Κόντρες και αντιπάθεια


Περπατούσε στο διάδρομο με προορισμό την αίθουσα συσκέψεων για να μιλήσει με το Λόγκαν,  όταν την είδε να βγαίνει χαρωπή από το δωμάτιο της.

"Για που το βαλες εσύ; Κάθε ειδικά ντυμένη έτσι!" Εκείνη γύρισε και τον στραβοκοιταξε

"Κάνε δουλειά σου Τζέικ! Δε νομίζω να σε απασχολεί!"

"Τράβα άλλαξε ρε σκατό που θα μου τη πεις κι όλας μη φας καμία ανάποδη!" Η Κάρλα ακούγοντας τον άστραψε ολόκληρη. Ο Τζέικ κάνοντας ένα μεγάλο βήμα, την έπιασε από το μπράτσο και την ώθησε προς το δωμάτιο της.

"Άφησε με ρε ! Με ποιο δικαίωμα με αγγίζεις;" του επιτέθηκε

"Θέλεις μήπως να φωνάξω τον αδερφό σου να δει πως κυκλοφορείς;; Που νομίζεις ότι πας με αυτή τη μπλούζα που την έκανες φούστα; ΔΕΝ ΒΓΑΙΝΕΙΣ ΕΤΣΙ ΑΠΌ ΤΟ ΣΠΊΤΙ!"

Οι κόντρες τους όπως πάντα δεν είχαν τελειωμό. Καθε φορά που ήταν μόνοι έφταναν σε σημείο να σκοτώνονται αλλά αυτή τη φορά η Κάρλα ένιωσε πως ο Τζέικ πατούσε τα όρια.

"Βγες έξω από το δωμάτιο μου τώρα παλιό ηλίθιε! Και πρόσεχε πως που μιλάς! Δεν με νοιάζει που ζούμε στο ίδιο σπίτι! Θα σε χαρακωσω σε δευτερόλεπτα!"

Ο Τζέικ έβαλε τα γέλια και έκλεισε τη πόρτα. Η Κάρλα άθελά της ξεροκαταπιε μα σαν αντράκι που ήταν, δεν άφησε τη ταραχή της να φανεί.

"Άκου να δεις πόσο απλά είναι τα πράγματα..." ξεκίνησε να λέει πλησιάζοντας τη. "Το πουλί μου αντέδρασε φυσικά στη θέα του κωλου σου , που είναι σχεδόν όλος απ έξω και φαντάσου σε απεχθάνομαι. Για την ακρίβεια μου έβγαζες πάντα κάτι...πως να το πω... αντικούκου ! Όπως καταλαβαίνεις, έχεις ντυθεί σαν τσουλάκι... Δεν θα τρέχω εγώ με τον αδερφό σου  σε γλιτώσουμε! Έχουμε δουλειές αύριο ! Βγάλε λοιπόν αυτά τα ρούχα, ντύσου σαν άνθρωπος και πάνε όπου διάολο θες !" Είπε με μια ανάσα

Η Κάρλα πήγε λίγους πόντους πιο κοντά. Στάθηκε μπροστά και χαμογελώντας του πλατιά, σήκωσε ξαφνικά το γόνατο και τον χτύπησε στα γεννητικά όργανα.

Ο Τζέικ έπεσε αμέσως κατω σφαδαζοντας από το πόνο κι εκείνη τοποθέτησε το πόδι της πάνω στο στήθος του και έσκυψε προς το μέρος του.

"Αυτό φίλε Τζέικ, ήταν γιατί με είπες τσουλάκι ! Μάζεψε το πουλί σου,  αν θες να έχεις και την επόμενη φορά φρόντισε να κρατάς τα μάτια σου ψηλά. Μαγκιές και μαλακιες όχι σε μένα κατάλαβες;; Τράβα στις πόρνες που κάνεις παρέα με τον αδερφό μου !και τώρα με συγχωρείς γλυκειε μου αλλά έχω να πάω για καφέ!" Είπε χαμογελαστή και πατώντας λίγο πιο έντονα το παπούτσι της στο στήθος του, τράβηξε το πόδι της και έφυγε...

***

"Γιατί άργησες ρε ; Σε περιμένω εδώ και ..." Ο Λόγκαν σώπασε βλέποντας τον να κουτσαινει και κούνησε το κεφάλι. "Πάλι μαλωσες με τη μικρή; Αφού πάντα σε χτυπάει εκεί που πονάει τι της πας κόντρα κι εσύ;"

Ο Τζέικ γρυλισε μα δεν απάντησε. Κάθισε στη καρέκλα και τον προέτρεψε να απλώσει τα χαρτιά για να αρχίσουν. Αφού ξεκίνησαν να αναλύουν το τρόπο που θα κλέψουν τα σχέδια από την αδελφότητα έβαλαν από ένα ποτό και χαλάρωσαν.

"Είδα τη μάνα μου να κλαίει χθες ..." είπε ξαφνικά ο Λόγκαν .

"Να κλαίει; Ανάθεμα κι αν την έχω δει ποτέ αγελαστη!" Σχολίασε ο Τζέικ.

"Το περίεργο δεν είναι ότι έκλαιγε... Κρατούσε μια φωτογραφία. Όταν ο πατέρας μου βγήκε από το μπάνιο, κάθισε πλάι της και άρχισε να κλαίει κι αυτός ρε !"

Ο Τζέικ έβαλε ανεπαίσθητα τα γέλια

"Μη γελάς ρε ηλίθιε! Σοβαρά μιλάω!"

"Συγγνώμη...Ειναι Που δε μπορώ να φανταστώ ουτε για αστείο τον πατέρα σου να κλαίει..."

"Τζέικ κόψε το δούλεμα! Κάτι τρέχει με τους μεγάλους και δεν μας το λένε το καταλαβαίνεις;"

"Είσαι υπερβολικός. Ότι και να συμβαίνει θα το μάθουμε κάποια στιγμή. Έλα σήκω... Πάμε για ύπνο γιατί αύριο έχουμε μεγάλη μέρα..."

Ο Λόγκαν  σηκώθηκε με βαριά καρδιά και έφυγε από την αίθουσα...

****

"Λαντον ;" του είπε σκεπτική και ξεντυθηκε .

"Μμμμ"μουγκρισε εκείνος γυρίζοντας πλευρό και η Ολιβια έβγαλε τη παντόφλα της και του την πέταξε στο κεφάλι.

"ΤΙ ΒΑΡΑΣ ΡΕΕΕΕΕ!!!" Ούρλιαξε και πέταξε το  σεντόνι από πάνω του .

"Καταρχήν σου μιλάω και κάνεις σαν γουρούνι! Δεύτερον, αποφεύγεις να με κοιτάξεις κατάματα από χθες ! Κάτι σου συμβαίνει , κανόνισε κακομοίρη μου να μου κρύβεις τίποτα και θα δεις μια Ολιβια που δεν έχεις ξαναδεί!"

Εκείνος ξεφυσησε κοιτάζοντας την γυναίκα του. Μια γυναίκα που από απλή νοσοκόμα που γνώρισε οταν επισκέφθηκε το κρατικό Νοσοκομείο για μια δουλειά, κατέληξε σε μια αιμοδιψή ύπαρξη. Γεμάτη φωτιά. Γεμάτη πάθος και φυσικά ανεξέλεγκτη. Η Ολιβια τον διάβαζε αρκετά καλά αλλά ο Λαντον δεν ήθελε να της πει λέξη από όσα τον προβλημάτιζαν αυτές τις μέρες. Ήταν η κολλητή της Καταλινας και το δεύτερο τρελό θηλυκό μέσα στο σπίτι. Αν μίλαγε, δεν θα υπήρχε σωτηρία ειδικά έπειτα από όσα της είχε μάθει η Καταλινα κατά καιρούς. 

"Δεν σου κρύβω τίποτα γαμω το ! Κι αυτή η κακιά σου συνήθεια να με κοπανας με ότι κρατάς πρέπει να σταματήσει!"

"Αλήθεια;;;" του απάντησε αρπάζοντας το πορτατίφ

"ΟΧΙ ΤΟ ΦΩΤΙΣΤΙΚΌ ΓΑΜΩ ΤΟ !!!"

Ο Λαντον πρόλαβε και έσκυψε πριν εκείνο τον βρει στο κεφάλι.

"Θέλεις να με σκοτώσεις;;; Το έχεις χάσει εντελώς;;;"

"Δε το θέλω φυσικά..." του είπε με απάθεια. "Κάτι κρύβεις όμως.... Κάτι που αν δεν ανοίξεις το στόμα σου να μου πεις , το επόμενο πράγμα που θα φας στο κεφάλι θα είναι...." κοίταξε τριγύρω της και βλέποντας τη παπουτσοθηκη της, γέλασε "Θα φας ένα ένα τα τακούνια μου στο κεφάλι! Έγινα κατανοητή;;"

"Ρε γυναίκα άσε με να χαρείς... σου λέω δεν..." ξαφνικά εκείνη άρπαξε τη μαύρη της γοβα και του την πέταξε στο κεφάλι

"ΡΕ ΟΛΙΒΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΌ!!!" Φώναξε δυνατά αλλά εκείνη άρπαξε και το δεύτερο παπούτσι.

"Μίλα Λαντον! Μιλα γιατί στο ορκίζομαι θα σε σκοτώσω!"

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και η Καταλινα μπήκε μέσα έντρομη

"Τι πάθατε και σας ακούει όλο το σπίτι μου λέτε;" είπε κοιτάζοντας τους  μα δεν άργησε να γελάσει.

"Πάλι τις τρως... Πάλι κάτι έκανες..." ψέλλισε κι εκείνος αναστέναξε

"Δεν εκανα τίποτα! Πάρε αυτή τη τρελή από το δωμάτιο!"παραπονέθηκε και η Καταλινα κοίταξε την Ολιβια παρακινώντας την να βγούνε έξω.

"Έχε χάρη κακομοίρη μου που δε νυστάζω!κοιμήσου και θα τα πούμε αύριο εμείς με τη δροσουλα!" Τον απείλησε ευθέως , άρπαξε την Καταλινα από το χέρι και βγήκαν έξω.

Μόλις έμεινε όμως μόνος, όλη εκείνη η στάση άλλαξε εντελώς. Κάθισε κάτω, έπιασε το κεφάλι και έγειρε προς τα μπροστά.

"Πρέπει να μιλήσω στον Ίαν..." ψέλλισε σκεπτόμενος πως τα πράγματα παίρνουν πιο άγρια μορφή ."Θα με σκοτώσει.. Ναι ναι.. Σίγουρα θα με σκοτώσει...."συνέχισε και σηκώθηκε "Όχι. Δεν μπορώ να μιλήσω. Σε κανέναν δε μπορώ να μιλήσω... Μπορώ;; Ανάθεμα σε Κάσιεν! Γιατί επέστρεψες;;;" κατέληξε και ξάπλωσε στο κρεβάτι....

Σας φιλώ...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top