•Stalker|Part 2•
Alex's POV
Είναι ίδια η Nina. Θα αναγνώριζα την αδελφή μου όμως με κλειστά τα μάτια. Και αυτή δεν είναι με τίποτα. Η πλάτη της είναι ίσια σαν χάρακας, το ένα χέρι της ακουμπισμένο πίσω την ταφόπλακα την οποία κάθεται, ενώ με το άλλο να κρατάει ένα τσιγάρο, το οποίο είναι μέσα σε μια μακριά πίπα. Φοράει ολόμαυρα ρούχα και μόνο το χλωμό πρόσωπο της κάνει την διαφορά. Τα κοντά μαύρα μαλλιά της πέφτουν κατσαρά μέχρι τους ώμους της, τα σχιστά μάτια της να με κοιτούν γεμάτα ενθουσιασμό. Μου χαμογελά και γυρνά το κεφάλι της να με δει καλύτερα.
«Να με ερωτευτείς;» αναρωτιέται και χαμογελά περισσότερο από πριν. «Δεν το έκανες όταν είχες την ευκαιρία. Επέλεξες την Adriana».
Δεν μπορώ να ξεπεράσω το πόσο έχει προσπαθήσει να μοιάσει στην Nina. Γυρνάει το κεφάλι ξανά στο πλάι και παρατηρώ ένα σημάδι στον λαιμό της. Άρα έχει κάνει του κόσμου τις πλαστικές. Το περίμενα ότι θα ήταν αυτό, εφόσον δεν ήταν η ίδια η Nina. Στέκομαι όρθιος ακριβώς απέναντι από την φωτογραφία της Nina και την γυναίκα που προσπαθεί να την αντιγράψει, αντιμέτωπος μαζί τους. Βάζω τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν μου και παραμένω σοβαρός, με το βλέμμα μου να δείχνω πόσο την σιχαίνομαι.
«Τόσα χρόνια δεν βαρέθηκες να ασχολείσαι με έναν άνθρωπο που δεν σε πρόσεξε ποτέ;» ρωτάω πρώτο πράγμα και σηκώνω το κεφάλι να δω τον ουρανό ξανά, ένα αεράκι να φυσάει και να σπρώχνει πίσω τα μαλλιά της.
«Δεν νομίζω να μην με πρόσεξες. Το ήξερες ότι ήμουν πάντα εκεί, έτσι δεν είναι;» αντιλέγει και αισθάνομαι το γατήσιο βλέμμα της επάνω μου, όμως δεν κλονίζομαι.
«Τουλάχιστον τα τελευταία 4 χρόνια, ναι», ξεφυσάω κουρασμένος και τινάζω το χέρι με μια αδιαφορία που δεν της περνάει απαρατήρητη, ενώ φυσάει τον καπνό του τσιγάρου της μακριά. «Με έλεγαν παρανοϊκό. Πρέπει να σε συγχαρώ προσωπικά που ξεφεύγεις από την φρουρά μου απαρατήρητη πάντως».
Ξεκινώ να χειροκροτώ με μια ειρωνεία στον τρόπο μου. Με κοιτάει νεκρικά με την άκρη του ματιού της. Φαίνεται να μην της αρέσει καθόλου να την κοροϊδεύω, γι' αυτό χαμογελώ πλάγια. Παρατηρεί και αυτό. Κοιτάει μπροστά μάλλον για να κρύψει το πόσο ενοχλημένη είναι στ' αλήθεια. Βάζω τα χέρια στις τσέπες του μπουφάν μου ευχαριστημένος και καθαρίζω επίτηδες τον λαιμό μου.
Ξαφνικά αισθάνομαι μια έχθρα, τόσο μεγάλη που ανατριχιάζω. Γυρνάω να δω πίσω μου, αλλά φαίνεται να είμαστε οι δυο μας. Ρίχνω τα μάτια στην φωτογραφία της Nina και μόνο τότε καταλαβαίνω ότι σίγουρα αυτό το κύμα ανεξήγητων συναισθημάτων είναι της αδελφής μου, που σίγουρα σιχαίνεται αυτή την φθηνή γυναίκα που τολμά να την αντιγράφει με αυτόν τον τρόπο. Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και προσπαθώ να μείνω σοβαρός, να μην μου επιτρέψω να ξεφύγω.
«Τσκ, και νόμιζα ότι ήσουν έξυπνος, Alexander», δηλώνει με αδιαφορία στην φωνή της.
Παρατηρώ που στηρίζει την πίπα στο δάχτυλο της και την αφήνει να κάνει κύκλους αργά, δίχως να πέσει κάτω. Χαζεύει το θέαμα, εγώ να κοιτάω το πρόσωπο της, ενώ προσπαθώ να την ψυχολογήσω. Το δέρμα της είναι τόσο χλωμό που με το φως του φεγγαριού μοιάζει σαν φάντασμα. Παραμένω τέρμα σοβαρός, μέσα στις τσέπες του μπουφάν μου να σφίγγω τις γροθιές μου τόσο που έτοιμος είμαι να την βαρέσω σε περίπτωση που προσπαθήσει να κάνει τίποτα περίεργο. Είναι, δεν είναι γυναίκα, είμαι αδιάφορος. Της τα χρωστάω χρόνια τώρα. Λόγο ψάχνω να το κάνω.
«Πως λες να νιώθει η αδελφή σου που με βλέπει να κάθομαι εδώ, μπροστά σου», γυρνάει το κεφάλι να με δει με ένα χαμόγελο, «και θέλω να της πάρω την αγάπη;»
«Τσκ», γελάω και κάνω ένα βήμα πίσω, το αεράκι να σπρώχνει το μαλλί μου ακατάστατα, «είσαι τέρμα θρασύτατη τελικά». Το βλέμμα μου νεκρώνει αμέσως, το δικό της να καθρεπτίζει τον ενθουσιασμό που παρατηρεί ότι ξεκινά να με επηρεάζει. «Άσε την αδελφή μου έξω από αυτό το ηλίθιο παιχνίδι».
«Απλά προσπαθώ να τελειώσω αυτό που ξεκίνησε. Αν είναι να κατηγορήσεις κάποιον», γυρνάει το σώμα της να έρθει αντιμέτωπη μαζί μου, «να κατηγορείς την Nina Pearce. Ή θες να την λέω Henderson; Εκείνη κράτησε το όνομα του πατέρα της, εφόσον τον αγαπούσε τόσο πολύ».
Βγάζω τα χέρια από τις τσέπες μου, το αίμα μου να βράζει. Τι ξέρει αυτή η σχιζοφρενής για την οικογένεια μου; Νομίζει ότι το να ξέρει δυο πράγματα για την Nina κι εμένα, ότι γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες; Η Nina δεν ήθελε να μένει μακριά μας και σιχαινόταν τους καυγάδες των γονιών μας περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Πόσες φορές την έβρισκα όταν ήμασταν μικρά κρυμμένη στην ντουλάπα να κλαίει επειδή δεν άντεχε τις φωνές τους; Δεν ήθελε η οικογένεια μας να καταστραφεί, αλλά χρειαζόταν να φύγει για να μπορούμε να συνέλθουμε, πόσο μάλλον οι γονείς μας, αν όχι μόνο ο μπαμπάς.
«Όλα καλά; Κάπως χλόμιασες, Alexander-»
«Σταμάτα», γρυλίζω αμέσως και η ένταση μεταξύ μας μεγαλώνει κι άλλο, «να με αποκαλείς με αυτό το όνομα. Δεν έχεις το προνόμιο να έχεις κάποια οικειότητα μαζί μου».
«Μπροστά στην αδελφή σου;»
«Δεν είσαι η αδελφή μου, τρελή. Είσαι μια φθηνή γυναίκα που προσπαθεί να την μιμηθεί για να μου τραβήξει την προσοχή», απαντώ σχεδόν αμέσως και κάνω άλλο ένα βήμα πίσω πριν την πιάσω στα χέρια μου και την πνίξω. «Χάρηκες τώρα; Όλα πάνε όπως θες, γι' αυτό πες μου τι ψάχνεις από εμένα που τόσα χρόνια δεν με αφήνεις σε ησυχία».
Ξαφνικά γελάει. Πιάνει την πίπα τσιγάρου στον αέρα πριν πέσει και πηδάει μπροστά από το σημείο που καθόταν, το μαύρο παπούτσι της να βρίσκει ακριβώς στις φρέσκες γαρδένιες πάνω στον τάφο της Nina. Πριν προλάβω να κουνηθώ, να πάω κοντά της και να την πιάσω από τα μαλλιά, εκείνη περπατά προς το μέρος μου με αέρινα βήματα και πέφτει απαλά στο τσιμέντο ακριβώς μπροστά μου. Την βλέπω καλά και όντως παρατηρώ πόσο δεν μοιάζει με την αδελφή μου τελικά, αυτή να είναι η φθηνότερη απομίμηση που έχω αντικρίσει.
«Δες με καλά», λέει ήρεμη, παρόλο που είμαι σίγουρος ότι έχει παρατηρήσει πόσο τσαντισμένος είμαι αυτή την στιγμή. «Νομίζεις ότι θα ήθελα να με ερωτευτείς με αυτό το πρόσωπο, Alexander;»
Σουφρώνω τα φρύδια πλέον μπερδεμένος. Φέρνει τα χέρια πίσω από την πλάτη της, ο καπνός από το αναμμένο τσιγάρο να απομακρύνεται σιγά με το κρύο αεράκι, αλλά να τον μυρίζω έντονα εξαιτίας του πνεύμονα μου. Ακουμπώ την γροθιά στα χείλη μου και βήχω μια, όσο μπορώ να μην δείχνω ότι η κούραση σήμερα με έχει κάνει τόσο αδύναμο. Το στομάχι μου πονάει από την έντονη μυρωδιά, πόσο μάλλον επειδή πεινάω τόσο ώρες που είμαι χωρίς φαγητό.
Με πλησιάζει κι άλλο. Είναι τόσο κοντή σε σχέση με εμένα, μπορεί και από την Angel. Προσπαθώ να βρω κάτι επάνω της που να με βοηθήσει να καταλάβω την ταυτότητα της, αλλά δεν γίνεται. Το μόνο που διέκρινα ήταν το σημάδι στον λαιμό, ακριβώς κάτω από το σαγόνι της. Αν είναι τόσο καλή στο να κρύβεται τόσον καιρό, σίγουρα οι πλαστικές της θα ήταν παράνομες και μπορεί να έγιναν στο εξωτερικό.
Είναι πολύ έξυπνη για κάποια που απλά έχει εμμονή μαζί μου. Είμαι σίγουρος ότι κάτι κρύβει πίσω από την αυτήν μάσκα της. Το έχει παρατηρήσει ότι την εξετάζω καλά με το βλέμμα μου, αλλά δεν πτοείται καθόλου. Της αρέσει που το κάνω και πάλι δεν μπορώ να την καταλάβω. Στέκεται τόσο κοντά μου που πέρα από το τσιγάρο μπορώ να μυρίσω το άρωμα μου επάνω της, αυτή την φορά σε σχέση με τις άλλες να είναι τόσο έντονο που δεν μπορώ να κρύψω την αηδία στο πρόσωπο μου. Κάτι σε αυτή την μίξη αρωμάτων κάνει το στομάχι μου να γυρίσει, όμως δεν ξέρω τι ακριβώς.
«Αχ», ξεφυσά και ρίχνει τους ώμους της κουρασμένα, στο πρόσωπο της να διακρίνω μια απογοήτευση, ανήμπορος να καταλάβω αν είναι σαρκαστική ή όντως αισθάνεται έτσι απέναντι μου. «Για κάποιον που πάντα νομίζεις ότι λύνεις όλα τα προβλήματα, σίγουρα δυσκολεύεσαι με τον γρίφο που σου δίνω. Τι έγινε; Τελικά δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μόνος σου;» Με πλησιάζει κι άλλο, το πρόσωπο της κοντά στο στήθος μου, αλλά κάτι εκατοστά μακριά από το δικό μου που είχα λυγίσει μπροστά για να την δω καλύτερα στο σκοτάδι, μήπως και καταλάβω αν την έχω συναντήσει πιο πριν. «Μην ανησυχείς. Οι άλλοι είναι καλοί στο να σε βοηθάνε πίσω από την πλάτη σου-»
«Βγάλε τον σκασμό», τσαντίζομαι και λίγο που κουνήθηκα, εκείνη κάνει πίσω αμέσως για να τηρήσει μια απόσταση μεταξύ μας. «Σταμάτα να μιλάς σαν να ξέρεις την ζωή μου».
«Μα είμαι η Nina, αδελφούλη. Δεν νομίζεις ότι πρέπει να την ξέρω την ζωή σου τόσο καλά όσο τον δίδυμο αδελφό μου;» γελάει ψυχωτικά και μέσα από την μαύρη ζακέτα της βγάζει μια βεντάλια, εγώ αμέσως να σουφρώνω τα φρύδια μου. «Δεν μπορείς να καταλάβεις την τρίτη μυρωδιά επάνω μου, έτσι; Μπορεί αυτό να βοηθήσει την μνήμη σου».
Μόνο μια γυναίκα που γνώρισα πρόσφατα κουβαλάει τέτοιο άρωμα. Ξεκινά πάλι να ισορροπεί την πίπα τσιγάρου στο δάχτυλο της και μόνο τότε συνειδητοποιώ γιατί μου φάνηκε περίεργο που την κράταγε. Αυτά είναι αντικείμενα της Hayami, η αλεπού με τις εννιά ουρές. Με το που τινάζει την βεντάλια ανοιχτή παρατηρώ τους λεκέδες από αίμα και αυτό κάνει το στομάχι μου να δεθεί κόμπος από το σοκ. Της ρίχνω τα μάτια ξαφνιασμένος, εκείνη να κρατάει τον ενθουσιασμό παντού ζωγραφισμένο στο ψεύτικο πρόσωπο της.
«Τι της έκανες;» ρωτάω και την στιγμή που πάω να πλησιάσω, νιώθω το κεφάλι μου να βαραίνει. «Τι στο-»
«Αχ, σκάσε, τώρα που περνάω καλά θες να βγεις;» την ακούω να λέει και σουφρώνω τα φρύδια μπερδεμένος.
Η όραση μου θολώνει. Ακουμπώ το χέρι στο μέτωπο μου και αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αισθάνομαι ζαλάδες αυτή την στιγμή. Κρατάω τα μάτια μου στην γυναίκα μπροστά μου και έχει ένα τέρμα κενό βλέμμα στο πρόσωπο της, καμιά σχέση με πριν που χαιρόταν να με βλέπει στα νήματα που έχει δημιουργήσει η ίδια. Πέφτω στα γόνατα μου και προσπαθώ τόσο να μείνω ξύπνιος, αλλά όσο περνάνε τα δεύτερα τόσο δυσκολεύομαι.
«Εκείνη η καριόλα να μάθει να κρατάει το στόμα της κλειστό την επόμενη φορά», νευριάζει εκείνη και ρίχνει την πίπα μαζί με την βεντάλια στο τσιμέντο. «Έπρεπε να την σκοτώσω από την πρώτη φορά που προσπάθησε να έρθει κοντά σου, Alex. Κοίτα που με έφερε η γενναιοδωρία μου».
«Τι... της... έκανες;» προσπαθώ να πω, όμως τα πάντα παραμορφώνονται μπροστά μου.
«Της έδωσα ένα καλό μάθημα να μην μπλέκει στις δουλειές των άλλων. Είσαι το δικό μου παιχνίδι να παίξω, εκείνη να βρει άλλο», δηλώνει και πατάει με το παπούτσι της τα αντικείμενα της Hayami. «Κρίμα, Alex, αλήθεια νόμιζα ότι θα καταλάβαινες το υπνωτικό στον καπνό του τσιγάρου, τόσο έξυπνος που είσαι. Τελικά είσαι όντως όσο βλάκας όσο έλεγε η Nina».
Πέφτω πίσω και με βρίσκω ξαπλωμένο στο τσιμεντένιο δρομάκι του νεκροταφείου. Εκείνη λυγίζει στα γόνατα της και θολά την βλέπω που γελάει. Βγάζει κάτι από την μύτη της και παρατηρώ ότι είναι σαν καπάκι, μάλλον αυτό να την βοήθαγε να μην εισπνεύσει το υπνωτικό. Ξεκινά να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με το ζόρι μπορώ να κουνηθώ, όλο μου το σώμα να είναι πλέον αδύναμο. Μου χαρίζει ένα χαμόγελο το οποίο με τα χίλια ζόρια βλέπω, το αίμα μου να βράζει από την αηδία.
«Πότε θα καταλάβεις», η φωνή της ξεκινά να παραμορφώνεται για όσο εγώ χάνω τις αισθήσεις μου, «ότι μπαίνεις στην μέση;»
Τα μάτια μου κλείνουν παρόλο που μέσα μου φωνάζω να σηκωθώ και την πιάσω, να μην την αφήσω να ξεφύγει για ό,τι έχει κάνει. Αν επιτρέψω να ξεφύγει, θα πληγώσει κι άλλα άτομα στο μέλλον. Είναι καλή στο να κρύβεται. Ακόμη και που ξέρω ότι έχει κάνει πλαστικές και μυρίζει το άρωμα μου, αυτό δεν βοηθά στο να βρούμε την ταυτότητα της με τίποτα. Θα κάνει τις επόμενες κινήσεις της ακριβώς σαν να παίζει σκάκι, το ένα να φέρνει την καταστροφή του άλλου αργά. Γι' αυτό πρέπει να την σταματήσω πριν συμβεί αυτό.
«Ω, ενδιαφέρον», γελάει όταν αρπάζω τον καρπό του ποδιού της την στιγμή που πάει να φύγει. «Δεν είναι όμως ακόμη η στιγμή να αναμετρηθούμε. Δεν είσαι αρκετά... πληγωμένος». Καταφέρνει να βγάλει το χέρι μου από πάνω της, τα μάτια μου να κλείνουν ξανά την στιγμή που φοράει την κουκούλα της. «Δεν πειράζει που είσαι τόσο αδύναμος».
Αν σε βρω, πραγματικά θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Γι' αυτό φρόντισε να μείνεις ζωντανή μέχρι τότε.
~•~
Ανοίγω τα μάτια αργά, το κεφάλι μου να με πονάει τόσο που αισθάνομαι ότι θα εκραγεί. Ο λαιμός μου είναι στεγνός και τον αισθάνομαι που πονάει μάλλον από το κρύο. Ανατριχιάζω από πάνω μέχρι κάτω. Πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου αργά, αλλά η όραση μου παραμένει θολή. Φέρνω το χέρι στο μέτωπο μου. Ακούω τα πουλιά που κελαηδάνε και αν υποθέσω από τους πόνους σε όλο μου το σώμα, έχω κοιμηθεί έξω και κάπου τέρμα άβολα.
Σηκώνω το κεφάλι, ο σβέρκος να με πεθαίνει. Με βρίσκω καθισμένο σε κρύο τσιμέντο. Είμαι σκεπασμένος με το μπουφάν μου, κάτι το οποίο δεν θυμάμαι ποτέ να έκανα στον εαυτό μου. Ένας οξύς πόνος βαραίνει ξανά το κεφάλι μου και γι' αυτό ξαναφέρνω το χέρι στο μέτωπο μου να το κρατήσω από το να πέσει μπροστά. Ακούω μουρμουρητά. Κάποιοι άνθρωποι παραπέρα ντυμένοι στα μαύρα περπατάνε αργά. Τότε καταλαβαίνω ότι είμαι ακόμη στο νεκροταφείο. Γυρνάω το κεφάλι από την άλλη και βλέπω την ταφόπλακα της Nina.
Κλείνω τα μάτια και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι εκείνη την γυναίκα να μου λέει ότι με έχει υπνωτίσει, εγώ να πέφτω κάτω λιπόθυμος. Βαράω την γροθιά μου στο μάρμαρο πίσω απ' την πλάτη μου εκνευρισμένος που μου ξέφυγε τόσο απλά. Έπρεπε να το περιμένω ότι θα παίξει βρώμικα για άλλη μια φορά. Το φρύδι μου κάνει 'τικ'. Μα τον Θεό, αν την βρω μπροστά μου, θα της σπάσω τα μούτρα τόσο που θα επαναφέρω το άθλιο πραγματικό της πρόσωπο.
Βγάζω το μπουφάν από πάνω μου και σηκώνομαι όρθιος με τα χίλια ζόρια. Δεν έχω συνέλθει πλήρως από τις παρενέργειες του υπνωτικού. Πέρα από αυτό, έμεινα έξω όλο το βράδυ, οπότε λογικό να έχω κρυώσει, ο πνεύμονας να με πονάει με κάθε κοφτή μου ανάσα. Το στομάχι μου με πονάει επίσης, εφόσον είμαι χωρίς φαγητό σχεδόν μια ολόκληρη ημέρα. Κοιτάω το ρολόι μου και κοντεύει δώδεκα το μεσημέρι. Απορώ που κανείς δεν έχει έρθει να με βρει. Βασικά για την Angel καταλαβαίνω που έχει την Emily, ενώ με τον Lucas έγινε ό,τι έγινε, αλλά οι υπόλοιποι που είναι;
Φοράω το μπουφάν, με το ζόρι να στέκομαι στα πόδια και να ισορροπώ το σώμα μου από τους πόνους, πόσο μάλλον από το ζαλισμένο κεφάλι μου. Γυρνάω να δω την φωτογραφία της Nina κακοδιάθετος. Με τους καρπούς των χεριών μου τρίβω τα μάτια και καταφέρνω να καθαρίσω την όραση μου κάπως. Η καρδιά μου ξαφνικά βαραίνει. Νιώθω τύψεις. Ξεφυσάω ενώ χαϊδεύω τον θώρακα μου που με πονάει και πέφτω στα γόνατα μου αργά, ακριβώς μπροστά από τον τάφο της Nina. Φτιάχνω τις γαρδένιες και ύστερα χώνω στην γροθιά μου λίγο από το χώμα.
«Συγγνώμη, αδελφούλα. Δεν ήθελα να σε μπλέξω σε όλο αυτό», λέω θλιμμένος, πόσο μάλλον απογοητευμένος με τον εαυτό μου. «Νιώθω τον θυμό σου, γι' αυτό σ'το υπόσχομαι να την τιμωρήσω».
Κατεβάζω το κεφάλι με κλειστά τα μάτια και προσεύχομαι για την Nina να προχωρήσει και να ακολουθήσει το φως. Δεν χρειάζεται να μείνει πίσω για να με προσέχει. Την αισθάνομαι που ακόμη δεν θέλει να φύγει, γιατί ανησυχεί. Δεν θέλω όμως πάλι να την απογοητεύσω. Δεν θέλω να την τραβήξω πίσω όπως αισθανόταν ότι της έκανα πάντα. Σφίγγω το χώμα στην γροθιά μου και το αφήνω ύστερα να πέσει πάλι πίσω. Χαμογελώ στην φωτογραφία της ζόρικα και σηκώνομαι πάλι όρθιος. Τινάζω τα χέρια μου ακριβώς δίπλα και κάνω πίσω για να απομακρυνθώ.
Προσπαθώ να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου. Πρέπει να πάρω τον Jake να του πω ό,τι έγινε και να τον βάλω να ψάξει τις κάμερες στον δρόμο να δει αν πέρασε κανείς ύποπτος. Αν και το θεωρώ πολύ ανούσιο, εφόσον θα έχει φροντίσει να κρυφτεί καλά, αρκεί να προσπαθήσει να βρει κάποιο σφάλμα της. Στο κάτω-κάτω είναι άνθρωπος και οι άνθρωποι πάντα κάνουν λάθη. Κανείς δεν είναι τέλειος.
Περπατώ ζαλισμένος με το χέρι στο μέτωπο προς την είσοδο όταν σταματάω για λίγο να πάρω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι τα μάτια των ανθρώπων από πριν επάνω μου, γι' αυτό γυρνάω να τους δω ανέκφραστος. Οι δυο κυρίες μουρμουρίζουν κάτι μεταξύ τους. Δεν τους νοιάζει που τους βλέπω να με κουτσομπολεύουν. Η μια κουνάει το κεφάλι με απογοήτευση, η άλλη να την τραβάει να περπατήσουν πιο πέρα με μια αηδία στα μάτια της. Συνεχίζω να τις κοιτάω ανέκφραστος.
Σουφρώνω τα φρύδια μπερδεμένος. Πρώτη φορά με αντιμετωπίζουν με αυτόν τον τρόπο όταν με βλέπουν στον δρόμο. Μάλλον το να κοιμάμαι δίπλα σε έναν τάφο, δεν είναι και το καλύτερο παράδειγμα. Θα με θεωρούν τίποτα περίεργο. Συνεχίζω να περπατάω σαν μεθυσμένος, ο πνεύμονας μου να με πεθαίνει. Δεν με βλέπω να αποφεύγω την φιάλη με οξυγόνο, οπότε πρέπει να περάσω από το νοσοκομείο για να συνέλθω.
Φτάνω στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο μου όταν βλέπω κάτι παρατημένο στο τζάμι. Πλησιάζω αγχωμένος όταν ανακαλούμαι τα πάντα από χθες το βράδυ. Αρπάζω την βεντάλια και την σπασμένη πίπα τσιγάρου. Η Hayami κινδυνεύει. Κοιτάω τα αντικείμενα και ανακαλούμαι ότι εκείνη τα άγγιξε. Για να ήταν τόσο άνετη με το να τα ακουμπά μπροστά μου, πόσο μάλλον να μου τα αφήνει δώρο, θα είναι μάταιο να ζητήσω τεστ DNA ή ανάλυση δαχτυλικών αποτυπωμάτων. Ξεφυσάω κουρασμένος και από την τσέπη του μπουφάν μου βγάζω το κλειδί του αυτοκινήτου.
Ξεκλειδώνω και μπαίνω στην θέση του οδηγού. Αφήνω τα πράγματα της Hayami στην θέση του συνοδηγού και αμέσως ξεκινώ την μηχανή, ξεπαρκάροντας από το νεκροταφείο. Η καρδιά μου χτυπά σαν τρελή από το άγχος. Νιώθω απίστευτες τύψεις που μπλέχτηκε σε αυτό το νήμα άθελα της. Έχει ήδη περάσει σκατά στην ζωή της, τώρα έχει κι αυτό να περάσει. Κοιτάω κλεφτά το αίμα στην βεντάλια. Φαίνεται πρόσφατο, οπότε απλά προσπαθώ να μην σκεφτώ τα χειρότερα και να ελπίζω μέσα στην ψύχη μου ότι δεν είναι κάτι σοβαρό.
Χτυπάω το χέρι στο τιμόνι με νεύρα, το «γαμώτο» να γλιστρά από τα χείλη μου αμέσως. Από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν μου βγάζω το τηλέφωνο. Προς μεγάλη μου έκπληξη είναι σπασμένο στην οθόνη. Δεν θυμάμαι να μου έπεσε ποτέ, οπότε μάλλον είναι δουλειά εκείνης της γυναίκας. Δεν θέλει με τίποτα να μου κάνει την ζωή εύκολη. Το παρατάω στην θέση του συνοδηγού και κάνω να ενεργοποιήσω το τάμπλετ στο αυτοκίνητο. Τίποτα. Παρατηρώ ότι το καλώδιο του είναι κομμένο και ξεφυσάω όλο νεύρα.
«Γαμημένη-»
Επίτηδες το κάνει. Είμαι σίγουρος ότι το χαίρεται που με βλέπει να υποφέρω με αυτόν τον τρόπο. Αρχίζω να αναρωτιέμαι ξανά τον λόγο που δεν έχει έρθει κανείς να με βρει. Είμαι άφαντος τόσες ώρες και όλοι ξέρουν ότι με κυνηγά μια προβληματική. Μπορεί να τους ζήτησα μέχρι τα μεσάνυχτα να με αφήσουν σε ησυχία για να τιμήσω την μνήμη της αδελφής μου, όμως είναι περίεργο που κοντεύει δώδεκα και ούτε ένας φρουρός δεν με έχει πλησιάσει. Δεν το θεώρησαν περίεργο που δεν απαντάω στο τηλέφωνο ή δεν μπορούν να με βρουν στον χάρτη;
Μπερδεύω τα μαλλιά με τα δάχτυλα μου και ξεφυσώ αγχωμένος. Για τώρα θα το αφήσω αυτό στην άκρη και θα πάω στο Asian Trip. Ελπίζω να βρω την Hayami εκεί καλά και να της ζητήσω συγγνώμη που μπλέχτηκε άθελα της στα προβλήματα μου. Μετά θα πάω σπίτι να κάνω ένα ντους και να βγάλω αυτή την βρωμιά από πάνω μου. Μόνο που ανακαλούμαι τα δάχτυλα της να χαϊδεύουν τα μαλλιά μου, θέλω να πάω να ρίξω χλωρίνη επάνω μου από την αηδία. Το θράσος της να νομίζει ότι είμαι το παιχνίδι της κιόλας.
Οδηγώ σιωπηλός στους δρόμους του Beverly Hills, με τα χίλια ζόρια να βολεύομαι στην θέση μου. Μου παίρνει σχεδόν σαράντα λεπτά να φτάσω στον προορισμό μου και αυτό επειδή το μποτιλιάρισμα είναι απαίσιο. Με το που κάνω την στροφή, το σοκ είναι απερίγραπτο. Ένα ρίγος διαπερνά το σώμα μου και νιώθω την καρδιά μου για ένα δεύτερο να σταματά. Πλησιάζω την αστυνομική ταινία και παρκάρω το αυτοκίνητο εκεί. Τα πόδια μου είναι κομμένα στο θέαμα του Asian Trip να είναι καμένο, κατεστραμμένο και εντελώς εξαφανισμένο.
Βγαίνω έξω σοκαρισμένος να κοιτάω την πυροσβεστική που προσπαθεί να σβήσει ό,τι φωτιά έχει απομείνει. Η αστυνομία κρατάει τους δημοσιογράφους πίσω, τα ασθενοφόρα να έχουν παρκάρει κοντά στην είσοδο για τυχόν εγκλωβισμένους από τις φωτιές. Στην στιγμή βλέπω έναν πυροσβέστη να φωνάζει ότι βρήκε κάτι κάτω από τους κατεστραμμένους τοίχους. Όλοι τρέχουν προς το μέρος του και με το χέρι στα χείλη μου, την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή και το στομάχι μου δεμένο κόμπος, παρακολουθώ να δω τι έγινε.
Βγάζουν έξω έναν άνθρωπο και μου παίρνει λίγο να συνειδητοποιήσω ότι είναι ο μάνατζερ Lee. Έχει τα χάλια του, αίμα σε όλο του το κεφάλι, ενώ κλαίει μάλλον από την χαρά του που κατάφερε να ζήσει και τον έσωσαν. Τον κρατάνε από τα μπράτσα και δυο νοσοκόμοι τρέχουν προς το μέρος του για να τον περιποιηθούν. Οι δημοσιογράφοι σαν τρελοί δείχνουν τον άνθρωπο που κατάφερε να ζήσει και δηλώνουν στα κανάλια τους τα τελευταία νέα.
«Μάνατζερ Lee!» φωνάζω και αυτό τραβάει την προσοχή των περισσότερων γύρω μου. «Μάνατζερ Lee, που είναι η Hayami;!»
Την στιγμή που κάνω να περάσω κάτω από την ταινία και να τρέξω προς το μέρος του, δυο αστυνομικοί μπαίνουν μπροστά και με σταματούν. Τους κοιτάω μπερδεμένος, εκείνοι να μην καταλαβαίνουν αμέσως ποιος είμαι. Όταν το κάνουν, κοιτιούνται μεταξύ τους σαν να μην έχουν ιδέα πώς να αντιδράσουν. Τους σπρώχνω στην άκρη και περνάω κάτω από την ταινία με ένα ανάλαφρο τρέξιμο να πλησιάζω τον μάνατζερ Lee, ευτυχώς αυτή την φορά να με αφήνουν ήσυχο. Ο μάνατζερ Lee με το που με βλέπει ξεσπάει σε κλάματα και ακουμπά τα χέρια του στα δικά μου.
«Που είναι η Hayami; Τι έγινε;» ρωτάω πρώτο πράγμα ανήσυχος, με το ζόρι να ανασαίνω εφόσον ο αδύναμος πνεύμονας μου με το ζόρι αντέχει τους καπνούς, είναι που είναι ήδη σκατά.
«Κύριε Henderson, βοήθεια», κλαίει και πέφτει στα γόνατα του, εγώ να τον κρατάω γερά να μην χτυπήσει χειρότερα. «Είπε ότι εσείς φταίτε, αλλά το ξέρω ότι δεν είναι αλήθεια».
«Τι έγινε;» αναρωτιέμαι, το κεφάλι μου να βουίζει πλέον από τον πόνο, εφόσον ακόμη δεν έχω συνέλθει ο ίδιος.
Ο μάνατζερ Lee συνεχίζει να κλαίει και να βήχει μανιωδώς. Σηκώνω το κεφάλι και παρατηρώ ότι όλοι με κοιτάνε. Δεν αισθάνομαι τόσο ευπρόσδεκτος. Μια απογοήτευση και αηδία επικρατεί στο μέρος. Το στομάχι μου με πονάει τόσο που ασυνείδητα μαζεύομαι. Τα βλέμματα τους είναι επικριτικά και τα αισθάνομαι να διαπερνούν το σώμα μου. Μουρμουρητά, πολλά μουρμουρητά, τόσα που με πεθαίνει το κεφάλι μου.
«Πήγαινε στο νοσοκομείο και θα τα πούμε αργότερα. Σταμάτα, σε παρακαλώ, να κλαις για να μην κουράζεις άλλο το σώμα σου», λέω στον μάνατζερ και ακουμπώ τις παλάμες μου στο βρώμικο πρόσωπο του, να του καθαρίζω τα δάκρυα με ένα απλό χαμόγελο στα χείλη μου. «Χαίρομαι που είσαι ζωντανός».
«Κύριε Henderson», με σταματά από το να σηκωθώ όρθιος ο μάνατζερ, «προσέξτε, σας παρακαλώ». Γραπώνει τα χέρια μου και με τραβά κοντά στο πρόσωπο του, όλο του το σώμα να τρέμει. «Η κυρία Hayami δεν ήταν μαζί μας το βράδυ. Είπε θα έρθει σε επαφή μαζί σας».
Κουνάω το κεφάλι καταφατικά, η ευγνωμοσύνη στο πρόσωπο μου. Τον αγκαλιάζω με βουρκωμένα μάτια, εφόσον πονάω να τον βλέπω σε αυτή την κατάσταση. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι πληγώθηκαν εξαιτίας μου. Αποτραβιέμαι από τον μάνατζερ και ισιώνω το σώμα μου, κάνοντας νόημα στους νοσοκόμους να τον πάρουν. Εκείνοι το κάνουν αμήχανα και σαν να θέλουν να φύγουν από κοντά μου όσο πιο γρήγορα γίνεται.
«Κύριε Henderson, τι έχετε να πείτε για-»
«Κύριε Henderson, από πότε το κρύβετε-»
«Κύριε Henderson-»
«Κύριε Henderson-»
Οι δημοσιογράφοι έχουν παλαβωθεί τελείως. Γυρνάω να τους δω και με το ζόρι τους κρατάνε πίσω οι αστυνόμοι. Με τραβάνε βίντεο, μου τείνουν τα μικρόφωνα και με κάνουν φωτογραφίες σαν να με βλέπουν πρώτη φορά. Τους γυρνάω την πλάτη και με τους καρπούς των χεριών μου τρίβω τα μάτια μου. Πονάω παντού. Κάνω πιο πέρα με την ελπίδα ότι θα μπορέσω να αναπνεύσω και με το χέρι στον θώρακα ξεκινώ τις ασκήσεις ηρεμίας μου. Το μυαλό μου δεν είναι καθαρό. Κλείνω τα μάτια και αγνοώ τους δημοσιογράφους που με καλούν.
Τουλάχιστον η Hayami είναι καλά.
«Εσύ», λέω σε έναν αστυνομικό που στέκεται στην ταινία, αμέσως να γυρνά να με δει. «Δώσε μου το τηλέφωνο σου».
Με πλησιάζει κάπως αμήχανος. Με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω σαν να με υποψιάζεται, εγώ να ισιώνω το σώμα και να τον βλέπω με σουφρωμένα φρύδια. Η υπομονή μου είναι εξαντλημένη. Δεν έχω ιδέα τι γίνεται και γιατί όλοι με κοιτάνε έτσι. Γλύφει τα ξερά του χείλη και μου τείνει το τηλέφωνο του αφότου το ξεκλειδώσει. Το αρπάζω νευριασμένος και γράφω τον αριθμό του Jake, τον οποίο θέλω, δεν θέλω πρέπει να θυμάμαι, εφόσον ελέγχει όλους τους φρουρούς μου. Φέρνω το τηλέφωνο στο αυτί μου και ρίχνω φευγαλέα τα μάτια στον αστυνόμο που δεν λέει να σταματήσει να με βλέπει με αυτή την αηδία στα μάτια του.
«Για να με καλεί-»
«Άκου εδώ, μαλακισμένε», γρυλίζω νευριασμένος, με το ζόρι να αναπνέω εξαιτίας του πνεύμονα. «Βρέθηκα μαζί της στο νεκροταφείο χθες βράδυ. Έχει κάνει πλαστικές να μοιάζει με την Nina. Επιτέθηκε στην Hayami στο Asian Trip για να με εκδικηθεί. Το θράσος της», ξεφυσάω και χαϊδεύω το μέτωπο μου. «Έσπασε το τηλέφωνο μου και έκοψε το καλώδιο στο τάμπλετ του αυτοκινήτου. Δεν είναι εύκολη να την βρεις, αλλά-»
«Alex, βγάλε μια τον σκασμό», με διακόπτει ξαφνικά και είναι τόσο σοβαρός που με κάνει να σουφρώσω τα φρύδια, να το καταλαβαίνω από την φωνή του ότι κάτι δεν πάει καλά. «Ξέρεις τι έκανες χθες το βράδυ; Προσπαθώ να βρω τρόπο να σε σώσω, αλλά δεν ξέρω αν γίνεται πλέον».
«Χθες το βράδυ;» αναρωτιέμαι και όταν συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά τα βλέμματα πάνω μου υπάρχουν για κάποιον λόγο, σφίγγω το τηλέφωνο νευριασμένος.
«Ψάξε το όνομα σου στο διαδίκτυο και θα καταλάβεις».
Μου το κλείνει έτσι απλά. Ανοίγω τα δεδομένα στο τηλέφωνο του αστυνομικού και με το που πληκτρολογώ «Ale» στο Google, τα προτεινόμενα με αφήνουν χλωμό να τα κοιτάω. Φόνος, δολοφόνος, αρχίδι... Ολοκληρώνω το όνομα μου και βλέπω τα άρθρα που δεν έχουν κάτι ώρες που έχουν ανέβει. Κάτι λένε για ένα story που ανέβασα στο Instagram, όμως δεν θυμάμαι να έκανα κάτι τέτοιο. Πατάω το πρώτο άρθρο και η έκπληξη είναι τεράστια.
«Ανέβασα story αναφέροντας ότι ήμουν σε κρυφή σχέση με την Hayami και ότι αυτή η καριόλα άξιζε να καεί ζωντανή; Τι στο-» διαβάζω σοκαρισμένος, να αισθάνομαι το χρώμα να φεύγει από το πρόσωπο μου. «Επίσης ανέφερα ότι δεν είναι η πρώτη φορά που αυτές οι πουτάνες πεθαίνουν, εφόσον η καριόλα αδελφή μου είχε την ίδια μοίρα...;»
Δεν νιώθω την Γη κάτω από τα πόδια μου. Πότε ανέβασα τέτοια χυδαία πράγματα; Θα προτιμούσα να με πυροβολήσουν στο κεφάλι από το να αποκαλέσω την Nina καριόλα ή πουτάνα. Σφίγγω το τηλέφωνο και αρχίζω να τρέμω από τα νεύρα. Δεν μπορώ να την πιστέψω. Δεν της φτάνει που με γαμάει κάθε μέρα με το να προσπαθεί να με σκοτώσει, να με κάνει να μην εμπιστεύομαι ούτε το βήμα μου, τώρα αυτό; Γι' αυτό έσπασε το τηλέφωνο και με ξέκοψε από τα πάντα, για να μου έρθει από εκεί που δεν το περιμένω.
Τα μάτια μου βουρκώνουν. Ακούω τους δημοσιογράφους που τρελαίνονται για έστω μια αντίδραση μου. Δεν περίμενα να ήταν αυτό το επόμενο βήμα της. Πόσο καιρό περίμενε την στιγμή να μου το κάνει αυτό; Καλώ πάλι τον Jake και καθαρίζω τα δάκρυα που μου ξεφεύγουν. Δεν απαντά. Εννοείται πως με παράτησε. Αναμενόμενο όταν αυτό που έγινε σίγουρα κατέστρεψε την φήμη της μαμάς μου. Θα έκανε τα πάντα για εκείνην. Ο μόνος λόγος που με προστάτευε ήταν επειδή του το είχε ζητήσει εκείνη.
«ΓΑΜΩΤΟ, JAKE!» φωνάζω και βαράω το τηλέφωνο στον θώρακα του αστυνόμου.
Είμαι σαν μια ανεξέλεγκτη φωτιά αυτή την στιγμή. Το μίσος μέσα μου είναι τόσο μεγάλο που δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο. Όχι μόνο έκανε δημόσιο το γεγονός ότι η Nina είναι η νεκρή αδελφή μου, μου κατέστρεψε την εικόνα σαν άνθρωπος. Η μητέρα μου θα έχει την μεγαλύτερη ζημιά αυτή την στιγμή και η καημένη θα έχει σοκαριστεί από χθες που αποφάσισα να ξεθάψω την Nina. Όλα πάνε στραβά, γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο.
«Κύριε Henderson», ακούω κάποιον να με καλεί και γυρνάω, κοιτώντας τον αστυνόμο που βάζει το τηλέφωνο στην τσέπη του. «Σας θαύμαζα τόσο πολύ και λυπάμαι τον εαυτό μου που το επέτρεψα. Δεν είστε τίποτα άλλο παρά ένας αυτάρεσκος πλούσιος».
Μου χαρίζει ένα ζορισμένο χαμόγελο, στην φωνή του να ακούω την καθαρή απογοήτευση. Κατεβάζει το καπέλο και επιστρέφει πίσω στην θέση του, τα δάκρυα να γλιστρούν από μόνα τους στα μάγουλα μου. Τρέμω ολόκληρος. Το καταλαβαίνω ότι περνάω κρίση πανικού, γι' αυτό προσπαθώ να πάρω βαθιές ανάσες, αλλά με πεθαίνει ο πνεύμονας. Δεν είμαι καθόλου καλά και έχω μείνει μόνος. Κοιτάω δεξιά-αριστερά με την ελπίδα ότι κάποιος φρουρός θα έρθει να με πάει σπίτι, αλλά είμαι σίγουρος ότι τους έχει αποσύρει ο Jake όλους. Δεν θα τον νοιάζει και να πεθάνω.
«Γιατί, Alex;» ακούω την φωνή της Nina στο μυαλό μου και φέρνω τα χέρια στα αυτιά μου. «Γιατί με σκότωσες, Alex; Εσύ φταις. Εσύ».
Πάνε τόσα χρόνια από τότε που την άκουσα να με κατηγορεί. Την θυμάμαι που με κυνήγαγε παντού ματωμένη. Με τα χέρια μου να τρέμουν και τα δάκρυα να τρέχουν ανεξέλεγκτα, γυρνάω το κεφάλι αργά πίσω μου. Την βλέπω να με κοιτάει, το βλέμμα της νεκρό, βουτηγμένη στο αίμα της. Η καρδιά μου χτυπά γρήγορα, το στομάχι μου να δένεται κόμπος και να πέφτει στα πόδια μου. Δίπλα της είναι η Hayami, λερωμένη με αίμα στο πρόσωπο της. Πάλι βλέπω πράγματα; Όχι, όχι, όχι, σταμάτησα να έχω παραισθήσεις χρόνια τώρα. Είμαι καλά πλέον.
«Γιατί... είσαι εδώ;» μουρμουρίζω σοκαρισμένος και κατεβάζω τα χέρια αργά από το κεφάλι μου.
«Γιατί μας σκότωσες, Alex;» λένε ταυτόχρονα.
Γυρνάω το κεφάλι απότομα μπροστά, τα μάτια μου ορθάνοιχτα. Το μυαλό μου παίζει μαζί μου, δεν εξηγείται αλλιώς. Δεν είναι αλήθεια. Δεν σκότωσα κανέναν... έτσι; Με τα χίλια ζόρια μαζεύω το κουράγιο να επιστρέψω στο αυτοκίνητο μου. Οι δημοσιογράφοι τα μαζεύουν να τρέξουν προς το μέρος μου, αλλά ξεπαρκάρω όσο πιο γρήγορα μπορώ για να τους αποφύγω. Όλο μου το σώμα πονάει και τρέμει, το μυαλό μου να μην είναι καθόλου καθαρό.
«Τι θες από εμένα; ΤΙ;» φωνάζω ενώ ξεσπάω σε κλάματα και βαράω το τιμόνι μου μανιωδώς, αγνοώντας το πόσο μου πονάει το χέρι. «Θα σε σκοτώσω. Σ' το ορκίζομαι, θα σε σκοτώσω! ΜΕ ΑΚΟΥΣ;!»
Οδηγώ σαν τρελός στους δρόμους, η καρδιά μου να χτυπά γρήγορα. Οι κόρνες και τα βρισίδια πέφτουν βροχή για όσο περνάω με κόκκινο ή κοντεύω να πατήσω πεζούς, έτσι χάλια που πάω το αυτοκίνητο. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ με τίποτα μπροστά μου. Αισθάνομαι την Nina να με κυνηγάει παντού, το επικριτικό της βλέμμα να με σκοτώνει. Κοιτάω μόνο μπροστά μου μέχρι που φτάνω στο σπίτι. Παρκάρω απ' έξω δίχως να νοιαστώ αν είναι εντάξει ή όχι.
Βγαίνω έξω και σέρνω τα πόδια μου μέχρι την πόρτα, κλειδώνοντας το αυτοκίνητο μου. Δεν μπορώ να δω μπροστά μου από τα δάκρυα, ο πνεύμονας να με πεθαίνει. Νιώθω σκατά, το σώμα μου σαν κουρέλι να φτάνει μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου. Με βρώμικα χέρια, τα οποία τρέμουν, ξεκλειδώνω και μπαίνω μέσα. Κλείνω πίσω μου και η ησυχία με ανατριχιάζει. Ακουμπώ την πλάτη πίσω στην κλειστή πόρτα, όταν συνειδητοποιώ ότι δεν με περιμένει κανείς εδώ.
«A-Angel;» μουρμουρίζω ανήσυχος και μπαίνω με τα λερωμένα παπούτσια μέσα στο σπίτι. «Angel μου;»
Σταματάω κοντά στον καναπέ. Τα μάτια μου είναι ορθάνοιχτα. Σηκώνω τα χέρια μου που τρέμουν και βλέπω αίμα σε εκείνα. Όχι πάλι. Κοντεύω να πέσω κάτω, γι' αυτό στηρίζομαι στην πλάτη του καναπέ, με το άλλο χέρι να ακουμπώ το μέτωπο μου. Γιατί τα βλέπω αυτά; Νόμιζα ότι σταμάτησα χρόνια πριν. Όχι πάλι. Δεν θα το αντέξω να ζω πάλι τους εφιάλτες μου. Γραπώνω το φούτερ μου και ξεκινώ να βήχω, ο πόνος στον πνεύμονα να γίνεται ανυπόφορος.
«Alex;» ακούω την τσαντισμένη φωνή της Angel και σηκώνω αμέσως το κεφάλι να την δω που κατεβαίνει τα σκαλιά. «Που στο καλό ήσουν από χθες το πρωί;! Ηλίθιε, πανίβλακα! Ξέρεις τι έκανες;!»
«Μην-Μην φωνάζεις», μουρμουρίζω, σχεδόν την παρακαλάω, μια σπίθα ελπίδας να γεννιέται μέσα μου που την βλέπω να είναι εδώ και να μην έχει φύγει.
«Τι χάλια είναι αυτά;» συνεχίζει την ανάκριση ενοχλημένη ενώ ισιώνω το σώμα μου για να την δω καλύτερα. «Τι στο-Τι είναι αυτό στον λαιμό σου;» φωνάζει και μου τραβάει τον γιακά. «Βρωμοκοπάς αλκοόλ! Δεν ντρέπεσαι;!» η φωνή της τρυπάει τα αυτιά μου, εγώ ανήμπορος να εξηγηθώ από το σοκ. «Ώστε όντως πήγες με άλλη χθες. Ωραίος είσαι. Δεν σου κάνω ξανά, Alex; Μήπως δεν σου έκανα-»
Κόβει την πρόταση της την στιγμή που πέφτω στα γόνατα μου. Είμαι απελπισμένος. Είμαι μόνος. Δεν ξέρω τι γίνεται. Αισθάνομαι ότι ξύπνησα σε άλλον πλανήτη. Όλοι με μισούν και με κατακρίνουν. Κανείς δεν με πιστεύει ότι δεν έχω ιδέα. Ακουμπώ τις παλάμες στο πάτωμα και βλέπω τα δάκρυα μου που πέφτουν σε εκείνο. Τρέμω ολόκληρος. Φοβάμαι τόσο πολύ να μείνω μόνος αυτή την στιγμή. Ακουμπώ το μέτωπο στα πόδια της Angel και με ορθάνοιχτα μάτια γραπώνω το αριστερό μου χέρι στο παντελόνι της.
«Σε παρακαλώ, πίστεψε με, Angel», λέω με τρέμουλο στην φωνή μου. «Δεν ξέρω τίποτα», σηκώνω το κεφάλι να την δω ξεσπώντας σε κλάματα. «Σε παρακαλώ, μην με αφήσεις μόνο».
Εκεί που δεν το περιμένω, πέφτει στα γόνατα της και με φέρνει στην αγκαλιά της. Με κρατάει τόσο σφιχτά, που εκείνο το ζεστό συναίσθημα γεννιέται πάλι στην καρδιά μου. Το χρώμα στον κόσμο γύρω μου επιστρέφει και επιτέλους έχω μια ελπίδα. Ανταποδίδω την αγκαλιά της και πλέον κλαίω από την χαρά μου. Ήμουν σίγουρος ότι θα με παράταγε όπως όλες τις άλλες φορές, όμως έμεινε. Αν χρειαστεί, όλη μου την ζωή θα προσπαθώ να την πείσω ότι αλήθεια δεν ξέρω τι συνέβη, αρκεί να μείνει εδώ, μαζί μου.
«Συγγνώμη, Alex. Συγγνώμη, δεν θα σε αφήσω».
«Φοβάμαι, Angel... Φο... βά... μαι».
Αρχίζω να χάνω τις αισθήσεις μου. Αρκετά άντεξα... ο πνεύμονας μου... τα παρατάει...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top