Κεφάλαιο Εννιά

Τα χέρια του Κάρτερ άφησαν επιτέλους τα δικά μου και πήγαν στη μέση μου. Με τράβηξε ακόμα πιο κοντά του, όταν έφερα τα δικά μου χέρια στο λαιμό του και απομακρύνθηκα για να πάρω ανάσα. 
"Πρέπει να φύγεις" είπα ξέπνοα κοιτώντας τον κατάματα. 
"Ναι το ξέρω" μουρμούρησε και με φίλησε ξανά. Έβαλα τα χέρια μου στο στήθος του και τον έσπρωξα πιο πέρα. 
"Πρέπει αλήθεια να φύγεις" συνέχισα. Εκείνος είπε κάτι που δεν άκουσα, αλλά δεν μου έδωσε σημασία. Συνέχισε να με φιλάει χωρίς να παίρνει ανάσα, τα χέρια του ταξίδευαν στη μέση μου. 
Όταν η πόρτα άνοιξε, ξεκόλλησε από πάνω μου και έβαλε τα χέρια στη μέση, βήχοντας διακριτικά. "Και... δηλαδή... μιλάμε για τον 13ο αιώνα;" είπε δήθεν απορροφημένος σε μια φανταστική κουβέντα, κοιτώντας το ταβάνι. 
Τον κοίταξα με μάτια γουρλωμένα, προσπαθώντας να ξαναβρώ την ανάσα μου. "Ε... ναι" είπα απλά. Στην πόρτα καθόταν ο Ντεβ και η μητέρα μου και μας κοιτούσαν σαν να είχαμε έρθει από άλλον πλανήτη. 
"Όλα καλά;" ρώτησε εκείνη και με κοίταξε. 
Απάντησα φυσιολογικά, τόσο φυσιολογικά που φαινόταν από χιλιόμετρα μακριά ότι κάτι προσπαθούσα να κρύψω και για να πούμε την αλήθεια, ούτε η μητέρα μου ούτε ο Ντεβ είναι χαζοί. 
"Κάρτερ, σε θέλουμε μέσα" είπε ο Ντέβερελ. 
"Τί; Πώς; Ναι, ναι, έρχομαι αμέσως, τώρα δηλαδή, σε δύο λεπτά είμαι εκεί, μπες και περίμενέ με, θα έρθω, να δηλαδή... έρχομαι". 
Η μητέρα μου χαμογέλασε και ανέβηκε τις σκάλες. "Ρέιβεν, να σε δω λίγο πάνω;" ρώτησε και χάθηκε στον πάνω όροφο. Ο Ντεβ ξαναμπήκε στην αίθουσα και ο Κάρτερ τον ακολούθησε. Πριν μπει μέσα, με κοίταξε και με πλησίασε. Έβαλε το χέρι του στο πλάι του λαιμού μου και κόλλησε το μέτωπό του στο δικό μου. Χαμογέλασε, έγλειψε τα χείλη του και με άφησε. Μπήκε στην αίθουσα και πάλι, αλλά πρόλαβα να τον δω να μου κλείνει το μάτι. 


Καθόμουν κυριολεκτικά σε αναμμένα κάρβουνα μέχρι να τελειώσει η κουβέντα και μετά από την κουβέντα με τη μητέρα μου, δεν αισθανόμουν και ιδιαίτερα ήρεμη. Το μόνο που μου είχε πει ήταν πως της έκανε εντύπωση πόσο γρήγορα είχα συγχωρήσει τον Κάρτερ. Όταν της είπα πως ακόμα δεν τον έχω συγχωρήσει πλήρως, άφησε ένα γελάκι και με κοίταξε ερωτηματικά, με μια έκφραση τύπου "ποιόν πας να κοροϊδέψεις, μικρή;" Μέχρι να τελειώσει η κουβέντα καθόμουν εκεί όπου με είχε βρει ο Κάρτερ όταν ήρθε με τον πατέρα του, παίζοντας νευρικά πότε με τις άκρες των μαλλιών μου και πότε με το ξεφτισμένο τελείωμα του φορέματος που φορούσα. 
Ο Κάρτερ βγήκε από την αίθουσα συνεδριάσεων πίσω από τον πατέρα του, που έβγαινε πίσω από τον δικό μου πατέρα και τον Ντεβ. Μόλις με είδε  ο Κάρτερ με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε πίσω του, αφήνοντας λίγο τους άλλους να προχωρήσουν. 
"Λοιπόν..." άρχισε. Το βλέμμα του ήταν ήρεμο με μια δόση γέλιου. 
"Ναι;" είπα χαμηλόφωνα. 
"Πρέπει να... πρέπει να φύγω" είπε. 
"Δεν θα μου πεις τί είπατε;" ρώτησα. 
Τα δάχτυλά του πήραν μια τούφα από τα μαλλιά μου και την έβαλαν πίσω από το αυτί μου. "Μην είσαι ανυπόμονη. Νόμιζες πως με ένα φιλί θα με πείσεις να σου μεταφέρω το παρασκήνιο μιας πολύ πολύ... σοβαρής κουβέντας;"
Τις δύο τελευταίες λέξεις τις πρόφερε τόσο κοντά στο πρόσωπό μου, που η ανάσα του χτύπησε στα χείλη μου. "Δεν σε φίλησα γι' αυτό" είπα γελοιωδώς. Μπράβο, Ρέιβεν
"Α, ενδιαφέρον θέμα άνοιξες, για πες μου λοιπόν. Γιατί με φίλησες, όταν με απεχθάνεσαι και με μισείς που σου κατέστρεψα τη ζωή;" Το βλέμμα του δεν ήταν θυμωμένο, ήταν παιχνιδιάρικο και έτοιμο να με τσιγκλίσει για να τα ξεράσω όλα. 
"Εσύ γιατί με φίλησες αφού σου σπάω τα νεύρα;" ρώτησα ανασηκώνοντας το ένα φρύδι. 
"Δεν με εκνευρίζεις πια και τόσο πολύ" είπε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. 
"Αυτή η κουβέντα δεν μας βγάζει πουθενά" σχολίασα. 
Κοίταξε αριστερά και δεξιά σαν να βεβαιωνόταν ότι δεν μας άκουγε κανείς. "Ορκίσου ότι δεν θα σου ξεφύγει τίποτα" είπε χαμηλόφωνα. 
"Ορκίζομαι". 
"Ωραία. Σε τέσσερις ώρες, θα είμαι στο παράθυρό σου". Με αυτά τα λόγια με πλησίασε και σταμάτησε χιλιοστά μακριά από τα χείλη μου. Άφησε ένα γελάκι. "Μπα, ας σε εκνευρίσω λίγο ακόμα" είπε. Μου έκλεισε το μάτι, έκανε μεταβολή και ακολούθησε τον πατέρα του έξω από το Σάντοουφορτ Μουρ. 
Δεν θα τα πάμε καλά, Κάρτερ Κέιν


Ήρθε σε τέσσερις ώρες. Καθόμουν στο κρεβάτι μου και διάβαζα ένα βιβλίο. Το εξώφυλλο είχε ξεφτίσει, όπως και το δέσιμο, αλλά ήταν από τα αγαπημένα μου. Ήμουν πραγματικά απορροφημένη στην πλοκή. Κάποια στιγμή, όταν γύρισα το κεφάλι δεξιά στο παράθυρό μου, είδα το πρόσωπο του Κάρτερ να προβάλλει πίσω από το τζάμι, με το κλασσικό πλέον, χαζοχαρούμενο χαμόγελο. 
Άφησα το βιβλίο στο κρεβάτι μου, τσακίζοντας τη σελίδα που είχα μείνει και πήγα στο τζάμι. 
"Ήρθα, όπως σου είπα" σχολίασε ο Κάρτερ και σκαρφάλωσε στο περβάζι. "Να μπω;"
"Μην παίρνεις θάρρος, Κάρτερ" του είπα χαμογελαστή. "Πες μου τώρα". 
"Αχ, είσαι σκληρή, αγαπητή μου... αφήνεις τον άνθρωπό σου να κρέμεται σαν τη νυχτερίδα από το παράθυρό σου..."
"Κάρτερ" έκανα με το ένα φρύδι όρθιο "κόψε τη κλάψα". 
"Μάλιστα" είπε εκείνος και σοβάρεψε αμέσως. "Λοιπόν, ο λόγος που δεν σε αφήσαμε να μείνεις στη κουβέντα, ήταν... βασικά η Σκάι". 
Χτύπησα το γόνατό μου με την παλάμη μου. "Να πάρει! Πάλι αυτή η μέγαιρα! Τι θέλει από τη ζωή μου τέλος πάντων;"
"Μου έρχονται πολλά πράγματα που έχεις εσύ και όχι η Σκάι, κάτι που ίσως δικαιολογεί την παράλογη και αισχρή συμπεριφορά της, αλλά πραγματικά δεν την είχα για τόσο εκδικητικό πλάσμα" σχολίασε εκείνος σταυρώνοντας τα πόδια. 
"Εκείνη σας κάλεσε; Τί ήθελε;"
"Ήθελε την στήριξή μου, καθώς και του πατέρα μου... για να σε... πώς να στο πω τώρα αυτό; Για να σου αφαιρεθούν κάποια δικαιώματα τα οποία έχεις, σαν κόρη του Έντουαρντ Μπλακ". 
"Α την ηλίθια!" είπα. 
"Ηλίθια, ναι, αλλά μην εξάπτεσαι. Κανείς δεν συμφώνησε. Βασικά, είπα ψέματα, μόνο ο Μπρένταν συμφώνησε. Αυτός ο τύπος μου δίνει την εντύπωση ότι θα έπεφτε στο γκρεμό αν του το ζήταγε η Σκάι. Όπως και να έχει, μόνο εκείνος ήθελε να σου αφαιρεθούν τα δικαιώματα". 
"Αχ, έτσι και την πιάσω στα χέρια μου..." μονολόγησα, γυρνώντας την πλάτη μου στον Κάρτερ.
Όταν μίλησε, μπορούσα να ακούσω το χαμόγελο στη φωνή του. "Πλάκα έχεις άμα θυμώνεις" είπε. "Γίνεσαι πιο... επικίνδυνη. Μοιάζεις με πραγματικό βρικόλακα". 
"Αυτό να το πάρω σαν κομπλιμέντο;" ρώτησα εύθυμα. Περίεργο, αλλά ο Κάρτερ δεν με εκνεύριζε το ίδιο όσο παλιά. Ίσως να παίζει ρόλο το ότι φιλάει υπέροχα, δεν ξέρω. 
"Παρ' το όπως θες, εγώ πάντως για κομπλιμέντο το είπα" έκανε εκείνος. 
"Ευχαριστώ, Κάρτερ". 
"Δεν κάνει τίποτα, την αλήθεια σου είπα". 
"Όχι, εννοώ που με ενημέρωσες για την σημερινή κουβέντα". 
Ο Κάρτερ χαμογέλασε και ανέβασε το ένα πόδι στο περβάζι. Έτσι που καθόταν, αγέρωχος και ήρεμος, έμοιαζε σαν να είχε βγει από περιοδικό μόδας. "Παρακαλώ. Μην το παίρνεις πάνω σου, όμως, το έκανα γιατί φοβόμουν ότι θα με έριχνες από κανέναν ουρανοξύστη αν σου έφερνα αντίρρηση". 
Το πρόσωπό μου πήρε μια έκφραση αγανάκτησης, τόσο έντονη που την ένιωσα. "Έλεος, Κάρτερ!" είπα και κάθισα στο κρεβάτι μου. 
"Έλα, σταμάτα" είπε εκείνος γελώντας "πλάκα σου κάνω". 
Δεν είπα τίποτα, μόνο έγνεψα. 
Μείναμε έτσι για λίγα λεπτά, εκείνος σκαρφαλωμένος στο παράθυρο, εγώ στο κρεβάτι μου, κανείς να μην μιλάει, κανείς να μην κοιτάζει τον άλλον. Μέχρι που πήρε το λόγο πάλι εκείνος. 
"Λοιπόν... υποθέτω θα ήταν καλύτερα να φύγω". 
Σηκώθηκα από τη θέση μου και πήγα στο παράθυρο, όσο εκείνος έκανε να κατέβει. "Κάρτερ;"
"Ναι;" έκανε εκείνος και γύρισε να με κοιτάξει. 
"Κάτι ακόμα" είπα. Εκείνος μου έγνεψε. "Γιατί... Γιατί με φίλησες;"
Είδα τις άκρες των χειλιών του να σχηματίζουν ένα όμορφο χαμόγελο που άγγιξε τα μάτια του. Άφησε ένα απαλό γελάκι. 
"Γιατί το ήθελα" είπε απλά και πιάστηκε από το περβάζι, ενώ τα πόδια του στηρίζονταν στον τοίχο. 
Δεν είχα να πω κάτι άλλο, κι εκείνος δεν ζήτησε να ακούσει κάτι άλλο. Υποθέτω ότι αρκούσε και στους δυο μας το χαμόγελο που εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου μετά από τα λόγια του. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top