Η καταιγίδα


Άκουσε την βαριά εξώπορτα να κλείνει και βγήκε από το μπάνιο. Δεν ήθελε να ρισκάρει αλλά από ότι φάνηκε τους πήρε μόνο δέκα λεπτά να φύγουν έπειτα από την εισβολή του Κάσιεν στο δωμάτιο της. Το πρώτο πράγμα που ρκανε ξέροντας πως είναι ολομόναχη με τη Τόνια σπίτι , ήταν απλά να ξαπλώσει. Να επεξεργαστεί όσα το μυαλό βιωσε λίγα λεπτά πριν και να προσπαθήσει να εισχωρήσει στο υποσυνείδητο της . Να βρει την άκρη, να βρει την αλήθεια πίσω από τις λέξεις...

Το ξαφνικό χτύπημα όμως στη πόρτα, την σύγχυσε. Ξέροντας πως απ έξω είναι η υπηρέτρια, σηκώθηκε και άνοιξε.

"Με συγχωρείτε για την δεσποινίς, αλλά ο κύριος Λαντον μου ζήτησε να σας δώσω το χαλαρωτικο και το δυναμωτικο σας"αποκρίθηκε απλώνοντας ένα μεταλλικό δίσκο προς το μέρος της. Η Καταλινα για κάποιο λόγο δίστασε.
"Πάρτε το για να νιώσετε καλύτερα είπε. Εκείνος ξέρει καλύτερα υποθέτω..." παρότι η Καταλινα της είχε πει να μην της μιλάει στο πληθυντικό εκείνη το έκανε ξανά αλλά δεν έδωσε σημασία. Έπιασε το δίσκο και τον άφησε στο κομοδίνο.
"Δεν θα το πάρετε;" ρώτησε η Τόνια και εκείνη γύρισε με ένα δολοφονικό ύφος.

"Θα το πάρω όταν θέλω. Δεν σε χρειάζομαι κάτι άλλο..." είπε μέσα από τα δόντια της.

"Καλά. Ήθελα επίσης να σας πω..."

"Τόνια για το Θεό! Κόψε αυτό το πράγμα!" Τη διέκοψε απότομα

"Καλά συγγνώμη. Απλά είναι δύσκολο..." παραπονέθηκε η νεαρή υπηρέτρια "όπως έλεγα, αφού είμαστε μόνες και οι κύριοι θα επιστρέψουν αύριο....Να ... Αν ..."

"Πες το καθαρά κορίτσι μου και με έσκασες!"

"Έλεγα μήπως έφευγα για απόψε. Ξέρετε έχω να δω το αγόρι μου μια εβδομάδα και ..."

Η Καταλινα χαμογέλασε με τη διστακτικότητα  της

"Μπορείς να πας όπου θέλεις Τόνια. Κι εγώ θα ξαπλώσω μόλις πάρω το δυναμωτικο μου. Δεν έχω όρεξη για τίποτα πόσο μάλλον για φαγητό.. "

Το πρόσωπο της φωτίστηκε ολόκληρο.

"Εμ ...."

"Ναι ναι... Δεν θα το μάθει κανένας !μπορείς να φύγεις ελεύθερη και ήρεμη" τη συμπλήρωσε η Καταλινα

"Ευχαριστώ...Σημαίνει πολλά για μένα!"

Η Τόνια αποχώρησε ευδιαθετη. Η Καταλινα έκλεισε τη πόρτα, κάθισε στο κρεβάτι και πήρε στα χέρια το χάπι. Το κοίταξε καλά καλά και το άφησε στη θέση του

"Υποθέτω ένα μικρό πείραμα δεν έβλαψε κανένα σωστά;" μουρμουρησε αποφασίζοντας να μην το πάρει και ξάπλωσε σκεπτόμενη πως όταν φύγει η Τόνια, θα έχει ολόκληρο το σπίτι στη διάθεσή της...

Λίγες ώρες αργότερα...

"Διάολε! Αλλά βέβαια... Μέχρι και ο Θεός εναντίων μου είναι! Κι αυτό το διαολεμενο σπίτι μοιάζει στοιχειωμένο!" Αναφώνησε κλείνοντας τη μπαλκονόπορτα. Τα μαύρα σύννεφα φώτιζαν  ολόκληρα σε κάθε αστραπή ενώ ακόμα οι αν δεν έβρεχε, η μυρωδιά της είχε απλωθεί παντού. Η Καταλινα αν και ήρεμη, φοβήθηκε για μια στιγμή. Δεν ήθελε να βρίσκεται μόνη σε μια τεράστια έπαυλη με μια επικείμενη καταιγίδα να φτάνει.

Η Τόνια είχε τρεις ώρες που έφυγε , το στομάχι της άρχισε να γουργουρίζει και αποφασισμένη  να κατέβει και να φτιάξει κάτι , κίνησε προς τη κουζίνα. Η ησυχία που επικρατούσε σε ολόκληρη το σπίτι της έφερνε διφορούμενα συναισθήματα. Από τη μια ένιωθε ασφαλής με τα αγόρια εκτός, από την άλλη ένα περίεργο αίσθημα τρόμου γέμιζε κάθε της βήμα.

"Πρέπει να είσαι τρελή... Τι διάολο φοβάσαι;"ψέλλισε δίνοντας  ώθηση στο βηματισμό της. Άναψε το φως και ηρέμησε βλέποντας τη κουζίνα η οποία ήταν το πιο νορμάλ μέρος σε ολόκληρη την έπαυλη. Άνοιξε το ψυγείο μα ένας δυνατός κρότος την έκανε να αναπηδησει.

"Μια καταιγίδα...Μια  απλή καταιγίδα είναι κορίτσι μου..." είπε στον εαυτό της και συνεχισε να ψάχνει στα ράφια. Εντόπισε λίγο κασέρι, ψωμί  και γάλα.  Τα άφησε στο πάγκο, κοίταξε για λίγο τη βροχή που είχε ξεκινήσει και γύρισε προς το ψυγείο.

"Ίσως λίγη μαγιονεζ...." Πριν καν προλάβει  να τελειώσει άκουσε τα ίδια βαθειά χτυπήματα που άκουγε τις πρώτες μέρες. Με το αίμα να παγώνει επιτόπου  στο κορμί της , έκλεισε τα μάτια και σκέφτηκε πως ο Λαντον της είπε ότι υπάρχουν αρκετοί παλιοί σωλήνες. Ενέπνευσε, χαλάρωσε και επέστρεψε  στο ψυγείο. Τα χτυπήματα σταμάτησαν μερικά δευτερόλεπτα αργότερα και εκείνη γέλασε . Ένα τρίξιμο ακούστηκε μα θέλοντας να βγάλει τη παράνοια από το μυαλό της ,αδιαφόρησε.

"Είδες; Απλοί  γαμημενοι σωλήνες.. παλιό σπίτι... Παλιές πορτ...." μονολόγησε πιάνοντας τη μαγιονέζα μα ξάφνου, ολόκληρο το σπίτι τρανταχτηκε από το κεραυνό. Ένα έντονο δυνατό βουητό εξαπλώθηκε αμέσως μετά,  τα παράθυρα κροταλισαν αναμεταξυ τους και τα φώτα έσβησαν. Έμεινε κοκαλωμενη να τρέμει ώσπου  ενιωσε τη ψύξη του ψυγείου να μειώνεται . Σαν να έκλεινε σιγά σιγά η πόρτα...

Με κομμένη την ανάσα, άπλωσε τα χέρια προς τα μπροστά . Δεν υπήρχε πόρτα. Μόνο κενό. Έβγαλε ένα πνιχτό ήχο τρόμου , ξαφνικά μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και εκείνη βλέποντας μια ανδρική μαυροφορεμένη φιγούρα στο μισό μέτρο να στέκεται μπροστά της άρχισε να τσιρίζει. Έκανε ένα βήμα δεξιά και τον είδε να ακολουθεί το βηματισμό της. Ένα ακόμα αριστερά κι εκείνος έκανε το ίδιο. Το πρόσωπο του μπορεί να  ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι αλλά ένιωθε τη παρουσία του να την ακολουθεί. Έκλεισε με τα χέρια τα μάτια ώσπου ξαφνικά ένιωσε ένα άγγιγμα στο λαιμό. Ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη κάνοντας προς τα πίσω  ώσπου  το κορμί της χτύπησε στη τζαμαρία.

Ως δια μαγείας τα φώτα επέστρεψαν σχεδόν αμέσως. Κρατώντας ακόμα  τα μάτια της κλειστά  συνέχιζε να ουρλιάζει και  ένιωσε δύο χέρια να την πιάνουν.

"Καταλινα ηρέμησε!! Η Τόνια Είμαι! Μη φοβάσαι!" Ακούγοντας τη νεαρή υπηρέτρια, άνοιξε τα μάτια. Τόσο τα χείλη, όσο και το υπόλοιπο κορμί της όμως, έτρεμαν χωρίς σταματημό.
"Θεέ μου τα δόντια σου τρίζουν! Μια καταιγίδα είναι ηρέμησε! Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα βλέποντας πως πλησιάζει και φτάνοντας είδα τα φώτα κλειστά. Άνοιξα αμέσως τη γεννήτρια..."

Εκείνη μίλαγε αλλά η Καταλινα κοιτούσε έντρομη το κενό.

"Σταμάτα αυτό που κάνεις με τρομάζεις!"φώναξε ξαφνικά εκείνη και τη ταρακούνησε ελαφρά από τους ώμους.

"Δεν ήμουν μόνη...." ψέλλισε μόνο

"Καταλινα τι λες ; Δεν είδα κανέναν ! Τι έχεις πάθει;"

"Δεν ... Δεν ήμουν... Δεν ..." αρχισε να τραυλιζει ενώ το τρέμουλο στα δόντια επέστρεψε.

"Μάλλον έπαθες σοκ...Ίσως φοβήθηκες όταν όλα τα φώτα έσβησαν..." Πριν καν ολοκληρώσει η Τόνια, η Καταλινα την άρπαξε από τα μπράτσα και πάτησε τις φωνές.

"ΔΕΝ ΉΜΟΥΝ ΉΜΟΥΝ ΜΟΝΗ ΣΟΥ ΛΈΩ! ΚΑΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΠΊΤΙ ΔΙΑΟΛΕ!!!"

"Κανένας δε μπορεί να μπει, το σπίτι είναι φρουριο !" Επέμενε ώσπου ξαφνικά η κεντρική πόρτα του σπιτιού έτριξε. Η Τόνια γύρισε το ίδιο τρομαγμένη και πιάνοντας το χέρι της Καταλινα ακούμπησε κι εκείνη στη τζαμαρία κοιτάζοντας  έντρομη προς τη πόρτα. Μόλις ακούστηκαν βήματα άρχισε να τρέμει κι εκείνη.
"Θα πεθάνουμε!" Μουρμουρησε

"Κανένας δε θα πεθάνει! Είστε σοβαρές ρε ;" Η μπάσα φωνή του Κάσιεν, συνοδευόμενη από τη μορφή του , έκανε τις ανάσες τους να βγουν πάλι προς τα έξω. Πίσω του ακριβώς ξεπρόβαλε και ο Λιαμ.

"Τι διάολο συνέβη εδώ;" ρώτησε ο Λιαμ  βλέποντας και τις δύο παγωμένες σαν τα αγάλματα...

Η Τόνια σαν πιο ψύχραιμη, πήρε το λόγο και εξήγησε πάνω κάτω πως φοβήθηκαν από τη καταιγίδα. Πώς εκείνη είχε βγει στο σπιτάκι του κήπου όταν έκλεισαν τα φώτα και τους ενημέρωσε φυσικά για όσα έγιναν μετέπειτα. Λέγοντας ένα μικρό ψέμα τους εξήγησε πάραυτα ολόκληρη τη κατάσταση.

"Πάλι καλά ξεχάσαμε τη βαλίτσα..." Ήταν οι πρώτες λέξεις του Κάσιεν. "Φαντάσου να μην ερχόμασταν. Θα τις βρίσκαμε νεκρές από το φόβο! Άκου εκεί να μπει κάποιος μέσα..."

Η Καταλινα που τόση ώρα άκουγε καθισμένη στη καρέκλα ένιωσε τα φλέγεται

"ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΉ!" είπε χτυπώντας δυνατά το χέρι της

"Είσαι σίγουρη;" της απάντησε πονηρά και γυρίζοντας τη πλάτη έφυγε από τη κουζίνα.

"Μη του δίνεις σημασία... Αύριο κι όλας θα βάλω τον Κρίστιαν να ελέγξει ξανά τις κάμερες... Αν και δεν μπορεί να μπει κανένας, όπως σου εξηγήσαμε έχουμε πολλούς έχθρους...Πότε Δε ξέρεις..." τοποθετήθηκε ο Λιαμ

"Λιαμ; Αλήθεια είδα κάποιον..."

"Δεν θα σου πω ψέματα.... Με τόσα που πέρασες ίσως ο εγκέφαλος ..."

"ΠΑΨΕ ΔΙΑΟΛΕ! ΑΚΟΥΣΑ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΝΑ ΤΡΊΖΕΙ! ΤΙ ΣΚΑΤΑ ΕΧΕΤΕ ΣΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ;" του επιτέθηκε αμέσως και ο Λιαμ γέλασε 

"Έναν νεκρό βασιλιά! Ασε μας ρε Καταλινα! Τι να έχουμε δηλαδή; Κοίτα να ηρεμήσεις καλά;"

Ο Λιαμ έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο κι εκείνη κοίταξε τη Τόνια.

"Εσύ! Έλα αμέσως κάτω και ξεκίνα να μιλάς!" Αποκρίθηκε και η νεαρή υπηρέτρια χλωμιασε...

Σας φιλώ....

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top