Παράνοια

Κεφάλαιο 1ο

“ Ένα όνομα που δεν υπάρχει...”

Νέα Υόρκη Ξημερώματα

Η απαλή ομίχλη άρχισε να εξασθενεί. Το ξημέρωμα έπαιρνε την θέση της νύχτας και απλωνε παντού την  υγρασία της εποχής. . Τέλη Οκτώβρη και ο καιρός είχε ήδη αγριέψει. Οι δρόμοι της πόλης ήταν άδειοι . Τα διάσπαρτα, κακοσυντηρημένα σπίτια της περιοχής είχαν ακόμα αναμμένα τα φώτα τους ενώ η αίσθηση του χειμώνα ήταν διάχυτη στην ατμοσφαίρα.
Αισθάνθηκε τον κρύο αέρα να χτυπάει το πρόσωπο της , αναρίγησε και ένιωσε  την παγωνιά να αγκαλιάσει το κορμί της. Διέταζε συνεχώς τα μάτια της να ανοίξουν εκείνα όμως δεν υπάκουγαν. Το ερέθισμα που έπρεπε να στείλει μήνυμα στους νευρώνες του εγκεφάλου για να  αντιδράσει ήταν σε πλήρη αδράνεια. Κάθε φορά που προσπαθούσε , τα βλέφαρα της πονούσαν ακόμα πιο πολύ.  .Δεν είχε ιδέα που βρίσκεται ούτε τι ώρα είναι. Το μόνο που ήξερε ήταν πως με κάθε σκέψη που έκανε ένιωθε ότι το κεφάλι της θα εκραγεί από στιγμή σε στιγμή.
Άνοιξε τα μάτια της με κόπο . Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ένας υγρός βρώμικος δρόμος.

Σκουπίδια υπήρχαν πεταμένα δεξιά και αριστερά ενώ ο αέρας που διαπερνούσε το στενό, δημιουργούσε ένα απαλό ρεύμα και  μύριζε άσχημα. Χρησιμοποίησε όση δύναμη είχε απομείνει μέσα στο ταλαιπωρημένο της κορμί, άπλωσε το χέρι της στο τοίχο και προσπαθώντας να στηριχθεί σηκώθηκε. Ήταν οδυνηρό. Από τις άκρες των δαχτύλων της μέχρι και το κεφάλι πονούσε αφόρητα. Η όραση της ,θόλωνε για μερικά δευτερόλεπτα και όταν επέστρεφε στα φυσιολογικά της  επίπεδα  τα μάτια της έτσουζαν. Ύψωσε το βλέμμα της,  τόσο όσο άντεξε  να σηκώσει το κεφάλι και κοίταξε τον ουρανό. Ξημέρωνε…
«Που βρίσκομαι;» Ψέλλισε  εξουθενωμένη , έγειρε το κεφάλι της προς τα μπροστά και κοίταξε κάτω.  Το μάτι της, έπεσε πάνω σε μια πεταμένη φωτογραφία. Δεν έμοιαζε με σκουπίδι.  Με απαλές, σιγανές κινήσεις αφού  το κορμί της ήταν πλημμυρισμένο από ένα ενοχλητικό  μούδιασμα, γονάτισε και την πήρε. Τότε ήταν,  που κατάλαβε γιατί κρυώνει τόσο. Είδε πως τα μπούτια της ήταν γυμνά. Τίποτα στο μυαλό της δεν έβγαζε όμως νόημα,  όλα ήταν θολά. Θολά και ασπρόμαυρα…
Συνειδητοποίησε καθώς κοίταξε το σώμα της, πως φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα , κοντό και με λεπτό ύφασμα που άφηνε το έρμαιο των καιρικών συνθηκών.  Ήξερε πως ήταν χειμώνας. Το ένιωθε.

Έριξε το βλέμμα της ξανά στην φωτογραφία. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα της αρκετά γρήγορα για να διώξει την θολούρα και εστίασε στο πρόσωπο του άντρα που έμοιαζε με ζωγραφιά . Έδειχνε μελαγχολικός,  ήταν  μελαχρινός ,  με έντονα χαρακτηριστικά,περίεργα γκρι μάτια που έμοιαζαν ψεύτικα και στα χείλη του υπήρχε ένα σοβαρό χαμόγελο το οποίο σε συνδυασμό με την μελαγχολία, του προσέδιδε ένα μυστήριο. Σκεπτόμενη πόσο τρομακτικό είναι το γεγονός, πως μοιάζει σαν να είναι ζωντανός και να τη κοιτάζει μέσα από μια απλη φωτογραφία , τρόμαξε.
«Εσύ , ποιος διάολος είσαι πάλι...»Μονολόγησε και τότε η απουσία μνήμης την χτύπησε…

« Εγώ; Εγώ ποια είμαι;» Είπε και πανικοβλήθηκε . Αμέσως ένας οξύς πόνος διαπέρασε ολόκληρο  το κρανίο προκαλώντας τρέμουλο και σπασμούς στο σώμα της . Έπιασε το κεφάλι της κρατώντας το δυνατά με τα χέρια και ούρλιαξε

Η φωτογραφία έπεσε στον υγρό δρόμο και μαζί της κι εκείνη. Η διαδικασία που ακολούθησε ο εγκέφαλος για να ανακτήσει τις πληροφορίες που  ήθελε απέτυχε παταγωδώς. Δεν θυμόταν τίποτα.
Τριγύρω εκείνη την ώρα δεν υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος για να ακούσει την κραυγή της . Κανείς για να την βοηθήσει. Η γειτονιά ήταν έρημη και η  ώρα τέτοια, που δεν περπατούσε ψυχή.
«Κάποιος... Κάποιος να με βοηθήσει...»Ψέλλισε και γύρισε το κορμί της μπρούμυτα. Σύρθηκε στην χιλιοπερπατημενη άσφαλτο ώσπου το χέρι της έπιασε ένα αντικείμενο.  Όσο περισσότερο ο πανικός χυνόταν σαν χείμαρρος στη ψυχοσύνθεση του μυαλού της άλλο τόσο τα μάτια θόλωναν .Τρομαγμένη και με την καρδιά της έτοιμη να σταματήσει το πήρε στα χέρια , το κοίταξε και είδε μια κόκκινη τσάντα.
Το ένστικτο της ,της έλεγε πως της ανήκει. Την έπιασε και προσπάθησε να σηκωθεί ξανά. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο,λαχανιασμένη από το σοκ που προκλήθηκε στο κορμί της και παρά το τρέμουλο που είχε στα χέρια την άνοιξε. Μέσα της έκρυβε μονάχα ένα χαρτί. Ένα σημείωμα…
“Λονγκ Μπιτς ,Μπρούκλιν
46° 24’ 51 Β
-65° 0’ 21 Δ”
Βλέποντας τους αριθμούς συνειδητοποίησε πως καταλάβαινε ότι επρόκειτο για συντεταγμένες. Ο φόβος  ήταν απερίγραπτος.
«Τι μου συμβαίνει; « Μονολόγησε και κοίταξε γύρω της για την φωτογραφία. Ότι κι αν της συνέβαινε είχε ένα προαίσθημα πως αν έφτανε στην συγκεκριμένη διεύθυνση θα έβρισκε τις απαντήσεις που ζητούσε. Μάζεψε τον εαυτό της και προσπάθησε να σκεφτεί ήρεμα. Άπλωσε το χέρι της , πήρε την πεσμένη φωτογραφία και μαζί με το σημείωμα τα έβαλε μέσα στην τσάντα.
Δεν είχε επιλογή. Σκέφτηκε να πάει στο   πλησιέστερο αστυνομικό Τμήμα άλλα και μόνο η στέψη  την τάραξε. Αναρωτήθηκε πως γίνεται να ένιωθε έτσι αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει το ένστικτο της .

Σηκώθηκε, προχώρησε λίγα μέτρα παραπέρα και εντόπισε ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες.
«Τι διάολο; »Είπε και βλέποντας τα γυμνά της πόδια τις φόρεσε. Μέσα στο ταραγμένο της μυαλό δεν είχε εξηγήσεις. Βγήκε στο δρόμο αλλά δεν είδε κανένα. Άρχισε να προχωράει ώσπου ξαφνικά μια σιλουέτα ενός άντρα φάνηκε από την απέναντι πλευρά του δρόμου.
«Εεε εσύ!!! Περίμενε σε παρακαλώ!!!»Φώναξε δυνατά και ο άντρας σταμάτησε.
«Σε μένα μιλάς;»
«Ναι. Μην φύγεις, περίμενε...»Βλέποντας την να προσπαθεί να τρέξει ο άντρας αναστέναξε και πήγε κοντά της . Το ντύσιμο της  έμοιαζε αρκετά προκλητικό και η ώρα ήταν 5 το πρωί. Κούνησε το κεφάλι του υποθέτοντας πως ήταν κάποιου είδους πόρνη και αποφάσισε να δει τι θέλει.
«Είσαι καλά; Χρειάζεσαι κάτι;»Ρώτησε κι εκείνη άνοιξε αδύναμα την τσάντα της .Έβγαλε τις συντεταγμένες και τον κοίταξε
«Που βρίσκομαι;»
«Είσαι με τα καλά σου κορίτσι μου ; Μήπως να φωνάξω την αστυνομία; έχεις χτυπήσει;» Ο άγνωστος άντρας άρχισε να την βομβαρδίζει με ερωτήσεις και ο πόνος στο κεφάλι της επέστρεψε γρήγορα
«Πες μου απλά που βρίσκομαι για το Θεό!» Απάντησε εκνευρισμένη
«Εμ βέβαια... Πίνετε και μετά δεν ξέρετε ούτε το όνομα σας!» Σχολίασε πικρόχολα και την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω « Στα προάστια της Νέας Υόρκης είμαστε...» Απάντησε  και  γύρισε την πλάτη για να φύγει.
«Δυτικά η ανατολικά;»Ρώτησε και εκείνος την αγνόησε .
«Γαμώτο!!» Μουρμούρησε  και συνέχισε να προχωράει .

Σας φιλώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top