Παραλία
Ξυπνησε καταιδρωμενη. Μηχανικα άναψε το φως στο λαμπατερ και ανακαθισε στο κρεβατι. Ο άγνωστος άνδρας που εισέβαλλε στα ονειρα της την ισοπεδωνε. Το δωμάτιο είχε μια πιο κρυα και δροσερη ατμοσφαίρα πράγμα πριεργο αφου η θερμανση στο σπίτι ήταν εξαιρετικη.
«Θεουλη μου, νομίζω πως ζω ξανά και ξανά τον ίδιο εφιαλτη μουρμουρησε και έπιασε το στήθος της που αναιβοκατεβαινε μανιασμενα.
«Ηρεμησε, δεν ήταν τίποτα. Μια κριση ήταν και σίγουρα ο Λάντον σε φροντισε» Είπε στον εαυτό της και κατέβασε τα πόδια από το κρεβάτι. Προσεξε πως τα γυαλιά ήταν μαζεμενα και δεν υπήρχε τίποτα κάτω που να θυμιζει όλα όσα έγιναν λίγες ώρες πριν.
«Παραλογιζεσαι, κάποιος θα τα μαζεψε. Είναι ήδη νύχτα έξω. Παει και η προπονηση πάνε και όλα! Τι παθαινει αυτό το χαζοκεφαλο πια;» Μονολόγησε και ένιωσε ένα κρυο ρεύμα αέρα. Γύρισε απότομα προς το παράθυρο. Ήταν ανοιχτο.
«Τι διάολο;» Είπε δυνατά και ελαφρως τρομαγμενη πλησίασε. Έβγαλε το κεφάλι της και κοίταξε διστακτικα έξω. Τίποτα. Ο αέρας που φυσουσε ,εφερνε λιγη από την αλμυρα της θαλλασας στα χείλη της. Έβαλε γρήγορα το κεφάλι της μέσα και κατέβασε το παράθυρο. Το σφαλισε και έκλεισε γρήγορα τις μεγαλες κουρτινες.
«Κατι δεν παει καλά με μένα, αυτό είναι το μόνο σίγουρο...» Ψελλισε σιγανά. Άρπαξε από την καρέκλα την μεγάλη φαρδια φουτερ και την φορεσε. Ξάφνου σταμάτησε. Έκλεισε τα χέρια της γύρω από το κορμί της και γουρλωσε τα μάτια. Συνειδητοποίησε πως πρώτη φορά έβλεπε την φούτερ. Δεν υπήρχε σίγουρα μέσα στην ντουλάπα αυτές τις μέρες. Πάραυτα όμως είχε μια περίεργη μυρωδιά. Ένα ιδιαίτερο άρωμα συνδυασμένο με καπνό από τσιγάρο. Περπάτησε γρήγορα ως την πόρτα και βγήκε έξω. Πήγε στο δωμάτιο του Λιαμ και άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει.
«Τρελαθηκες Καταλινα ;» Αποκρίθηκε έντρομος ο Λιαμ και πετάχτηκε όρθιος.
«Δική σου είναι η μπλούζα που φοράω;» Εκείνος έτριψε τα μάτια του και την κοίταξε. «Λέγε Λιαμ! Μόνο εσύ καπνίζεις εδώ μέσα!»
Εξυσε μηχανικά το κεφάλι του και σηκώθηκε.
«Δική μου είναι. Θα την ξέχασα πριν που ήρθαμε στο δωμάτιο! Ηρέμησε λίγο γυναίκα, θα πάθω καρδιά αν μπεις ξανά με αυτό το τρόπο στο δωμάτιο μου !» Η Καταλινα κατακόκκινη δεν απάντησε. «Μην μου πεις πως έγινες σαν το πατζαρι επειδή με βλέπεις με το μποξερακι ;» Ρώτησε και πήρε την πεταμένη του μπλούζα από το πάτωμα. Την φόρεσε και πήγε κοντά της.
«Φυσικά και όχι Λιαμ !» Η Καταλινα έκανε να φύγει και εκείνος την έπιασε από το μπράτσο
«Όχι Τόσο εύκολα, τώρα που με ξύπνησες, δύσκολα θα κοιμηθώ ξανά. Πήγαινε φόρα τα παπούτσια σου , θα βγούμε στο κήπο»
«Είσαι με τα καλά σου ; Δεν είδες τον καιρό;»
«Τον είδα αλλά θα πάμε πίσω, στο σπιτάκι. Σου χρωστάω μια προπόνηση εξάλλου. Αν φυσικά αισθάνεσαι έτοιμη...» Ενώ συνήθως έβγαζε μια περίεργη παιδικότητα, η έκφραση του προσώπου του έσταζε πονηραδα. Η Καταλινα ένιωσε αμήχανα.
«Είμαι μια χαρά, αν δεν έχουν πρόβλημα οι άλλοι....»
«Τι πρόβλημα να έχουν δηλαδή; Εκτός αυτού μπορεί να είναι το μικρό μας μυστικό. Πήγαινε βάλε τα παπούτσια σου Καταλινα !»
«Εντάξει....» Απάντησε νωχελικά και πήγε στο δωμάτιο της. Ο Λιαμ κοίταξε έξω από το παράθυρο του. Έξω ήταν αρκετά σκοτεινά. Γελάσε και φόρεσε το παντελόνι του. Πήρε μαζί τα τσιγάρα και βγήκε στο διάδρομο. Την είδε να κλείνει την πόρτα και χαμογέλασε
«Έτοιμη;»
«Δεν έχεις σκοπό να με δολοφονησεις έτσι;»Ρώτησε χαριτολογώντας
«Ποτέ δεν θα εκμεταλλευόμουν μια ανήμπορη ψυχικά γυναίκα...Μόλις βρεις την μνήμη σου και μόλις βρούμε ποια είσαι μπορώ να σε σκοτώσω και να το απολαύσω, αν φυσικά είσαι εχθρός...» Απάντησε όλο νόημα κι εκείνη ξεροκαταπιε. Πήγε κοντά και πιάνοντας την από το χέρι την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Έλα δω ρε χαζή. ποτέ δεν θα σε σκοτώσω...Πάμε;»
«Άντε πάμε...» Του είπε και βγήκαν προς τα έξω
Το γρασιδι ήταν αρκετά υγρό και η ατμοσφαίρα μυριζε θαλασσα. Η Καταλίνα σταμάτησε πριν μπουν στο δωμάτιο προπονησης. Ένιωθε την ελευθερια και δεν ήθελε να την αποχωριστει ακόμα. Κάνεις δεν την ένιωθε πραγματικά. Δεν είχε γνώση για τίποτα . Δεν είχε επιλογές και το κυριοτερο ; Οι φωνές μέσα στο κεφάλι της δεν ελεγαν να καταλαγιασουν.
«Τι επαθες;» Ρώτησε απορημενος ο Λίαμ
«Μπορουμε να πάμε στη θαλασσα;» Γελασε και έπιασε το χέρι της
«Ισως το βαλουμε κι αυτό στη λιστα με τα μυστικα μας...» Είπε και την οδηγησε πίσω από το κτηριο. Η μικρή ξυλινη πόρτα που φανερωθηκε μπροστά στα μάτια της όταν ο Λίαμ έκανε στην ακρη τα κλαδια , σχηματισε στα χείλη της τον ενθουσιασμο.
«Εχετε ιδιωτικη παραλια;»
«Ναι Καταλίνα, τι περιμένεις λοιπόν; Αν τρεχα!» Στην προτροπη του , χωθηκε μέσα από την πόρτα και πέρασε στην άλλη πλευρά
«Απιστευτο!» Αναφωνησε και έκανε μια στροφη κοιταζωντας την ερημη παραλια.
«Μοιαζει με παραδεισο...»
«Δεν θα το έλεγα, σχεδόν κανεις μας δεν ερχεται εδώ... Όχι πλέον» ο τονος της φωνής του προδιδε την λυπη του και η Καταλίνα πήγε κοντά του
«Πλεον; Τι εννοείς;»
«Ειναι κάτι που δεν θέλω να συζητησω.. Λοιπόν; Τσιγαρακι στην αμμουδια;»
«Δεν θα σε πιεσω. Όσο για το τσιγάρο μην ρωτας τα αυτονοητα! Αν δεν είχε κρυο θα εμπαινα και στη θαλασσα...»
Περπατησαν αμίλητοι μέχρι την ακροθαλασσια και καθισαν κάτω. Ο Λίαμ της άναψε ένα τσιγάρο και της το έδωσε.
«Κοιταξε την, είναι πανεμορφη...» Αποκρίθηκε η Καταλινα και του έδειξε την θαλασσα. Ο Λίαμ όμως, το μόνο πράγμα που έβλεπε πανεμορφο ηταν η ίδια.
«Ειναι όντως όμορφη, μοναδικη θα έλεγα...» Η Καταλίνα ένιωσε το βλέμμα του πάνω της και πριν προλάβει να κάνει πολλά, ο Λίαμ την ξάπλωσε απότομα στην αμμο. Έπιασε τα χέρια της και εσκυψε προς το μέρος της. Η αντίδραση της δεν ήταν η αναμενομενη. Ούτε φωναξε. Ουτε τον έσπρωξε . Ούτε καν, άφησε το τσιγάρο μέσα από τα δάχτυλα της.
«Φοβασαι;»Την ρωτησε και γέλασε
«Εχω ξεπεράσει το σταδιο του φοβου δεν νομίζεις;»
Ο Λίαμ χαμήλωσε κι άλλο το κεφάλι . Κατά έναν περίεργο τρόπο μπορούσε να τον ξεχωρισει ανετα από τον Λουκ. Δεν καταλάβαινε πως, άλλα το βλέμμα στα μάτια τους ήταν διαφορετικο. Ο πρώτος την κοιτούσε συνεχώς πιο στοργικα. Ο Λουκ από την άλλη είχε ένα πιο ψυχρο βλέμμα. Για μια στιγμή, μια και μόνο στιγμή η αισθηση των χειλιων του πέρασε από το μυαλό της άλλα εξανεμιστηκε. Είχε ήδη κάνει το λάθος με τον Κάσιεν και εκτός αυτού δεν θα βοηθούσε καθόλου την κατάσταση της μια τέτοια πράξη.
«Δεν ξέρω, η καρδιά σου παντως που σφυροκοπιεται σαν τρελή ανάμεσα μας άλλο λέει...»
«Η καρδιά δεν έχει να κάνει με το φοβο Λίαμ. Σηκω από πάνω μου πριν σε αναγκασω!» Εκείνος γέλασε δυνατά
«Θα αναγκασεις Εσύ , έμενα ; Με ποιο τρόπο ακριβώς;»
«Θα σε δειρω!» Είπε και ο Λίαμ σηκώθηκε από πάνω της.
«Ελα να σε δω!» Αποκρίθηκε και κρατωντας απόσταση πήρε θέση παλης
«Τωρα με κορόιδευες;» Η Καταλίνα σηκώθηκε, πέταξε το τσιγάρο και τιναξε τα ρούχα της
«Καθολου, για προπονηση δεν ηρθαμε; Έλα λοιπόν!»
Εσφιξε τα δόντια της και στάθηκε απέναντι του.
«Απο που ξεκιναμ...»Πριν τελειώσει την λέξη της ο Λίαμ όρμηξε κατά πάνω της κι εκείνη επεσε κάτω.
«Δεν ημουν ετοιμη γαμώτο!» Φώναξε και σηκώθηκε.
«Οταν θα έρθει να σε χτυπησει κάποιος Καταλίνα δεν θα σε ρωτησει αν είσαι ετοιμη!» Είπε με σοβαρο υφος. Εκεινη στάθηκε ξανά απέναντι του.
«Ωραια λοιπόν,παμε πάλι!»
ο Λίαμ έβγαλε ξαφνικά την μπλούζα του τραβώντας την προσοχή της και επιτεθηκε κατευθείαν. Το σοκ που υπεστει όμως ήταν τεράστιο. Η Καταλίνα έκανε έναν ελιγμο και βρέθηκε πίσω του. Τον χτύπησε μια φορά στη πλάτη με αποτελεσμα να τον ριξει και έπειτα τον κοίταξε σοκαρισμένη
«Πως διάολο το έκανα αυτό;!» Ο Λίαμ παρεμεινε σταθερος. Ήταν αρκετά δύσκολο για τον ίδιο να της εξηγησει . Πόσο μάλλον να την έχει κοντά του. Η μεφαλη φουσκα που εφτιαξαν όλοι τους ήταν αρκετά δυνατη για να τους κρατήσει μέσα της.
«Μαλλον έχεις κρυφα ταλεντα!» Αποκρίθηκε κι εκείνη ζαρωσε ελαφρά το μέτωπο της.
«Την πρώτη μέρα ημουν ετοιμη να πεσω γιατί σκαρφαλωσα στο τζάκι και προσγειωθηκα σαν τη γατα χωρίς να πάθω τίποτα Λίαμ! Είναι τόσο περίεργα όλα αυτά.. Ποια είμαι επιτελους!» Αναφωνησε και κάθισε κάτω. Έπιασε το κεφάλι και αναστεναζοντας κοίταξε τη θαλασσα.
«Δεν ξέρω , δεν έχω απαντήσεις σε αυτό. Θα μαθουμε όμως εντάξει;» Ο τονος του γλυκος και κατανοητικος. «Ελα , πάμε πίσω γιατί θα κρυωσουμε. Άρχισε να βγαζει αρκετη υγρασια»
Η Καταλίνα σηκώθηκε απροθυμα και τιναξε τα ρούχα της. Τον ακολούθησε μέχρι το εσωτερικο του σπιτιου ώσπου εφτασαν έξω από το δωμάτιο της.
«Πεσε να κοιμηθεις. Δεν χρειάζεται να μάθει κανεις για την εξορμηση μας»
«Ειπαμε Λιαμ, είναι το μυστικο μας» Απάντησε σιγανά «Θα σε δω το πρωί, καλό ξημερωμα...» Συμπληρωσε και μπήκε στο δωμάτιο της. Έβγαλε τα νωτισμενα από την υγρασια της θάλασσας ρούχα και ξάπλωσε με τα εσωρουχα στο κεβατι.
Σας φιλώ...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top