Κεφάλαιο Έντεκα

Δύο μέρες μετά κανονίστηκε η επίσκεψη στη Χώρα των Νεράιδων. Ο Κάρτερ φορούσε ένα απλό πουκάμισο με ένα πανωφόρι που τον έκανε πραγματικά να μοιάζει με βρικόλακα κι εγώ προτίμησα κάτι πιο αέρινο, σε μαύρο χρώμα, με έναν απλό κορσέ. Ο πατέρας μου μας έδωσε για χιλιοστή φορά τις ίδιες οδηγίες (μην προσβάλλετε τη Βασίλισσα, μην επιτεθείτε πρώτοι, μην αφήσετε κανέναν να σας περάσει μέσα από την Αψίδα των Φτερών) πριν μας αφήσει να ανοίξουμε την πύλη για την Χώρα. 
Η πύλη βρισκόταν λίγο πιο έξω από το Σάντοουφορτ Μουρ, σε ένα αφημένο από καιρό κτίριο που έζεχνε κλεισούρα και τρόμο. Ο Κάρτερ ήξερε πως να ανοίξει την πύλη και αυτό με προβλημάτισε. Όταν τον ρώτησα, είπε πως μια φορά είχαν μπει παράνομα με τον Ντεβ, αλλά δεν θέλησε να μου πει περισσότερα, γιατί όπως είπε, ο Ντεβ τον έβαλε να ορκιστεί ότι δεν θα το πει ποτέ σε κανέναν. 
Χτύπησε με το χέρι του ένα συγκεκριμένο τούβλο στον πίσω τοίχο του σπιτιού, έπειτα τα τούβλα άρχισαν να φωτίζονται με ένα αχνό χρυσαφί φως και μερικά παραμερίστηκαν για να δημιουργηθεί μια πόρτα. 
Ο Κάρτερ με κοίταξε. "Έτοιμη;" ρώτησε. 
Έγνεψα θετικά και τον άφησα να με τραβήξει πίσω του.

Το πρώτο πράγμα που είδα όταν μπήκαμε στη Χώρα των Νεράιδων, ήταν ένας μαύρος, έναστρος ουρανός.  Μου έκανε μια μικρή εντύπωση, μιας και στον κόσμο μας ήταν απόγευμα, αλλά σημείωσα στο μυαλό μου να ρωτήσω τον Κάρτερ γι' αυτό αργότερα. Με το πρώτο μας βήμα και μόνο βρεθήκαμε σε ένα υπέροχο δάσος. Παντού τριγύρω δέντρα, άλλα με τα κλαδιά τους περήφανα στον αέρα, άλλα πεσμένα, με διαφορετικά χρώματα στα φύλλα τους. Τα αστέρια φώτιζαν τον ουρανό σαν μικροσκοπικές χρυσές και ασημένιες κηλίδες, ενώ το χορτάρι ήταν καταπράσινο. 
Στη μύτη μας έφτασαν μυρωδιές από πολλών ειδών λουλούδια, ενώ κάπου στο βάθος  μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε ένα φωταγωγημένο κτίριο. Ο Κάρτερ μου έριξε ένα βλέμμα, με είδε προφανώς που κοίταζα σαν ηλίθια και κούνησε το χέρι του μπροστά στα μάτια μου. "Δίκιο είχε ο μπαμπάς σου, όταν είπε ότι δεν έπρεπε να έρθεις" σχολίασε. "Εσένα θα σε πείσουν να περάσεις από την Αψίδα των Φτερών χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια". Του έβγαλα τη γλώσσα σαν εκνευρισμένο πεντάχρονο και εκείνος χαμογέλασε, ανακατώνοντας τα μαλλιά μου. "Πάμε τώρα".
Προχωρήσαμε λίγο πιο μέσα στο δάσος, πηγαίνοντας προς το κτίριο, το οποίο όπως είδα στη συνέχεια, ήταν σχεδόν διάφανο. Πλησιάζοντας, συνειδητοποίησα ότι μπορούσαμε να δούμε το εξωτερικό του παλατιού σχεδόν ξεκάθαρα. Κοίταξα ερωτηματικά τον Κάρτερ. 
"Είναι φτιαγμένο από φτερά Νεράιδων" είπε χαμηλόφωνα. "Απόρθητο. Μην σου μπαίνουν ιδέες στο κεφάλι". 
Τον κοίταξα δήθεν θιγμένη και ον άφησα να με οδηγήσει προς την κεντρική είσοδο. Εκεί στέκονταν δύο άντρες, με φτερά να φυτρώνουν στη πλάτη τους και αυτιά ελαφρώς μυτερά. Πέρα από αυτά, έμοιαζαν με εντελώς φυσιολογικά άτομα. Κρατούσαν βέβαια κάτι λεπτά μπαστούνια, σαν αυτά που χρησιμοποιούν στο άλμα εις ύψος, αν και έμοιαζαν πολύ πιο απειλητικά. Ο ένας ήταν ξανθός και ο άλλος καστανός και οι δύο όμως είχαν ένα απλανές βλέμμα στα μάτια. Μόλις βέβαια πλησιάσαμε, μας έριξαν και οι δύο μια ματιά που μόνο εμπιστοσύνη δεν φανέρωνε. 
"Όνομα;" ρώτησε ο καστανός, κοιτώντας μας εξεταστικά. 
"Ρέιβεν Μπλακ και Κάρτερ Κέιν" απάντησε ο Κάρτερ απλά. "Μας περιμένει η Βασίλισσα". 
Οι δύο φρουροί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους για μερικά δευτερόλεπτα και έπειτα παραμέρισαν. 
"Περάστε" είπε ο ξανθός. Η πόρτες - επίσης διάφανες, επίσης από φτερά Νεράιδων - άνοιξαν δια μαγείας και μια τεράστια και ολόφωτη αίθουσα μπήκε στο οπτικό μας πεδίο. Στο βάθος και σε έναν ολόχρυσο θρόνο, καθόταν μια εντυπωσιακή κοκκινομάλλα.  Τα αυτιά της ήταν επίσης λίγο τραβηγμένα προς τα πάνω και τα μάτια της καταπράσινα σαν σμαράγδια. Στην πλάτη της είχε δύο πελώρια διάφανα φτερά, σαν μεμβράνες. Το πρόσωπό της ήταν αυστηρό, με έντονες γωνίες και έμοιαζε πολύ ενοχλημένη από την επίσκεψή μας. Δεξιά και αριστερά της κάθονταν δύο νεαρότερα κορίτσια, κι εκείνα με φτερά στις πλάτες τους, εμφανώς μικρότερα από της Βασίλισσας και της χτένιζαν τα μαλλιά. 
"Ήρθατε" σχολίασε κάπως εκνευρισμένη. 
"Μας καλέσατε" απάντησε ο Κάρτερ και της χάρισε ένα αφοπλιστικά όμορφο χαμόγελο. Κατέβασα το βλέμμα, δεν ήθελα να δει ότι κοκκίνισα. Κανένας από τους δύο. 
"Η φίλη σου; Η κόρη του Μπλακ δεν είναι;"
Ένιωσα τον Κάρτερ να σφίγγεται δίπλα μου. "Ναι". 
"Και γιατί δεν μιλάει; Οι πληροφορίες μου λένε ότι είναι ιδιαιτέρως... ομιλητικό κορίτσι. Τί έγινε τώρα;"
Ο Κάρτερ με κοίταξε ανήσυχος. Ήξερα ότι είχε πάει ξανά στη Χώρα των Νεράιδων και υποπτεύτηκα ότι είχε κάνει κάτι με τον Ντεβ που τους έδειξε τί είναι ικανή να κάνει η Βασίλισσα και τα είχε βρει σκούρα με αυτή της την ερώτηση. Του έσφιξα καθησυχαστικά το χέρι. 
"Προτιμώ να μιλάω όπου είναι απαραίτητο" σχολίασα όσο πιο άνετα μπορούσα. "Απολύτως απαραίτητο". 
Η Βασίλισσα φάνηκε σχετικά ικανοποιημένη από την απάντησή μου. "Μαντεύω" έκανε και με μια κίνηση έδιωξε τα κορίτσια από δίπλα της "πως ο λόγος που ήρθατε, είναι επειδή δημιουργήθηκε ένα μικρό προβληματάκι με την αγέλη των λύκων". 
"Μικρό" έκανε ο Κάρτερ χαμογελαστός. "Πόσο μικρό μπορεί να είναι ένα πρόβλημα που αφορά τα λυκάκια;"
Η Βασίλισσα χαμογέλασε. "Σωστό αυτό. Λοιπόν, για πείτε μου". 
"Εσείς περιμένουμε να μας πείτε" πετάχτηκα εγώ, βλέποντας το βλέμμα που έριξε η Βασίλισσα στον Κάρτερ. Δεν μου άρεσε αυτό το βλέμμα. "Από ότι λένε οι δικές μου πληροφορίες, έχετε κι εσείς πράγματα που θέλετε να ξέρουμε". 
Η Βασίλισσα με κοιταξε ερευνητικά, προσπαθώντας να διαβάσει κάτι στο πρόσωπό μου, αλλά δοκίμασα να την κοιτάξω σταθερά κατάματα, να μην νομίζει κιόλας ότι σκιαχτήκαμε επειδή έχει μια θέση σε υψηλό βάθρο και χρυσό θρόνο.
Μείναμε έτσι για λλιγα λεπτά, όταν σηκώθηκε και άρχισε να μας πλησιάζει. Ο Κάρτερ με τράβηξε ελαφρά πίσω του και δεν μπόρεσα παρά να χαμογελάσω με αυτή του την κίνηση. Μπορεί τελικά ο Ντεβ να είχε δίκιο σχετικά με τον Κάρτερ.
"Ποιός είναι ο πλειοδότης, ανάμεσα σε εσάς και τους λύκους, αγαπητή Ρέιβεν;"
Ο Κάρτερ κοιταξε μια την Βασίλισσα και μια εμένα, αλλά δεν έβγαλε άχνα.
"Τι θέλεις εσύ και ο λαός σου;" την ρώτησα. Δεν με γέλαγε εμένα, η Βασίλισσα είχε περίεργη φήμη και μάλλον ήθελε να το συνεχίσει έτσι.
Εκείνη έμοιαζε να το σκέφτεται, όσο ενα αυτάρεσκο χαμόγελο ζωγραφιζόταν στα χείλη της. "Θέλω αλλαγή στους νόμους" είπε έπειτα από λίγο.
Το ήξερα, να πάρει, το ήξερα ότι δεν είχε κάτι καλό στο μυαλό της. Ήξερα ότι κοιτούσε το συμφέρον της πάνω από όλα, αλλά, αυτό που ζητούσε ήταν άνω ποταμών.
"Αυτό φοβάμαι πως δεν γίνεται" απάντησα.
"Και βέβαια γίνεται" σχολίασε εκείνη και άρχισε να περπατάει νωχελικά προς το θρόνο της. "Ξέρεις, θα γίνει ενα συμβούλιο, με τον αρχηγό των Βρικολάκων, τον μπαμπά σου δηλαδή, τον αρχηγό των Λύκων, τον αρχηγό των Νεράιδων, εμένα, τον αρχηγό  των Πνευμάτων και τον αρχηγό των δαιμόνων. Σε αυτό το συμβούλιο θα αποφασίσουμε όλοι μαζί ότι ο λαός μου καταπιέζεται περισσότερο απο τον καθένα και θα μου δώσετε ελευθερίες που μου στερήσατε στο πρώτο συμβούλιο".
"Τις ελευθερίες που σου στερήσαμε στο πρώτο συμβούλιο έπρεπε να τις στερήσουμε, γιατί εκμεταλλεύθηκες όλες μας τις ανοχές. Να τα λέμε κι αυτά" πέταξε ο Κάρτερ χαμογελαστός.
Η Βασίλισσα τον κοίταξε ανασηκωνοντας το φρύδι και του χαμογέλασε. "Μου αρέσεις εσύ, μικρέ" του είπε. Ένιωσα αυτόματα τα λαμπάκια μου να ανάβουν. Αν δεν ήταν οι εντολές του μπαμπά μου, θα της είχα ορμήσει αμέσως. "Γιατί δεν έρχεσαι στα διαμερίσματά μου αργότερα να συζητήσουμε το θέμα πιο... αναλυτικά;" Το δάχτυλό της ζωγράφισε μια αόρατη γραμμή στο μάγουλο του Κάρτερ. Εκείνος την κοίταξε απαλά και έπειτα έκανε ενα βήμα πίσω.
"Όχι, ευχαριστώ" είπε ατάραχος.
Η Βασίλισσα πάγωσε με τα λόγια του και ξαναπήγε προς το θρόνο της. Χάρηκα με αυτο που έκανε ο Κάρτερ, αλλά φοβήθηκα ότι θα μας έβαζε σε μπελάδες. Πολλά υποσχόμενους.
"Θα προσπαθήσω να μην σας αναγκάσω να περάσετε αυτή τη στιγμή απο την Αψίδα των Φτερών, ενώ θα έπρεπε, μιας και με προσβάλλατε. Αλλά θα σας δώσω μια ακόμα ευκαιρία".
Και εγώ και ο Κάρτερ περιμέναμε υπομονετικά μέχρι να πάρει ξανα μπρος και να αρχίσει να μιλάει. "Θα γυρίσετε πίσω και θα ζητήσετε να γίνει συμβούλιο εκ μέρους μου. Θα το ζητήσετε σήμερα κιόλας, δεν μπορώ να περιμένω άλλο, ο λαός μου υποφέρει. Αν τα καταφέρετε, θα σας δώσω ένα μέρος των πληροφοριών μου. Αν το αποτέλεσμα του συμβουλίου είναι υπέρ μου, θα σας πω όλα όσα ξέρω. Και τώρα πηγαίνετε. Αρκετά με κουράσατε".
Ο Κάρτερ με κοίταξε. Και οι δυο γνωρίζαμε πως δεν υπήρχε κάτι αλλο να κυνηγήσουμε λέει, οπότε έπρεπε απλά να φύγουμε. Υποκλιθηκαμε ελαφρά και κάναμε μεταβολή, αφήνοντας τη Βασίλισσα στο θρόνο της, να κοιτάζει αφ' υψηλού τους υπηκόους της.

"Αντιπαθείς κι εσύ αυτό το πλάσμα;" ρώτησα καθώς παίρναμε τον δρόμο της επιστροφής.
"Όσο δεν φαντάζεσαι" σχολίασε ο Κάρτερ. "Πάντως να έχεις το νου σου. Η τύπισσα κατάλαβε ότι εγώ... δηλαδή, ότι εσύ κι εγώ... ότι εχω κάποιου είδους... αισθήματα για σένα, κι ας είσαι γκρινιάρα, πολυλογού και ξεροκέφαλη. Φοβάμαι ότι δεν της άρεσε πολύ, καλύτερα να προσέχεις. Θα σε έχω κι εγώ το νου μου".
Το μυαλό μου είχε σκαλώσει σε αυτό που είπε. Όταν άνοιξα το στόμα να πω κάτι, εκείνος ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη μου και με σταμάτησε.
"Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή για αυτή την κουβέντα" έκανε χαμογελαστός. "Αυτά θα τα πούμε άλλη φορά... κάπου πιο ήσυχα..." έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου "κάπου πιο... ρομαντικά". Στην τελευταία λέξη έριξε το κεφάλι του κοντά στο δικό μου και με κοίταξε κατάματα. Έπειτα χαμογέλασε. "Πάμε;" 

Με τον Κάρτερ είχα πάντα το νου μου να μην δείχνω τα αισθήματά μου. Έτσι και το γεγονός ότι με είχε ταράξει με τα τελευταία του καμώματα, δεν ήθελα να το δει, οπότε ήμουν όσο το δυνατόν πιο ήρεμη σε όλο τον δρόμο της επιστροφής. Όταν φτάσαμε στην Αψίδα των Φτερών, σταμάτησε και κοίταξε από την άλλη μεριά. Φαινομενικά, τίποτα δεν έτρεχε αν περνούσες από την άλλη, ήταν απλώς δύο διάφανες κολώνες, φτιαγμένες με τον ίδιο τρόπο όπως και το παλάτι που σχημάτιζαν μια πόρτα. Το θέμα ήταν τί γινόταν άμα περνούσες από μέσα.
"Ξεχνάς" είπε απλά. "Τα πάντα. Ποιός ήσουν, τί έκανες, αν είχες οικογένεια, φίλους... ξεχνάς τα πάντα. Και τότε εμφανίζονται οι Νεράιδες, σαν από μηχανής Θεός και σου γεμίζουν το κεφάλι με ένα σωρό ανοησίες... ότι είσαι δικός τους και σε έψαχναν, χρησιμοποιούν τα τεχνάσματα της Βασίλισσας για να σε πείσουν, και έτσι το πιστεύεις. Μόλις το κάνεις αυτό, σου δίνουν ένα ειδικά φτιαγμένο ποτό, που σε κάνει σαν και τα μούτρα τους. Δεν αναρωτήθηκες ποτέ πώς οι Νεράιδες έχουν τεράστιο στρατό; Όλοι οι καημένοι που έχασαν τη μνήμη τους και πέρασαν από δω, κυρίως μαγικά πλάσματα αλλά και θνητοί που βρέθηκαν τυχαία... είναι ύπουλα πλάσματα οι Νεράιδες, Ρέιβεν. Μην τις εμπιστευτείς ποτέ". 
Με αυτά τα λόγια με τράβηξε από την αντίθετη μεριά. Έριξα μια ματιά στην Αψίδα και αναρωτήθηκα πώς θα ήταν να ξεχάσω τα πάντα. Τον εαυτό μου και τους άλλους. Και τον Κάρτερ.
Ανατρίχιασα. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top