Los Reyes (Οι βασιλιάδες)


Η πόρτα άνοιξε. Ο Λάντον μπήκε μέσα και την κοίταξε.
«Αποκοιμηθηκε πάλι» Είπε απευθυνομενος προς τον αντρα πίσω του
«Ξυπνησε την ηρεμα. Δεν θελουμε να ταραχθει το μυαλό της»
«Αυτό το ξέρω, το κατά πόσο θα καταφέρω να την ξυπνησω ηρεμα όπως μου ζητάς δεν ξέρω..» Σχολιασε και πλησίασε το κρεβάτι. Έπιασε το χέρι της και το ετριψε μαλακα.
«Αποκλειεται να κοιμάται τόσο βαθειά» Είπε ο ηλικιωμενος και ο Λάντον τον αγριοκοίταξε .
«Βλεπεις να ξυπναει;»
«Κανε στην ακρη» Είπε και μπήκε μπροστά. Άφησε την βαλιτσα του στο κρεβάτι και την άνοιξε. Έβγαλε από μέσα βαζακι . Βουτυξε το δάχτυλο του στο παχυρευστο υγρο και το πλησίασε στην μύτη της.
«Αυτο ήξερα να το κάνω κι εγώ!» Αποκρίθηκε ο Λάντον και ο γιατρος ξεφυσηξε
«Τοτε γιατί με φωναξατε αν μπορείς να κανεις όλα Λάντον; Ηρεμησε σε παρακαλώ να δούμε τι έχουμε εδώ και μετά κανε ότι θελεις»
Μόλις την ακουμπησε , άνοιξε τα μάτια της και πεταχτηκε εντρομη.
«Ηρεμησε κορίτσι μου. Δεν θα σε πειραξει κανενας. Είμαι ο Δοκτωρ Αλιστερ. Ηρθα να σε δω» Είπε και εκείνη χαλαρωσε το κορμί της και εστρεψε την μάτια της στο Λάντον.
«Λοιπον, καταρχην θέλω να ξέρω αν θυμασαι κάτι, οτιδηποτε. Αν πονας κάπου και πως αιισθανεσαι» Όσο ο γιατρος μιλουσε εκείνη έμοιαζε χαμένη. Άρχισε να βγαζει τα εργαλεια του από την βαλιτσα και ο Λάντον πήγε κοντά της.
« Χαλαρωσε. Ηρθαμε να σε βοηθησουμε . Για όλους είναι περίεργο. Συνεργασου για να βρουμε μια ακρη» Είπε απαλά κι εκείνη ενεψε.

******

Το μεγάλο ξύλινο ρολόι χτύπησε. Ένα τερατομορφο πουλί βγήκε έξω και ο ήχος προκάλεσε πανικό στα αυτιά της.
Το αγριοκοίταξε ασυναίσθητα και φόρεσε τις μαύρες αρβύλες . Στην ντουλάπα υπήρχαν διάφορα παπούτσια αλλά εκείνη μέσα σε όλο το χαμό προτίμησε ένα μαύρο σκισμένο τζιν. Ένα λευκό αμανικο και μαύρα αρβυλα. Το σπίτι πάρα τις εξωτερικες καιρικες συνθηκες ήταν αρκετά ζεστό.
Η πόρτα άνοιξε χωρίς να ακουστεί χτύπος πάνω της και η νεαρή καστανή υπηρέτρια μπήκε μέσα.

«Οι κύριοι σας περιμένουν στην τραπεζαρία δεσποινίς» Είπε χαμογελαστη
«Μάλιστα...» Απάντησε και συνέχισε να δένει τα κορδόνια
«Πως πήγε με το γιατρό δεσποινίς;»
«Πώς να πήγε δηλαδή;Έχοντας έναν άγνωστο να σε εξετάζει στο κεφάλι για ανύπαρκτα τραύματα και να σε ρωτάει  αν είχες κάποιο ατύχημα ενώ δεν θυμάσαι ούτε το ίδιο σου το όνομα δεν είναι και ότι καλύτερο...»
«Λυπάμαι για αυτό δεσποινίς, ήταν αναγκαίο όμως. Ο κύριος Κάσιεν ξέρει καλύτερα »
«Δεν με απασχολεί...Εμ , το όνομα σου ;»
«Τόνια με λένε δεσποινίς»
«Ωραία,δεν με ενδιαφέρει τι νομίζει ο Κύριος σου Τόνια... Με ενδιαφέρει να μάθω όσα θέλω και να βγω από δω μέσα !»
«Εσείς ξέρετε δεσποινίς...Παμε; Υποθέτω θα σας οδηγήσω καθώς δεν γνωρίζετε τα κατατοπια. Είστε έτοιμη;»
Εκείνη γύρισε και την αγριοκοίταξε . Πήρε επιθετική στάση και μάζεψε έναν ψηλό κότσο τα μαλλιά της
«Θα σταματήσεις αυτό το πληθυντικό ; Εχει αρχίσει να μου τη δίνει στα νεύρα!»Είπε αυθόρμητα και η υπηρέτρια γουρλωσε τα μάτια.
«Εντολές εκτελώ δεσποινίς...»
«Δεν είμαι αφεντικό σου κορίτσι μου... Σύντομα θα φύγω από δω μέσα!και τώρα σε παρακαλώ... σταματά να μου μιλάς στον πλυνθηντικο»
Η Τονια κατέβασε το κεφάλι…
«Άνθρωποι είμαστε όλοι...»Συνέχισε και τοτε η υπηρέτρια χαμογέλασε
«Εντάξει..Αλλά μπροστά τους δεν μπορώ να το κάνω αυτό » Εμοιαζε λίγο χαζουλα στα μάτια της, λίγο αφελης.
«Σύμφωνοι τότε! Παμε;»
«Από δω ...»Είπε η κοπέλα και βγήκε έξω. Εκείνη την ακολούθησε. Το σπίτι ήταν φλατ. Το δωμάτιο που την τοποθέτησαν ήταν το τελευταίο στο διάδρομο.
«Πω πω πόρτες ..»Αναφώνησε και η υπηρέτρια γέλασε
«Φυσιολογικό, δεν τους είδες το πρωί; Ακόμα και τα δίδυμα θέλουν το χώρο τους !» Σχολίασε η κοπέλα
«Δεν θα άντεχα λεπτό σε ένα τέτοιο μέρος!» Μονολόγησε και η υπηρέτρια σταμάτησε
«Είσαι σίγουρη;» Είπε πονηρά και τα μάτια της έλαμψαν προκαλώντας της ανασφάλεια.
Εκείνη δεν απάντησε. Η κοπέλα συνέχισε και την οδήγησε έξω από δύο μεγάλες πόρτες.
«Από εδώ και πέρα συνεχίζεις μόνη... Καλή τύχη!»Είπε χαρωπή και την άφησε.

Τοποθέτησε το χέρι της στην μέση και έσπρωξε ελαφρά... Ένας δέος διαπέρασε κάθε ίντσα του κορμιού της όταν οι πόρτες άνοιξαν. Και οι οχτώ ήταν καθισμένοι γύρω από ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι. Για ακόμα μια φορά την κοιτούσαν εξονυχιστικά. Πίσω ακριβώς από το τραπέζι υπήρχε ένα μεγάλο κάδρο. Ήταν ξύλινο και σίγουρα τα γράμματα πάνω του είχαν χαραχτεί με το χέρι.

Los Reyes... Έγραφε κι εκείνη έκανε αυτόματα την μετάφραση στο μυαλό της ... Οι Βασιλιάδες... Σαστισε για λίγο όταν συνειδητοποίησε πως καταλάβαινε τι έγραφε. Οι λεξεις ήταν ισπανικες πράγμα που την έκανε να προβληματιστει. Ηξερε ισπανικα, αυτό ήταν το μόνο σιγουρο. Προτιμησε πάρα την εσωτερικη της έκπληξη να μην αναφερθει καθόλου σε αυτό. Στους υπολοιπους τοιχους δεν υπήρχε απολυτως τίποτα. Ήταν αδειοι . Τεσσερα μεγαλα παραθυρα χωρίς κουρτινες, σε άφηναν να δεις κάθε σημειο του οριζοντα . Το τραπέζι βρισκοταν στην μέση της αιθουσας , ήταν ήδη στρωμμενο και τα σερβιτσια έμοιαζαν πανακριβα. Εστρεξε ξανά το βλέμμα της στο καδρο και χάθηκε σε σκέψεις. Αναρωτήθηκε αν αυτοι μπροστά της είναι οι λεγομενοι βασιλιαδες που αναφερει κι αν είναι, σε τι πράγμα είναι; σκέφτηκε και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα .
«Καλώς την ...» Αποκρίθηκε ο Κάσιεν και τράβηξε την προσοχή της από το ξύλινο κάδρο.
«Μη φοβάσαι γλυκα, δεν δαγκωνουμε, πλησίασε...» Είπε ένας πιο ξανθός
«Σκάσε Γκάμπριελ! Δεν θέλουμε να τρομάξει...»
«Δεν είχα σκοπό να την τρομαξω εξυπνακια, ένα κοπλιμεντο έκανα!»
Ο Κάσιεν δεν απάντησε. Αντι αυτού την κοίταξε και της έκανε νόημα να καθισει.
Εκείνη περπάτησε διστακτικά και ύψωσε το κεφάλι της. Δεν ήξερε ποιοι ήταν αλλά δεν θα τους άφηνε να μπούνε κάτω από το δέρμα της για κανένα λόγο.
«Θέλω απαντήσεις...» Δηλωσε  και ο Κάσιεν γέλασε.
«Μάλλον κάτι κατάλαβες λάθος! Αυτοί που πρέπει να ζητάνε απαντήσεις είμαστε εμείς! Εμφανίστηκες στο σπίτι μας , χωρίς να σε ξέρουμε...Χωρίς να μας ξέρεις, με βάση πάντα τα δικά σου λεγόμενα και περιμένεις από εμάς τι ;» Της είπε και εκείνη του έριξε ένα άγριο βλέμμα
«Όταν ήρθα, είχα πάνω μου ένα χαρτι διάολε! Ξύπνησα μόνη, χωρίς να θυμάμαι ούτε πως με λένε και  το βρήκα δίπλα μου....» Ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει και χάθηκε στο κενό...
«Η φωτογραφία...ΠΟΥ ΕΊΝΑΙ Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ;» Φώναξε και τους κοίταξε . Κάτι σε εκεινο το αγνωστο και μυστηριο πρόσωπο την μαγνητισε από την πρώτη στιγμή. Το βλέμμα του αντρα σε εκεινο το κομματι χαρτι είχε χαραχτει στη μνήμη της
«Νομίζω πως πρέπει να καλέσουμε κάποιον ειδικό! Η κοπέλα προφανώς έχει ψυχολογικά προβλήματα και εμείς την μπασαμε σαν αδέσποτο μέσα στο σπίτι!!!» Εκείνη εστρεξε την μάτια  της προς τον άντρα που μίλησε.

Ήταν ένας από τα δίδυμα. Ο ένας καθοταν απέναντι από τον άλλο αλλά αν μπερδευες κατά λάθος το βλέμμα σου και κοιτούσες αλλού σίγουρα δεν θα τους ξεχωριζες ακόμα κι αν άλλαζαν θέση.
«Λίαμ Σκασμός!!!»Αποκρίθηκε ο Κάσιεν κι εκείνος ξεφυσηξε επιδεικτικά προς το μέρος της «Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο...» Μουρμουρησε εκείνη χωρίς να την ακούσει κανείς και έστρεψε το πυρακτωμενο της βλέμμα προς τον Κάσιεν
«Λοιπόν, δες πως έχει η κατάσταση. Δεν ξέρουμε ποια είσαι. Ο γιατρός δεν βρήκε κανένα τραύμα που να εξηγεί την αμνησία σου .Επίσης να σε ενημερώσω πως όταν ήρθες ΕΣΥ,ΜΟΝΗ ΣΟΥ έξω από την πόρτα μας δεν κρατούσες τίποτα... Ούτε φωτογραφία ούτε τσάντα , τίποτα. Ποια είναι λοιπόν η δική σου εκδοχή;» Ο τρόπος με τον οποίο εθεσε την ερώτηση του ήταν ήρεμος. Καταφερε όμως να της βγάλει έναν άλλο εαυτό. Δεν θα ανεχοταν από κανένα να την κατονομαζει τρελή μέσα στη μουρη της.

«Παραβλέπω το γεγονός πως εκτός από την νέκρωση των εγκεφαλικών μου κυττάρων με κατηγορείς και για διανοητικές ψυχικές διαταραχές και θα απαντήσω στην ερώτηση σου ...» Προχώρησε, κοίταξε πως υπήρχαν δύο κενές θέσεις γύρω από το τραπέζι , πράγμα περίεργο αφού ήταν μόνο οχτώ και τράβηξε την πιο κοντινή καρέκλα. Την μετέφερε μισό μέτρο μακριά από το τραπέζι, κρατώντας απόσταση από τους άντρες και τους επεξεργάστηκε .

«Καυστική όπως ητ...»Σχολίασε χαμηλά ο τύπος που βρισκόταν δίπλα από τον Κάσιεν
«ΣΚΑΣΜΟΣ ΡΑΙΑΝ!»Είπε ευθύς αμέσως ο Κάσιεν
«Μετά εγώ είμαι η τρελή και όχι ένας άνθρωπος που σαν πρώτη λέξη σε κάθε πρόταση βάζει το Σκασμός!»Είπε εκείνη και τα δίδυμα γέλασαν ταυτόχρονα
«Θα σταματήσεις να κάνεις ότι κάνω γαμώτο ;» Είπε ο Λίαμ και ο Λουκ του χάρισε ένα σηκωμένο φρύδι συνοδευόμενο από ένα στραβό χαμόγελο.Τα δυδιμα άρχισαν να λογομαχουν ανεξελεγκτα.
«Που έχω μπλέξει θεέ μου ...» Την άκουσαν να λέει και ο Κάσιεν σηκώθηκε όρθιος
«Σας δίνω 30 δευτερόλεπτα για να βγάλετε...” είπε και έκανε μια παύση κοιτώντας την στα μάτια  «Για να σταματήσετε να μιλάτε...» Συνέχισε τονίζοντας τις λέξεις του και κάθισε.
Μια απόκοσμη παράξενη σιγή επικράτησε στην ατμόσφαιρα και ο Κάσιεν την προέτρεψε να μιλήσει κάνοντας νόημα με το χέρι του .
Εκείνη άνοιξε τα πνευμόνια της και πήρε μια μεγάλη εισπνοή. Καθώς έβγαζε τον αέρα τους κοίταξε για μια ακόμα φορά πριν ανοίξει τα χείλη της ...

«Ξύπνησα σε ένα μέρος άγνωστο. Φορούσα ένα φόρεμα και δίπλα μου είδα μια πεταμένη τσάντα. Μια φωτογραφία και ένα σημείωμα. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο άντρας ούτε τι απέγινε η φωτογραφία. Το σημείωμα είχε πάνω του συντεταγμένες. Τις ακολούθησα για να βρω απαντήσεις και με οδήγησαν εδώ...Δεν ξέρω ποια είμαι. Δεν θυμάμαι τίποτα..Ούτε το πρόσωπο μου στον καθρέφτη δεν αναγνωρίζω... Ηρθα εδώ με την ελπίδα να πάρω απαντήσεις και όχι να δώσω...»

Ο Κάσιεν έγειρε προς τα πίσω και ετριψε σκεπτικός τους κροταφους του.
«Έχεις ιδέα ποιοι είμαστε; Πόσο επικίνδυνο ήταν να έρθεις εδώ; Δεν ξέρω ποια είσαι και ποιος σε οδήγησε σπίτι μας αλλά σίγουρα έκανες λάθος...» Είπε ξαφνικά
«Στην έρευνα που έκανα με βάση το πρόσωπο της δεν βρήκα τίποτα στη βάση...» Πεταχτηκε  ο Ντέρεκ και ο Κρίστιαν συμφώνησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Εκείνη γουρλωσε τα μάτια
«Έρευνα; Πρόσωπο; Τι διάολο είναι εδώ; Τα κεντρικά της CIΑ ;» Ο Κρίστιαν γέλασε
«Μας υποβιβαζεις και μας προσβάλλεις κούκλα...» Απάντησε και τοποθετησε τα χέρια του στο κεφάλι.
«Δεν καταλαβαίνω...» Μουρμούρησε εκείνη σιγανα
«Λοιπόν,δεν βλέπω πως έχεις επιλογή και επειδή οποίος σε ώθησε εδώ ξέρει για μας, θεωρώ πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μείνεις μέχρι να επανέλθει η μνήμη σου, κάτι που ελπίζω να γίνει σύντομα » Σχολιασε ο Κάσιεν από απέναντι
«Να μείνω;Σε ένα σπίτι γεμάτο....γεμάτο ψυχακιδες; Θα είσαι τρελός!»
«Πολύ φοβάμαι πως δεν έχεις επιλογή. Στην κατάσταση σου που θα πας ; Στον δρόμο; Σκέψου το ... » Ακούγοντας τον κοίταξε το στο κενό. Είχε δίκιο, ακόμα κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτει , ο Κάσιεν είχε δίκιο.
«Δεν ξέρω ούτε ποιοι είστε...»Ειπε μετά από λίγο.
«Αυτό είναι εύκολο...» Της απάντησε και σηκώθηκε...«Να σου συστησω λοιπόν τους Los Reyes ! Στην γλώσσα σου τους Βασιλιάδες!» Είπε και έδειξε τους άντρες γύρω από το τραπέζι

Σας φιλώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top