η άλλη γραμμή το απαντάει.
«Στο συνηθισμένος μέρος, 22:30. Θα σε περιμένω εκεί. Μην αργήσεις», λέω και το κλείνω γιατί δεν έχω όρεξη για συζήτηση.
Διαγράφω την κλήση για να μην το δει η Angel και λυπάμαι που της το κρατάω κρυφό. Θα τρελαινόταν άμα το μάθαινε, γι' αυτό προτιμώ να το κρατήσω κρυφό από εκείνην μέχρι που να θεωρήσω ότι είναι σωστό να της το πω. Γυρνάω να την δω με ένα χαμόγελο. Έχει πέσει ξερή. Παίρνω την μπλούζα της και περπατώ προς την δική της πλευρά για να της την φορέσω. Δεν θέλω να κρυώσει έτσι όπως κοιμάται κάθε φορά. Ούτε που ξυπνάει ενώ το κάνω. Χαϊδεύω το κεφάλι της, την στρώνω καλύτερα, της φιλάω το μέτωπο και την αφήνω να κοιμηθεί.
Κοντεύει εννιά. Έχω μια ώρα στην διάθεση μου οπότε αποφασίζω να κατέβω κάτω να δω και την Sophia. Έχε χάρη που μου όρμησε η Angel, αλλιώς θα μου άρεσε να περάσω το απόγευμα μαζί της. Θυμάμαι ότι είχαν κλείσει ραντεβού σήμερα για τον υπέρηχο, οπότε θα μπορώ να δω το ανιψάκι μου πρώτη φορά. Είμαι ευτυχισμένος που μπορώ να προλάβω τόσο πριν με κλείσουν πάλι σε αυτή την φυλακή.
Κλείνω την πόρτα πίσω μου προσεχτικά για να μην κάνω φασαρία και ξυπνήσω την Angel. Με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά μου κατεβαίνω τα σκαλιά. Δεν βρίσκω κανέναν εδώ γύρω, αλλά ακούω φωνές στο σαλόνι οπότε υποθέτω ότι όλοι είναι εκεί. Περπατώ με τα χέρια στις τσέπες και μόλις φτάνω, δεν βρίσκω κανέναν πέρα από τον Nate, ο οποίος χαζεύει την τηλεόραση.
«Γεια σου Nate», τον χαιρετάω χαρωπά.
Ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένω, σηκώνει την πατερίτσα του και με βαράει στο στομάχι με αυτήν. Την κρατάει εκεί. Γυρνάει το κεφάλι αργά να με δει και έρχομαι αντιμέτωπος με ένα τρομαχτικά τσαντισμένο βλέμμα, το οποίο δεν έχω δει πάνω του ούτε πριν την αμνησία. Τον κοιτάω ερωτηματικά και γελάω αμήχανα για να απαλύνω το κλίμα, αλλά δεν τα καταφέρνω και τόσο.
«Μην με χαιρετάς σαν να είμαι κάποιος φίλος σου, Alex», γρυλίζει και είμαι σίγουρος ότι άμα μπορούσε, θα με είχε σκοτώσει με το βλέμμα του.
Είμαι τόσο μπερδεμένος. Δεν μου είπε κανείς ότι θυμήθηκε τα πάντα. Μέχρι τις προάλλες μού φερόταν μια χαρά, βέβαια κάπως καχύποπτος. Το σκοτεινό του βλέμμα και το ενοχλημένο πρόσωπο του δείχνουν ότι έχει θυμηθεί όλους τους λόγους που σιχαίνεται να με βλέπει να αναπνέω και έχει επιστρέψει πίσω στο να με παρακολουθεί στενά.
Δεν έχω άλλες βρωμιές να ξεθάψει.
«Δεν ήξερα ότι επέστρεψες πίσω-»
«Ακόμη δεν θυμάμαι τίποτα. Τα περισσότερα είναι μια ομίχλη, όμως ξέρω ότι δεν αντέχω τα έντερα σου για κάποιον λόγο. Μια υπόσχεση ήταν; Δεν θυμάμαι», μουρμουρίζει σκεφτικός και αφήνει την πατερίτσα για να φέρει το χέρι στο κεφάλι του, σαν να του πονάει που προσπαθεί τόσο. «Που είναι η Angel; Τι κάνετε τόσην ώρα πάνω;»
«Συζήτηση», απαντάω και κάθομαι στην πολυθρόνα, αρπάζοντας μια μπουκιά τυρόπιτας που έχει στο τραπέζι. «Αυτά».
«Συζήτηση;» επαναλαμβάνει μπερδεμένος και με κοιτάει όλο μίσος. Δεν το κρύβω ότι δεν μου είχε λείψει αυτή η πλευρά του. «Σεξ εννοείς».
Κοντεύει να μου βγει το τυροπιτάκι από την μύτη. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα πνιγώ μέχρι θανάτου, αλλά καταφέρνω να συνέλθω αφού χτυπήσω το στήθος μου δυο φορές με την γροθιά μου. Του ρίχνω τα μάτια φευγαλέα και τον βλέπω που ξεφυσάει μόνο για να χαμογελάσει ύστερα.
«Κάντε ό,τι θέλετε», μουρμουρίζει και βολεύεται στην θέση του, ανοίγοντας τα μάτια του για να με κοιτάξει με μίσος ξανά. «Αυτό δεν σημαίνει ότι σε συμπαθώ. Κάτι με κρατάει πίσω και μέχρι που να το θυμηθώ, κράτα αποστάσεις, Alex».
«Όπως επιθυμείς», λέω και ξαπλώνω πίσω στην πολυθρόνα κουρασμένος.
Δεν έχω κάποιον λόγο να εναντιωθώ στα λόγια του Nate. Είναι ασταθής, οπότε ό,τι συζήτηση και να κάνω μαζί του είναι ανούσια. Τελευταία φορά που τα είπα μαζί του όμως, εκείνο το βράδυ, ξεκίνησα να τον θαυμάζω. Κατά βάθος ακόμη τον θαυμάζω. Όπως και η Angel, έχει μια γοητεία, έναν τρόπο με τα λόγια του ή δεν ξέρω, μπορεί να φταίει και ότι με καταλαβαίνει περισσότερο από τους άλλους που με κάνει να νιώθω καλά. Μακάρι να μπορούσε να θυμηθεί. Λυπάμαι που τα πράγματα έφτασαν ως εδώ για εκείνον.
«Alex!» ακούω ξαφνικά την αδελφή μου να φωνάζει.
Η Sophia τρέχει προς το μέρος μου και με ζουλάει στην αγκαλιά της αμέσως. Με σφίγγει τόσο που κοντεύει να σκάσει το κεφάλι μου. Όσο και να μου λείπει, προσπαθώ να την βγάλω από πάνω μου για να αναπνεύσω, χωρίς βέβαια να την σπρώχνω πολύ. Αρπάζει τα μάγουλα μου και τους δίνει φιλιά, εγώ εννοείται να προσπαθώ να την σταματήσω που κάνει τέτοια πράγματα μπροστά στον Gavin και τον Nate.
«Ναι, Sophia, αρκετά», μουρμουρίζω και ευτυχώς με ακούει.
«Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω καλά. Το χέρι σου πως είναι;» ρωτάει με ανησυχία και παίρνει το χέρι μου να το εξετάσει.
«Μια χαρά είναι», αναστενάζω. «Εσύ καλά είσαι; Συγγνώμη που δεν έχω αφιερώσει χρόνο να σε δω».
«Τι τρυφερός αδελφός. Γλυκούλης που είσαι, Alex, όταν σου προσφέρει αγάπη η Sophie μου», πετάγεται ο Gavin με τα γουρλωμένα μάτια του και τα χέρια στα μάγουλα του.
Δεν προλαβαίνω να γυρίσω να τον δω όλο μίσος όταν με ζουλάει κι εκείνος στην αγκαλιά του. Ούτε οι γονείς μου να ήταν. Ξεφυσάω και τα παρατάω τελείως. Ο Nate φέρνει το νερό στα χείλη του και πίνει μια γουλιά. Δεν με χωνεύει, όμως χαμογελάει στο θέαμα, μπορεί και κοροϊδευτικά. Ο Gavin με αφήνει ήσυχο επιτέλους και βρίσκω την ευκαιρία να τον κοιτάξω όλο μίσος και αηδία να μην το ξανακάνει.
«Ορίστε», λέει η Sophia και επιστρέφει κοντά μου.
Μου δίνει τον υπέρηχο και μένω να κοιτάω χαμένος. Μόλις βλέπω το μικρό, η καρδιά μου γεμίζει. Τα μάτια μου γουρλώνουν. Κρατάω τον υπέρηχο σαν να είναι το πιο σημαντικό έγγραφο στον κόσμο. Ένα χαμόγελο γεμάτο ελπίδα και χαρά φωτίζει στο πρόσωπο μου, ο Gavin στα δεξιά μου, η Sophia στα αριστερά μου. Πραγματικά νιώθω σαν να είναι οι γονείς μου αυτή την στιγμή.
«Είναι υπέροχο», συγκινούμαι και δεν με ενδιαφέρει να το κρύψω. «Θα γίνω θείος».
«Και εγώ μπαμπάς», κλαίει ήδη ο Gavin στο αυτί μου και κερδίζει ένα τσαντισμένο βλέμμα όταν φυσάει την μύτη του σε ένα χαρτομάντιλο.
«Εντάξει, αρκετά, Gavin», τον σπρώχνω μακριά μου και σηκώνομαι να αγκαλιάσω την Sophia. «Συγχαρητήρια, αδελφούλα. Χαίρομαι για σένα».
«Alex μου», σοκάρεται εκείνη από την εκδήλωση συναισθημάτων μου και εννοείται ανταποδίδει. «Αγόρι μου, εσύ. Σε ευχαριστώ».
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που ευγνωμονώ την ζωή μου και χαίρομαι που έχω τα άτομα που αγαπώ δίπλα μου. Θα ήθελα να ήταν και η Nina να μοιραζόταν αυτή την ευτυχία, αλλά είμαι σίγουρος ότι χαμογελάει, όπου και να είναι.
Επιτέλους, ευτύχησα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top