Κεφάλαιο Δέκα
Δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα, πέρασε τόσο γρήγορα, που όταν ο Ντεβ ήρθε στο δωμάτιό μου και άρχισε να χτυπάει τη πόρτα σαν τρελός, ήταν σαν να βγήκα από μια παραίσθηση.
"Άνοιξε!" φώναζε απέξω.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έτοιμη να πάω να του τα ψάλλω, αλλά δεν το έκανα. Του άνοιξα απλά την πόρτα χωρίς να πω κουβέντα και έπειτα πήγα πάλι στο κρεβάτι μου.
"Τι κάνεις ακόμα εδώ πάνω;" ρώτησε. "Ο μπαμπάς σε θέλει κάτω".
"Η Σκάι;" ρώτησα. "Με θέλει κι εκείνη κάτω;"
Τα μάτια του Ντεβ γούρλωσαν και με κοίταξε. Έπειτα χτύπησε το γόνατο με το χέρι του.
"Ο Κάρτερ στο είπε, ε; Αχ, έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου.... το ήξερε ότι δεν έπρεπε να μάθεις τίποτα!"
Τότε κατάλαβα ότι έκανα ανοησία. Πήρα το πιο αλαζονικό μου ύφος. "Με υποτιμάς, Ντεβ. Λες να μην κατάλαβα τί παίχτηκε στη συνεδρίαση; Ο Κάρτερ δεν μου είπε κουβέντα".
Ο Ντεβ έδειξε να με πιστεύει. "Καλά, κατέβα τώρα κάτω" είπε. "Σε περιμένουμε για να αρχίσουμε".
Μπήκα λίγο καθυστερημένη στην τραπεζαρία, με το φόρεμά μου να ανεμίζει γύρω μου. Κάθισα στη γνωστή μου θέση, ρίχνοντας μια απλή ματιά σε όλους και κάρφωσα το βλέμμα μου στον πατέρα μου. "Περιμένουμε κι άλλους;" ρώτησα.
"Οι Κέιν θα είναι εδώ εντός ολίγου" πέταξε η Έμπονι. "Δεν είσαι η μόνη που άργησε". Την κοίταξα προσπαθώντας να ανιχνεύσω την ειρωνεία στα λόγια της, αλλά δεν τα κατάφερα.
Έπειτα από πέντε λεπτά περίπου, ο Ντεβ άνοιξε ξανά την πόρτα και ο Βλάντιμιρ με τον Κάρτερ μπήκαν μέσα σαν ήρωες. Ο δεύτερος μου έκλεισε το μάτι κοιτώντας με και σωριάστηκε στην καρέκλα απέναντί μου.
"Είχαμε κάποια... θεματάκια" έκανε ο Βλάντιμιρ και ο Κάρτερ σκούπισε την άκρη των χειλιών του με το δάχτυλό του, έχοντας το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου. "Μπορούμε να αρχίσουμε;"
Ο πατέρας μου σηκώθηκε. "Ο Κρις μας έφερε την απάντηση των Νεράιδων" είπε. "Και δεν είναι πολύ θετική. Ενημερώθηκαν ότι επικρατεί ταραχή στον κόσμο, αλλά δεν ξέρουν αν πρέπει να συμμαχήσουν με εμάς ή τους λυκανθρώπους".
"Και τί θέλουν τώρα, να υπογράψουμε την Ειρήνη του Κάτω Κόσμου;" σχολίασε ειρωνικά ο Κάρτερ. Τινάχτηκα αρκετά έντονα όταν ένιωσα το πόδι του να αγγίζει το δικό μου κάτω από το τραπέζι. Ένα απλό άγγιγμα στον αστράγαλό μου, αλλά έστειλε ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί. Τον κοίταξα ερωτηματικά. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
"Θέλουν να μιλήσουν μαζί μας" είπε ο πατέρας μου. "Ζήτησαν να τους στείλουμε δύο αντιπροσώπους".
"Ωραία έκανε ο Ντεβ. "Θα πάω εγώ και ο Κρις".
"Όχι, δεν κατάλαβες..." διόρθωσε ο μπαμπάς μου. "Θέλουν έναν Μπλακ και έναν Κέιν".
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στου Κάρτερ ακριβώς τη στιγμή που με σκούντηξε ξανά κάτω από το τραπέζι, δευτερόλεπτα πριν σηκωθεί όρθιος και αρχίσει να κάνει το γύρο του τραπεζιού.
"Τότε, αγαπητοί μου, έχω να κάνω μια πρόταση".
Μην το πεις, Κάρτερ, μην το πεις...
"Μπορώ να πάω εγώ... με τη Ρέιβεν".
Το είπε.
"Μα βέβαια!" πετάχτηκε η Σκάι. "Το κλασσικό ζευγαράκι".
"Έχεις κάποια καλύτερη ιδέα, Σκάι;" έκανε ο Κάρτερ και την πλησίασε. Συνειδητοποίησα ότι τόση ώρα κρατούσα την ανάσα μου. "Μήπως θες να πας εσύ;"
"Γιατί όχι;"
"Δεν σε εμπιστευόμαστε, Σκάι, παρ' το χαμπάρι" έκανε ο Κρις ξαφνικά. Εκείνη έκανε να σηκωθεί, αλλά την σταμάτησε ο πατέρας μου με ένα νεύμα. Έπειτα γύρισε σε μένα.
"Ρέιβεν; Συμφωνείς;"
Κοίταξα πρώτα τον μπαμπά μου και μετά τον Κάρτερ. Ο Κέιν μου χαμογέλασε πονηρά.
"Συμφωνώ" είπα κοφτά και έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα στον Κάρτερ.
Βγαίνοντας από τη τραπεζαρία, άρπαξα τον Κάρτερ από το χέρι και τον οδήγησα έξω από το κτίριο, σε ένα σημείο ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση. "Τί προσπαθείς να κάνεις;" τον ρώτησα αγριεμένα. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά μου.
"Να περάσω λίγο χρόνο μαζί σου".
Τον κοίταξα σοκαρισμένη, περιμένοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα άρχιζε να γελάει και να λέει ότι την πάτησα, αλλά η στιγμή αυτή δεν ήρθε ποτέ.
"Κάρτερ, μπορείς μια φορά στη ζωή σου να μου δώσεις μια σοβαρή απάντηση;" ρώτησα.
"Μπορώ. Μόλις σου έδωσα. Δεν ξέρω πως να γίνω πιο σαφής. Θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο μαζί σου και προσπαθώ να αρπάζω κάθε ευκαιρία. Τί δεν καταλαβαίνεις; Μιλάω μήπως σε ξένη γλώσσα;"
"Γιατί θες να περνάς χρόνο μαζί μου δεν καταλαβαίνω, Κάρτερ" είπα και πάλι.
Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στον τοίχο από τούβλα πίσω μου και με πλησίασε. "Αν δεν έχεις καταλάβει ως τώρα, δεν μπορώ να σε βοηθήσω" είπε.
Τον κοίταξα επίμονα, αλλά δεν είχε σκοπό να πει κάτι άλλο. "Με είπες χαζή, ή μήπως ήταν η ιδέα μου;"
Εκείνος αναστέναξε και σήκωσε τα χέρια σε αίσθηση παραίτησης. "Δεν σε μπορώ, είστε μυστήρια πλάσματα εσείς οι γυναίκες! Βγάλε τα συμπεράσματα που θες, ευχήσου μόνο να μην είναι πολύ αργά". Έκανε ένα βήμα πέρα, με προσπέρασε και άρχισε να πηγαίνει προς την έξοδο.
Τον πρόλαβα έπειτα από λίγο.
"Κάρτερ! Περίμενε! Τί πάει να πει αυτό;"
"Σαν τί κατάλαβες;" με ρώτησε. "Σου λέω δυο πράγματα, δεν θες να καταλάβεις. Νιώθω ότι φοράς ένα μαντήλι στα μάτια σου, Ρέιβεν, κάθε φορά που μιλάς μαζί μου και ενώ σου δίνω αφορμές να το βγάλεις, εσύ το δένεις πιο σφιχτά. Δεν μπορούμε να κάνουμε δουλειά έτσι. Εγώ δεν μπορώ να πάψω να σου λέω να βγάλεις το μαντήλι, εσύ μπορείς μια φορά, μια καταραμένη φορά στο ζητάω μόνο, να το βγάλεις και να δεις τί σου λέω πραγματικά. Μπορεί και να εκπλαγείς".
Με αυτά τα λόγια μου γύρισε την πλάτη και βγήκε από το Σάντοουφορτ Μουρ.
Κανένα τρίωρο αργότερα ήμουν στο δωμάτιό μου με την Τζινξ που είχε αποφασίσει να μου αφιερώσει λίγες ώρες. Η γάτα μου έγλειφε το χέρι κι εγώ έβραζα στο ζουμί μου, όταν η πόρτα χτύπησε.
"Χιονάτη; Να μπω;"
"Μπες, Ντεβ".
Ο αδερφός μου μπήκε στο δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω του και ήρθε να κάτσει δίπλα μου. "Τι έχεις εσύ; Δεν σε βλέπω καλά".
"Καλά είμαι" είπα.
"Ναι, μάλιστα, φαίνεται. Λέγε τώρα, τί τρέχει;"
"Θα σου κάνω μια ερώτηση" είπα. "Όταν ήσουν φίλος με τον Κέιν, ήταν καθόλου ηλίθιος;"
Ο Ντέβερελ άρχισε να γελάει υστερικά και να χτυπάει το μαξιλάρι δίπλα του. "Αχ, Θεέ μου, Ρέιβεν, μην τα λες απότομα!" είπε.
"Έλα, Ντεβ, σταμάτα και πες μου¨.
Εκείνος αφέθηκε να ηρεμήσει και έπειτα μίλησε. "Ανάλογα με το τί εννοείς ηλίθιος. Αν εννοείς διανοητικά, όχι δεν ήταν. Αν εννοείς πως ήταν τυπικός, ανώριμος νέος ναι, ήταν, όλοι μας ήμασταν. Τί σου έκανε πάλι;"
"Με εκνεύρισε" είπα.
"Σώπα!" απάντησε ειρωνικά. "Εσένα ο Κάρτερ δεν σε εκνευρίζει!"
"Κόψε το δούλεμα".
"Έλα, εντάξει, πλάκα κάνω. Μην του δίνεις σημασία. Το πιο πιθανό είναι να το έχει ξεχάσει αύριο".
"Ντεβ;"
"Ναι, Χιονάτη;"
"Όσο ήσουν φίλος του Κάρτερ... είχε δείξει ποτέ... ενδιαφέρον για.. για κάποιον άλλον άνθρωπο;"
"Τί, εννοείς, γυναίκα; Πέρα από σένα που σε ξέκανε κυριολεκτικά λέμε τώρα, ε;"
Έγνεψα θετικά.
"Όχι. Ήταν πάντα σε έναν δικό του κόσμο και η Μεταμόρφωσή του δεν βοήθησε και πολύ. Γιατί ρωτάς;"
"Τίποτα, απλή περιέργεια" απάντησα.
"Πάντως" έκανε ο Ντέβερελ και σηκώθηκε όρθιος "αν ήταν να δώσω μια συμβουλή σε μια, ας πούμε, μέλλουσα γυναίκα που θα είχε σκοπό να εμπλακεί με τον Κάρτερ σε οποιονδήποτε τομέα..." εδώ με κοίταξε δήθεν τυχαία "θα της έλεγα απλά να ... να μην βγάζει εύκολα συμπεράσματα. Ο Κάρτερ δεν είναι κακός, Ρέιβεν, η ψυχή του δεν είναι μαύρη. Ο Κάρτερ έχει κάνει μερικές λάθος επιλογές στη ζωή του, αλλά έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που τον είδα. Να το θυμάσαι αυτό που σου είπα".
Τον κοίταξα, μιλώντας με τα μάτια. Κι εκείνος απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Κάνε αυτό που θέλεις.
"Καλή ξεκούραση, Ντεβ" είπα.
"Καλή ξεκούραση, Χιονάτη".
Με την Τζινξ τώρα να κοιμάται στο καλαθάκι της κι εμένα να την κοιτάζω σαν υπνωτισμένη, άκουσα ένα γδάρσιμο στο παράθυρο. Σήκωσα το βλέμμα και τον είδα εκεί.
Πήγα κοντά του και άνοιξα. "Πρέπει να αρχίσεις να μου πληρώνεις ενοίκιο για το παράθυρο, ξέρεις" του είπα.
Ο Κάρτερ χαμογέλασε διστακτικά. "Θα το έχω υπόψη μου. Ενοχλώ;"
"Όχι, απλώς κάθομαι".
"Μάλιστα. Ρέιβεν, ήρθα για να... εε, για να μιλήσουμε".
"Σε ακούω".
Εκείνος βολεύτηκε στο παράθυρο και με κοίταξε. "Με συγχωρείς για αυτά που έγιναν νωρίτερα. Έχεις απλώς μια τρομερή ικανότητα να με τσαντίζεις ελαφρώς και ταυτόχρονα να με κάνεις να νιώθω τύψεις που τσαντίστηκα". Τον κοίταξα καλά - καλά. "Είναι ένα από τα πράγματα που μου αρέσουν επάνω σου" πρόσθεσε.
Ένιωσα ένα ακούσιο χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη μου. "Δεκτή" είπα και τον κοίταξα. "Ήρθες για να μου ζητήσεις συγνώμη; Απλά;"
"Απλά" έκανε εκείνος. "Θα γυρίσω πίσω τώρα. Αύριο θα συνεννοηθούν οι δικοί μας για το πότε θα πάμε στις Νεράιδες".
Έγνεψα θετικά. "Εντάξει".
Ο Κάρτερ με κοίταξε, δαγκώνοντας το κάτω χείλος του. "Μάλιστα. Να πηγαίνω τώρα".
Τον άφησα να κατέβει λίγο όταν τον φώναξα ξανά, σκύβοντας έξω από το παράθυρο. "Κάρτερ;"
"Ναι;" έκανε όλο ελπίδα.
Άνοιξα το τζάμι λίγο περισσότερο και έκανα ένα βήμα πίσω. "Μπορείς να περάσεις" του είπα χαμογελαστή. Ένα χρυσό πέπλο απλώθηκε για μια στιγμή ανάμεσά μας, η προστασία που έσπαγε πήρε για μια στιγμή σάρκα και οστά, και την επόμενη στιγμή ο Κάρτερ πατούσε το πόδι του στο πάτωμα του δωματίου μου.
Όπως αποδείχτηκε, ήταν ελαφρώς περίεργος να μάθει πώς περνούσα τη μέρα μου στο δωμάτιο. Έπειτα από πέντε λεπτά που είχε πλέον συνηθίσει, πήρε την Τζινξ από το καλαθάκι της και
δοκίμασε να την κρατήσει αγκαλιά. "Έχε το νου σου, δεν τα πάει πολύ καλά με τους ξένους" του είπα, όταν η γάτα μου γαντζώθηκε στο χέρι του, άρχισε να νιαουρίζει γλυκά και επιζητούσε λίγη προσοχή. Ο Κάρτερ με κοίταξε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο.
"Για δες" έκανε θεατρινίστικα. "Μάλλον με μένα τα πάει καλά".
Τον κοίταξα ανασηκώνοντας το ένα φρύδι. "Πολύ αέρα, πήρες" σχολίασα.
"Έλα τώρα, η γατούλα μοιάζει πολύ ταπεινή και γλυκιά" είπε Ο Κάρτερ και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου με την Τζινξ στα πόδια του.
"Σε σένα αναφέρομαι, ψώνιο, όχι στη γάτα!"
Ο Κάρτερ χαμογέλασε. "Α, εντάξει".
"Λοιπόν;" ρώτησα.
Εκείνος χάιδεψε το τρίχωμα της γάτας και εκείνη γουργούρισε. Τα πήγαινε πολύ καλά μαζί του. Να πάρει.
"Τί λοιπόν;"
"Θα πάμε στις Νεράιδες" σχολίασα χαμηλόφωνα.
"Θα πάμε, ναι. Μήπως άλλαξες γνώμη;"
"Όχι. Θα πάμε".
"Ωραία. Τότε μήπως άλλαξες γνώμη για το ότι με άφησες να μπω μέσα;"
Τον κοίταξα και χαμογέλασα. "Όχι. Απλώς ελπίζω να μην το εκμεταλευτείς".
"Τί φοβάσαι; Ότι θα σε δαγκώσω και θα σε κάνω βρικόλακα;" ρώτησε γελώντας. "Το έκανα ήδη αυτό".
"Σκάσε, Κάρτερ" του είπα.
Εκείνος ανασήκωσε τα χείλη του σε ένα πονηρό χαμόγελο, άφησε την Τζινξ στο μαξιλάρι και σηκώθηκε. "Θα φύγω" είπε. "Μεθαύριο μάλλον λένε πως θα πάμε στις Νεράιδες".
"Ωραία" είπα και σηκώθηκα, καθώς πήγαινε προς το παράθυρο.
"Να προσέχεις" μου είπε και άπλωσε το χέρι του να αγγίξει τα μαλλιά μου.
"Κι εσύ" απάντησα διστακτικά.
Πριν το καταλάβω, πριν προετοιμαστώ για μια ακόμα δόση λιποθυμίας, ο Κάρτερ έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό μου, με τράβηξε κοντά του και με φίλησε ξανά.
"Δεν σε καταλαβαίνω" είπα αδύναμα.
"Θα με καταλάβεις" σχολίασε και πίεσε ακόμα μια φορά τα χείλη του στα δικά μου. "Θα σε δω αύριο". Με μια κίνηση ανέβηκε στο περβάζι και πήδηξε. η μορφή του χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα του κήπου, στο μαύρο της νύχτας.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top