EL REY


Με πλησιάζει και νιώθω το κορμί μου να καταρρέει. Το ύφος του άγριο και δείχνει εκνευρισμένος...Το πρόσωπο του θόλο,δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα εκτός από τα φρύδια και τα χείλη που φαίνονται αμυδρά , του προσδίδουν μια απόκοσμη αγριάδα.
«Πώς μπόρεσες;» Λέει και χτυπάει την γροθιά του στον τοίχο...
«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς !!»
«Σκάσε πια ! Ξέρω πολύ καλά τα παιχνίδια σου !!»
Νιώθω πως η αναπνοή σταματάει σιγά σιγά, αισθάνομαι τα άκρα μου να μουδιαζουν και τα γόνατα δεν κρατάνε πια κορμί μου όρθιο…
«Τι μου έκανες;» ρωτάω και εκείνος γελάει...
«Ότι μου έκανες κι εσύ...»
Πεθαίνω...Η ανάσα...Θεέ μου δεν αναπνέω!!!

Η Καταλινα πετάχτηκε κατά ιδρωμενη και άρχισε να κλαίει μέσα στα σκοτάδια. Τοποθέτησε το χέρι στον λαιμό της και ενέπνευσε βαθειά έως ότου ένιωσε πως τα πνευμόνια της είχαν γεμίσει.
«Τι ήταν πάλι αυτό...» Μονολόγησε και έφτιαξε λιγάκι το μαξιλάρι στο πίσω μέρος . Ανασηκωθηκε και πριν ανάψει το φως πρόσεξε πως η πόρτα της ήταν ανοιχτή. Μια μικρή χαραμάδα έστελνε προς τα μέσα το φως από το διάδρομο.
«Τι διάολο;» Μουρμούρησε και σηκώθηκε. Περπάτησε ξυπόλητη μέχρι την πόρτα αλλά αντί να την κλείσει την άνοιξε και έβγαλε το κεφάλι της έξω. Κοίταξε δεξιά και αριστερά. Δεν υπήρχε κανείς... Ο δυνατός κρότος από την βροντή την έκανε να αναπηδησει όρθια. Η καρδιά σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο και σκέφτηκε πως ο τρόμος που ένιωσε υπήρχε μόνο στο κεφάλι της. Δεν υπήρχε τίποτα που να πρέπει να φοβάται…
Επέστρεψε στο δωμάτιο μόνο και μόνο για να δει το ρολόι... Έξω δεν είχε ξημερώσει ακόμα και η ώρα έδειχνε 4 και τέταρτο.
Κοίταξε την ανοιχτή πόρτα και ένιωσε την ανάγκη να την κλείσει, μόλις όμως έπιασε το πόμολο ένας ανατριχιαστικός απόηχος από χτυπήματα γέννησε τον τρόμο στα μάτια της και την περιέργεια στα σωθικά της .
Σκέφτηκε να την κλείσει  και να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα όπως κάνουν τα μικρά παιδιά αλλά σε αντίθεση με την σκέψη της, τα βήματα της την οδήγησαν προς τα έξω. Άρχισε να περπατάει προς το σκοτεινό διάδρομο. Κοίταζε έξω από κάθε παράθυρο που περνούσε. Σκοτάδι... Το σπίτι δεν είχε αναμμένο ούτε ένα φως πράγμα που την ενόχλησε. Καταμεσής της νύχτας αυτό το μέρος ήταν αόρατο..
Όσο  προχωρούσε ο ήχος από τα χτυπήματα μεγάλωνε. Στην αρχή της έμοιαζε με γροθιές. Σαν κάποιος να βαράει έναν σάκο επανειλημμένα. Στο διάδρομο όμως και έξω από κάθε δωμάτιο επικρατούσε σιγή.
Θυμήθηκε πως ο Λάντον της είπε πως υπάρχει υπόγειο... Ίσως δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή αλλά αφού όλοι έδειχναν να κοιμούνται αποφάσισε να ψάξει  το σπίτι. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου και βρέθηκε στην μεγάλη σάλα που οδηγούσε στην είσοδο του σπιτιού. Η διαρρύθμιση ήταν αρκετά περίεργη.
Μόλις έμπαινε κάποιος ευθεία είχε  τα δωμάτια. Δεξιά ήταν η τραπεζαρία ενώ αριστερά υπέθεσε πως υπήρχε η κουζίνα. Δεν υπήρχαν ούτε σκάλες ούτε κάτι που να έδειχνε ότι το σπίτι διαθέτει κάποιο υπόγειο. Το σκοτάδι δεν την βοηθούσε καθόλου , μια μικρή λάμπα όμως έξω από την κουζίνα έφτανε για να την κατατοπισει.
Περπάτησε μέχρι εκεί και ο ήχος χάθηκε. Σταμάτησε πριν μπει... «Τι κάνω θεέ μου ...» μονολόγησε και σκέφτηκε ότι αρχίζει να τρελαίνεται με τις υποψίες της. Γύρισε για να πάει στο διάδρομο και τότε το άκουσε ξανά... Ήταν σίγουρα χτυπήματα. Ξάφνου τα παράθυρα φωτιστηκαν , σε δευτερόλεπτα ένας πιο δυνατός κρότος από τον προηγούμενο τα έκανε να τριξουν και τρόμαξε.
«Γαμώτο !»Είπε και στήριξε το χέρι της στον τοίχο που υπήρχε ανάμεσα στην τραπεζαρία και στο διάδρομο. Ξάφνου χωρίς να καταλάβει ούτε το πως ούτε το ποτέ , ο τοίχος γύρισε και εκείνη από την φόρα που είχε έπεσε και κατρακύλησε τα σκαλιά. Για καλή της τύχη ήταν μόνο δέκα.
Έπιασε την μέση της και κοίταξε ψηλά...
Μα φυσικά! Μια κρυμμένη πόρτα...Μα πως δεν την είδα νωρίτερα;Σκέφτηκε και συνδυάζοντας τις εικόνες και το μέρος που ακουμπούσε θυμήθηκε πως όταν η υπηρέτρια την οδήγησε στην τραπεζαρία δεξιά και αριστερά από τις πόρτες υπήρχαν 2 τεράστιες βελουτέ κοκκινες κουρτίνες.
«Μπινγκο Καταλινα ! Η όπως αλλιώς σε λένε!» Είπε στον εαυτό της και έκανε έναν μορφασμο πόνου καθώς σηκώθηκε. Αμέσως όμως,  συνειδητοποίησε πως κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί.
Κοίταξε την αρχή της σκάλας και την ανοιχτή πόρτα και έπειτα πίσω της. Η ατμόσφαιρα της δημιουργούσε ρίγος. Τα χτυπήματα ήταν πιο έντονα..Ασταμάτητα. Όποιος κι αν ήταν στην σκοτεινη πλευρά σίγουρα δεν ένιωθε κούραση σκέφτηκε και άρχισε να ψάχνει για κάποιο διακόπτη.
Αντί για διακόπτη όμως ένιωσε ένα γαργαλητο στο κεφάλι της. Σήκωσε το χέρι και έπιασε ένα σκοινί.
«Η που θα πεθάνω απόψε, η που θα βρω πτώματα εδώ κάτω...» Μονολόγησε και τον τράβηξε.

Ξάφνου το μέρος φωτίστηκε τόσο όσο έπρεπε για να βλέπει αμυδρά. Μια λάμπα που βρισκόταν στο ένα μέτρο άναψε και αποκάλυψε τι υπήρχε στα σκοτάδια
«Κι άλλες πόρτες.... Τι διάολο; Λαβύρινθος είναι εδώ μέσα...» Ψέλλισε και ξάφνου τα χτυπήματα σταμάτησαν...
«Περίεργο...»Είπε και προχώρησε ευθεία. Έφτασε έξω από την πρώτη σιδερένια πόρτα και έπιασε το χερούλι της. Κλειδωμένη.
Έκανε το ίδιο ακριβώς πράγμα για τις άλλες τρεις αλλά καμία δεν άνοιξε. Υπήρχε μια ακόμα  η οποία ξεχώριζε από τις υπόλοιπες. Ενώ οι προηγούμενες τέσσερις ήταν η μια απέναντι από την άλλη εκείνη βρισκόταν αρκετά πιο μέσα και στο κέντρο. Δεν ήταν σιδερένια. Ήταν ξύλινη και μάλιστα έμοιαζε παλιά . Πλησίασε διστακτικά και στάθηκε απέξω. Όπως και στην τραπεζαρία έτσι και σε αυτήν υπήρχε κάτι χαραγμένο πάνω.
Το φως από την λάμπα δεν έφτανε για να μπορέσει να διακρίνει τα γράμματα. Άπλωσε το χέρι και τα άγγιξε...
«Ε..L..., «Έκανε μια παύση καθώς το επόμενο γράμμα την μπέρδευε «R...E..Y...»Σταμάτησε για λίγο και τα συνδύασε
«El Rey!!(Ο Βασιλιάς)» Είπε και το αίμα της πάγωσε . Ήταν τόσο απορροφημένη που δεν άκουσε καν τα βήματα πίσω της. Το μόνο που αισθανόταν ήταν μια ανάσα να σκάει στο πίσω μέρος του κεφαλιού της .
Χλωμιασε και κατέβασε το χέρι της .
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;» Η δυνατή φωνή που άκουσε για καλή της τύχη είχε ταυτότητα και προσωπο.. Γύρισε διστακτικά και τον κοίταξε
«Θέλεις να πάθω καρδιά; Γιατί φωναξες;» Ρώτησε και ο Κάσιεν την έπιασε με τα χέρια του από τα μπράτσα και την ανασήκωσε τόσο όσο έπρεπε ώστε να πατάνε τα πόδια της κάτω.
«Τι δουλειά έχεις εδώ ρώτησα και δεν παίρνω την απάντηση που θέλω Κατ ...»
Η Καταλινα ένιωσε πάλι τον οξύ πόνο να διαπερνάει το κρανίο της...

«Σου ταιριάζει..»
«Ποιο ;»
«Το Κατ...»
«Δεν σε καταλαβαίνω...»
«Θυμίζει γατούλα μωρό μου ... Και μου αρέσουν τα νιαουρισματα..»
«Κανείς λάθος ’‘μωρό ’‘ μου ... κι αν δεν προσέξεις η γατούλα θα βγάλει νύχια και θα τα χωσει τόσο βαθειά στο δέρμα σου που θα εύχεσαι να μην είχες γεννηθεί...Μην ξεχνάς...Και η τίγρη μια μεγάλη γάτα είναι...»

«Καταλινα ! Καταλινα γαμώτο! Συνελθε» Φώναξε ο Κάσιεν κι εκείνη ούρλιαξε και χώθηκε στην αγκαλιά του. Ήταν μια κίνηση που δεν είχε ερμυνεια. Δεν είχε σκοπό και λόγο . Για την Καταλινα , η αγκαλιά του εικεινη τη στιγμή έμοιαζε σωτηρια. Έμοιαζε σαν το νησι που βλέπει ο ναυαγος πάνω στην απελπισια του.
«Πονάω...» Είπε και εκείνος την πήρε αγκαλιά. Ανέβηκε τις σκάλες κρατώντας την στα χέρια και μόλις πήγε στο διάδρομο τρεις ακόμα πόρτες άνοιξαν...
«Τι διάολο έγινε ρε !»Φώναξε ο Λάντον και πλησίασε
«Τι επαθε;» Πεταχτηκε και ο Κρίστιαν ενω ο Λίαμ δεν μιλησε.
«Την βρήκα κάτω! Πρέπει να έπαθε κρίση...Τα μάτια της γύρισαν προς τα πίσω ...!!»
«Γρήγορα φερτην μέσα και ξάπλωσε την!!» Ο Λάντον άνοιξε διαπλατα την πόρτα του δωματιου του και ο Κάσιεν δίχως δευτερη σκέψη μπήκε μέσα. Την ξάπλωσε απαλά στο κρεβάτι του και κοίταξε ανήσυχος τον Λάντον ο οποιος είχε ήδη βγάλει την μαυρη ιατρικη του βαλιτσα από την ντουλαπα.
Έμοιαζε λιπόθυμη... Άνοιξε τα εργαλεία του και πήρε λίγο βαμβάκι και αμμωνία. Κάθισε δίπλα της , εβρεξε το βαμβακι και το  έβαλε κάτω από τη μύτη της. Μόλις η μυρωδια εφθασε εκεί που έπρεπε η Καταλίνα άνοιξε τα μάτια της. Το κεφάλι της ήταν ετοιμο να εκγραγει και τα μάτια της ετσουζαν.
Άρχισε να βήχει και έπιασε το κουτελο της ...
«Πονάω...»Ψέλλισε ξανά και ο Λάντον σηκώθηκε, πήγε μέχρι το γράφειο του. Έβγαλε ένα μαύρο κουτί και το άνοιξε. Πήρε από μέσα ένα μικρό γυάλινο μπουκαλακι και μια σύριγγα.
«Ξάπλωσε Καταλινα, θα ηρεμήσεις τώρα...»Είπε και ο Κάσιεν πήγε πιο κοντά. Εσκυψε και τοποθετησε το χέρι του στο στερνο της πιεζοντας την ελαφρά προς τα πίσω. Δευτερολεπτα αργοτερα ενιωσε την φλέβα της να σκίζεται και το υγρό να εισχωρεί στον οργανισμό της. Εσφιξε αμέσως τα χείλη και τα βλέφαρα της πεταρισαν.
«Σςςςς... Κανείς δεν θα σε πειράξει. Είμαστε εμείς εδώ...»Ακουσε τον Λάντον να λέει και έχασε την επαφή μαζί τους πέφτοντας σε λήθαργο…
«Ωραια και τώρα;» Αποκρίθηκε ο Λίαμ
«Ξυπνα και τους αλλους, σε μια ώρα όλοι να είναι ετοιμοι ! Ραντεβού στην τραπεζαρια.» Γυρισε προς τον Λάντον και τον κοίταξε «Εσυ , θα είσαι ο τελευταιος που θα έρθει. Μην την αφήσεις λεπτό μόνη»
«Δεν χρειαζόταν καν να το πεις Κάσιεν»
«Ωραια, και τώρα δυαλυθειτε όλοι!»

Σας φιλώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top