Κεφάλαιο Τέσσερα
Είχα δίκιο όταν σκέφτηκα ότι οι αναμνήσεις μου θα ξύπναγαν. Ήλπιζα αυτά που έλεγαν τα βιβλία, τις παρενέργειες του να πιώ το αίμα εκείνου που με μεταμόρφωσε, ήταν απλώς υπερβολές, αλλά τελικά δεν ήταν. Μόλις το πρόσωπό μου άγγιξε το μαξιλάρι, οι εικόνες του παρελθόντος ξεπετάχτηκαν σαν ταινία μπροστά μου.
Ήταν αν θυμάμαι καλά, το έτος 1789. Χειμώνας. Νομίζω, δηλαδή ότι ήταν χειμώνας. Οι αναμνήσεις μου θολώνουν στα άκυρα σημεία. Όπως και να έχει, η εποχή δεν παίζει ρόλο. Θυμάμαι ότι ήμουν με μια φίλη μου, το όνομα της οποίας μου διαφεύγει και καθόμασταν σε μια πλατεία. Στην μέση υπήρχε ένα συντριβάνι και το νερό έτρεχε από τα χέρια ενός αγγέλου με τα φτερά μαζεμένα, που φορούσε ένα μακρύ ρούχο.
Η φίλη μου ήταν αρραβωνιασμένη με ένα παιδί, του οποίου ο μπαμπάς δούλευε στην τοπική εφημερίδα σας αρθρογράφος. Εκείνο τον καιρό, την πόλη μας συγκλόνιζε μια επιδημία, διαφορετική από τις άλλες. Πτώματα ανθρώπων βρίσκονταν παρατημένα σε ερημικές τοποθεσίες, με όλο τους το αίμα στραγγισμένο και τα μόνα στοιχεία πάνω τους ήταν μερικοί μώλωπες και γρατσουνιές στο λαιμό. Ο πατέρας του αρραβωνιαστικού της φίλης μου - ο Αρίωνας, θυμόμουν το όνομά του επειδή ήταν σπάνιο - είχε πολύ γρήγορα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αιτία του προβλήματος ήταν μια ομάδα περιπλανόμενων . Τέσσερις άντρες, οι δύο εκ των οποίων είχαν μεγαλώσει μαζί από παιδιά. Κάπου στο μέσο της υπόθεσης, ο πατέρας του Αρίωνα, ανακάλυψε ότι το τέταρτο μέλος της ομάδας τους είχε εγκαταλείψει και είχε τραβήξει τον δικό του δρόμο. Τα ίχνη του χάθηκαν εντελώς, μέχρι λίγο αργότερα.
Οι τρεις λοιπόν άντρες, γυρνούσαν από μέρος σε μέρος αλλά πάντα επέστρεφαν στην πόλη μας για να κάνουν τη δουλειά τους.
Μια από αυτές τις μέρες όπου επέστρεφαν, ήμουν με την φίλη μου σπίτι της, όταν ένας γείτονας ήρθε και μας ανακοίνωσε ότι τα θύματα των αντρών ήταν ο Αρίωνας και ο πατέρας του. Η φίλη μου έτρεξε αλαφιασμένη έξω, φτάνοντας στην πλατεία, με εμένα να τρέχω ξωπίσω της και να της φωνάζω λόγια παρηγοριάς. Την πρόφτασα, την έβαλα να καθίσει σε ένα παγκάκι και τότε ήταν που ήρθαν.
Οι τρεις άντρες μας πλησίασαν από μακριά και μόλις τους είδαμε, καταλάβαμε από την αρχή ότι αυτό ήταν το τέλος.
Δεν δοκιμάσαμε καν να φύγουμε. Δεν θα είχε κανένα νόημα. Η φίλη μου άρχισε να κλαίει πιο γοερά, όταν ο ένας από τους τρεις, ένας άντρας με γκριζαρισμένους κροτάφους την έπιασε απότομα και της έσπασε το λαιμό. Δεν είχα το κουράγιο ούτε να φωνάξω. Κατέρρευσα εκεί που ήμουν, το χέρι μου άγγιξε μια πέτρα και χωρίς να το σκεφτώ, την πέταξα σε έναν από τους άντρες.
Πέταξα την πέτρα σε εκείνον.
Περισσότερο από έκπληξη, παρά από πόνο, και οι τρεις άντρες πάγωσαν, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να τρέξω μακριά. Δεν είχα αποκτήσει και μεγάλη απόσταση, όταν ένα χέρι με έπιασε και με στριφογύρισε, κολλώντας με πάνω στον τοίχο.
Ο Κάρτερ, το ίδιο εντυπωσιακός όπως και σήμερα, με ένα μαύρο παλτό που τόνιζε τα ξανθά μαλλιά του πλησίασε το πρόσωπό του απειλητικά στο δικό μου.
"Αν φωνάξεις, θα σε σκοτώσω αργά και βασανιστικά" ψέλλισε στο αυτί μου.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά όπως αποδείχτηκε ήταν σωτήριο, αλλά όταν άκουσα αυτά τα λόγια τον έφτυσα, κι εκείνος πάγωσε και πάλι.
Για μια στιγμή τα μάτια του εστίασαν στα δικά μου και είδα κάτι μέσα του να διστάζει. Πριν όμως πω κουβέντα, έγειρε το κεφάλι στο πλάι και έμπηξε τα χείλη του στο λαιμό μου.
Ο πόνος αρχικά ήταν ανυπόφορος, αλλά δεν φώναξα. Έπειτα με τύλιξε μια χαλαρωτική ζαλάδα, προφανώς από την έλλειψη αίματος.
Τα χέρια μου αρπάχτηκαν βίαια από τον λαιμό του, χωρίς να μπορώ να ελέγξω τις κινήσεις μου, ενώ το θολωμένο μου μυαλό σκεφτόταν τί σοκ θα πάθαινε η οικογένειά μου όταν με έβλεπαν πρωτοσέλιδο.
Ο Κάρτερ, με το αίμα μου να στάζει από τις άκρες των χειλιών του και πιο ελκυστικός από όσο θυμόμουν να τον είχα δει σε όλη μου τη ζωή, απομακρύνθηκε από κοντά μου και με κοίταξε με προσήλωση.
"Ελπίζω... να καείς... στη κόλαση..." του είπα χαμηλόφωνα, καθώς οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν.
"Ω Θεέ μου" τον άκουσα να λέει και πριν το καταλάβω, με ξάπλωσε στο στενό σοκάκι και με δάγκωσε πάλι.
Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικό. Όσο περισσότερη ώρα τα χείλη του ήταν στο λαιμό μου, τόσο πιο χαλαρή ένιωθα, αλλά όχι μέ άσχημο τρόπο, με τον τρόπο που το κορμί σου σού λέει ότι δεν μπορεί να αντέξει άλλο.
Ένιωθα χαλαρή, σαν να έπεφτα να κοιμηθώ μετά από μια κουραστική μέρα, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί θα ένιωθα άλλος άνθρωπος.
Έπειτα από πέντε σχεδόν λεπτά που ήταν εκεί μαζί μου, σηκώθηκε, έγλειψε την πληγή που μου είχαν κάνει τα δόντια του και με κοίταξε, κλείνοντάς μου το στόμα με το ματωμένο χέρι του.
"Αύριο θα είσαι εσύ, αλλά διαφορετική. Προσποιήσου ότι είσαι νεκρή και κανείς άλλος δεν θα σε πειράξει απόψε. Αντίο".
Και με αυτά τα λόγια σηκώθηκε και με παράτησε μόνη στο σοκάκι.
Λίγη ώρα μετά και αφού είχα επιτυχώς προσποιηθεί το πτώμα στους δύο άντρες που μάλλον ταξίδευαν μαζί με τον Κάρτερ, με πλησίασε μια φιγούρα, πολύ τρυφερά και πολύ συμπονετικά. Απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό μου και έλεγξε τις πληγές στο λαιμό μου, χαμογελώντας θλιμμένα.
"Μάλλον ο Κέιν αποφάσισε ότι παραείσαι καλή για να σε χαραμίσει έτσι" τον άκουσα να λέει. "Τη γλίτωσες, μικρή".
Τότε έκλεισα τα μάτια και τον τράβηξα κοντά μου. "Η μητέρα μου..." ψέλλισα. ο σωτήρας μου μάλλον κατάλαβε, γιατί έπειτα από δύο μέρες, μου ανακοίνωσε πως όταν η μητέρα μου έμαθε για το τί μου συνέβη, τον εκβίασε να την Μεταμορφώσει.
Εκείνη τη νύχτα στο σοκάκι, ο Ντέβερελ έμεινε μαζί μου μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, όπου τον κατάλαβα ότι με πήγαινε κάπου, κρατώντας με στα χέρια.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι να βρίσκομαι ξαπλωμένη σε ένα υπέροχο κρεβάτι με ουρανό και την μητέρα μου ακολουθούμενη από έναν ταραγμένο Ντέβερελ να ορμούν στο δωμάτιο.
Σύμφωνα με τον αδερφό μου, ήμουν η πιο καταδεκτική Μεταμόρφωση που είχε δει ποτέ. Δεν φώναξα, δεν έκανα φασαρία, δεν έκανα τίποτα κατά την Αλλαγή, πέρα από το να ανασαίνω γρήγορα. Ο Ντέβερελ είχε αρχίσει να φρικάρει ότι κάτι άλλο μου είχε κάνει ο Κάρτερ, αλλά μόλις ξύπνησα και με είδε φυσιολογική - ας πούμε - ηρέμησε και μου εξήγησε τι είχε γίνει. Ούτε εκεί έβγαλα άχνα. Είχα ήδη δεχτεί ότι δεν θα ξαναγυρνούσα στην παλιά μου ζωή από εκείνο το βράδυ που είδα την Εριέττα να πεθαίνει μπροστά μου. Που είδα τον Κάρτερ, αυτό το θανατηφόρα όμορφο αρπακτικό να με απειλεί ότι θα με σκοτώσει, που ένιωσα τα χείλη του στο λαιμό μου. Εριέττα. Μετά από τόσα χρόνια, το όνομά της ξεπήδησε ξαφνικά. Την είχα ξεχάσει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά το μυαλό μου αποφάσισε να δουλέψει. Το όνομά της μου έφερε ένα κύμα δακρύων, αναλογιζόμενη τί θα μπορούσε να είχε κάνει στη ζωή της αν δεν της έκοβαν την πορεία ο Κάρτερ Κέιν και η ομάδα του.
Τον πρώτο καιρό, έλεγα στον Ντέβερελ ότι θα έβρισκα τον Κάρτερ μόλις γινόμουν αρκετά καλή και θα τον σκότωνα. Εκείνος βέβαια που είπε πως δεν ήθελα να το κάνω αυτό, μιας και αν τον σκότωνα, θα πέθαινα κι εγώ. Νόμος των βρικολάκων, έτσι ώστε να μην εκλείπει το είδος. Συμβιβάστηκα με την ιδέα να τον βασανίσω, να τον κάνω να πονέσει όπως με έκανε εκείνος. Να τον κάνω να χάσει κάτι, όπως είχα χάσει εγώ ένα γλυκό αγόρι τότε, με το όνομα Ντάνιελ και μια προοπτική να κάνω οικογένεια όσο ήμουν άνθρωπος.
Κάποια στιγμή μετά από καιρό και αφού ο Κάρτερ είχε πάψει να αποτελεί άμεση προτεραιότητά μου, ρώτησα τον Ντέβερελ γιατί θα πέθαινα αν τον σκότωνα. Ο πρώτος λόγος, μου είπε, είναι ότι το απαγόρευε ο Νόμος. Ο δεύτερος λόγος, είναι ότι στην κοινότητα των βρικολάκων, η Μεταμόρφωση γινόταν μόνο όταν ο βρικόλακας είχε βρει το ταίρι του σε ανθρώπινη μορφή. Με κοινή συγκατάθεση και των δύο, ο βρικόλακας μπορούσε να μεταμορφώσει τον θνητό. Σαν σύμβολο του ότι αυτοί οι δύο βρικόλακες είχαν δεθεί μαζί, αν ο ένας σκότωνε τον άλλον, πέθαινε την ίδια στιγμή. Τι τύχη, μου έτυχε να δεθώ με τον άνθρωπο που μισούσα. Ρώτησα αν ο Κάρτερ ήξερε γι' αυτό όταν με μεταμόρφωσε και ο Ντεβ με διαβεβαίωσε ότι ήξερε. Του έκανε εντύπωση όμως, γιατί συνέχισε και με άλλαξε, μιας και ο κάθε βρικόλακας μπορεί μόνο μια φορά στη ζωή του να μεταμορφώσει έναν θνητό σε βρικόλακα. Από εκεί βγήκε και η φήμη για τις αδερφές ψυχές. Ακόμα και σήμερα, δεν ξέρω γιατί με άλλαξε ο Κάρτερ. Ο Ντεβ πιστεύει ότι ήταν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα και θα γινόμουν ισχυρή και με ήθελε με το μέρος του. Ρώτησα τότε επίσης τον Ντεβ, τί σχέση είχε μαζί του. Μου είπε ότι είχαν μεγαλώσει μαζί, μετά από ένα περιστατικό όμως, όπου ο Άντον, ένας από τους τρεις, είχε σκοτώσει ένα κοριτσάκι πέντε ετών για να τραφεί, ο Ντέβερελ τους εγκατέλειψε. Από την ομάδα τους, εκείνοι που είχαν πάντα πρόβλημα με το να σκοτώνουν για να ζήσουν, ήταν ο Ντεβ και ο Κάρτερ. Ο Ντεβ έσπασε όταν έγινε το περιστατικό με τη μικρή, έμαθε όμως από κοινό γνωστό ότι ο Κάρτερ έφυγε επίσης από την ομάδα, μετά την Μεταμόρφωσή μου και δεν ξαναγύρισε.
Η επόμενη φορά που είδα τον Κάρτερ Κέιν, ήταν πριν μερικά χρόνια, όταν η φατρία τους άρχισε να απειλεί την οικογένειά μου για να πάρει την αρχηγία των παιδιών της Νύχτας. Μην σας παραμυθιάζει το αισθησιακό όνομα. Είναι απλώς ένας τρόπος να ωραιοποιούμε για λίγο ότι είμαστε δολοφόνοι. Αν και όσον αφορά την οικογένειά μου, έχουμε βρει έναν τρόπο να εξισορροπούμε το κακό που κάνουμε.
Ο μπαμπάς μου έχει έναν γνωστό σε φυλακές θανατοποινιτών και έναν άλλον σε κρεοπωλείο. Φαντάζομαι δεν χρειάζεται να πω από που τρεφόμαστε.
Το πρώτο πράγμα που μου είπε ο Κάρτερ όταν με είδε έπειτα από την Μεταμόρφωσή μου, ήταν: " Εσύ... είχα δίκιο όταν σκέφτηκα ότι θα είχες μέλλον".
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top