Που πάω;

Ταλαιπωρημένη, παγωμένη και με αρκετό πονοκέφαλο έφτασε έξω από ένα μικρό εστιατόριο. Φαινόταν έρημο και σκέφτηκε πως θα ήταν το τέλειο μέρος για να μάθει όσα χρειάζεται.
Άνοιξε την πόρτα και ο χαρακτηριστικός ήχος από το κουδουνάκι έκανε την γριά γυναίκα που ήταν πίσω από το πάγκο να γυρίσει. Το βλέμμα της έπεσε αμέσως στα ρούχα της . Όπως ακριβώς και ο άντρας λίγες ώρες πριν έτσι κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της.
«Τσάμπα φαγητό δεν δίνουμε!!» Δηλωσε επικριτικα  και γύρισε την πλάτη της .
«Μια ερώτηση θέλω να κάνω!»
«Ούτε λεφτά για ναρκωτικά δίνουμε!!» Η ηλικιωμενη γυναίκα συνεχιζε στο ίδιο ακριβώς μοτιβο.
«Τι έχετε πάθει όλοι; Μια γαμημένη ανθρώπινη ερώτηση θέλω να κάνω!!» Η γριά γύρισε και την κοίταξε
«Ωραία λοιπόν, καν την και φύγε σε παρακαλώ!» Είπε σοβαρο υφος
«Πόση ώρα απέχει το Μπρούκλιν από εδώ;» Η γριά γέλασε… «Σκοπεύεις να πας με τα πόδια;» Η κοροϊδία στον τόνο της φωνής της την εξόργισε
«Να μην σε ενδιαφέρει... Μπορείς να απαντήσεις;»
«1 ώρα οδικώς!»Με υψωμένο το φρύδι έδωσε την απάντηση της και εκείνη σαστισε . Δεν θα τα κατάφερνε με τα πόδια αυτό ήταν το μόνο σίγουρο .. Απογοητευμένη έπιασε το χερούλι της πόρτας και πήγε να φύγει
«Εεε περίμενε!!» Άκουσε μια ανδρική φωνή και γύρισε. Ένας άντρας γύρω στα 40 στεκόταν στα δεξια .
«Εκεί πηγαίνω... Θέλεις να σε πάω;»Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Έμοιαζε έντιμος άνθρωπος αλλά στην κατάσταση της δεν ήξερε ποιον να εμπιστευθεί.
«Όχι ευχαριστώ...» Είπε σιγάνα και βγήκε έξω αλλά εκείνος την ακολούθησε
«Κορίτσι μου θα παγωσεις, εκτός αυτού σε διαβεβαιώνω πως είμαι οικογενειάρχης. Έχω μια κόρη 19 ετών. Εκεί πάω. Θα ήθελα αν η κόρη μου ήταν ποτέ στη θέση σου κάποιος να την βοηθήσει...» Είπε κι εκείνη δάκρυσε.
«Πώς σε λένε;» Την ρώτησε και το δάκρυ κύλησε…
«Δεν έχει σημασία... Ευχαριστώ αλλά προτιμώ να πάω μόνη »
«Μη φοβάσαι... Να βοηθήσω θέλω μόνο! Να κοίτα!!» Είπε και έβγαλε το πορτοφόλι του . Της έδειξε την φωτογραφία με την οικογένεια του και έπειτα το έβαλε στη θέση του .
«Θέλεις να σε πάω;»Ρώτησε ξανά
«Δεν ξέρω που ακριβώς πάω...» Είπε και ο άντρας σαστισε .
«Τι εννοείς κορίτσι μου ; Μήπως να πάμε στο τμήμα; Μήπως πήρες τίποτα και δεν θυμάσαι;»
«Όχι... Δεν θέλω να πάω στο τμήμα. Απλά ήπια αρκετά.. Θα έρθω μαζί σου αλλά θα με αφήσεις μόλις φτάσουμε στο Μπρούκλιν. Από εκεί και πέρα θα πάω μόνη μου σπίτι μου ...»
«Όπως αγαπάς... Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση. Μισό λεπτό να πληρώσω και έρχομαι » Ο άντρας μπήκε στο μαγαζί κι εκείνη αναστέναξε.
«Κι αν είναι δολοφόνος; Ψυχακιας ; Θεέ μου που έχω μπλέξει; Θα πάω στην αστυνομία... Τι θα μου κάνουν και φοβάμαι δηλαδή;» Άρχισε να μιλάει μόνη της . Κάθε φορά όμως που σκεφτόταν την λέξη αστυνομία ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό…
«Έτοιμη; Έλα, από δω είναι το αμάξι...»
Τον ακολούθησε και έφτασαν μπροστά από ένα κλασικό καφέ οικογενειακό αυτοκίνητο.
Της άνοιξε την πόρτα κι εκείνη έκατσε διστακτικά.
«Θα ανάψω και τη ζέστη. Απορώ βρε κορίτσι μου , δεν έχεις ούτε ένα τηλέφωνο μαζί; Κάτι για να ειδοποιήσουμε τους δικούς σου ;»
«Όχι... Με λήστεψαν » Είπε και έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της για την έξυπνη απάντηση.
«Τώρα εξηγείτε η ενδυμασία... Δεν πειράζει. Θα σε πάω μέχρι όπου θέλεις και πας μόνη σου στην αστυνομία αργότερα...» Είπε και έβαλε μπρος.
Δεν απάντησε... Γύρισε το κεφάλι της προς το παράθυρο και προσπάθησε να θυμηθεί... Κάθε φορά όμως που ζοριζε το μυαλό της , πονούσε. Όσο η θερμοκρασία στο αυτοκίνητο αυξανόταν άρχισε να νιώθει ήρεμα. Ο άντρας δεν ξαναμιλησε, της έριξε μια κλεφτη μάτια και κατάλαβε πως ήταν έτοιμη να κοιμηθεί.

*********

Την σκούντηξε ελαφρά κι εκείνη άνοιξε τα μάτια της .
«Συγνώμη αλλά φτάσαμε » Είπε και της έδειξε έξω από το παράθυρο «Είμαστε στα νότια προάστια. Θέλεις να σε αφήσω κάπου συγκεκριμένα;» Ρώτησε κι εκείνη έτριψε τα μάτια της . Κάτι στο μέρος της έμοιαζε γνωστό αλλά και πάλι αποφάσισε να εστιάσει στην ανεύρεση της Διεύθυνσης πριν τρελαθεί.
«Εδώ είναι καλά...» Είπε
«Είσαι σίγουρη κορίτσι μου ;»
«Ναι , ευχαριστώ πολύ. Τελικά υπάρχει Θεός...» είπε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο άντρας σκέφτηκε να περιμενει για να δει που θα παει άλλα δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση. Της ευχηθηκε καλη τύχη , έβαλε μπρος και έφυγε.
«Ωραία... Και τώρα;» Είχε ξημερώσει και ο κόσμος ήταν αρκετός στο δρόμο. Δεν έλειπαν φυσικά τα αδιάκριτα βλέμματα. Ποιος κυκλοφορεί έτσι πρωί πρωί άλλωστε;

Αγνόησε κάθε περίεργο που την κοιτούσε και έβγαλε το σημείωμα.
Λονγκ Μπιτς Μπρούκλιν
46° 24’ 51 Β
-65° 0’ 21 Δ
Έβαλε το μυαλό της να δουλέψει... Έπρεπε να  βρει επείγοντος μια κινητή συσκευή για να ψάξει τις συντεταγμένες. Κοίταξε γύρω της αλλά δεν υπήρχε κανένα μαγαζί με ηλεκτρονικά.
Τα τακούνια άρχισαν να την πονάνε ενώ το εσωτερικό από τις γόβες εγδερνε απαλά τα γυμνά της πόδια. Ήταν εξουθενωμένη. Δεν σταμάτησε όμως. Συνέχισε να προχωράει ώσπου είδε ένα παιδί με ένα κινητό στα χέρια. Διστακτικά το πλησίασε κι εκείνο τρόμαξε
«Μη φοβάσαι. Θέλω απλά να ρωτήσω κάτι!»Είπε χαμηλά
«Τρόμαξα, σιγά δεν τρέχει και τίποτα... τι θέλεις να ρωτήσεις;»
«Μπορούμε να βάλουμε στο χάρτη κάποιες συντεταγμένες; Χάθηκα και δεν ξέρω που είμαι ...» Ο μικρός γέλασε.
«Αυτό είναι όλο; Για πες !» Είπε και μπήκε στην εφαρμογή. Εκείνη του έδωσε τα απαραίτητα στοιχεία και σε λιγότερο από 1 λεπτό το παιδί βρήκε την διεύθυνση
«Είσαι σχετικά κοντά. Το μέρος που ψάχνεις βρίσκεται παραλιακά. Πρέπει να είσαι πλούσια γιατί εκεί έχει μόνο βίλες ...» Σχολίασε το παιδάκι κι εκείνη σοκαρίστηκε
«Βίλες είπες;»
«Ναι βίλες! Τα σπίτια και οι δρόμοι που οδηγούν εκεί είναι ιδιωτικά. Δεν είναι πολλά. Αλλά όσοι ζουν σε εκεινο το μέρος σίγουρα το φυσάνε... Αν πάρεις το λεωφορείο θα σε αφήσει κοντά. Έχει μια στάση στη δημόσια παραλία και έπειτα έχεις δέκα λεπτά περπάτημα»
«Ωραία... Χωρίς λεωφορείο;» Ρώτησε και το παιδάκι σήκωσε το φρύδι του
«Δεν έχεις λεφτά; Τι ρωτάω... Κάτσε θα σου δώσω εγώ....»
«Δεν είναι ανάγκη!!»
«Σιγά, 1 δολάριο είναι πως κανείς έτσι; Έλα πάρε! Και να θυμάσαι πως με βάση τα στοιχεία νομίζω ψάχνεις το πιο απομακρυσμένο σπίτι από όλα. Είναι τέρμα πίσω σε σχέση με τα άλλα...»
Πήρε τα χρήματα που της έδωσε και κράτησε την πληροφορία στο μυαλό της.
«Η στάση είναι απέναντι!» Της είπε και έφυγε χαμογελαστός.
«Ευχαριστώ.... Υποθέτω » Είπε καθώς το παιδάκι είχε ήδη απομακρυνθεί…

*********

Εξαντλημένη, ξυπόλητη και σωματικά ανίκανη να περπατήσει άλλο σταμάτησε μπροστά από τον ιδιωτικό δρόμο που οδηγούσε στο τελευταίο σπίτι. Όλα τα υπόλοιπα έμοιαζαν απλησιαστα και ακατοίκητα συνάμα. Σαν φαντάσματα.... Ο δρόμος που οδηγούσε στο τελευταίο δεν είχε καν άσφαλτο. Η πυκνή και άχαρη βλάστηση γύρω από το χωματόδρομο την τρόμαξε
«Μην κάνεις τώρα πίσω... » Είπε στον εαυτό της και ξεκίνησε να περπατάει προς το τελευταίο προορισμό. Τρία λεπτά αργότερα βρισκόταν έξω από μια τεράστια έπαυλη. Έξω υπήρχαν μεγάλα, ψηλά μαύρα κάγκελα. Ήταν αδύνατο να μπει μέσα . Έριξε το βλέμμα της μήπως εντοπίσει κάποιο κουδούνι και είδε ένα μαύρο κουμπί στον τοίχο της σιδερένιας πόρτας.
Σήκωσε το αδύναμο χέρι της και το πάτησε. Τίποτα.... Το πάτησε ξανά και ξανά ώσπου ξαφνικά η πύλη άνοιξε. Περπάτησε αργά προς τα μέσα. Γύρω από τα κάγκελα υπήρχαν θάμνοι. Το σπίτι όσο πλησίαζε, της φαινόταν τρομακτικό. Πανικοβληθηκε. Ήθελε να κάνει μεταβολή και να φύγει όμως δεν το έκανε. Εφτασε στην μεγάλη σκάλα που οδηγουσε στην πόρτα. Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν όταν  ανέβηκε το πρώτο σκαλί αλλά δεν σταμάτησε.

«Δεν αντέχω άλλο » Μουρμούρησε και ξάφνου η πόρτα άνοιξε…
Μπροστά της εμφανίστηκαν τρεις άντρες. Ο ένας πιο γεροδεμένος από τον άλλο. Το παρουσιαστικό τους της έφερε τρόμο. Έκανε αμέσως ένα βήμα πίσω και παραπατησε .…

Σκοτάδι.... Τα βλέφαρα της έκλεισαν και ο πόνος απλώθηκε σε όλο της το σώμα

Σας φιλώ....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top